*Επιστολή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου προς τον αείμνηστο Λέοντα Καραπαναγιώτη, διευθυντή των «Νέων» τον Απρίλιο του 1986 (δημοσιευθείσα στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει την Τρίτη 8 Απριλίου 1986).
in.gr – Βαγγέλης Στεργιόπουλος – 13/12/2023
Αθήνα 4 Απριλίου 1986
Φίλε κύριε Διευθυντά,
Τρεις εβδομάδες μετά τη μακρά συνέντευξη συνεργάτου σας μαζί μου, που φιλοξενήθηκε στα «Νέα» και που σκόπευε, σύμφωνα όχι μόνο με την τακτική μου των είκοσι τελευταίων ετών, αλλά και με τις βασισμένες στις πικρές εμπειρίες ολόκληρης ζωής πεποιθήσεις μου, στη γεφύρωση χασμάτων, άλλος συνεργάτης σας, ο κ. Γιώργος Πηλιχός, εθεώρησε αναγκαίο να επαναφέρει τους αναγνώστες σας στην ατμόσφαιρα του εμφύλιου πολέμου και να καταγγείλει τη στάση του Κωνσταντίνου Τσάτσου και τη δική μου την εποχή εκείνη.
«ΤΑ ΝΕΑ», 8.4.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξέρω ότι η επιστολή μου αυτή δεν θα διαβαστεί παρά μόνο από ένα μικρό ποσοστό των αναγνωστών των «Νέων», που εντρύφησαν στο συναρπαστικό τρισέλιδο ανάγνωσμα του κ. Πηλιχού στο φύλλο της 29ης Μαρτίου.
«ΤΑ ΝΕΑ», 29.3.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το ανάγνωσμα αυτό, συνδυασμένο και με φωτογραφίες, προβλήθηκε στις σελίδες 35, 36 και 37 με συναρπαστικούς μεγάλους τίτλους («Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος για τη Μακρόνησο: Πρότυπο σχολείο για την αναμόρφωση»!) και προκάλεσε την περιέργεια των αναγνωστών από την πέμπτη σελίδα, όπου αναγγέλλεται με μεγάλα γράμματα: «Ο Γιώργος Πηλιχός αποκαλύπτει: Παν. Κανελλόπουλος και Κων. Τσάτσος υμνητές της Μακρονήσου». Αν και θα με διαβάσουν πολύ λιγότεροι, διότι όσα θα πω δεν είναι συναρπαστικά, ούτε έχω το δικαίωμα να ζητήσω να προβληθούν με μεγάλους τίτλους, παρακαλώ να δημοσιεύσετε την επιστολή μου αυτή.
«ΤΑ ΝΕΑ», 8.4.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όχι μόνο οι νέοι, αλλά και όλοι οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, που είναι σήμερα πενήντα ετών ή και κάτι παραπάνω, δεν έζησαν όσα είχαν συμβεί στα έτη 1946-1949. Το ΚΚΕ δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 και άρχισε αμέσως να οργανώνει ένοπλες δυνάμεις, που τις ονόμασε αργότερα «Δημοκρατικό Στρατό», για να στραφούν κατά του κράτους, που το εκπροσωπούσαν στη Βουλή (κατά περιόδους και στις κυβερνήσεις) η λεγόμενη «Εθνική Παράταξη» (Λαϊκό Κόμμα και τα κόμματα του Στυλ. Γονατά και του Απ. Αλεξανδρή), η ΕΠΕ (συνασπισμός των κομμάτων του Γεωργίου Παπανδρέου, του Σοφοκλή Βενιζέλου και του υπό την ηγεσία μου Εθνικού Ενωτικού Κόμματος), το Κόμμα των Φιλελευθέρων (υπό τον Θεμ. Σοφούλη) και το «Εθνικό Κόμμα» του Ναπολ. Ζέρβα. Εμνημόνευσα τα κόμματα ή τους συνασπισμούς κατά τη σειρά της επιτυχίας τους στις εκλογές. Τι έπρεπε να κάνουμε όλοι εμείς, που εκπροσωπούσαμε το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού και που δεχθήκαμε την επίθεση; Έπρεπε, τάχα, να σταυρώσουμε τα χέρια, όπως το έκαμαν μερικοί απ’ όσους μνημονεύει επαινετικά στο τέλος του αναγνώσματός του ο κ. Πηλιχός; Έπρεπε να παραδώσουμε αμαχητί την Ελλάδα στο ΚΚΕ, αφήνοντάς το, χωρίς να εκπροσωπεί καν την πράγματι μεγάλη λαϊκή μερίδα του ΕΑΜ της Κατοχής, να τη μετατρέψει σε «λαϊκή δημοκρατία»; Πολλοί «πνευματικοί» ταγοί σταύρωσαν τα χέρια τους. Δεν νομίζω ότι δικαιούμαι να τιμήσω τη στάση τους. Τιμώ εκείνους που πήραν θέση, είτε με τη μια παράταξη είτε με την άλλη. Ο Κων. Τσάτσος και εγώ πήραμε θέση και αναλάβαμε ευθύνες στον εμφύλιο πόλεμο, πιστεύοντας —όπως επίστευαν και πολιτικοί άνδρες δημοκρατικών αρχών, όπως ο Θ. Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος— ότι στη χώρα μας και στον ελληνικό λαό ταιριάζει η πολυκομματική δημοκρατία, η ελευθερία του φρονήματος και του λόγου.
Ας έρθουμε τώρα στη Μακρόνησο. Παρακαλώ να γίνουν πιστευτά όσα θα πω. Μπορεί να έκαμα στη ζωή μου και λάθη (δεν ήταν, βέβαια, λάθος ότι πολέμησα δύο δικτατορίες, καθώς και τους εισβολείς στην Αλβανία, στην Κατοχή και στη Μέση Ανατολή), αλλά ψέματα δεν είπα ποτέ. Λοιπόν:
Πρώτον, όταν ανέλαβα, τον Ιανουάριο του 1949, το υπουργείο των Στρατιωτικών, δεν εγνώριζα ούτε το όνομα «Μακρόνησος».
Δεύτερον, όταν πληροφορήθηκα την ύπαρξη του στρατοπέδου της Μακρονήσου, εθεώρησα αναπόφευκτη την ίδρυσή του, γιατί θα ήταν ηθικά απαράδεκτο άλλοι να σκοτώνονται, να τινάζονται στον αέρα από τις νάρκες, να γίνονται ανάπηροι για όλη τους τη ζωή, και άλλοι, ανήκοντας στις ίδιες στρατευμένες κλάσεις, να μένουν ασφαλείς στα σπίτια τους, επειδή —έστω και με λαθεμένα ή ακόμα και με χαλκευμένα στοιχεία των κρατικών αρχών— ήταν ύποπτοι συμπαθειών ή και ενεργειών υπέρ του «Δημοκρατικού Στρατού» του ΚΚΕ.
Τρίτον, δεν πληροφορήθηκα παρά μόνο κάμποσα χρόνια μετά το 1949 ότι προσωπικότητες σαν τον Ηλία Ηλιού, που η κλάση τους δεν είχε επιστρατευθεί, βρίσκονταν στη Μακρόνησο. Πριν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο —αυτό το έμαθα και πήγα αμέσως κοντά τους, τους συγκέντρωσα και τους μίλησα— πολλοί άνδρες, που δεν υπάγονταν στις στρατευμένες κλάσεις, αλλά που, επειδή υπήρχε η υπόνοια ότι μπορούσαν να δυσχεράνουν τις επιχειρήσεις, είχαν συλληφθεί. Αλλά δεν έμειναν στη Μακρόνησο παρά ένα πολύ βραχύ χρονικό διάστημα και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τέταρτον, τα τραγικά γεγονότα της Μακρονήσου του 1948, που σημειώθηκαν πριν μπω στην κυβέρνηση Σοφούλη, τα πληροφορήθηκα μόλις μετά το 1974 και αφού ένα βράδυ στο «Βεάκειο» άκουσα τους στίχους που είχε γράψει ο Γιάννης Ρίτσος για τα γεγονότα εκείνα, που ήταν όχι μόνον τραγικά, αλλά συνδέθηκαν με πράγματι εγκληματικές πράξεις.
Πέμπτον, όσες φορές επισκέφθηκα τη Μακρόνησο, με παραπλάνησαν —το διαπίστωσα ατυχώς εκ των υστέρων— όσοι διοικούσαν το στρατόπεδο. Ο Κωνστ. Τσάτσος πήγε, αν θυμάμαι καλά, μόνο μία φορά και ήταν πιο συγγνωστό, αφού ήταν υπουργός της Παιδείας και όχι των Στρατιωτικών, όπως ήμουνα εγώ, να παραπλανηθεί. Παίρνω επάνω μου την ευθύνη για το γεγονός ότι παραπλανήθηκα. Δεν θα επικαλεσθώ ως ελαφρυντικό το ότι είδα Μακρονησιώτες, οργανωμένους σε τάγματα, που ήταν έτοιμοι να παραλάβουν όπλα και να σταλούν στις περιοχές των επιχειρήσεων. Ομολογώ, μάλιστα, ότι μέσα στη φοβερή ατμόσφαιρα του εμφύλιου πολέμου δεν ερώτησα τον διοικητή της Μακρονήσου, που τον εγνώριζα ως καλόν αξιωματικό του Πυροβολικού από τη Μέση Ανατολή, τι γίνεται με εκείνους που δεν δέχονταν να «αναμορφωθούν». Τις οδυνηρές δοκιμασίες που είχαν επιφυλαχθεί σ’ αυτούς τις πληροφορήθηκα μόνο πρόσφατα από τον αγαπητό μου φίλο καθηγητή και ακαδημαϊκό Κώστα Ι. Δεσποτόπουλο, που —με την υπερηφάνεια και το φιλοσοφικό ήθος που τον διακρίνουν— είχε αποφύγει επί πολλά χρόνια να μου μιλήσει γι’ αυτές.
Επίμετρο: Ερώτησε ο κ. Πηλιχός τι γινόταν από την άλλη πλευρά, όταν σε χωριά και κωμοπόλεις έμπαινε ο «Δημοκρατικός Στρατός» και βρισκόταν μπροστά σε Έλληνες που δεν δέχονταν να ενταχθούν στις τάξεις του; Ερώτησε, τάχα, ο κ. Πηλιχός τι συνέβαινε εκεί, και μάλιστα όχι μόνο από το «Δημοκρατικό Στρατό» στον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949, αλλά και από τον ΕΛΑΣ στο διάστημα της Κατοχής ή ειδικότερα τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Πελοπόννησο, πριν φθάσω εκεί ως πληρεξούσιος τής υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κυβερνήσεως της Εθνικής Ενότητος;
Δεν θα το πω εγώ. Ας το πουν κάποτε οι ιστορικοί εκείνοι που δεν γεννήθηκαν ακόμα και που θα δείξουν αμεροληψία απέναντι όλων μας που είχαμε ζήσει —και μάλιστα υπεύθυνα και χωρίς κανένα «άλλοθι»— τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940.
Με πολύ φιλικά αισθήματα
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
*Επιστολή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου προς τον αείμνηστο Λέοντα Καραπαναγιώτη, διευθυντή των «Νέων» τον Απρίλιο του 1986 (δημοσιευθείσα στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει την Τρίτη 8 Απριλίου 1986).
O πολιτικός και διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου 1902 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986.