M. Hulot
«Σε καμία χώρα η παράδοση των βρυκολάκων δεν επικράτησε πιο έντονα και δεν διατήρησε περισσότερο τη δύναμή της επάνω στους απλούς ανθρώπους, από ό,τι στη σύγχρονη Ελλάδα». Με αυτήν τη φράση ξεκινά το κεφάλαιο «Σύγχρονη Ελλάδα» της εμβληματικής μελέτης του Βρετανού Montague Summers «The Vampire In Europe», που κυκλοφόρησε το 1929 και αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις πιο λεπτομερείς μονογραφίες για τους βρυκόλακες στη Γηραιά Ήπειρο.
Ο βρυκόλακας, ο αναστημένος νεκρός που παρενοχλεί τους ζωντανούς προκαλώντας φόβο και αποστροφή, απαντά σε πλήθος πολιτισμών και χρονικών περιόδων. Δαίμονες και μυθολογικά τέρατα των λαών της Μεσοποταμίας, των Εβραίων, των αρχαίων Ελλήνων και της ρωμαϊκής εποχής αποτελούν τη μακρινή αρχή του βαμπιρικού μύθου, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τα μεσαιωνικά χρόνια και μετά, ενώ αντίστοιχα πλάσματα συναντά κανείς και στις παραδόσεις των λαών της Ασίας, της Αφρικής αλλά και του Νέου Κόσμου.
Στην Ελλάδα ο βρυκόλακας διαθέτει μια μακρά και σημαντική λαογραφική παράδοση. Το πλήθος των ονομάτων του (καταχανάς στην Κρήτη και στο ανατολικό Αιγαίο, ανακαθούμενος στην Τήνο, σαρκωμένος στην Κύπρο, βάμπιρας στη Μακεδονία και μια ατελείωτη παραλλαγή των λέξεων βρυκόλακας / βουρκόλακας / βρουκόλακας / βουρδούλακας / βολδόλακας σε ολόκληρη την Ελλάδα) είναι ενδεικτικό της ευρύτατης διάδοσής του στον ελληνικό χώρο.
«Για να βρυκολακιάσει κάποιος υπάρχουν πολλοί τρόποι – το λένε κι οι παραδόσεις, έχει περάσει και στη λογοτεχνία: όποιος πεθαίνει βίαια, όποιος είναι βλάσφημος, óποιος τον δρασκελίσει, ενώ πεθαίνει, γάτα ή σκύλος ή κότα ή οποιοδήποτε ζώο, όποιος δεν μετέχει στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας, όποιος έχει αφοριστεί, πολύ βασικό».
Τη μορφή αυτού του αρχετυπικού κακού της ελληνικής σκοτεινής λαογραφίας εξετάζει η ανθολογία διηγημάτων «Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες – Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου» που επιμελήθηκε ο Γιώργος Θάνος, με επιλογές σύντομων ιστοριών από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον Μεσοπόλεμο. Από την πρωτόλεια γραφή του Δημητρίου Αινιάνος ως το σκοτεινό χιούμορ του Ιωάννη Κονδυλάκη και τις ανατριχιαστικές διηγήσεις του Κώστα Πασσαγιάννη, το βιβλίο αποτελείται από 13 διηγήματα που αντλούν την πρώτη τους ύλη από ένα μωσαϊκό λαογραφικών παραδόσεων από όλη την Ελλάδα.
Ο Γιώργος Θάνος, εκτός από την ανθολόγηση που έχει κάνει, έχει γράψει και την εισαγωγή και το επίμετρο, τα οποία περιέχουν πλήθος πληροφοριών για τα ίχνη του βρυκόλακα στην ελληνική λογοτεχνία. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροές τις μέρες του πρόσφατου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως, είχε τεράστια ανταπόκριση από την πρώτη στιγμή.
«Δεν διάβαζα τρόμο από μικρός. Συνήθως τον τρόμο στη λογοτεχνία και στο σινεμά τον ανακαλύπτεις στην εφηβεία, στο τέλος της εφηβείας, εγώ δεν τον ανακάλυψα τότε», λέει. «Μπήκα με τα μπούνια στην πιο “κανονική” λογοτεχνία, με αποτέλεσμα να αγαπήσω την παραδοσιακή λογοτεχνία πάρα πολύ. Ωστόσο με ενδιέφερε το υπερφυσικό, το μεταφυσικό, γενικότερα ως κλίμα και ως κατάσταση, οπότε, όταν ανακάλυψα εσχάτως, στα 35, τη λογοτεχνία τρόμου, μού δημιουργήθηκε αμέσως η περιέργεια για το τι έχουμε στην Ελλάδα γύρω απ’ αυτό. Ήξερα ότι δεν έχουμε δομημένη παράδοση, δηλαδή δεν έχουμε συγγραφείς τρόμου, αλλά απ’ την άλλη ήμουν σίγουρος ότι υπήρχαν πράγματα από δω κι από κει, γιατί ταυτόχρονα ήξερα ότι υπάρχει πλούσια παράδοση στη λαογραφία. Έτσι άρχισα να ψάχνω. Έχει ασχοληθεί ο Παπαδιαμάντης, λόγου χάρη, με κάτι τέτοιο; Ποιος μπορεί να έχει ασχοληθεί; Σιγά σιγά άρχισα να καταλογογραφώ, να κρατάω σημειώσεις, σκάλισα παλιές ανθολογίες, σκάλισα site βιβλιοθηκών, παλιές εφημερίδες, παλιές εκδόσεις, και όταν έφτασα σε ένα σώμα πενήντα-εξήντα διηγημάτων άρχισα να σκέφτομαι τι μπορώ να τα κάνω. Είδα ότι στο θέμα των βρυκολάκων υπήρχε κάτι περισσότερο, ότι δηλαδή θα μπορούσε να στηθεί κάτι πιο συγκεκριμένο. Οπότε άρχισα να ψάχνω συγκεκριμένα γι’ αυτό, κι από τη στιγμή που είχα στο μυαλό μου τι ψάχνω, έγινε και το ψάξιμο λίγο πιο στοχευμένα. Βρήκα γύρω στις 15-16 ιστορίες, επέλεξα τις 13, διαμόρφωσα την εισαγωγή, οι ιστορίες με οδήγησαν στο να διαμορφώσω και το επίμετρο, να σχολιάσω κάποια πράγματα, και προέκυψε το βιβλίο».
—Πόσο διαφέρει η εικόνα του Έλληνα βρυκόλακα από αυτή που επικρατεί στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα;
Η σύγχρονη ποπ κουλτούρα έχει διαμορφωθεί κατά κύριο λόγο από αυτά που έγραψε ο Μπραμ Στόκερ, ο οποίος δίνει την εικόνα του αριστοκράτη βρυκόλακα, του χλωμού, του αρχοντικού, του αποτραβηγμένου, που πίνει αίμα, που έχει κυνόδοντες. Αυτό το έχουμε δει σε ταινίες, το έχουμε δει σε παρωδίες, είναι το πρώτο που σκεφτόμαστε. Στην ξένη λογοτεχνία αυτή η εικόνα έχει επικρατήσει. Εδώ, σε μας, είναι λίγο πιο άγρια τα πράγματα, λίγο πιο βαλκανικά, λίγο πιο γήινα. Έχουμε στις περισσότερες περιπτώσεις το σώμα που δεν λιώνει, που σηκώνεται απ’ τον τάφο, που δεν πίνει αίμα απαραίτητα, κάτι τέτοιο είναι σπάνιο στην ελληνική παράδοση. Συνήθως έχει πολύ πιο άγρια ένστικτα, σκοτώνει, κατασπαράζει ζώα, ανθρώπους, τα πάντα, στρέφεται ενάντια στους συγγενείς του, στην κοινότητά του. Δηλαδή έχει να κάνει και με τους πολύ αρχαϊκούς φόβους για το κακό μέσα στην κοινότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι η όλη παράδοση των βρυκολάκων έχει ελληνική ρίζα· δηλαδή τον 18ο αιώνα, όταν άκουγαν στη Δύση για βρυκόλακα, πολύ πριν γραφτούν οι ιστορίες του Στόκερ ή του Λε Φανού, το θεωρούσαν ίδιον της Ελλάδας, κάτι καθαρά ελληνικό ή έστω βαλκανικό. Βέβαια μετά άλλαξε, ο βαμπιρικός μύθος πέρασε στην ποπ κουλτούρα. Τώρα τελευταία βλέπουμε ότι ο βρυκόλακας έχει λίγο το χαρακτηριστικό του ζόμπι, δηλαδή ο ένας κολλάει τον άλλο, έχουμε δει ταινίες τέτοιες, έχει πάλι αλλάξει μορφή.
Έχω βρει μια μαρτυρία πολύ ενδιαφέρουσα, που λέει ότι στην Κατοχή, που λόγω λιμού και εκτελέσεων είχαμε μαζικές ταφές, σε πολλές μικρές κοινωνίες και μικρές κοινότητες ανάμεσα στους γεροντότερους υπήρχε ο φόβος ότι λόγω της λανθασμένης ταφής θα έχουμε φαινόμενα βρυκολακιάσματος. Απ’ αυτό δεν έχουν περάσει ούτε 100 χρόνια! Σε κλειστές κοινωνίες και σε κλειστές κοινότητες υπήρχε ως ενδόμυχος φόβος. Θυμάμαι τις ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς μου. Τις έλεγε ως γεγονός, κάτι απλώς ασυνήθιστο. Με τον ίδιο τόνο που έλεγε «συνάντησα αρκούδα», που δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, με τον ίδιο τρόπο είχε συναντήσει νεράιδες. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα, αλλά δεν είναι και απίθανο.
Για να βρυκολακιάσει κάποιος υπάρχουν πολλοί τρόποι – το λένε κι οι παραδόσεις, έχει περάσει και στη λογοτεχνία: όποιος πεθαίνει βίαια, όποιος είναι βλάσφημος, óποιος τον δρασκελίσει, ενώ πεθαίνει, γάτα ή σκύλος ή κότα ή οποιοδήποτε ζώο, όποιος δεν μετέχει στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας, όποιος έχει αφοριστεί, πολύ βασικό. Με λίγα λόγια –φαίνεται κι απ’ τα διηγήματα αυτό–, ο απόβλητος της κοινότητας έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να είναι απόβλητος και στον θάνατό του. Έχουμε διηγήματα στα οποία αυτό δηλώνεται ρητά, πως ήταν ο τρελός του χωριού, αυτός που δεν τον είδαν ποτέ να εξομολογείται ή να κοινωνεί, ο κακός που είχε μπλέξει με τα πιο σκοτεινά πράγματα. Υπήρχαν πάρα πολλοί τρόποι να βρυκολακιάσεις, γιατί φαίνεται ότι τους απασχολούσε γενικότερα αυτό το θέμα, το φρικτό της επιστροφής του νεκρού μετά τον θάνατο.
Στην ελληνική λογοτεχνία το παλιότερο κείμενο για βρυκόλακες είναι του Βαλαωρίτη, το ποίημα «Θανάσης Βάγιας», που δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1850. Είναι αρχετυπικό και όσον αφορά τα αίτια του βρυκολακιάσματος –ήταν προδότης, με τους Τούρκους– και ως εμφάνιση – είναι πτώμα, του πέφτουν τα μαλλιά, του πέφτουν τα δόντια. Το παλιότερο διήγημα που έχω βρει και είναι στο βιβλίο είναι του 1852, του Δημητρίου Αινιάνος, ο οποίος είχε λάβει μέρος και στην Επανάσταση. Σίγουρα από το 1870-1880 και μετά αρχίζουν να γράφονται περισσότερα.
Στα Βαλκάνια έχουμε κάπως κοινή εικόνα όσον αφορά το αποτρόπαιο και το φρικτό, δηλαδή η εικόνα που έχουμε για τον βρυκόλακα της Ρουμανίας είναι μάλλον λογοτεχνικό κατασκεύασμα. Στις παραδόσεις είναι παρόμοια η εικόνα. Η λέξη βρυκόλακας, ούτως ή άλλως, έχει ρίζα παλαιοσλαβική. Σε όλες τις γλώσσες, βουλγαρικά, σερβικά, είναι παρόμοιες λέξεις, γι’ αυτό και έχουμε τόσες παραλλαγές, βρυκόλακας, βουρδούλακας, βολδόλακας… Σε ό,τι αφορά στην εγγραφή του στη λογοτεχνία, γιατί αυτό εξέτασα κατά κύριο λόγο, ειναι διαφορετικό το πώς έχει περάσει. Επειδή εμείς δεν καλλιεργήσαμε λογοτεχνία τρόμου, οπότε οι τότε συγγραφείς δεν είχαν τόσες επιρροές απ’ τη γοτθική λογοτεχνία, απ’ τις ιστορίες με τα φαντάσματα, από τον Λε Φανού, από τον Στόκερ, άντλησαν υλικό από την παράδοση, οπότε αυτό το άγριο της παράδοσης πέρασε και στη λογοτεχνία. Στις άλλες χώρες, που ανέπτυξαν διαφορετικά τη λογοτεχνία τρόμου, λίγο πιο εκλεπτυσμένα, λίγο πιο λογοτεχνικά, πέρασε το λίγο πιο εξευγενισμένο αρχέτυπο. Εμείς, δηλαδή, είχαμε λαογραφικό τρόμο ουσιαστικά στη λογοτεχνία μας πολύ πριν περάσει σε ευρεία κλίμακα.
–Πού εντοπίζουμε τα ίχνη του βρυκόλακα στην ελληνική παραδοση;
Έχουμε πάρα πολλές καταγεγραμμένες παραδόσεις. Έχουμε πολλές από νησιά του Αιγαίου· η Σαντορίνη και η Μύκονος ήταν τα κλασικά μέρη όπου βρυκολάκιαζε κόσμος. Αυτό έχει πολύ πεζή εξήγηση: υπάρχει ηφαιστειακό χώμα και το σώμα δεν λιώνει. Δεν νομίζω ότι υπάρχει μέρος στην Ελλάδα στο οποίο να μην έχουμε παράδοση βρυκολάκων. Στη Μάνη έχουμε βρυκολάκες, που μάλιστα βγαίνουν μέρα μεσημέρι, στην Ήπειρο έχουμε πάρα πολύ έντονη παράδοση, στην Αττική έχουμε βρυκόλακες με μικροδιαφορές και στις ελληνόφωνες και στις αρβανιτόφωνες κοινότητες.
Επίσης στην ελληνική παράδοση δεν υπάρχει μία εικόνα. Τις περισσότερες φορές έχουμε το άλιωτο πτώμα που βγαίνει και περπατάει, αλλά μπορεί ο βρυκόλακας να είναι ένα άγριο μαύρο σκυλί που εμφανίζεται πάνω απ’ τον τάφο, μπορεί να ‘ναι μια φωτιά που βγαίνει πάνω απ’ το νεκροταφείο. Ο Νικόλαος Πολίτης έχει καταγράψει την παράδοση για τον βρυκόλακα του Καρέα, ότι ήταν απλώς ένας αέρας, «όταν περνούσε από τον Καρέα», λέει χαρακτηριστικά ο Πολίτης, «φουσούραγε», δεν ήταν κάτι άλλο, απλώς έβγαινε και φύσαγε. Δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο με τους όρους της ποπ κουλτούρας. Στις περισσότερες περιοχές ο βρυκόλακας είναι το άλιωτο, το φρικτό, που βγαίνει το βράδυ και γυρνάει την αυγή στον τάφο του και υπάρχουν συγκεκριμένα μέσα για να το απωθήσεις, το διάβασμα με τον παπά, ο σταυρός, η πεντάλφα, όσο κι αν ακούγεται περίεργο.
Με εξαίρεση-ένα δύο, τα υπόλοιπα διηγήματα στο βιβλίο έχουν πρωταγωνιστές παπάδες κι εκκλησίες. Αυτό είναι πολύ ενδεικτικό, η Εκκλησία ήταν ο θεματοφύλακας σε ό,τι μεταφυσικό στη ζωή της κοινότητας. Το ίδιο το βρυκολάκιασμα έχει να κάνει με την έξοδο από την κοινότητα, από τα χρηστά ήθη. Και, βέβαια, για να αντιμετωπίσεις τον βρυκόλακα χρειάζεσαι πάντα έναν παπά να τον διαβάσει, πολλούς παπάδες σε κάποιο διήγημα. Είναι λίγο ανακατεμένο με λαϊκή μαγεία, αλλά πάντα η Εκκλησία βγαίνει μπροστά, είναι δεδομένο. Ακόμα και τώρα, στο κέντρο του χωριού είναι η εκκλησία, το νεκροταφείο είναι λίγο πιο έξω· υπάρχει μάλλον λόγος γι’ αυτό. Ο σταυρός διώχνει τους βρυκόλακες. Νομίζω ότι μόνο στη δική μας λογοτεχνική παράδοση έχει μπει τόσο πολύ το ότι η Εκκλησία είναι βασική για την προστασία από τους βρυκόλακες.
Το 1880, που ξεκινούσε η άνοιξη του ελληνικού διηγήματος, το να έχεις εξωγενείς επιρροές ήταν κατακριτέο. Έπρεπε να φτιάξουμε μια εθνική λογοτεχνία, με την ηθογραφία, τον νατουραλισμό. Όσοι έγραφαν κάτι που να θεωρείται, με τα σημερινά δεδομένα, λογοτεχνία τρόμου, χρησιμοποιούσαν τη σκοτεινή λαογραφία στο πλαίσιο της ηθογραφίας. Μετά, πάλι, η γενιά του ’30 έψαχνε την ελληνικότητα με διαφορετικό τρόπο, απέρριψε τα προηγούμενα, αλλά και πάλι κανένας δεν ασχολήθηκε με κάτι τέτοιο. Κι ενώ στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα έψαχναν κάτι που να κρατά από παλιά, να ξαναμαγεύει την καθημερινότητα, να μην είναι τόσο βιομηχανικό, τόσο αστικό, σε μας ήταν το ανάποδο. Θέλαμε να βγάλουμε λίγο το χωριό από πάνω μας, θέλαμε να έχουμε ηλεκτρικό, οπότε όλο αυτό ήταν λίγο ανορθογραφία, το να κάθεσαι να γράφεις για στοιχειά. Νομίζω ότι έχουμε χάσμα και στους συγγραφείς και στους αναγνώστες. Μέχρι πολύ πρόσφατα υπήρχε χάσμα μεταξύ όσων διάβαζαν λογοτεχνία τρόμου και όσων διάβαζαν πιο «κανονική» λογοτεχνία, ίσως και στους εκδοτικούς οίκους. Σπάνια θα έβλεπες μια συλλογή τρόμου να βγαίνει από έναν μη εξειδικευμένο εκδοτικό οίκο, ή σπάνια θα έβλεπες κάποιον που διαβάζει πολύ τρόμο να έχει διαβάσει και Παπαδιαμάντη ή Καρκαβίτσα.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν κατ’ επάγγελμα μεταφραστής. Μία από τις μεταφράσεις που είχε αναλάβει τότε ήταν ο «Δράκουλας» του Στόκερ και μάλιστα την έκανε πολύ σύντομα· ο «Δράκουλας» βγήκε το 1897, η μετάφραση του Παπαδιαμάντη πέντε-έξι χρόνια αργότερα. Δεν την είχε υπογράψει, ήταν ανώνυμη, αλλά οι μελετητές του την έχουν ταυτοποιήσει. Τον Παπαδιαμάντη τον έχουμε στο μυαλό μας είτε ως τον κοσμοκαλόγερο, τον χριστιανό –που ήταν βέβαια και αυτό–, είτε ως τον μπεκρή και τον μποέμ, αλλά ήταν κι ένας πολύ διαβασμένος και πολύ ενημερωμένος άνθρωπος, ακριβώς επειδή είχε μάθει αγγλικά σχεδόν μόνος του και δούλευε ως μεταφραστής. Ακόμα και σε αυτόν, όμως, δεν έπιασε ο σπόρος. Έγραψε μια σειρά ιστοριών οι οποίες ασχολούνται με τη σκοτεινή λαογραφία, αλλά μέχρι εκεί. Έχει βγει μια πολύ καλή συλλογή από το Μεταίχμιο, τα «Σκοτεινά παραμύθια», με αυτές τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη. Αλλά και ο Παπαδιαμάντης έχει αυτό το κράτημα που είχαν οι περισσότεροι. Λίγες μόνο από αυτές τις ιστορίες μπορούμε να εντάξουμε στη λογοτεχνία του φανταστικού. Σε όλες τις υπόλοιπες ή υπάρχει μια αμφισημία ή δηλώνεται ρητά ότι αυτά που πιστεύει ο κόσμος είναι δεισιδαιμονίες και δεν ισχύουν. Λίγοι ήταν αυτοί που αποφάσισαν να γράψουν γι’ αυτά τα πράγματα λες και είναι πραγματικότητα, που έκαναν, δηλαδή, λογοτεχνία του φανταστικού από την αρχή ως το τέλος.
Δεν έχουμε τόσες παραδόσεις για γυναίκες βρυκόλακες, φαίνεται και στη λογοτεχνία. Σε όλο το βιβλίο δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο διηγήματα με γυναίκες βρυκόλακες. Στη λογοτεχνία τουλάχιστον, οι γυναίκες συνήθως έχουν πιο πολύ την εικόνα του φαντάσματος, που είναι πιο άυλο, πιο πνευματικό. Μπορεί να είναι πάλι τρομακτικό, αλλά δεν είναι αυτό το σάπιο, το δυσώδες. Με εξαίρεση την «Άλιωτη» του Χρήστου Χρηστοβασίλη που έχουμε στο βιβλίο, η οποία είναι ακριβώς αυτό, είναι δηλαδή κανονικός βρυκόλακας.
Το αγαπημένο μου από τα διηγήματα είναι του Παράσχου, το τελευταίο, γιατί είναι το πιο διαφορετικό απ’ όλα, γι’ αυτό και το έβαλα τελευταίο. Είναι το πιο μακάβριο, έχει και επιρροές απ’ έξω, είναι πάρα πολύ γοτθικό, μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Μου αρέσει πάρα πολύ και ο «Βρυκόλακας» του Πασαγιάννη. Θεωρώ ότι ο Πασαγιάννης ήταν ίσως ο μοναδικός που είχε πλήρη συναίσθηση του τι σημαίνει λαογραφικός τρόμος, ότι δηλαδή θα πάρω την παράδοση που άκουσα απ’ τη μάνα μου και θα την κάνω λογοτεχνία με σκοπό να τη διαβάσει κάποιος και να τρομάξει. Να τον υποβάλω. Αυτές οι δύο ιστορίες μού φαίνονται πιο γοητευτικές απ’ όλες.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο. Στην Ελλάδα έχουμε όντως παράδοση στο είδος. Υπήρχαν και στην αρχαιότητα (Λάμια, Έμουσα, Μορμώ). Από την νεότερη λογοτεχνία, θυμούμαι “Το φάνατσμα” τού Γ. Ξενόπουλου, το οποίο είχε γίνει κι επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά την δεκαετία του΄’90, με την Λυδία Κονιόρδου, τον Σταυρό Παράβα, την Τασσώ Καββαδία κ.α.