Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι: “Κότα πήτα”

Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι. Χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού εκδιδόμενον υπό Χ. Δημοπούλου. Τόμ. Β΄, εν Βραΐλα, Βιβλιοπωλείον Χ. Δημοπούλου – Τυπογραφείον «Το Τρίγωνον», 1870, σσ. 5-23
Πύλη για την ελληνική γλώσσα

Πρὸ τοῦ νὰ ἀρχίσω τὴν διήγησίν μου ἐπὶ τῆς κότας πήτας, ἐπιθυμῶ νὰ ἐξηγήσω τὰς δύω αὐτὰς λέξεις εἰς ἐκείνους ὅσοι, ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος ζῶντες, εἴτε δὲν ἔτυχε νὰ τὰς ἤκουσαν, εἴτε, ἂν τὰς ἤκουσαν δὲν τὰς ἐνόησαν, ἢ δὲν ἐφρόντισαν νὰ μάθουν τί σημαίνουν.

Ὁ στρατιώτης εἶναι πανταχοῦ ἄνθρωπος μεταβατικός· σήμερον ἡ ὑπηρεσία τὸν καλεῖ εἰς πόλιν, αὔριον ἡ ἀνάγκη τὸν στέλλει εἰς πλοῖον, ἢ καὶ εἰς τὴν κορυφὴν βουνοῦ. Διὰ νὰ μεταβῇ ἀπὸ μίαν πόλιν εἰς ἄλλην, ἢ ἀπὸ τὸ πλοῖον εἰς τὸ βουνὸν, ἐπειδὴ πτερὰ δὲν ἔχει, θὰ κάμῃ τὸ ταξείδιον αὐτὸ ἀποστολικῶς, μάλιστα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπου σιδηρόδρομοι δὲν ὑπάρχουν. Ἑπομένως θὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν στρατῶνα ὅπου ἔχει τὴν κλίνην του, καὶ θὰ στερηθῇ τὴν εὐκολίαν τοῦ συσσιτίου, τὸ ὁποῖον τὸν τρέφει ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ μόνον δεκαὲξ λεπτά.

Ἡ μεταβατικὴ ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἐμπορεῖ νὰ ᾖναι καὶ μιᾶς ἡμέρας, ἐμπορεῖ ὅμως νὰ διαρκέσῃ καὶ τρεῖς καὶ ἓξ μῆνας˚ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ᾖναι ἡμέρας, ἡ συντήρησις τοῦ στρατιώτου ἀποβαίνει προβληματκὴ εἰς τοιαύτην περίστασιν. Ἡ Κυβέρνησις τῆς Ἑλλάδος χορηγεῖ εἰς τὸν στρατιώτην δι’ ἑκάστην ἡμέραν μεταβατικῆς ὑπηρεσίας δεκατέσσαρα λεπτὰ ὡς ἐπιμίσθιον. Τὰ δεκατέσσαρα αὐτὰ προστιθέμενα εἰς τὰ ἄλλα δεκαὲξ τοῦ συσσιτίου, κάμνουν τριάκοντα· καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ τριάκοντα ἀμφιβάλλω ἂν ἀρκοῦν εἰς Κινέζον, καὶ ὄχι εἰς Εὐρωπαῖον, νὰ ζήσῃ μίαν ἡμέραν. Ὡς ἐκ τούτου εἰς τὴν Ἑλλάδα, καθὼς καὶ εἰς πολλὰ ἄλλα Κράτη, ὁ μεταβατικὸς στρατιώτης εὑρίσκεται φορτωμένος εἰς τὴν ῥάχην τοῦ πολίτου. Ὁ πολίτης, κατὰ νόμον σιωπηλὸν καὶ παράλογον, ἄγραφον ὅμως, εἶναι ἠναγκασμένος νὰ τῷ παραχωρήσῃ στέγην καὶ τροφήν. Εἰς τὰς πόλεις, ὅπου σχεδὸν πάντοτε ὑπάρχουν στρατῶνες καὶ στρατιῶται ἄλλοι, τὸ κακὸν τοῦτο σπανίως ἔρχεται, ἀλλ’ εἰς τὰ χωρία συμβαίνει συχνότατα, καὶ μάλιστα εἰς τὴν Ἑλλάδα, τῆς ὁποίας τὰ βουνὰ καὶ αἱ κοιλάδες δὲν παύουν ἀκόμη νὰ αἱματῶνται ἀπὸ τῶν λῃστῶν τὰ κακουργήματα. Ὁ χωρικὸς λοιπόν, ὁ μᾶλλον φορολογούμενος, φορολογεῖται κατ’ ἀνάγκην καὶ ἀπὸ τὸν στρατιώτην ἰδιαιτέρως, διὰ τὴν συντήρησιν τοῦ ὁποίου πληρώνει ὅμως εἰς τὴν Κυβέρνησιν πολλοὺς ἄλλους φόρους.

Ἂν ὁ μεταβατικὸς στρατιώτης, ὁ εἰς τὴν ῥάχην τοῦ πολίτου, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τοῦ χωρικοῦ, φορτωμένος, ἦτον εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσῃ τὴν θέσιν του, ἡ κότα πήτα δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀπαίσιον ἐκείνην σημασίαν, ἡ ὁποία ἀνατριχιάζει τὸν χωρικόν. Δὲν εἶναι δυστυχῶς εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐννοήσῃ, διότι οὔτε ἀνώτερός ποτε τοῦ τὴν ἀπέδειξεν, οὔτε νόμος τις τοῦ τὴν ἐξήγησεν· ἀπ’ ἐναντίας ἡ συνήθεια τὸν ἔκαμε νὰ θεωρῇ ὡς δικαίωμά του ὅ,τι βλέπει νὰ ἐξακολουθῇ γινόμενον χωρὶς κἀμμίαν φιλονεικίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἅπαξ ἐθεώρησε δικαίωμά του τὸ νὰ συντηρῆται ἀπὸ τὸν πολίτην κατὰ τὴν μεταβατικήν του ὑπηρεσίαν, ἑπόμενον ἦτο ὅτι τὸ δικαίωμα αὐτὸ ἠθέλησε καὶ νὰ ἐξασκήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν μὲ τρόπον συμφέροντα εἰς αὑτόν. Ὁ στρατιώτης ἔγινεν ἀπαιτητικός, ὁ χωρικὸς δὲν ἐτόλμησε νὰ ἀντισταθῇ, καὶ τοιουτοτρόπως ἅμα στρατιωτικὸν ἀπόσπασμα φθάσῃ εἰς χωρίον, καὶ ἅμα διανεμηθῶσι τὰ καταλύματα, ὁ χωρικός, ὁ δεχόμενος ἕνα ἢ δύο στρατιώτας, ἠξεύρει ὅτι ἡ κότα του, τὴν ὁποίαν αὑτὸς ἐλυπεῖτο νὰ φάγῃ, πρέπει νὰ θυσιασθῇ, καὶ πήτα πρέπει ἀμέσως νὰ ἑτοιμασθῇ. Ἡ συνήθεια, ἡ τάξις, ὁ κανὼν, εἶναι αὐτός. Ἀληθέστατον ὅμως εἶναι ὅτι καὶ ὁ τοιοῦτος κανὼν ἔχει τὰς ἐξαιρέσεις του.

Ἀφ’ οὗ ἐξήγησα ὅσον ἐδυνήθην τὴν κότα πήταν, ἔρχομαι τώρα εἰς τὴν διήγησίν μου.

Ὁ ἀναγνώστης ἐνθυμεῖται ὅτι εἶχον τὴν τιμὴν νὰ ἀποτελῶ μέρος τοῦ ἐπιλεκτικοῦ λόχου, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν τιμὴν καὶ αὐτὸς νὰ διοικῆται ἀπὸ τὸν λογχαγὸν Τζιγότην. Περὶ αὐτοῦ εἶπον, νομίζω, ὅτι ὁ εὐζωνικὸς λόχος θὰ ἐθεωρεῖτο ἐντελὴς κατὰ πάντα ἂν τὸν εἶχεν ἐπὶ κεφαλῆς.

Δύο ἡμέρας μετὰ τὴν ἄφιξίν μας εἰς Ἀταλάντην, ὑπαξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται οἱ παρόντες ἐκ τοῦ λόχου, προσεκλήθημεν περὶ τὰς ἕνδεκα τῆς πρωΐας εἰς συνάθροισιν ἐνώπιον τῆς οἰκίας τοῦ λοχαγοῦ μας, τοῦ καὶ φρουράρχου τῆς πόλεως, διὰ νὰ ἀκούσωμεν τὴν διαταγήν του. Τὴν ἠκούσαμεν. Ἔλεγεν ὅτι, εἰκοσιδύο ἄνδρες τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ ἐλθόντος ἀπὸ τὴν Χαλκίδα, ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσωμεν τὴν ἐπαύριον ὑπὸ τὸν ἴδιον ἀποσπασματάρχην, διὰ νὰ καταδιώξωμεν τὴν λῃστείαν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Λοκρίδος, καὶ ἰδίως εἰς τὴν περιφέρειαν τῶν χωρίων Ταχταλῆ, Δραχμάνιον, Ἔξαρχος, Τοπόλια, καὶ μέχρι Προσκυνᾶ.

Ὁ δεκανεὺς Ἀρβανιτάκος, ὁ Μανώλης καί τινες ἄλλοι στρατιῶται τοῦ ἀποσπάσματός μου ἔμενον εἰς τὴν πόλιν· ὁ πρῶτος διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ χρέη σιτιστοῦ ἀπερχομένου εἰς ἄδειαν, ὁ δεύτερος διὰ νὰ βοηθήσῃ τὸν νεοχειροτόνητον σιτιστήν, καὶ οἱ ἄλλοι ὡς ἀσθενήσαντες ἀπὸ τὸν κάματον τῆς ὁδοιπορίας.

Ὅταν ἔφεξεν ἡ ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεως, ἐφόρτωσαν εἰς κάθε ἀνδρὸς ῥάχην ἀπὸ μίαν κάππαν παμπάλαιον, μᾶς ἔδωσαν ἀπὸ ἓν ζεῦγος τσαρούχια νέα, καὶ μᾶς ἔστειλαν εἰς τὴν εὐχὴν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ὁδηγὸν Καπετὰν Τζάμην. Λέγω εἰς τὴν εὐχὴν τοῦ Θεοῦ· διότι αὐτός, ὁ τρέφων τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἔπρεπε νὰ θρέψῃ καὶ ἡμᾶς, εἰς τοὺς ὁποίους οὔτε λεπτὸν οὔτε ἄρτον ἔδωσαν ἀπὸ τὴν Ἀταλάντην. Ἕκαστος ἐφρόντισεν ὅ,τι καὶ ὅπως ἠμπόρεσεν.

Ὁ Καπετὰν Τζάμης, ὁ ὁδηγός μας, ἔφερε, μόνος αὐτὸς μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνδρῶν τοῦ ἀποσπάσματος, φουστανέλαν, καρυοφύλι, πάλλαν, δύο κουμπούρια καὶ ἕνα μόνον ὀφθαλμόν. Αἱ κακαὶ γλῶσσαι, τῶν ὁποίων ἔργον εἶναι ἡ διαβολή, λέγουν πολλὰ κακὰ καὶ ἄσχημα πράγματα εἰς τὸν κόσμον, πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει τις πάντοτε νὰ πιστεύῃ. Ἐπειδὴ ὅμως κἄτι ἔλεγον καὶ περὶ τοῦ ὁδηγοῦ μας, καὶ ἐγὼ ἀπεφάσισα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν νὰ μὴ κρύψω τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶδον ἢ ἤκουσα, θὰ εἴπω καὶ τί περὶ τοῦ Καπετὰν Τζάμη ἐλέγετο ἀπὸ τὰς κακὰς αὐτὰς γλώσσας. Ἐλέγετο λοιπὸν ὅτι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἦτο λῃστὴς φοβερὸς καὶ τρομερός· ἀλλὰ ἐμοίρασε τὸ κεμέρι του μὲ δύο κυβερνητικοὺς βουλευτάς, τοὺς ὁποίους καὶ τοὺς δύο εἶχέ ποτε λῃστεύσει μέχρι κοκκάλων, ἐπροσκύνησεν ἔπειτα ἀμέσως, καὶ διὰ μέσου αὐτῶν, ἀφ’ οὗ ἐπέτυχεν ἀμνηστείαν, διωρίσθη ὁδηγὸς τῶν ἀποσπασμάτων, δηλ. πρῶτος βοηθὸς εἰς τὴν καταδίωξιν τῆς λῃστείας. Ὁ εἷς ὀφθαλμὸς τοῦ ἔλειψεν (αἱ κακαὶ γλῶσσαι ἔλεγον καὶ τοῦτο) εἰς συμπλοκὴν μετὰ χωροφυλάκων κατὰ τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας του εἰς τὰ δάση.

Τώρα, ὅστις θέλῃ ἂς πιστεύσῃ τοῦτο. Ἐγώ, ὡς εὐσυνείδητος ἱστορικός, ἀναφέρω ὅ,τι ἤκουσα, καὶ κατόπιν ἀκολουθῶ τὴν σειράν μου.

Ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ ἀποσπάσματος ἤμεθα εὔθυμοι ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν πόλιν. Μόνος ὁ ἀποσπασματάρχης μας, λοχίας Κοντοπερήφανος ἐβάδιζε μὲ μεγάλην σιωπὴν καὶ σκυθρωπότητα, καὶ τοῦτο μὲ ἔκαμε νὰ ὑποθέσω ὅτι, αἱ ὁδηγίαι τὰς ὁποίας ἔλαβε θὰ ἦσαν καὶ μυστικαὶ καὶ σοβαραί, καὶ τὴν περιέργειάν μου εἰς ἄκρον ἐκίνησεν. Ἤλπιζον ὅμως κἄτι νὰ μάθω ὡς πρὸς αὐτὰς τὸ ἑσπέρας, διότι ἀπὸ τὴν πόλιν δὲν εἴχομεν ἀκόμη ἐξέλθει τὸ πρωῒ, καὶ ἤμην ἤδη διωρισμένος ἀπὸ τὸν Κοντοπερήφανον γραμματεὺς τοῦ ἀποσπάσματος. Γραμματεὺς καὶ ἀποσπασματάρχης, ἔλεγον κατ’ ἐμαυτόν, κατ’ ἀνάγκην καταλύουν εἰς τὸ ἴδιον κονάκι· ὥστε ἡ καλλιτέρα κότα καὶ ἡ καλλιτέρα πήτα, καὶ μὲ τὸ κρασί βρεγμένη, δι’ ἐμὲ καὶ δι’ αὐτόν· ὥστε καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ ἀποσπασματάρχου διὰ νὰ περάσουν εἰς τὸ χαρτίον κατ’ ἀνάγκην ἀπὸ τὸ αὐτίον μου πρῶτον θὰ διαβοῦν. Ὑπομονὴ τὸ λοιπὸν ἕως ὅτου φθάσῃ τὸ ἑσπέρας.

Πρῶτον μέρος εἰς τὸ ὁποῖον μετέβημεν ἦτον ἡ Σκάλα Ἀταλάντης. Εἰς τὸν λιμένα αὐτὸν τῆς πόλεως τί ὑπάρχει σήμερον δὲν ἠξεύρω· τότε ὅμως ὑπῆρχεν, εἰς μὲν τὴν θάλασσαν ὁ Γλαῦκος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἀγάπην του φαίνεται τὴν πολλὴν πρὸς τὸν ἐπιλεκτικὸν λόχον μᾶς ἠκολούθησε καὶ εἰς τὰ ὕδατα τῆς νέας μας ἕδρας, εἰς δὲ τὴν ξηρὰν ἓν δημόσιον γραφεῖον καὶ ἓν παντοπωλεῖον συνάμα καὶ ξενοδοχεῖον.

Τὰ δύο αὐτὰ καταστήματα θέλω καὶ καλὰ νὰ τὰ περιγράψω, καὶ παρακαλῶ πολὺ τὸν ἀναγνώστην νὰ ἀκούσῃ, ἂν ἄλλο καλλίτερον νὰ κάμῃ δὲν ἔχῃ.

Μία αἴθουσα μὲ δύο δωμάτια, καὶ ὄπισθεν αὐτῶν μία αὐλὴ περιτειχισμένη, ἀπετέλουν οἰκίαν χαμηλὴν ὑγρὰν καὶ παμπάλαιον, εἰς τὴν στέγην τῆς ὁποίας ὑψοῦτο καθ’ ὅλην τὴν ἀκρίβειαν τῆς καθέτου ξύλον, προωρισμένον νὰ φέρῃ τὴν βασιλικὴν σημαίαν ὅταν ἔπρεπεν. Ἐντὸς τῆς οἰκίας αὐτῆς κατοίκους εἶδον: εἰς μὲν τὴν αἴθουσαν κλητῆρα γηραλαῖον, εἰς δὲ τὸ ἓν ἀπὸ τὰ δωμάτια εἰκοσαετῆ περίπου φουστανελοφόρον, καὶ εἰς τὴν αὐλὴν δύο τρεῖς φραντζέζους μὲ μερικὰ φραντζεζόπουλα. Τί τὸ ἄλλο δωμάτιον περιεῖχεν ἀγνοῶ. Ὁ κάτοικος τοῦ ἑνὸς ἐκείνου δωματίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὰ βλέμματά μου ἐτόλμησαν νὰ πέσουν, ἦτον ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς τῆς παραθαλασσίου πόλεως, καὶ ἔφερε τὸν ἑξῆς τίτλον: Ὑγειονολιμενοσταθμάρχης Σκάλας Ἀταλάντης· διότι τὸ δημόσιον γραφεῖον, τὸ ὁποῖον ἀνεγνώριζεν αὐτὸν ὡς κεφαλήν, ἦτο συνάμα ὑγειονομεῖον καὶ λιμεναρχεῖον.

Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὸ ἄλο κατάστημα. Καὶ τοῦτο ἦτο φυσικῷ τῷ λόγῳ οἰκία· ἀλλ’ αὐτὴ ἡ οἰκία εἶχε δύο πατώματα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ μὲν κάτω ἐχρησίμευεν ὡς παντοπωλεῖον, τὸ δὲ ἄνω ὡς ξενοδοχεῖον. Τοῦ κάτω πατώματος τὸ ὄνομα παντοπωλεῖον, δὲν τοῦ ἤξιζε μὰ τὴν κότα πήταν! Ὁ κύριός του, ὅστις ἐφρόντισε νὰ ἐπιγράψῃ ἔξωθεν μὲ χαρακτῆρας… πῶς νὰ τοὺς ὀνομάσω τώρα τοὺς χαρακτῆρας αὐτούς; ἑλληνικούς;… ναί, φαίνεται μὲ ἑλληνικοὺς νὰ ἤθελε νὰ γράψῃ, ἀλλὰ δὲν ἦσαν ἑλληνικοὶ οἱ ἀφωρισμένοι ἐκεῖνοι χαρακτῆρες· ὅστις τέλος πάντων ἐφρόντισε νὰ ἐπιγράψῃ ἐκεῖ: Παντοπωλεῖον, θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ἀλήθειαν ἂν ἐπέγραφε τοὐλάχιστον Ὀλιγοπωλεῖον ἂν ὄχι Μηδενικοπωλεῖον, ἐπειδὴ ὅλον τὸ κατάστημα τοῦ κάτω πατώματος δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ περιεῖχε τίποτε περισσότερον ἀπὸ δύο ἄρτους, τέσσαρα αὐγὰ καὶ ἀρκετὰ κρομμύδια. Μοὶ φαίνεται πὼς περιεῖχε καὶ κρασίον, ἀλλ’ αὐτὸ ὁ παντοπώλης δὲν ἠθέλησε νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψῃ, διὰ τὸν φόβον ἴσως, μήπως ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λησμονήσωμεν ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὰς ὁδηγίας τοῦ φρουράρχου Ἀταλάντης, τὰς μυστικὰς ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι τόσον τὴν περιέργειάν μου ἐγαργάλιζον. Ἀλλὰ τὸ ἄνω πάτωμα, τὸ ξενοδοχεῖον δηλαδή, πῶς ἦτον αὐτό; Αὐτό;… Ἦτο μὲ τέσσαρα δωμάτια. Τὰ τρία εἶχον ἀπὸ μίαν ψάθαν, τὸ τέταρτον δὲν εἶχε. Ἄλλο τίποτε;… Τίποτε.

Εἰς τὴν Σκάλαν Ἀταλάντης διετρίψαμεν παίζοντες καὶ χορεύοντες ἕως ὅτου ὁ ἥλιος ἤρχισε νὰ βιάζηται εἰς τὸν δρόμον του, καὶ τότε ἀφ’ οὗ συνηθροίσθημεν ἐλάβομεν διεύθυνσιν πρὸς ἀριστερὰ τῆς Σκάλας, διὰ νὰ φθάσωμεν τὴν νύκτα καὶ καταλύσωμεν εἰς Λιβανάτας.

Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὸ χωρίον αὐτὸ ἡ κανδύλα τῆς ἐκκλησίας του ἔφεγγε καλά. Μὲ κόπον πολὺν εὕρομεν τὸν δήμαρχόν του διὰ νὰ μᾶς διανείμῃ τὰ κονάκια, μὲ πολὺ περισσότερον ὅμως κατωρθώσαμεν νὰ εὕρωμεν ἕκαστος τὸ διαταγμένον του μέρος τοῦ καταλύματος. Οἱ χωρικοὶ εἰς τοιαύτας περιστάσεις χαίρουν νὰ βασανίζουν τοὺς στρατιώτας. Ἐρωτᾶς: Ποῦ εἶναι, πλιάκο, τὸ σπῆτι τοῦ Μανωλάτου; Ἐδώ πω πέρα, στὰ γύδια ἐκιά, ἀποκρίνεται. Πηγαίνεις ἐδώ πω πέρα στὰ γύδια, καὶ σὲ στέλλουν ἐκεῖ δὰ στὰ ζωντανὰ νὰ εὕρῃς τοῦ Μανωλάτου τὸ σπῆτι.

Ἐκεῖνο τὸ ἑσπέρας αἱ ἐλπίδες μου ὡς πρὸς τὰς μυστικὰς ὁδηγίας καὶ τὴν μὲ κρασὶ βρεγμένην πήταν ἐναυάγησαν. Ὁ λοχίας μὲ τὸν Καπετὰν Τζάμην κατέλυσαν εἰς τοῦ δημάρχου, καὶ ἐγὼ μέ τινα στρατιώτην, τὸν ὁποῖον ὀλίγον ἐγνώριζον ἐκ τοῦ πλησίον, εἰς καλύβην ὅπου βώδια, στρατιῶται, παιδία καὶ μεγάλοι ἤμεθα ἀνακατωμένοι ὅλην τὴν νύκτα, μὲ τὴν εὐχάριστον συντροφίαν ἢ ἑνὸς ἢ δύο γαδάρων, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλῶς. Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι τὴν νύκτα εἶχον ἐξυπνήσει ἔντρομος ἀπὸ κτυπήματα καὶ κρότον δυνατόν, καὶ ὅτι ὁ οἰκοδεσπότης μὲ καθησύχασε μὲ τὰς λέξεις αὐτάς! Τὸ ζωντόβολο ζαμπουνάει· ἄς το νὰ σκούζῃ. Ἐλησμόνησα νὰ εἴπω ὅτι οὔτε μὲ κόταν οὔτε μὲ πήταν ἐδείπνησα ἐκεῖ· ἀλλὰ μὲ ἄρτον καλλίτερον ἀπὸ τὴν κουραμάναν καὶ μὲ ἄσπρον καὶ παχὺ τυρίον. Αὐτὰ ἡ σταυρομάνα μᾶς παρέθεσεν ἐνωρίς, καὶ μᾶς ἔδειξε ποῦ κατὰ γῆς νὰ κοιμηθῶμεν μετὰ τὸ δεῖπνον, ἂν εἴχομεν ὄρεξιν.

Ἡ κάππα μοὶ ἐχρησίμευσε τὴν νύκτα ὡς στρῶμμα συνάμα καὶ σκέπασμα· ἡ μισὴ ἄνωθεν ἡ μισὴ κάτω. Ἡ μνήμη μου δὲν μὲ βοηθεῖ νὰ εὕρω τί προσκέφαλον εἶχον· οὔτε ἀπὸ πτερὰ βεβαίως οὔτε ἀπὸ μαλία· ἀλλ’ ἂν εἰς τὸ σακκούλιόν μου, ἢ εἰς τὸ ταγάρι τοῦ χωρικοῦ ἢ εἰς πέτραν σκεπασμένην μὲ κομμάτιον ψάθας ἡ κεφαλή μου εἶχε πέσει, τοῦτο κατὰ δυστυχίαν τὸ ἐλησμόνησα.

Τὴν νύκτα ἐκείνην ἐστάθη ἀδύνατον νὰ κοιμηθῶ. Ὅλον μου τὸ σῶμα ᾐσθανόμην νὰ καίῃ, καὶ τὸ δέρμα μου, ἰδίως εἰς τὸν λαιμόν, νὰ μὲ τρώγῃ ἀλύπητα. Παρόμοιον πρᾶγμα ποτὲ δὲν εἶχον πάθει ἕως τότε, καὶ μὴ ἠξεύρων ποῦ νὰ τὸ ἀποδώσω, ἐνόμισα ὅτι ἤρχισα νὰ πάσχω ἀπὸ κἀμμίαν ἀσθένειαν τοῦ δέρματος.

Ἡ ἡμέρα μοὶ ἐξήγησε τὸ πρᾶγμα. Ὅταν ἔφεξε καλὰ εἶδον εἰς μίαν ἄκραν τοῦ χωρίου πυρὰν μεγάλην, τριγύρω τῆς ὁποίας μερικοὶ στρατιῶται μὲ τὸν Καπετὰν Τζάμην ἔπλυνον τὰς κάππας τῶν εἰς τὴν φωτίαν. Τὸ πλύσιμον φορέματος μὲ πῦρ καὶ ὄχι μὲ νερόν, νὰ μὴ ἐκπλήξῃ, παρακαλῶ, κἀνένα ἐξ ἐκείνων ὅσοι δὲν τὸ ἐδοκίμασαν ἢ δὲν τὸ εἶδον. Ἰδοὺ πῶς γίνεται τὸ πρᾶγμα. Ἀνάπτεται πυρὰ μεγάλη, συναθροίζεται ἡ ἀνθρακιὰ ἀπὸ αὐτήν, καὶ τότε ἡ κάππα, εἴτε τὸ ὑποκάμισον, εἴτε ὁποιονδήποτε ἄλλον φόρεμα, ἔχον ἀνάγκην νὰ πλυθῇ, πλησιάζεται εἰς τὴν ἀνθρακιὰν κρατούμενον ἀπὸ τέσσαρας χεῖρας· πλησιάζεται ὅμως τόσον ὅσον χρειάζεται διὰ νὰ μὴ καῇ μὲν, νὰ ἐκφορτωθῇ ὅμως τὰ ζωΰφια, ὅσα εὐηρεστήθησαν μὲ τὸν καιρὸν νὰ τὸ τιμήσουν. Τοιουτοτρόπως τὸ φόρεμα πλυνόμενον καθαρίζεται, μολονότι ἐξακολουθεῖ νὰ ᾖναι ὄχι τόσον μαῦρον ὡς πρότερον, ἀλλὰ κἄτι περισσότερον.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀντὶ ἡλίου εἴχομεν βροχὴν κατακλυσμιαίαν, καὶ ὅμως τοῦτο δὲν μᾶς ἀπέτρεψε νὰ ἀποχαιρετήσωμεν ἐνωρὶς τοὺς Λιβανάτας, ἀφ’ οὗ ἕκαστος ἔβαλεν ἀπὸ τὸ κονάκι εἰς τὸ σακκκούλιον ὅ,τι κατώρθωσε διὰ τροφὴν τῆς ἡμέρας.

Ἡμισείαν ὥραν μακρὰν τῆς Ἀταλάντης λῃσταὶ τὴν νύκτα κατεκρεούργησαν ἀμπελουργόν, καὶ εἰς τὸ μέρος τοῦ κακουργήματος ἡ παρουσία μας καθίστατο ἀναγκαία. Ὁ ταλαίπωρος ἀμπελουργὸς ἐθεωρήθη ἀπὸ τοὺς λῃστὰς ἄξιος τῆς τύχης αὐτῆς, διότι τοὺς προέδωκεν. Πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος μεταβατικὸν ἀπόσπασμα τὸν ἀπήντησε πλησίον τοῦ ἀμπελίου του, καὶ ὁ ἀποσπασματάρχης τὸν ἔλαβε κατὰ μέρος καὶ τὸν ἠρώτησεν ἐμπιστευτικῶς ἂν εἶδεν ἢ ἤκουσέ τι περὶ λῃστῶν. Αὐτός, ἐπιθυμῶν, ὡς ὅλοι οἱ χωρικοὶ τῆς Ἑλλάδος, τὴν ἐξόντωσιν τῶν τοιούτων τεράτων, εἶπε τότε, ὅτι οἱ λῃσταὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἦσαν μακράν, διότι μόλις πρὸ δύο ὡρῶν τοὺς εἶχεν ἰδεῖ νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐκεῖ πλησίον. Ἂν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ μεταβατικοῦ ἐκείνου, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ μόνον ὁ ἀμπελουργὸς ἐξεμυστηρεύθη, ἐγνώριζε τὸ χρέος του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ἔζη ἴσως ἀκόμη, καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ ἐμαρτύρουν ὡς αὐτὸς περὶ τῶν λῃστῶν ὅ,τι ἐγνώριζον.

Ἐφθάσαμεν εἰς τὸν τόπον τοῦ κακουργήματος περὶ μεσημβρίαν. Δύο στρατιῶται διωρίσθησαν νὰ μεταφέρουν τὸ πτῶμα εἰς τὴν πόλιν, διαταχθέντες νὰ μᾶς ἐπανεύρωσι τὴν ἐπιοῦσαν εἰς διορισθὲν μέρος, καὶ ἀμέσως μετὰ τοῦτο ἠρχίσαμεν παγάναν εἰς τὸ ἔμπροσθέν μας δασῶδες βουνόν.

Θὰ ἐξηγήσω πρῶτον τὴν λέξιν παγάνα, καὶ ἔπειτα θὰ εἴπω διατὶ ἐπιχειρήσαμεν αὐτὴν, καὶ ποῖον ἐξ αὐτῆς ἀποτέλεσμα προέκυψεν. Οἱ στρατιῶται χωρίζονται δεκαπέντε ἕως εἴκοσι βήματα ἀπ’ ἀλλήλων, εἰς τρόπον ὥστε τριάκοντα ἄνδρες νὰ ἐκτανθῶσιν εἰς τόπον πεντακοσίων ἢ ἑξακοσίων βημάτων, καὶ τοιουτοτρόπως προχωροῦν εἰς δάσος εἴτε εἰς βουνὸν εἴτε εἰς ἀνώμαλον ἔδαφος, ὅπου ὑποτίθεται ὅτι ἄνθρωπος δύναται νὰ κρυφθῇ· τοῦτο ὀνομάζεται παγάνα. Ἐὰν εἰς τὸν κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν διατρεχόμενον τόπον ὑπάρχῃ πραγματικῶς ἄνθρωπος, εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον νὰ μὴ ἀνακαλυφθῇ.

Οἱ λῃσταὶ συνήθως δὲν παραμένουν εἰς μέρος ὅπου γνωρίζουν ὅτι τοὺς εἶδον, καὶ μάλιστα ὅπου κατορθώνουν ἀνδραγάθημα· ἀπ’ ἐναντίας εἰς τοιαύτην περίστασιν, ἂν τὴν νύκτα ἦσαν πλησίον τῶν Θηβῶν, τὴν ἡμέραν, εὑρίσκονται εἰς τοὺς ἀμπελοκήπους τῶν Μεγάρων, ἴσως δὲ ἴσως καὶ ἐντὸς τῆς πόλεως αὐτῆς· καὶ τοῦτο διὰ νὰ ἀποπλανήσουν τὰ μεταβατικὰ ἀποσπάσματα, ἂν εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτῶν ἐπέλθῃ νὰ τοὺς καταδιώξωσιν ἀμέσως. Ἐκτὸς δὲ τούτου καὶ μιμοῦνται τὸ σύστημα πολλῶν θηρίων, τὰ ὁποῖα πλησίον τῆς φωλεᾶς των σέβονται τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἰδιοκτησίαν τῶν ἄλλων. Ἐνίοτε ὅμως συμβαίνει καὶ νὰ κρύπτωνται ἐκεῖ πλησίον ὅπου ἡ παρουσία των ἄφησεν ἴχνη, εἴτε μὴ προφθάσαντες τὴν νύκτα νὰ ἀπομακρυνθῶσι, εἴτε ἐπίτηδες μένοντες, διότι ἠξεύρουν ὅτι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θὰ καταδιωχθῶσι πέραν τοῦ μέρους ἐκείνου. Πέντε μόνον λεπτὰ μακρὰν στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος νὰ μένουν ἐν πλήρει ἀσφαλείᾳ αὑτῶν καὶ ἐν πληρεστάτῃ γνώσει τοῦ ἀποσπασματάρχου, συνέβη, λέγουν, καὶ τοῦτο εἰς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν ἐγὼ δὲν τὸ εἶδον· ἴσως διότι δὲν ἤμην εἰς θέσιν νὰ τὸ γνωρίζω.

Ἡμεῖς τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐζητήσαμεν τοὺς λῃστὰς εἰς αὐτὸ σχεδὸν τὸ μέρος τοῦ κακουργήματός των, καθότι ἡ παγάνα μας ἤρχισεν ἀπὸ τὴν καλύβην τοῦ ἀμπελουργοῦ εὐθὺ πρὸς ἐπάνω. Μετὰ πολλὰς ἡμέρας ἔμαθον ὅτι ποιμήν τις ἐπλησίασεν αὐθορμήτως πρὸς τὸν Κοντοπερήφανον, καθ’ ἣν ὤραν οἱ ἄλλοι ἄνδρες τοῦ ἀποσπάσματος ἤμεθα πλησίον τοῦ πτώματος, καὶ τῷ εἶπεν ὅτι οἱ λῃσταὶ ἦσαν ἀκόμη τὸ πρωΐ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἀνεζητήσαμεν αὐτοὺς ἐκεῖ πλησίον. Τὸ περὶ προδοσίας ἔμαθον ὅταν ὁ ποιμὴν δὲν ὑπῆρχε πλέον· καὶ ὅμως ὁ Κοντοπερήφανος ἰσχυρίζετο ὅτι εἰς κἀνενὸς αὐτίον δὲν ἐκοινοποίησε τὸ μυστικὸν τοῦ ποιμένος, ἐκτὸς ἴσως εἰς τοῦ Καπετὰν Τζάμη.

Τὸ ἀπόσπασμά μας ἀπετελεῖτο ἀπὸ πολλοὺς παλαιοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι πολλὰς ἄλλοτε παγάνας εἶδον καὶ ἔκαμον· περιεῖχεν ὅμως καὶ ἀπείρους, ὡς ἐμέ, οἵτινες δὲν ἤξευρον τί ἔπρεπε νὰ κάμουν εἰς τὴν παγάναν, μὲ ποῖον βῆμα νὰ προχωρήσουν, πότε καὶ ποῦ νὰ σταθοῦν, καὶ πῶς νὰ φερθοὺν ἂν κατὰ τύχην ἔπιπτον εἰς ἐνέδραν ἢ εἰς ὀλημέριον λῃστῶν. Δίκαιον ἦτο καὶ λογικὸν εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀπείρους νὰ ὑποδείξωσι τὸ καθῆκόν μας· ἀλλ’ οὐδεὶς οὐδεμίαν ὁδηγίαν μᾶς ἔδωκεν.

Μετὰ δύο ὡρῶν ἀνάβασιν κοπιώδη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἕκαστος προεχώρει προσέχων μόνον νὰ μὴ ἀπομακρύνηται πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὁ Μπάρμπα Τζούγκας μᾶς ἐσταμάτησε χωρὶς φωνὴν χωρὶς κρότον, καὶ μὲ μόνα τὰ βλέμματα καὶ τὰς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ τῆς κεφαλῆς του, μᾶς ἔκαμε νὰ ἐννοήσωμεν ὅτι ἔπρεπε νὰ συναθροισθῶμεν καὶ νὰ πλησιάσωμεν πρὸς αὐτόν. Ἐγὼ ἤμην μακρὰν αὐτοῦ τότε, ἀλλὰ κατόπιν ἤκουσα πῶς μὲ πετράδια προσεπάθησε νὰ ἑλκύσῃ πρὸς ἑαυτὸν τὴν προσοχὴν τῶν πλησιεστέρων στρατιωτῶν, πῶς μὲ τὸν δάκτυλον ἐπὶ τοῦ στόματος συνέστησε τὴν σιωπήν, πῶς μὲ τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν χειρῶν τὰς κινήσεις ἐζήτησε τὴν συνάθροισιν, πῶς μὲ τὰ βλέμματα ἔδειξε τὸ μέρος ὅπου ἐξάπαντος κατὰ τὴν ἰδέαν του ὕποπτόν τι ὑπῆρχεν. Ὅταν εἶδεν ὅτι τὸν ἐνοήσαμεν καὶ ἐπυκνούμεθα, ἐγονάτισε πρῶτον καὶ παρεμέρισε μὲ τὴν λόγχην κλάδους τινὰς, ἐσηκώθη ἔπειτα καὶ ὥρμησε βλασφημῶν εἰς ἀραίωμα δάσους. Ἐκ τῶν βλασφημιῶν του ἐγὼ προέφθασα νὰ ἀκούσω τὴν ἀγαπητήν του λέξιν τούφλα! δὶς καὶ τρὶς ἐπαναληφθεῖσαν κατὰ τοὺς κανόνας τῆς κατιούσης μουσικῆς κλίμακος.

Ἡ ἀδημονία τοῦ Μπάρμπα Τζούγκα προήρχετο ἀπὸ τὴν ἀτυχίαν μας. Τὸ ἀραίωμα ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον αὐτὸς πρῶτος ὥρμησεν, ἦτο τὸ ὀλημέριον τῶν ἀναζητουμένων λῃστῶν. Ἡμισείαν ὥραν ἀρχῄτερα ἂν ἐφθάνομεν θὰ τοὺς εὑρίσκομεν ἀκόμη ἐκεῖ· ἡ πυρὰ ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔψησαν τὸ σφακτὸν ἔκαιεν ἐν μέρει ἀκόμη. Ἔπρεπε δὲ νὰ ἦτο μεγάλη ἡ πυρὰ ἐκείνη, ἀφ’ οὗ ἐξακολουθοῦσα ἀπὸ πρωΐας βροχὴ δὲν κατώρθωσεν ἀφ’ ὅτου ἐκεῖνοι ἀνεχώρησαν καὶ μέχρι τῆς ἀφίξεώς μας νὰ τὴν σβύσῃ καθ’ ὁλοκληρίαν. Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς των ἦτο βεβαίως ἀδύνατον νὰ τὴν σβύσῃ, διότι οἱ λῃσταί, καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν βρέχει, προφυλάττουν ἀπὸ ὑψηλὰ τὴν πυράν των μὲ κλάδους πολλοὺς καὶ παχεῖς, χρησιμεύοντας εἰς τὸ νὰ σκορπίζωσι τὸν καπνόν. Τὸ μέρος ὅπου ἐκοιμήθησαν τὴν νύκτα ἐφαίνετο, καὶ τὰ φύλλα ὅσα εἶχον στρώσει ὑπῆρχον, ἂν καὶ κατάβρεκτα· ἐπίσης ἐφαίνετο ἐπὶ χαμηλῆς ἀγριοελαίας ὁ κλόνος ὅπου ἐκρέμασαν καὶ ἡτοίμασαν τὸ σφακτόν. Τὰ γιαταγάνιά των θὰ ἔκοπτον θαυμάσια, διότι καὶ αὐτὸς ὁ κλόνος καὶ ἄλλοι πολλοί, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκρεμάσθησαν πιθανῶς τὰ ταγάρια, ἢ τίς ἠξεύρει τί ἄλλα πράγματα, ἦσαν εἰς τὴν ἄκραν κομμένοι μὲ ἓν μόνον κτύπημα· καθεὶς δὲ ἠξεύρει πόσον σκληρὸν ξύλον ἡ ἀγριοελαία ἔχει. Ὅ,τι μὲ ἐξέπληξε περισσότερον ἀπὸ ὅσα εἶδον ἐκεῖ, ἦτο πῶς ἴχνος σφακτοῦ δὲν ὑπῆρχεν ἄλλο ἀπὸ κόκκαλα ἐψημένου καὶ καταφαγωθέντος κρέατος· οὔτε δέρμα, οὔτε ἐντόσθια, οὔτε κέρατα ἐφαίνοντο. Ὅσον δι’ αἷμα, ἡ βροχὴ ἐφρόντισε νὰ τὸ πλύνῃ βεβαίως.

– Φτού, ἀλαμπελάβερσιν!

Ὁ ἀφορισμὸς αὐτὸς ἦτον τοῦ ὁδηγοῦ μας, ὡς ἔκφρασις μεγάλης ἀδημονίας ὅτι ἀργὰ ἐφθάσαμεν· καὶ ὅμως αὐτὸς ἦτον αἴτιος τούτου. Ὅταν ὁ Κοντοπερήφανος ἐβιάζετο κάτω, – Στάσου, λοχία, τοῦ εἶπεν. Μ’ αὐτὸ τὸ νερό ποῦ πέφτει, κι’ ἂν ᾖναί τους ἀπάνω, δικοί μας εἶναι. Ἂνοιξ’ τὸ ταγάρι, καὶ κόπιασ’ ἐδὼ γιά, ἔχω καὶ τὴν πλώσκα.

– Τώρα ἐπανέλαβε, μετὰ τὸ ἀλαμπελάβερσιν, ἐμπρός, νὰ πιάσωμε τὸν τορό τους.

Ἡ λέξις τορὸ καὶ τορὸς σημαίνει τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν. Νὰ ἀκολουθήσῃ τις τὰ ἴχνη τινὸς μετὰ βροχήν, ὅταν ἡ γῆ ᾖναι ἀκόμη ὑγρὰ, ἢ ὅταν σκεπάζηται ἀπὸ χιόνια τὸ ἔδαφος, τὸ ἐνοῶ καὶ τὸ ἐνόουν καὶ τότε· ἀλλὰ νὰ τὰ ἀκολουθήσῃ ὅταν βρέχῃ ῥαγδαίως, οὔτε τώρα μοὶ φαίνεται δυνατὸν οὔτε τότε τὸ ἐφανταζόμην κατορθωτόν. Δὲν εἶπον ὅμως τίποτε, ἐπειδὴ οὔτε ἄλλος ἀντέτεινε, καὶ τοιουτοτρόπως προεχωρήσαμεν ἀναβαίνοντες, ἔπειτα καταβαίνοντες, καὶ τὸν τορὸν δῆθεν τῶν λῃστῶν ἀναζητοῦντες.

Ἤμεθα ἀκόμη εἰς τὸ βουνὸν ὅταν ἐνύκτωσεν. Ἡ βροχὴ ἐξηκολούθει νὰ πίπτῃ ῥαγδαία, καὶ τὰ φορέματά μας ἦσαν τόσον κατάβρεκτα, ὥστε τὸ νερὸν καθὼς ἔπιπτεν εἰς αὐτά, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὸ ἴδιον ἔκαμνε. Ἂν ὄχι ὅλων τῶν ἀνδρῶν τοῦ ἀποσπάσματος, τῶν περισσοτέρων ὅμως τὰ ὅπλα θὰ ἦσαν ἄχρηστα· τόσον ἡ ὑγρασία τὰ διεπέρασε. Τὴν νύκτα εἰς τὸ κονάκιον παρετήρησα τὸ κακὸν εἰς τὸ ἰδικόν μου ὅπλον.

Εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτός, διὰ δάσους προχωροῦντες, καὶ εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν θέσιν εὑρισκόμενοι, ἤμεθα πραγματικῶς ἀξιολύπητοι, καὶ πρὸ πάντων ἐγώ, ὅστις ἐβάδιζον μὲ ἓν μόνον τζαρούχιον· τὸ ἄλλο μὲ εἶχεν εἰς τὸν δρόμον διαφύγει ἀπὸ τὸν πόδα, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανθῶ κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς δραπετεύσεώς του. Ἠθέλησα νὰ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τῶν συντρόφων μου ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν Ἀταλάντην, φορῶν τζαρούχια· δὲν ἤξευρον ὅμως καὶ νὰ τὰ δέσω καλά, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ μὲ ἀπεχαιρέτισαν εἰς πρώτην εὐκαιρίαν.

Ἐβάδιζον μὲ τοὺς ἄλλους χωρὶς οὔτε λέξιν νὰ προφέρω, οὔτε τὴν ταλαιπωρίαν μου νὰ προδώσω, ἀλλ’ ἐσωτερικῶς ἡ καρδία μου ἔσφιγγε καὶ ἀθυμία μὲ ἐβασάνιζεν, ὡς ὅταν τις προαισθάνεται δυστύχημα νὰ τὸν περιμένῃ. Ὁ Μπάρμπα Τζούγκας, – Ἔλα σιμά μου, μοὶ λέγει, νὰ μὴ χαθῇς στὸ σκοτάδι, καὶ μολονότι τὸν ἠκολούθουν κατὰ βῆμα, αὐτὸν πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀκόμη τῆς ἀπὸ τὴν Χαλκίδα ἐξόδου μας πάντοτε εἶχον μεγάλην ἐμπιστοσύνην, μολοντοῦτο ὁ ἐφιάλτης μου ἐξηκολούθει νὰ μὲ πιέζῃ.

– Νά, ὡρὲ παιδιά, ἐκεῖ δὰ πέρα εἶν’ τὸ Ταχταλῆ. Ψύχα ‘κόμη κι’ ἔχομε τὸ κονάκι, εἶπέ τις τῶν στρατιωτῶν.

Μόλις ὅμως τὸ εἶπε, καὶ δύο σύγχρονοι ἐκπυρσοκροτήσεις μὲ δύο συριγμοὺς σφαιρῶν ἔφθασαν εἰς τὰ ὦτά μας.

– Πέσαμε στὸ καρτέρι! εἶπεν ὁ Μπάρμπας. Κάτω παιδιά! μπρούμητα, ἔλεγεν, ἐν ᾧ συγχρόνως αὐτὸς τὸ ἔκαμνε.

– Πώ, ὡρὲ τζανακογλύφται! πώ! Πώ, ὡρὲ λιουφετζίδες, σὰν τὸ κοράκι νὰ σᾶς μαυρήσουμε!

Φωνὴ βροντώδης καὶ καθαρὰ μᾶς ἔφερε τὰς λέξεις αὐτάς· ἀλλ’ ἡ φωνὴ αὐτὴ προήρχετο μακρόθεν.

– Μπώ, μπώ, μπώ! ὄρνια, καλὸ ζουμπούσι! φωναὶ πολλαὶ ὁμοῦ εἶπον ἔπειτα, καὶ μετὰ τοῦτο σιωπὴ ἐπεκράτησεν ἄκρα.

Οἱ χαιρετισμοὶ αὐτοὶ ἦσαν τῶν λῃστῶν. Ἤξευρον ὅτι τοὺς κατεδιώκομεν, ἐγνώριζον πόθεν ἐμέλλομεν νὰ περάσωμεν, καὶ ὠφελούμενοι ἀπὸ τὴν νύκτα μᾶς ἐνέδρευσαν. Σκοπὸν ὅμως δὲν εἶχον, φαίνεται, νὰ μᾶς προσβάλουν σπουδαίως, καὶ διὰ τοῦτο, ἀφ’ οὗ ἐξεκένωσαν δύο ὅπλα μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ νὰ φονεύσουν ἢ κἂν νὰ πληγώσουν τινὰς ἐξ ἡμῶν, ἀπεσύρθησαν εἰς πυκνὸν μέρος τοῦ δάσους, ὅθεν τὰς φιλοφρονήσεις ἐκείνας μᾶς ἔστειλαν. Κατ’ εὐτυχίαν οὔτε ἐφονεύθη οὔτε ἐπληγώθη τις ἡμῶν.

Μετ’ ὀλίγον ἤμεθα εἰς Ταχταλῆ, ἕκαστος εἰς τὸ κατάλυμα, τὸ ὑγρὸν τῆς ἡμέρας προσπαθῶν ἀπὸ τὰ φορέματά του νὰ ἀφαιρέσῃ. Ἐπεθύμουν νὰ ἤμην Ἀσμοδαῖος, δηλαδὴ ἐπὶ μίαν στιγμήν, ὄχι πάντοτε, μὰ τὴν πάλλαν τοῦ Καπετὰν Τζάμη! Ἐπεθύμουν λοιπὸν νὰ ἤμην Ἀσμοδαῖος ἐπὶ μίαν στιγμήν, διὰ νὰ ἀνατινάξω μὲ τὸν μικρόν μου δάκτυλον ὅλας τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν τοῦ Ταχταλῆ, καὶ οὕτω νὰ εὐχαριστήσω τὴν περιέργειαν τινων ἐκ τῶν ἀναγνωστῶν μου.

Τί θὰ ἐφαίνετο τότε;… Ὄχι καλὰ πράγματα, σᾶς βεβαιῶ. Οἱ ἄνδρες τοῦ ἀποσπάσματος ναὶ μὲν κατὰ τὴν ἀθωότητα ὠμοίαζον τὸν πρῶτον τοῦ Μωϋσῆ ἄνθρωπον, μὴ ἀπατηθέντα ἀκόμη ἀπὸ τὴν ξανθὴν ἐκείνην Εὔαν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὰς κινήσεις καὶ τὰς βλασφημίας θὰ ἐξελαμβάνοντο ἀπὸ κάθε καλὸν χριστιανὸν ὡς οἱ δάβολοι τῆς κολάσεώς του. Ἂς ὑποθέσωμεν ὅτι εἰς τὴν πρώτην οἰκίαν ἦσαν δύο στρατιῶται καθ’ ὅλην τὴν ἀθώαν κατάστασιν τοῦ Ἀδάμ. Πυρὰ μεγάλη τοὺς χωρίζει· ἀπὸ τὸ ἓν μέρος αὐτῆς ὁ εἷς μὲ σιδηροῦν μακρὸν ἐργαλεῖον εἰς τὴν δεξιὰν ἀνασκαλεύει τὸ πῦρ, καὶ μὲ τεμάχιον κλαπέντος κρέατος εἰς τὴν ἀριστεράν, βάλλει εἰς κίνησιν δύο σιαγόνας· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ ἄλλος ῥίπτει ξύλα εἰς τὴν πυρὰν καὶ βλασφημεῖ. Ἐκεῖ πλησίον εἶναι κρεμασμένα, ὅπου καὶ ὅπως, τὰ φορέματα τῶν δύο· τὸ πρωῒ θὰ φανῇ ἂν πολὺ [=πολλὴ] ὥρα ἐχρειάσθη νὰ γίνουν καπνιστά. Ἐκ διαλειμμάτων ἡ θύρα τῆς οἰκίας ἀνοίγεται ὀλίγον, καὶ τώρα μὲν φαίνεται ἡ κεφαλὴ παιδὸς γελῶντος μὲ τὴν ἀτυχίαν τοῦ ἄλλου, τώρα δὲ ὀφθαλμὸς ἀστράπτων καὶ μὲ μόνον μύτης ἄκρον κατὰ τὸ φαινόμενον συνοδευόμενος· ὁ ὀφθαλμὸς αὐτὸς θὰ γνωρίζῃ κύριον ἐγγονὴν κἀμμίαν τῆς Εὔας· ἄλλως δὲν θὰ ἦτο τόσον περίεργος καὶ τόσον συνάμα δειλός.

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *