Το έργο “Αργώ”, (τόμος Α’ 1933 και Β’ 1936) μυθιστόρημα του λογοτέχνη και νομικού Γιώργου Θεοτοκά, αναφέρεται στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της αστικής Αθήνας μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μετά την Καταστροφή, η Ελλάδα ήτανε μια χώρα ηττημένη, διχασμένη πολιτικά, κλονισμένη οικονομικά, καθώς έπρεπε να περιθάλψει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.
Προσωπική άποψη: Χαρά Ξένου – Θεματοφύλακες λόγω τεχνών
Σ’ αυτό το περιβάλλον εκτυλίσσεται η ιστορία της “Αργούς”.
Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και οι ήρωές του είναι στην πλειονότητά τους νέοι.
Με την οικογένεια Νοταρά, τον καθηγητή της Νομικής, Θεόφιλο Νοταρά τον Τρίτο, ο οποίος με την ζωή και το έργο του συνέβαλε στην ακμή της δυναστείας. Αυστηρός και ακλόνητος στις ιδέες του, όπως τα εθνικά ιδανικά, την εκκλησία και την οικογένεια. Ο καθηγητής έχει τρείς γιούς, τον Νικηφόρο 26 ετών, πεισματάρη και φιλόδοξο, τον Αλέξη 20 ετών, φοιτητή της Νομικής, που τον θέλγει η Ποίηση και τον Λίνο 16 ετών που θέλει να γίνει ήρωας. Ο Θεόφιλος παντρεύτηκε την Σοφία, κόρη στρατηγού, φτωχή, διάσημη για την ομορφιά της. Εγκατέλειψε τον καθηγητή και τους γιούς της, όταν ο Λίνος ήτανε μωρό στη κούνια.
Με την Νομική Σχολή, που συγκεντρώνει τα πιο ζωηρά και ανήσυχα στοιχεία της ελληνικής νιότης και είναι ο καθρέπτης της αναζήτησης νέων ιδεών.
Με το φοιτητικό σωματείο με το όνομα “Αργώ” που ιδρύθηκε στην αρχή για να αλλάξουν πολλά πράγματα στο Πανεπιστήμιο -και έξω από αυτό- και μετά έγινε κέντρο των πνευματικών ανησυχιών των φοιτητών, χωρίς καμία ιδεολογική συνοχή. Στην ουσία, η Αργώ ιδρύθηκε μες στη μεγάλη όψη των πολέμων από μερικούς νέους που δεν χώνευαν τους καθηγητές τους. Στο σωματείο αυτό υπάρχουν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων, ιδεολογιών και τάσεων. Πρόεδρός του είναι ο Μανώλης Σκυριανός. Οι φοιτητές συναντιούνται στο Ζάππειο. Οι συζητήσεις τους έντονες, οι ιδέες και οι απόψεις τους συγκρούονται, όπως και τα συναισθήματα τους.
Ο Μανώλης Σκυριανός είναι φίλος με τον Αλέξη Νοταρά,αλλά αγαπούν και οι δύο την ίδια κοπέλα, την Μόρφω, έρωτας ανομολόγητος, κρυφό μυστικό και για τους δύο.
Ο Νικηφόρος ερωτεύεται την Όλγα Σκινά, σύζυγο του Παύλου Σκινά. Ο Σκινάς είναι φιλόδοξος πολιτικός, ο οποίος πρόδωσε κατά καιρούς ιδέες, καθεστώτα, κόμματα, φίλους, γυναίκες.
Ο Σφακοστάθης, φίλος του καθηγητή, απαισιόδοξος για την κατάσταση που επικρατεί και την χρεωκοπία των αξιών των ανθρώπων. Αταίριαστοι, αλλά τους αρέσει να κάνουν παρέα.
Ο Δαμιανός Φραντζής, μέλος και αυτός της “Αργούς” γεννήθηκε στην Πόλη και μεγάλωσε στον Γαλατά. Ο πατέρας του μικροέμπορος, τον έβαλε στην δουλειά από παιδί, αλλά εκείνος θέλει να μάθει γράμματα. Μετά την Καταστροφή, με την βοήθεια του θείου του Παπασίδερου, έρχεται στην Αθήνα, μπαίνει στη Νομική. Έρχεται σε επαφή με τους πρόσφυγες, αποκτά συνείδηση των κοινωνικών αντιθέσεων, γνωρίζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που βάζει τάξη στο πνευματικό χάος που τον διακατέχει και του χαρίζει το όραμα μιας κοινωνίας, χωρίς ασκήμιες και μιζέριες.
Ο Λίνος συγκρούεται με τον πατέρα του, φεύγει από το σπίτι, αφού κλέβει τα χρήματα του πατέρα του. Θέλει να ζήσει το όνειρό του, όμως η ζωή του ανατρέπεται.
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα επικρατεί κρίση, ανεργία, υψηλός τιμάριθμος, ο κόσμος βλαστημάει, ανησυχεί. Ο στρατηγός Τζαβέας ετοιμάζεται για στρατιωτική δικτατορία. Ο Παύλος Σκινάς, αφού αποτυγχάνει να πείσει την Κυβέρνηση να τον αντιμετωπίσουνε, αναλαμβάνει μαζί με τον Στρατηγό Γιαλαράκη, να υπερασπισθούν το Έθνος. Ακολουθούν συρράξεις και συγκρούσεις των στασιαστών και των χωροφυλάκων και στο τέλος οι πρώτοι υποχωρούν. Ο Σκινάς είναι ο νικητής που σώζει τη Δημοκρατία.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα μάχης, οι φοιτητές διαδηλώνουν στα Προπύλαια και από εκεί στην πλατεία Κάνιγκ, ενώ μια άλλη διαδήλωση κατεβαίνει από την Ομόνοια. Επικεφαλείς ο Φραντζής και ο Μαθιόπουλος, φοιτητής από τα Καλάβρυτα. Μαζί τους και ο Λίνος. Οι διαδηλωτές συγκρούονται με τους πεζοναύτες. Πέφτουν πυροβολισμοί και έχουμε τους πρώτους νεκρούς. Ο Φραντζής συλλαμβάνεται με δύο άλλους και φυλακίζεται. Αυτά τα γεγονότα, όπως είναι φυσικό, θα επηρεάσουν την ζωή όλων των “Αργοναυτών” που βρέθηκαν πάνω στο καραβάκι της “Αργούς”.
Η Μόρφω βρίσκεται ανάμεσα στους δύο άνδρες, τον Μανώλη που θέλει να τον αγαπήσει για να λυτρωθεί από τον Αλέξη που νομίζει πως τον αγαπά.
Ο Νικηφόρος φεύγει από την Ελλάδα για το Παρίσι και εκεί βρίσκει τον καινούργιο σκοπό της ζωής του, αφού πια το όνειρο του για δόξα έχει χαθεί. Εκεί τον βρίσκει ο Φραντζής, ο οποίος έχει αλλάξει οπτικά και πολιτικά, είναι απογοητευμένος. Επιχειρεί να σκοτώσει τον Μουσολίνι στην Φλωρεντία.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς ζωγραφίζει με το πινέλο της αριστοτεχνικής γραφής του, εικόνες ζωντανές, καθαρές, με πολλά χρώματα και συναισθήματα. Περιγράφει με τόση ακρίβεια και λεπτομέρεια τις εικόνες, που αυτές ζωντανεύουν και σε παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι της Αργούς.
Όλοι οι ήρωες της “Αργούς” ταξίδεψαν προς το άγνωστο, προς τις μεγάλες θάλασσες, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας που τους σαγήνευε.
Όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας: “Σημειώνω πως η Αργώ δεν έχει κεντρικό πρόσωπο. Είναι η έκφραση πολλών ανθρώπινων καταστάσεων ταυτόχρονα και ίσως (δεν ξέρω) η δικαίωσή τους.”
Ο μόνος που δεν έχασε την ψυχραιμία του ήταν ο καθηγητής. Βλοσυρός, τραχύς, αλύγιστος, φρόντισε ο ίδιος για τη μεταφορά του γιου του, για την κηδεία, για τα αγγελτήρια των εφημερίδων.
Μα σαν γύρισε από την κηδεία, οι τεντωμένες αισθήσεις του τον πρόδωσαν μονομιάς. Καθώς στεκότανε στη μέση της σάλας, ολόισιος, τετράγωνος, αγέρωχος, όπως ήτανε συνήθως στην έδρα του της οδού Σίνα, κι έμοιαζε πως συλλογιζότανε αν θα πήγαινε πίσω στο γραφείο του να συνεχίσει τη δουλειά του, ξαφνικά, έπεσε μονοκόμματος καταγής, σαν ένας μεγάλος πλάτανος. Εγκεφαλική συμφόρηση, είπαν ύστερα οι γιατροί. Έμεινε αναίσθητος κάπου δυο μερόνυχτα. Γύρισε στη ζωή άλλος άνθρωπος, γερασμένος χρόνια, κυρτός, τσακισμένος, άβουλος. Ο Νοταράς ο Τρίτος είχε κλείσει τη σταδιοδρομία του…
Περίληψη: “Όσο πιο ενδιαφέρουσα είναι μια εποχή τόσο πιο πολλές οι ευθύνες που επωμιζόμαστε απέναντι στον εαυτό μας αλλά και στο έθνος μας”, έγραφε ο Κωνσταντινουπολίτης Γιώργος Θεοτοκάς σε μια ομιλία του σε μαθητές. Και αλήθεια, ποιος θα αμφισβητούσε το ιστορικό, κοινωνιολογικό και αισθητικό ενδιαφέρον της δεκαετίας του 1930, που θα χρειαζόταν μια Αργώ για να ταξιδέψει το αναγνωστικό κοινό της εποχής της και να το προβληματίσει για όσα συνέβαιναν;
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, λογοτέχνης και διανοούμενος με αστική καταγωγή και ευρωπαϊκή παιδεία, με βαθιά κατάρτιση και ευρύτατες γνώσεις, πρωτοστάτησε σε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές γενιές του 20ού αιώνα, τη γενιά του 30. Αφενός ανέπτυξε το μυθιστόρημα στην Ελλάδα και αφετέρου καλλιέργησε το δοκίμιο, θεωρώντας ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούσαν τη “νέα λογοτεχνία”, την πιο αντιπροσωπευτική δηλαδή έκφραση του νεοελληνικού πολιτισμού.
Μετά το Ελεύθερο Πνεύμα (1929), το πρωτοπόρο δοκίμιο που έγραψε ο εικοσιτετράχρονος Θεοτοκάς, έρχεται να ταράξει τα νερά της μυθιστοριογραφίας με την Αργώ, το δίτομο πρώτο του μυθιστόρημα (πρώτος τόμος 1933· δεύτερος τόμος 1936). Οι συνθήκες κατά τις οποίες εμπνεύστηκε και έγραψε την Αργώ ήταν έκρυθμες. Βρισκόμαστε αμέσως μετά την καταστροφή του 1922, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την απεμπόληση του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος με αξιοθαύμαστο τρόπο είχε επιχειρήσει να τονώσει τον καταρρακωμένο ελληνισμό.
Η λογοτεχνία θεωρήθηκε πρόσφορο έδαφος για να μνημειωθεί το ιστορικό αποτύπωμα, να διαμορφωθεί το νέο στίγμα του ελληνισμού μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και να προωθηθεί η έννοια της ελληνικότητας ως μια μορφή μετατόπισης της ανεκπλήρωτης εδαφικής και εθνικιστικής επιθυμίας. Σε αυτό το μήκος κύματος και δίχως να υποκύπτει στον καρυωτακικό πεσιμισμό, ο Θεοτοκάς περιγράφει τη φοβερή εποχή που βίωσε, χωρίς να ελεεινολογεί το έθνος και χωρίς να ενδίδει στην απαισιοδοξία, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπολεμήσει και στη θέση της να υψώσει ένα νέο όραμα.
Η Αργώ εγκαινιάζει το κατεξοχήν μυθιστορηματικό έργο του συγγραφέα, τη χρυσή εποχή του ελληνικού μυθιστορήματος.