Η κοπτική, η πλέον όψιμη μορφή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας, ήταν κατ’ ουσίαν το γλωσσικό αποτέλεσμα της συνάντησης του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού με το ελληνικό αλφάβητο και το χριστιανισμό
Βαγγέλης Στεργιόπουλος – 22/10/2024 – in.gr
Διάδοχος της ύστερης αιγυπτιακής και της αποκαλούμενης δημοτικής υπήρξε η κοπτική γλώσσα, η οποία αποτελεί την πλέον όψιμη μορφή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Αποτυπωμένη σε μια κεφαλαιογράμματη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου, συμπληρωμένη με πρόσθετους χαρακτήρες της αιγυπτιακής δημοτικής για φθόγγους που δεν είχε η ελληνική, η κοπτική ήταν κατ’ ουσίαν το γλωσσικό αποτέλεσμα της συνάντησης του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού με το ελληνικό αλφάβητο και το χριστιανισμό. Οι ερευνητές της κοπτικής διακρίνουν –βάσει κυρίως του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα φωνήεντα– διαλέκτους, οι οποίες δεν παρουσιάζουν πάντως μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Εικάζεται ότι οι χρήστες της μιας διαλέκτου ήταν σε θέση να κατανοήσουν εκείνους μιας άλλης, καθώς όλα αυτά τα ιδιώματα πρέπει να ήταν γεννήματα κάποιας γενικευμένης μορφής της παλαιότερης αιγυπτιακής.
Στις βασικές διαλέκτους της κοπτικής συγκαταλέγονται η βοχαϊρική –τη μιλούσαν στη βόρεια Αίγυπτο, στο δέλτα του Νείλου–, η αχιμική –τη μιλούσαν στη νότια Αίγυπτο– και η φαγιουμική – όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τη μιλούσαν στην εύφορη όαση του Φαγιούμ, στον «κήπο της Αιγύπτου». Όμως, η κύρια –η κατεξοχήν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί– διάλεκτος της κοπτικής είναι η σαϊδική (σαχιδική), της οποίας ο τόπος προέλευσης παραμένει αβέβαιος (έχει συνδεθεί με τη Μέμφιδα, τη Μέση Αίγυπτο, αλλά και το δέλτα του Νείλου). Πολλά πρώιμα χειρόγραφα της κοπτικής είναι γραμμένα στη σαϊδική διάλεκτο, αλλά αργότερα, μετά τη μεταφορά της πατριαρχικής έδρας από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο, άρχισε να επικρατεί η βοχαϊρική διάλεκτος, όπως μαρτυρεί η χρήση της σε πλήθος νεότερων κειμένων.
Σε ό,τι αφορά την κοπτική γραμματεία, αυτή είναι κατά κύριο λόγο χριστιανική (μεταφράσεις των Γραφών, μαρτυρολόγια, ομιλίες και σχόλια), ενώ σώζονται και άφθονα λογοτεχνικά δημιουργήματα (ποιήματα, λαογραφικά κείμενα κ.ά.). Το γραμματειακό υλικό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου μονοφυσιτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις δογματικές αντιλήψεις των Κοπτών. Πέραν τούτου, στην κοπτική γλώσσα είναι γραμμένα τα κείμενα (γνωστικές πραγματείες ως επί το πλείστον) που ανακαλύφθηκαν κοντά στην πόλη Ναγκ Χαμάντι της Άνω Αιγύπτου το 1945 (οι δεκατρείς δερματόδετοι κώδικες χρονολογούνται πιθανώς περί τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ.), ένας ικανός αριθμός μανιχαϊκών κειμένων (δημιουργήματα των οπαδών του μανιχαϊσμού), καθώς και πληθώρα ιδιωτικών εγγράφων και επιστολών, αλλά και συμβολαιογραφικών πράξεων.
Από γλωσσολογικής απόψεως, η κοπτική αποτελεί την τελική εξελικτική μορφή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της είναι ο μεγάλος αριθμός περιφραστικών χρόνων, η χρήση των λεγόμενων «δεύτερων χρόνων» (η λειτουργία τους είναι εμφατική και συνίσταται στο να εφιστούν την προσοχή σε ένα επιρρηματικό συμπλήρωμα) και η ύπαρξη δύο κατηγοριών γραμματικών χρόνων, διάκριση που πιθανώς βασίζεται στη ρηματική όψη (ποιόν ενεργείας) και αποδίδει είτε το ασυντέλεστο (μη συνοπτικό ή εξακολουθητικό) είτε το συντελεσμένο (συνοπτικό).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση της κοπτικής με την ελληνική γλώσσα, δεδομένης μάλιστα της σαφώς μετρημένης χρήσης ελληνικών λέξεων στην αιγυπτιακή δημοτική – θυμίζουμε ότι ήταν όροι τεχνικού ή διοικητικού χαρακτήρα, επομένως περιορισμένου σημασιακού εύρους. Στην κοπτική, λοιπόν, οι ελληνικές λέξεις αφθονούν, τα δε αίτια του φαινομένου αυτού δεν είναι μόνο θεολογικά, όπως συχνά υποστηρίζεται. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα της μακραίωνης –χιλιόχρονης σχεδόν– κυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας στην Αίγυπτο, που η παλαιότερη γραπτή παράδοση της χώρας είχε πασχίσει να αγνοήσει. Με άλλα λόγια, με την κοπτική κορυφώνεται και ολοκληρώνεται επιτέλους η διαδικασία της αφομοίωσης ελληνικών στοιχείων από την αιγυπτιακή γλώσσα.
Η κοπτική κατάφερε να επιβιώσει μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου, η οποία έλαβε χώρα περί το 640 μ.Χ. Ακολούθησε η σταδιακή υποχώρησή της, που οδήγησε εντέλει στην οριστική εξάλειψή της την εποχή των Σταυροφοριών ή και αρκετά αργότερα, σύμφωνα τουλάχιστον με την άποψη ορισμένων ερευνητών. Σήμερα, πέντε και πλέον χιλιετίες αφότου πρωτοεμφανίστηκαν τα ιερογλυφικά στη χώρα του Νείλου, η κοπτική επιζεί σε τοπωνύμια και οικογενειακά ονόματα, σε δάνειες λέξεις της αιγυπτιακής αραβικής και σε λειτουργικά κείμενα της Κοπτικής Εκκλησίας.