Σημειώσεις Βυζανινής Φιλοσοφίας Ι (Μ. Μπέγζος)

Σημειώσεις-Περίληψη από το λήμμα “Η Βυζαντινή Φιλοσοφία”, Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, Αθήνα 2003, τ. Ελλάδα-Ιστορία-Πολιτισμός, σελ. 153-155.

Ι. Περσοναλισμός – Προσωποκρατία – Προσωποκεντρική Οντολογία

Πρόσωπο: συγκεκριμένο ον/ύπαρξη σε αντιδιαστολή με την ουσία (άνθρωπος – ανθρωπότητα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα – θεότητα).
Το Πρόσωπο είναι: ορισμένο-συγκεκριμένο ον, ενυπόστατο, ειδικό, μερικό, ύπαρξη.
Η Ουσία είναι: γενικό, καθολικό, αόριστο, απρόσωπο, άχρονο.
Ιδιότητες του προσώπου είναι: μοναδικότητα (ως προς το ποσόν), ετερότητα και αναφορικότητα (ως προς το ποιόν).

1) Μοναδικότητα: κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, είτε μιλάμε για τα τρία πρόσωπα της άκτιστης θεότητος, είτε για το πλήθος της κτιστής ανθρωπότητος.
2) Ετερότητα: ταυτότητα του προσώπου. Το ιδιάδον, το ξεχωριστό. Το πρόσωπο δεν είναι, αλλά γίνεται, πέρα της ουσίας. Στην ετερότητα βρίσκεται κοινό στοιχείο προσώπου και ατόμου.
3) Αναφορικότητα: η διαφορά προσώπου και ατόμου. Το πρόσωπο υπάρχει μόνον εφ’ όσον συμμετέχει και κοινωνεί. Ο άνθρωπος γεννάται άτομο και γίνεται πρόσωπο με την σχέση.

Προσωποκρατία και Θεός: Ο Θεός είναι ένας (αντίθετα με την ελληνική πολυθεΐα) αλλά δεν είναι μόνος (αντίθετα με τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό). Η προσωποκεντρική τριαδικότητα δηλώνει ελευθερία με αγάπη, σχέση και κοινωνία.
ΑΔΥΝΑΜΙΑ: πρόκληση προς την Ελληνική φιλοσοφία > αιρέσεις.

ΙΙ. Διαλεκτική κτιστού – ακτίστου

Θεμελιώδης η διάκριση κτιστού και ακτίστου.
Θεός: άκτιστος, αναίτιος, άχρονος, άναρχος.
Σύμπαν (κόσμος και άνθρωπος): κτιστό, δημιούργημα του ακτίστου εντός του χρόνου, με αρχή και τέλος, γένεση και φθορά, αποτέλεσμα της ελευθερίας και της αγάπης του Θεού.

Σχέση διαλεκτική, όχι δυαλιστική, διάκριση και όχι διάσπαση, διαφορά και όχι διαίρεση και αντίθεση, Το άκτιστο έχει την οντολογική προτεραιότητα. Σκοπός της ζωής είναι η θέωση του κτιστού, η επιστροφή του/αναφορά του στον άκτιστο ποιητή του. Νόημα της πραγματικότητας είναι η επικοινωνία και συμμετοχή των κτιστών στις ενέργειες (όχι την ουσία) του ακτίστου).

Συνέπεια αυτής της διαλεκτικής

1) Διαφύλαξη ενότητος Θεού, κόσμου και ανθρώπου.
2) Το κτιστό δεν διασπάται σε έμψυχο και άψυχο. Οι δύο πόλοι, ο ανθρώπινος και ο κοσμικός, σχετίζονται. Ο κόσμος είναι μακροάνθρωπος και ο άνθρωπος μικρόκοσμος (Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
3) Κατάφαση της υλικότητας του κόσμου. Η ύλη δεν είναι αμαρτωλή. Έδρα της αμαρτίας είναι η βούληση του ανθρώπου. «Σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην, δι’ ἧςἡ σωτηρία μου εἴργασται» (Δαμασκηνός).
4) Ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου. Σώμα και πνεύμα είναι αμφότερα κτιστά, άρα οντολογικώς ισοδύναμα. Σωτηρία δεν είναι η άρνηση του σώματος αλλά η ψυχοσωματική ενότητα και η μετοχή αμφοτέρων στις κτιστές ενέργειες. «Μὴ ἂν ψυχὴν μόνην, μῆτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον» (Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
5) Η Ενσάρκωση και η ενδοϊστορική παρέμβαση του ακτίστου καταξιώνουν την ιστορικότητα της κτίσεως. Το υπερβατικό και το ενδοκοσμικό είναι οι δύο όψεις της πραγματικότητας.

Στα Έσχατα θα γίνει η άρση των αντινομιών και το τέλςο της ιστορίας, η τελευταία ιστορική παρέμβαση του ακτίστου χάριν του κτισού. Η διαλεκτική κτιστού και ακτίστου διαφυλάσσει την ισορροπία ιστορίας και εσχατολογίας.

ΙΙΙ. Εκλεκτικισμός

«Ἡ γὰρ πίστις ἡμῶν τοῦ καθ’ ἡμᾶς λόγου πλήρωσις» (Άγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός).

Όπως ο Χριστός είναι το πλήρωμα/ολοκλήρωση του Νόμου, η θεολογία είναι η ολοκλήρωση της φιλοσοφίας. Πλήρωση = υπέρβαση, ούτε άρνηση ούτε κατάφαση.
Καμία φιλοσοφία δεν συντάσσεται με την Εκκλησία ή ευνοείται ούτε απορρίπτεται αφ’ εαυτή.
Αντίθεση πρωίμων Ελλήνων και Λατίνων απολογητών. Οι πρώτοι ήταν θετικότεροι προς την φιλοσοφία. Στην Δύση αναπτύσσεται η ταύτιση πίστης και λόγου, η φιλοσοφία γίνεται θεραπαινίδα της θεολογίας (Θωμάς Ακινάτης), είτε σημειώνεται απόλυτη ρήξη – η φιλοσοφία ως πόρνη (Λούθηρος).

 «Ἡ πίστις ἀναπόδεικτος γνώσις ἐστίν. Εἰ δὲ γνώσις ἐστὶν ἀναπόδεικτος, ἄρα σχέσεις ἐστὶν ὑπέρ φύσιν ἡ πίστις» (Άγ. Μάξιμος Ομολογητής).
«ὡς γὰρ αἴσθησις ἐν τοῖς ὑπ’ αἴσθησιν λογικῆς οὐ δεῖται δείξεως, οὔτως οὐδὲ πίστις ἐν τοῖς τοιούτοις ἀποδείξεως» (Παλαμάς).
«Ἡ οὐν ἀγάπη ἡ πρὸς τὸν θεὸν αὔτη ἐστὶν ἡ ἀληθῆς φιλοσοφία» (Δαμασκηνός).

Η αγάπη και όχι η ελευθερία/αυτονομία διακρίνει φιλοσοφία και θεολογία. Η θεολογία είναι η φιλία της σοφίας με το πρωτείο της αγάπης και η φιλοσοφία είναι λόγος περί Θεού χωρίς το πρωτείο της αγάπης.

Σφάλμα η διάκριση αριστοτελικής Δϋσεως και πλατωνικής Ανατολής. Κατ’ εξοχήν αριστοτελική η Βυζαντινή φιλοσοφία (Τατάκης, Φλωρόφσκυ).

IV. Αποφατισμός

Γνωσιολογική επιφυλακτικότητα του ανθρωπίνου υποκειμένου. Αυτοκριτική οριοθέτηση του ορθού λόγου.

Συσχετισμός αλλά όχι ταύτιση αλήθειας και γνώσης.

1) Η αλήθεια είναι μεγαλύτερη από τη γνώση, ως άπειρη και απεριόριστη. Η γνώση είναι πεπερασμένη και οριοθετημένη.
2) Η γνώση και ο λόγος είναι διαφορετικά μεγέθη. Ο λόγος διατυπώνει μέρος μόνον της αλήθειας των όντων. Η αλήθεια δεν εξαντλείται στις διατυπώσεις της που εκφέρονται με τον λόγο. Το αληθές εκφέρεται λογικά αλλά με άλλους τρόπους (ενόραση, διαίσθηση, τέχνη, συμβολισμός). Η λογική δεν ορίζει εξαντλητικά, αλλά οριοθετεί ενδεικτικά. Ο ορισμός είναι συγχρόνως (αυτό)περιορισμός και χωρισμός.
3) Λόγος είναι ο όρος και το όριο της γνώσης. Όρος: δεν υπάρχει γνώση χωρίς λόγο. Όριο: κάθε έννοια φτωχαίνει το πράγμα που ονομάζει, κάθε όνομα αποδίδει μέρος μόνον του πράγματος.
4) Ο ορθός λόγος απαραίτητη αλλά ανεπαρκής προΫπόθεσης για τη γνώση της αλήθειας. Αλήθεια > Γνώσης > Λόγου.
5) Η γνώση δεν είναι κτητική αλλά μετοχική, ένωση υποκειμένου και αντικειμένου. Γνωρίζω σημαίνει «μετέχω», όχι «κατέχω» ή «κατακτώ». Γνώση είναι η ένωση των διεστώτων, κοινωνία με το «άλλο» και το σύμπαν.

«Γνώσις κατὰ τὸ ἐγχωροῦν ἐστὶν ἡ μετουσία» (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης)

Πηγή

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *