Ἡ Ἑλλάδα ἔχει λαλιὰ
ποὺ ὄμορφα θὰ ταξιδέψει
Γ. Σαραντάρης «Ἀηδονολαλιὲς»
Στὸν Στέλιο Νικολαΐδη
Ἡ ἑλληνικὴ στάση εἶναι κι αὐτὴ ἑλληνικὴ γραμμή.
Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε γεωγραφικὸς χῶρος, δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ χώρα, ἕνα κράτος ἢ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ «ζῶσα ἐξελισσόμενη Ἰδέα». Εἶναι θεοβάδιστη, θεοφόρα γῆ, ἀφοῦ γεννᾶ θεούς. Εἶναι τόπος ὕψιστης πνευματικότητας, κέντρο παγκόσμιας πνευματικῆς ἀκτινοβολίας. Γι’ αὐτό, μόνο ἄνθρωποι ὑψηλῆς πνευματικότητας – ἢ τουλάχιστον ὑψηλῆς αἰσθητικῆς καλλιέργειας – μποροῦν νὰ βιώσουν τὸ ἑλληνικὸ τοπίο μέσα στὸ ὑπερούσιο κάλλος του, νὰ κοινωνήσουν μὲ αὐτὸ καὶ νὰ εὐφρανθοῦν ἀπ’ αὐτό˙ μόνον ὅσοι βαθιὰ βίωσαν «τὸ ἀπόλυτο ἀστραφτοβόλημα μιᾶς θάλασσας μέσα στὸν ἥλιο», ὅπως λέει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ προλεχθέντα.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἕνας τόπος εὐλογημένος ἀπὸ τὶς θεῖες Δυνάμεις καὶ καθαγιασμένος μὲ τὰ ἑκατοντάδες ἐξωκλήσια – φαινόμενο μοναδικὸ παγκοσμίως – διάσπαρτα στοὺς κάμπους καὶ τὰ λαγκάδια ἢ σκαρφαλωμένα σὲ κάθε λοφάκι, κάθε βουνοκορφή, κάθε φωτοπερίχυτη βραχονησίδα, ποὺ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὰ κύματα, καθὼς καὶ μὲ τ’ ἀσκηταριὰ ποὺ κρέμονται σὰν ἀετοφωλιὲς σὲ δυσπρόσιτες χαράδρες.

Ποιὸς τό ’πε αὐτὸ τὸ εὔστοχο ὅτι «στὴν Ἑλλάδα ὁ τόπος μαρτυρεῖ τὴν ἰδεολογία του»; Γεγονὸς πάντως εἶναι πὼς στὴν ἑλληνικὴ φύση ὑπάρχει θαυμαστὴ ἀντιστοιχία ἰδέας καὶ μορφῆς.
Γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς γραμμῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἑλληνικῆς αἰσθητικῆς, δὲν τίθεται ὡς βάση ἡ τέχνη ἀλλὰ ἡ ὑπέρτατου κάλλους φύση τῆς Ἑλλάδας. Τὸ ἴδιο ἔχει ἄλλωστε διατυπώσει καὶ ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (1870-1910) ὡς ἑξῆς: «Ἡ βάση τῆς ἑλληνικῆς αἰσθητικῆς εἶναι ἡ ἑλληνικὴ γῆ».
Στὴν ἑλληνικὴ φύση ὁ Θεὸς εἶναι ἔκδηλα – σκανδαλωδῶς συνηθίζω νὰ λέω ἐγὼ – πανταχοῦ παρών, ἐνῶ στὴ Δύση… Πάντοτε θυμᾶμαι τὸ εὐφυολόγημα ποὺ ἀναφέρει ὁ Μίνως Ἀργυράκης (1920-1998) στὶς ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις του ὑπὸ τὸν τίτλο Ὁ γῦρος τοῦ κόσμου, ὅπου μετὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, στὸ Βατικανό, ἔγραψε: «Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, στὸν Ἅγιο Πέτρο εἶναι πανταχοῦ ἀπών». Στὴν Ἑλλάδα οἱ θεοὶ πάντοτε συνομιλοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ ἑλληνικὸ φῶς εἶναι ἄγριο, σκληρό, ἄτεγκτο, ἀτίθασο˙ δὲν παλεύεται, δὲν δαμάζεται, δὲν ἐξημερώνεται οὔτε καλοπιάνεται. Κι ὅμως πόσο μεθυστικὸ συνάμα! Ὅταν τὸ μελτέμι πιάνει νὰ σαρώνει τὰ αἰγαιοπελαγίτικα νησιά, τὸ φῶς γίνεται ἀβάσταχτο, ἐκτυφλωτικὸ καὶ σὲ ἀναρπάζει σὲ ὕψιστες σφαῖρες πνευματικότητας, ἀλήθειας, ὅπου καθετὶ τὸ φτηνὸ καταρρέει. Ἄλλωστε στὸν ἥλιο ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του ὁ σαρωτικὸς ἄνεμος ποὺ ξελαμπικάρει τὸ φῶς καὶ λαγαρίζει τὸ πέλαγος.
Ὑπάρχουν στιγμὲς μὲς στὸ κατακαλόκαιρο καὶ στὴν ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιὰ τῶν μεσημεριανῶν ὡρῶν ποὺ ὁλόκληρη ἡ φύση μοιάζει νὰ ἔχει ἀκινητοποιηθεῖ, κρατώντας τὴν καυτὴ ἀνάσα της, ἐνῶ ὁ αἰθέρας φρικιᾶ, τρεμουλιάζει, λίγα μόλις ἑκατοστὰ πάνω ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο χῶμα. Εἶναι τότε ποὺ τὰ ξωτικὰ στὴν Ἑλλάδα στήνουν χορὸ καὶ ρίχνουν τὶς γητειές τους στὴ χαυνωμένη ἀπὸ τὸ λιοπύρι ὕπαιθρο.
Τὸ ἑλληνικὸ φῶς εἶναι ἐξόχως ἀποκαλυπτικό. Δὲν εἶναι βέβαια τυχαῖο ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη δόθηκε στὸν Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ καὶ Θεολόγο σ’ ἕνα αἰγαιοπελαγίτικο νησί, τὴν Πάτμο. Ὅλα τὰ κάνει νὰ ψευτίζουν τὸ ἑλληνικὸ φῶς. Ἡ μπαρὸκ καὶ ἡ ροκοκό, μέχρι κορεσμοῦ παραφορτωμένη, διακόσμηση δὲν θὰ τὸ ἄντεχαν οὔτε στιγμή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν εὐδοκίμησαν στὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἰμπρεσιονισμό, ποὺ ἀρέσκεται στὰ ἁπαλὰ καὶ βαθμιαῖα περάσματα ἀπὸ τὸ ἕνα χρῶμα στὸ ἄλλο. Γιατὶ τὸ ἑλληνικὸ φῶς – καὶ γενικότερα τὸ μεσογειακὸ – εἶναι ὀξὺ σὰν στιλέτο, κοφτερὸ σὰν ξυράφι, ἀνελέητο σὰν τὴν Ἀλήθεια, ἄπεφθο στὴν ἀπολυτότητά του. Ἀγαπάει τὶς ἀπότομες φωτοσκιάσεις, ἀλλὰ δὲν ἀνέχεται τὰ ἔντονα, τὰ κραυγαλέα χρώματα, ποὺ τὸ προσβάλλουν, παρεκτὸς τὸ ἄσπρο-μαῦρο καὶ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τοῦ κυανοῦ, μὲ προτίμηση ἐκεῖνο τὸ βαθὺ τοῦ πελάγους. Καθετὶ τὸ φανταχτερό, τὸ περίσσιο, τὸ πομπῶδες, τὸ περίτεχνο, τὸ βαρυφορτωμένο, τὸ μπιχλιμπιδωτό, τὸ περίπλοκο ἀπορρίπτεται ἀκαριαῖα ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ φῶς. Τελικὰ μόνο ὁ δωρικὸς κίονας διασώζεται˙ καὶ ὡς σύνολο ἡ λαϊκὴ ἀρχιτεκτονική.

Σὰν σκέφτομαι τὶς ἐξώθυρες τῶν λονδρέζικων κατοικιῶν, βαμμένες, ἡ καθεμία ξεχωριστά, μὲ ριπολίνες ὅλου τοῦ χρωματικοῦ φάσματος, πού, μόνον αὐτές, διαφοροποιοῦν τὶς κατὰ τ’ ἄλλα πανομοιότυπες μεταξύ τους ἰδιοκτησίες, καὶ δίνουν κάποιο χρῶμα στὶς συνήθως τούβλινες, μουντὲς καὶ θλιβερὲς ὄψεις τῶν σπιτιῶν, βρίσκω πόσο ξένες πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γραμμὴ θὰ φάνταζαν μέσα στὸ ἑλληνικὸ φῶς. Στὴν Ἑλλάδα τὸ μόνο χρῶμα ποὺ εἶναι ἀνεκτὸ γιὰ τὶς πόρτες καὶ τὰ παραθυρόφυλλα εἶναι τὸ λαδὶ τῶν λιόδεντρων ἢ τὸ λουλακὶ τοῦ πελάγους.
Ἀκόμα καὶ τὰ ψάρια τῶν ἑλληνικῶν θαλασσῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλαχιστότατα εἴδη, ὅπως οἱ πέρκες καὶ οἱ γύλοι, εἶναι μονόχρωμα. Στὴν πλειονότητά τους ἔχουν ἕνα ἐκτυφλωτικὸ ἀσημὶ χρῶμα ποὺ παραπέμπει στὴν ἀσημιὰ πλευρὰ τῶν φύλλων στὰ λιόδεντρα, ποὺ κάνουν κάμπους καὶ ραχοῦλες ν’ ἀσημίζουν τὸ καλοκαίρι μέσα στὸ κάθετο φῶς τοῦ μεσημεριοῦ. Πόσο πολὺ ἀπέχουν αὐτὰ ἀπὸ τὰ πολύχρωμα κι ὁμολογουμένως πιὸ ἐντυπωσιακά, πιὸ φανταχτερὰ ψάρια τῶν τροπικῶν θαλασσῶν! Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε καὶ γιὰ τὰ ἐγχώρια πτηνὰ πού, ἀπὸ χρωματικὴ τουλάχιστον ἄποψη, δείχνουν σχεδὸν ὅλα τόσο ταπεινὰ σὲ σύγκριση μὲ τὰ πλουμιστὰ παραδείσια πτηνά.

Ποῦ τὸ εἶδα γραμμένο πὼς ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὑδατογραφία, ἀκουαρέλα, ἐνῶ ἡ Δύση εἶναι λαδομπογιά, ἐλαιογραφία;
Ὅταν κάνω λόγο γιὰ τὸ ἑλληνικὸ φῶς, ἐννοῶ ἐκεῖνο τὸ διαυγέστατο καὶ ἄλλης τάξεως – πάντως ὄχι ὑλικό, ὅπως θαρροῦν μερικοὶ – φῶς ποὺ λούζει τὴν Ἀττικὴ καὶ τὸ Αἰγαῖο πέλαγος, καὶ ἰδιαίτερα τὶς Κυκλάδες. Ὅσο καταπληκτικὸ καὶ νὰ εἶναι τὸ φῶς, ἂς ποῦμε, στὸ Ἰόνιο ἢ στὸ Λυβικὸ πέλαγος, ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ αἰγαιοπελαγίτικο, γιὰ ὅσους βέβαια μποροῦν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν τοῦτο. Στὸ Αἰγαῖο τὸ φῶς εἶναι ἁδρό, ἀρσενικό, δωρικό, ἐνῶ στὸ Ἰόνιο εἶναι ἁπαλό, θηλυκό, ἰωνικό. Στὸ Αἰγαῖο τὸ φῶς εἶναι τραχὺ καί, ἂν χρησιμοποιήσουμε νεότερους ζωγραφικοὺς ὅρους, ἐξπρεσιονιστικό, ἐνῶ στὸ Ἰόνιο εἶναι νοτισμένο, λυρικό, ρομαντικό, ἰμπρεσιονιστικό. Στὸ Αἰγαῖο τὸ φῶς περνάει ἀπότομα ἀπὸ τὸ ἄσπρο στὸ μαῦρο, ἐνῶ στὸ Ἰόνιο ἔχουμε πιὸ ἔντονη τὴν παρουσία τῶν χρωμάτων σὲ διάφορες διαβαθμίσεις, ὅπου τὸ ἕνα σβήνει μέσα στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα διαπερνᾶ τὸ ἄλλο.

Ὁ σπουδαῖος ἰάπωνας στοχαστὴς Γιουνιχίρο Τανιζάκι (1886-1965) ἔγραψε τὸ 1933 τὸ ἀξιόλογο δοκίμιο Τὸ ἐγκώμιο τῆς σκιᾶς, ἔκδ. Ἄγρα, Ἀθήνα 1992. Σὲ αὐτό, ἀναφέρει κάπου πὼς «… ὅπου ὅμως εἰσχωρεῖ τὸ φῶς, σβήνει ἡ μαγεία. Τὰ πράγματα χάνουν τὴν ἐσωτερικότητά τους, τὴν ὑπαινικτικὴ γοητεία τους». Καὶ ἀλλοῦ: «Οἱ Ἀνατολίτες δημιουργοῦμε ὀμορφιὰ μὲ τὸ νὰ κάνουμε νὰ ξεπηδοῦν σκιὲς παντοῦ». Δὲν εἶχε, βλέπετε, ἐπισκεφθεῖ ποτέ του τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ θαυμάσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν ἀρχαία γλυπτική. Γιατὶ οἱ ἀρχαϊκοὶ κοῦροι καὶ κόρες ὄχι μόνο δὲν χάνουν λουσμένοι στὸ φῶς τὴν ἐσωτερικότητά τους, ἀλλ’ ἀπεναντίας τὴν ἀκτινοβολοῦν στὸ περιβάλλον τους. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς καθιστᾶ τὸ μυστήριο διαυγές, γι’ αὐτὸ οἱ Ἕλληνες μπόρεσαν ἐν ἐλευθερίᾳ – ἐν παρρησίᾳ θὰ ἔλεγε τὸ Εὐαγγέλιο – νὰ διατυπώσουν τὸν ὀρθὸ λόγο.
Τὰ πάντα στὴν Ἑλλάδα εἶναι πλασμένα ἀπὸ φῶς, λούζονται στὸ φῶς, τὸ ὁποῖο ὁρίζει, ἀπὸ τὴ φύση του καὶ τὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ στὴν Ἑλλάδα περνάει κανεὶς κάθε τόσο ἀπότομα, ἰδίως τὸ καλοκαίρι, ἀπὸ τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τῆς ὑπαίθρου στὸ πρόσκαιρο σκοτάδι τῶν σπιτιῶν, κι ἀπὸ τὸ μικροσκόταδο τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν στὸ θάμβος τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς ὅπως τὸ ἀντανακλοῦν οἱ ἀσβεστωμένοι τοῖχοι τῶν οἰκημάτων. Στὶς Κυκλάδες τὰ κάθε εἴδους ἀνοίγματα στὰ κτίσματα (πόρτες, παραθύρια κ.ἄ.) φαντάζουν ἀπέξω σὰν μαῦρες τρύπες στὶς ἀσβεστωμένες ἐπιφάνειες. Ὅλα εἶναι ἀσπρόμαυρα καὶ τὸ πολὺ κυανά. Τὸ φῶς ἀρέσκεται νὰ παίζει ἀκατάπαυστα, σὰν νὰ ἐρωτοτροπεῖ, μὲ τὶς ξερολιθιές, τὶς πεζοῦλες, τὶς καλαμωτές, τὶς κρεβατίνες, τὶς πέργκολες, τὶς μάντρες, τοὺς φράχτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΕΔΩ