Διονύσιος Σκλήρης Κοσμοδρόμιο
Τι θα γινόταν αν, εν μέσω του τραμπικού προστατευτισμού αναλάμβανε η Κίνα τον ρόλο του μπροστάρη της παγκοσμιοποίησης;
Ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Τραμπ υπήρξε καταιγιστικός. Μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να επιθυμεί τον εγκαινιασμό μιας συνολικής νέας εποχής συνεργασίας με τη Ρωσία. Το άμεσο κέρδος θα είναι το κλείσιμο ενός πολεμικού μετώπου, όπου η Δύση αποτυγχάνει έναντι της Ρωσίας, η οποία κατόρθωσε να υπερβεί τις κυρώσεις, αλλά και να παρουσιάσει πολεμικές τεχνολογικές καινοτομίες. Το στοίχημα για την κυβέρνηση Τραμπ είναι βεβαίως αυτό να μη φανεί ως ήττα, αλλά να συμβεί με τρόπο που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως τήρηση προεκλογικής υπόσχεσης για ειρήνευση. Από την άλλη, η Ρωσία αντιμετωπίζει τα δικά της διλήμματα. Αφενός όλες οι φορές κατά τις οποίες εμπιστεύθηκε στο παρελθόν τη Δύση οδήγησαν σε μείζονες προδοσίες της εμπιστοσύνης της εκ μέρους της Δύσης και σε ιστορικές τραγωδίες.
Και δεν είναι μόνο η υπόσχεση να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ στα ανατολικά, αλλά και οι συμφωνίες του Μινσκ, που, όπως παραδέχθηκε η Άνγκελα Μέρκελ, ήταν απλώς τρόποι να κερδίσει η Δύση χρόνο και να προετοιμαστεί πολεμικώς, μέχρι και τις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης το 2022, όπου η συμφωνία ειρήνης δυναμιτίστηκε από την παρέμβαση του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον. Από στρατιωτικής απόψεως, εξάλλου, δεν συμφέρει τη Ρωσία να κλείσει αμέσως έναν πόλεμο φθοράς τη στιγμή που έχει αρχίσει να αποδίδει. Αφετέρου, μία συνολική αποδοχή από την αμερικανική κυβέρνηση ότι ο κόσμος είναι πολυπολικός, γεγονός που θα μπορούσε να σημάνει ακόμη και μια νέα «Γιάλτα», είναι δελεαστική τόσο διπλωματικά όσο και οικονομικά. Αυτή τη στιγμή δεν είναι απολύτως σαφές αν η κυβέρνηση Τραμπ αποτελεί απλώς μία παρένθεση κατά την οποία η υποβαθμισμένη αμερικανική πολεμική μηχανή θα προετοιμαστεί για μια νέα μεγαλύτερη σύγκρουση μετά από μερικά χρόνια ή, αν, αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με μία κοσμοϊστορική στιγμή αλλαγή της οικονομικής και διπλωματικής Ιστορίας των ΗΠΑ, να αποδεχθεί την παγκόσμια πολυπολικότητα, μια αλλαγή που θα μπορούσε να συγκριθεί σε ιστορική σημασία μόνο με τη δημιουργία του συστήματος Bretton Woods ή με την απόφαση της κυβέρνησης Νίξον να αποσυνδέσει την ισοτιμία του δολαρίου από το χρυσό, η οποία εκκίνησε τη διαδικασία της απογείωσης της χρηματιστικοποίησης και μιας παγκοσμιοποίησης βασισμένης στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Η λογική του τραμπισμού είναι ότι, ενώ ο προνομιακός εξαιρετισμός του δολαρίου αποφέρει μεγάλα κέρδη στις αμερικανικές κοσμοπολίτικες ελίτ, χρησιμοποιείται επίσης από τους εχθρούς των ΗΠΑ για να εντείνουν τη μακροπρόθεσμη παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας. Το δολάριο τεχνητά δεν αφήνεται να πέσει σε ένα επίπεδο που θα ήταν ευεργετικό για την επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ και τις εξαγωγές τους. Η υπεροχή του δολαρίου ευνοεί το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αλλά, ταυτοχρόνως, και τις εξαγωγές των ανταγωνιστικών προς τις ΗΠΑ βιομηχανιών. Ο εξαιρετισμός του δολαρίου υποστηρίζει βεβαίως την ηγεμονία των ΗΠΑ στο διπλωματικό και γεωπολιτικό επίπεδο, αλλά αφενός αυτό πληρώνεται με την αποβιομηχάνιση της Αμερικής και, αφετέρου, η εκτόξευση των ελλειμμάτων των ΗΠΑ δεν είναι βιώσιμη πέρα ενός επιπέδου και δη με το φάσμα της αποδολαριοποίησης να καθίσταται ορατό. Με αυτήν την έννοια, η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί μία αλλαγή παραδείγματος μετά από αυτή που είχε συμβεί επί Νίξον. Οι περίφημοι δασμοί, – ή οι απειλές περί δασμών-, αποσκοπούν στη μείωση των επιτοκίων στις ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ χώρες. Ειδικά ως προς τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδέχεται να συνεχιστεί η πολιτική, που είχε αρχίσει επί κυβέρνησης Μπάιντεν, να μεταφερθεί η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ.
Εντέλει, ο κατά Τραμπ κόσμος θα περιλαμβάνει συμμάχους που θα έχουν σχετικώς αποβιομηχανιστεί προς όφελος των ΗΠΑ, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι υπό την αμυντική τους ασπίδα, έστω και μειωμένη, και αντιπάλους που θα έχουν γίνει αντικείμενο δασμών, που θα κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ. Το ζήτημα είναι βέβαια αν ο ενδοαμερικανικός διχασμός ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο θα εκραγεί σε βάρος της κυβέρνησης Τραμπ ή όχι.
Μια άλλη, εξάλλου, σύγκριση που θα μπορούσε να γίνει με την κυβέρνηση Νίξον είναι η προσέγγιση της Κίνας, για να ανασχεθεί η Σοβιετική Ένωση, που θα μπορούσε να επαναληφθεί ως προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να προσεγγίσει τη Ρωσία, για να ανασχεθεί η Κίνα. Μόνο που είναι πλέον πολύ αργά μετά τον αντιρωσισμό των κυβερνήσεων Ομπάμα και Μπάιντεν που ώθησε στη συμμαχία των ευρασιατικών δυνάμεων, η οποία αποδείχθηκε καταστροφική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Αν πειστεί κανείς ότι με τον Ντόναλντ Τραμπ υπάρχει πραγματικά αλλαγή παραδείγματος στην αμερικανική πολιτική, -όπως επί Νίξον αλλά σε αντίστροφη κατεύθυνση-, και όχι απλώς άλλο ένα παζάρι του ειδικού του real estate, τότε ίσως διπλωματικές και οικονομικές προοπτικές να υπερκέραζαν για τη Ρωσία τους αμιγώς στρατιωτικούς υπολογισμούς του εν εξελίξει πολέμου φθοράς. Για να είναι βεβαίως πειστικές οι προτάσεις του Ντόναλντ Τραμπ θα πρέπει να συζητηθεί ένα συνολικό παγκόσμιο μοντέλο συλλογικής ασφάλειας που θα εγγυηθεί την ειρήνη του πλανήτη. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι τον χειμώνα του 2021-2022 η ρωσική πλευρά είχε παρουσιάσει εκτενώς στην αμερικανική σχέδια συλλογικής ασφάλειας. Τη στιγμή αυτή πάντως επίσης εντυπωσιακός είναι ο προσεταιρισμός από την κυβέρνηση Τραμπ της Ινδίας του Μόντι, πιθανότατα με σκοπό την υπονόμευση της ένωσης των BRICS, ώστε να υποβαθμιστεί η αποδολαριοποίηση.
Ορισμένες προσδοκίες ότι η κυβέρνηση Τραμπ εγκαινιάζει όντως μία αλλαγή παραδείγματος δημιουργούνται από το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο φαίνεται να χαρακτηρίζει τη μονοπολική παγκοσμιοποίηση ως μια μεγάλη παρέκκλιση, μια «ανωμαλία της Ιστορίας», η οποία ώθησε σε μη βιώσιμες οικονομικές πρακτικές που ωφελούν πλέον τους αντιπάλους των ΗΠΑ. Συνοδός της μονοπολικής στιγμής των ΗΠΑ ήταν και η αποβιομηχάνισή της, που τόσο γλαφυρά έχει παρουσιάσει στην αυτοβιογραφία του ο νυν αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς. Η τραμπική πολιτική εγκαινιάζει έναν νέο προστατευτισμό σε συνδυασμό με φοροαπαλλαγές και περικοπές δαπανών σε όλους τους μηχανισμούς ήπιας ισχύος των ΗΠΑ. Η ιδεολογική ηγεμονία των ΗΠΑ πλέον στρέφεται αντιστρόφως στην προώθηση μιας «διεθνούς των εθνικιστών», όπως βλέπουμε λ.χ. με τις παρεμβάσεις του Ίλον Μασκ υπέρ πολιτικών στην Ευρώπη, οι οποίοι υπερασπίζονται τον κυριαρχισμό και τις συντηρητικές αξίες. Η επαναβιομηχάνιση και η αύξηση των εξαγωγών των ΗΠΑ προϋποθέτουν, ωστόσο, αδύναμο δολάριο και είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτό μπορεί να συγκεραστεί με άλλες επιδιώξεις της αμερικανικής πολιτικής. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αμερικανική πολιτική αναιρεί τις αξίες του κοσμοπολίτικου δικαιωματισμού, επί του οποίου είχαν βασιστεί οι μεταμοντέρνες σταυροφορίες της, αφήνει χώρο στην Κίνα να στήσει τη δική της ιδεολογική ηγεμονία, εγκολπούμενη ακόμη και στοιχεία φιλελευθερισμού και συνδυάζοντάς τα με την ιδιάζουσα κινεζική φιλοσοφία πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι αρεστή σε ουδετερόφιλες και αδέσμευτες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις.
Το ερώτημα είναι: Τι θα γινόταν αν, εν μέσω του τραμπικού προστατευτισμού αναλάμβανε η Κίνα τον ρόλο του μπροστάρη της παγκοσμιοποίησης, λ.χ. προωθώντας το γουάν ως άγκυρα ενός διεθνούς συστήματος, όπως είχε γίνει παλαιότερα με το δολάριο; Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν ολοκληρωθεί ένα παρόμοιο «ροκέ», όπου οι ΗΠΑ θα εμφανίζονταν ως δύναμη προστατευτισμού και η Κίνα ως ηγέτης της παγκοσμιοποίησης, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης υιοθετούν τα σημαίνοντα της πολυπολικότητας, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν κύριο ιδεολογικό αντίπαλό τους.