Χρήστος Γιανναράς: Η αξία της αλήθειας και η αναξιότητα των εκπροσώπων της

Όσο πιο παθιασμένη υπεράσπιση της αλήθειας επιχειρούμε, τόσο είναι σαφέστερη η σύνδεσή της με την ατομική ψυχολογική μας άμυνα, την εγωκεντρική μας διασφάλιση

Βαγγέλης Στεργιόπουλος – 10/04/2025 – IN.GR
*Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, που έφερε τον τίτλο «Το κύρος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 24 Μαρτίου 1973.

Αν η αλήθεια δεν είναι μια αντικειμενική σύμβαση αλλά η γνησιότητα της ζωής, τότε ποιο μέτρο αντικειμενικού κύρους μπορεί να κατοχυρώση την αλήθεια; Ποιο άλλο μπορεί να είναι το κύρος της αλήθειας έξω από την εμπειρία της υπαρκτικής γνησιότητας; Κι αν κατορθώσουμε, τελικά, να θωρακίσουμε την αλήθεια με αντικειμενική αίγλη και επιβολή, και υπάρξουν άνθρωποι που θα πεισθούν από την αντικειμενική αυτή αξιολόγηση και όχι από τη γνησιότητα της ζωής, ποιο το όφελος τότε; Το καθολικά αναγνωρισμένο κύρος είναι, οπωσδήποτε, ο αμεσώτερος κίνδυνος να μεταβληθή η αλήθεια σε νεκρή ιδεολογική βεβαιότητα, σε συμβατική «αξία» και «αρχή» — στα όρια της κοινής αναγνώρισης η αλήθεια αυτοαναιρείται ως δυνατότητα ζωής και υπαρκτικής γνησιότητας.

Κι όμως, πάρα πολλές από τις προσπάθειές μας, κοινωνικές και ατομικές, έχουν σα στόχο αυτήν, ακριβώς, τη θωράκιση της αλήθειας με το κύρος της αντικειμενικότητας. Κυρίως, οι περισσότερες παιδευτικές και κηρυκτικές μας προσπάθειες. Δεν ξέρω να πω συγκεκριμένα πώς θα ήταν μια παιδεία, μια ιεραποστολή ή ένα πολιτικό πρόγραμμα που δεν θα απέβλεπε να πείση για την αλήθεια με αντικειμενικά κριτήρια, αλλά θα ζητούσε να χειραγωγήση και να μυήση στην αλήθεια, να δημιουργήση τις προϋποθέσεις για την ελεύθερη προσωπική μετοχή και μέθεξη στην αλήθεια· μόνο καταλαβαίνω πως έτσι θάπρεπε νάναι. Γιατί, αν η αλήθεια είναι η γνησιότητα της ζωής, τότε η παιδεία και η κατήχηση και το πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να διασώζη και να διασφαλίζη την αυθεντική βίωση της αλήθειας, όχι να την αλλοιώνη σε συμβατικό μέτρο αξιολογήσεων και σε κριτήριο χρησιμότητας.

Αλλά η ανάγκη αντικειμενικού κύρους της αλήθειας φαίνεται πως είναι δεμένη με την ίδια τη φύση μας, με την ατομική του καθενός μας αυτοκατοχύρωση. Όσο πιο παθιασμένη υπεράσπιση της αλήθειας επιχειρούμε, τόσο είναι σαφέστερη η σύνδεσή της με την ατομική ψυχολογική μας άμυνα, την εγωκεντρική μας διασφάλιση. Και είναι πραγματικά τραγικό να μάχεσαι με ενθουσιασμό για την αλήθεια, κάποτε και να θυσιάζεσαι, πιστεύοντας ακράδαντα πως είσαι μάρτυρας της ιδεολογίας σου, και στην πραγματικότητα αυτή η αλήθεια να μην είναι παρά το έσχατο έρεισμα δικαίωσης τού εγώ σου. Δεν είναι δύσκολο —σχεδόν κοινός τόπος— να διακρίνουμε γύρω μας και μέσα μας τις ποικιλόμορφες εκφάνσεις αυτής της ψευδαίσθησης, που λογαριάζει για αλήθεια τον αντικατοπτρισμό της στις εγωιστικές απαιτήσεις μας. Αρκεί να διερωτηθούμε: θα είμασταν έτοιμοι να παραιτηθούμε από την ανάγκη αντικειμενικής αναγνώρισης της αλήθειας που πιστεύουμε; Σκέφτομαι, συγκεκριμένα, την πράξη μου αυτής της στιγμής: τι κείμενο, άραγε, θα έβγαινε από την πέννα μου, αν κατόρθωνα να γράψω πιστεύοντας ειλικρινά πως κανένας δεν έχει πραγματική ανάγκη από τις δικές μου ιδέες και απόψεις, πως δεν είναι ανάγκη να πείσω κανέναν για τις αλήθειες που πιστεύω; Ίσως μόνο τότε το κείμενό μου θα υπηρετούσε πραγματικά την αλήθεια, μόνο όταν θα ενσάρκωνε την αυτοπαραίτηση από κάθε αναζήτηση αναγνώρισης και αντικειμενικού κύρους.

Εδώ μπορεί να προβληθή μια πρώτη αντίρρηση: οι άνθρωποι δεν είμαστε ποτέ άξιοι της αλήθειας που εκπροσωπούμε· πρέπει, λοιπόν, να τονίσουμε το αντικειμενικό της κύρος, μήπως και υπάρξουν μερικοί που θα ταυτίσουν την αλήθεια με την δική μας αναξιότητα και αρνηθούν την αλήθεια στα πρόσωπά μας. Η αντίρρηση μοιάζει καταρχήν δικαιωμένη. Αλλά ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να διακρίνη ανάμεσα στην αξία της αλήθειας και στην αναξιότητα των εκπροσώπων της, υπάρχει περιθώριο να κερδηθή πραγματικά στην αλήθεια εντυπωσιασμένος από τις επιφάσεις του κύρους; Το ερώτημά μου δεν σημαίνει άρνηση της ευθύνης που γεννάει η εκπροσώπηση μιας αλήθειας, δεν αναιρεί την επιταγή της συνέπειας. Υπάρχει, όμως, τεράστιο χάσμα, νομίζω, ανάμεσα στην επίγνωση της ευθύνης, που ξέρει να ομολογή και τις αποτυχίες της, και στην κατασκευή ενός άψογου προσωπείου αντικειμενικής αξιότητας, προκειμένου να εκπροσωπηθή η αλήθεια.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.3.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γίνεται φανερό, η καρδιά του προβλήματος είναι στη σχέση της αλήθειας με τους εκπροσώπους της, με όσους αναλαμβάνουν να την εκπροσωπήσουν ιδεολογικά, επαγγελματικά  μαχητικά ή αμυντικά. Από την στιγμή που η αλήθεια θα φορέση στολή ή θα μεταφραστή σε επαγγελματική ιδιότητα, ακόμα και σε ατομική «πεποίθηση», φαίνεται πως είναι αναπόφευκτο να ντυθή το σκληρό κέλυφος ενός εγωκεντρισμού, που γίνεται ο ιδεολογικός φορέας της. Και ίσως πολλές εκπροσωπήσεις της αλήθειας και μάλιστα οι πιο μαχητικές οφείλονται ή έχουν τις ρίζες τους σε μια μακάβρια απαίτηση αντικειμενικού σεβασμού και επιβολής, ιδιαίτερα όταν οι πιθανότητες του «φυσικού» σεβασμού είναι ελάχιστες για το άτομο που εκπροσωπεί την αλήθεια. Κάποια ιστορικά παραδείγματα μαρτυρούν για την ευκολία μετατροπής των συμβόλων της άρνησης του αντικειμενικού κύρους και της κοινωνικής αναγνώρισης σε σύμβολα, ακριβώς, αντικειμενικού κύρους και κοινωνικής αναγνώρισης. Σκέφτομαι, συγκεκριμένα, ότι το ράσο των κληρικών ήταν αρχικά το ρούχο του «πένθους» των μοναχών, το σημάδι της άρνησης των κοινωνικών διακρίσεων ευυποληψίας  κάτι σαν την ατημέλητη αμφίεση των χίππυς, που αρνούνται σήμερα την κοινωνία της κατανάλωσης και τις αξιολογήσεις που προσφέρει. Το ρούχο του «πένθους» των μοναχών ήταν μια δημόσια ανάληψη ευθύνης για την αμαρτωλότητα του ανθρώπου, την αποτυχία του να σαρκώση την αλήθεια  και όχι δείγμα αντικειμενικής αρετής, που απαιτεί και μόνο σα σχήμα την κοινωνική υπόληψη. Και φοβάται κανείς πως, αν εμφανιζόταν σήμερα ανάμεσά μας κάποιος χαρισματούχος και άγιος «διά Χριστόν σαλός», που θα περιφρονούσε ως την έσχατη συνέπεια τον έπαινο και την τιμή των ανθρώπων, ξέροντας ότι η αντικειμενική και κοινωνικά ανεγνωρισμένη «αγιότητα» χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό γιατί δημιουργεί αυτοϊκανοποίηση, ίσως ο νόμος «περί της έξωθεν καλής μαρτυρίας» να κατεδίκαζε τον άγιο σε καθαίρεση για υπονόμευση του κύρους της αγιότητας.

Εδώ είναι που γεννιέται αναπόφευκτα μια δεύτερη αντίρρηση: δεν χρειαζόμαστε, λοιπόν, κανένα μέτρο αντικειμενικού κύρους προκειμένου να εκπροσωπηθή η αλήθεια αυθεντικά; Θα αφήσουμε την εκπροσώπηση της αλήθειας στους φαύλους, θα ανεχθούμε την εκμετάλλευση της αλήθειας από ανθρώπους που τη χρησιμοποιούν για να κερδοσκοπήσουν, να αναρριχηθούν σε αξιώματα, να καλύψουν προσωπικές ακολασίες πίσω από το πρόσχημα του ενδιαφέροντος για την αλήθεια; Δεν έχουμε χρέος να απαιτήσουμε αντικειμενική συνέπεια από ανθρώπους που τάχθηκαν να εκπροσωπούν τουλάχιστον τις θεσμοποιημένες στα όρια του δημόσιου βίου αλήθειες; Δεν θα καταγγείλουμε πολιτικούς που καπηλεύονται θεσμούς δίχως το παραμικρό κύρος συνέπειας στις αρχές τους, αξιωματούχους που χρησιμοποιούν την αίγλη του αξιώματος για να επιβάλουν ατομικά τους θελήματα, κοινωνικά λειτουργήματα, όπως το δημοσιογραφικό, που υποκύπτουν στον πειρασμό της επιχειρησιακής σκοπιμότητας, επισκόπους που με τις ηθικές παρεκτροπές τους καταρρακώνουν το κύρος της μεταφυσικής ελπίδας των ανθρώπων;

Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι σωστά, και μόνο θετική απάντηση μπορούν να πάρουν. Η κριτική αναμέτρηση με τις κοινωνικές παρεκτροπές είναι προϋπόθεση για την πνευματική επιβίωση και την πρόοδο ενός κοινωνικού συνόλου. Μόνο που το πρόβλημα μετατίθεται στα κριτήρια της κριτικής μας. Η καταγγελία, ακόμα και η εκθρόνιση των ανάξιων εκπροσώπων της αλήθειας, δεν αρκεί για να αποκαταστήση τη γνησιότητα της ζωής όταν λείπη μέσα μας το υπαρκτικό μέτρο της γνησιότητας — όταν η διαστροφή της αλήθειας δεν είναι για μας πρόβλημα γνησιότητας της ζωής, αλλά πρόβλημα αντικατάστασης ενός αποτυχημένου σχήματος αντικειμενοποιημένης αλήθειας από άλλο «σωστότερο» σχήμα αντικειμενοποιημένης αλήθειας. Και μπορεί ένας λαός, για πάρα πολλά χρόνια, να κατέχεται από ένα είδος ομαδικής νεύρωσης κρίνοντας ατέλειωτα τις θεσμικές εκπροσωπήσεις, ανυποψίαστος για την πιθανή πνευματική νηπιότητα των κριτηρίων του. Τα σχήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, οι «καθαροί» παίρνουν τα αξιώματα των «φαύλων» δίχως τίποτε να αλλάζη, αφού και οι μεν και οι δε παραμένουν άσχετοι με το καθαυτό πρόβλημα της αλήθειας, και το παιχνίδι παίζεται στις ουτοπικές επιφάνειες της ζωής, στα όρια των ψευδαισθήσεων του περισσότερου ή του λιγώτερου κύρους στην εκπροσώπηση της αλήθειας.

Η μεγάλη παρηγοριά και η μεγάλη ελπίδα είναι το ότι η αλήθεια θα παραμένη πάντοτε ένα ενδεχόμενο προσωπικής κατάκτησης, ένα ηθικό κατόρθωμα. Στα όρια της άθλησης για την επίτευξη αυτού του κατορθώματος θα κρινόμαστε πάντοτε σαν άτομα και σαν κοινωνίες. Και όσο περισσότερο αμείλικτοι είμαστε απέναντι στις συμβατικές διευκολύνσεις του αθλήματος, όσο βαθύτερα δύσπιστοι στις ψευδαισθήσεις, που αντικατοπτρίζουν σαν αλήθεια τις εγωκεντρικές απαιτήσεις μας, τόσο γλυκύτερος ο καρπός της γνησιότητας της ζωής στις ψυχές μας και στον τόπο μας.

Ο Χρήστος Γιανναράς, πνεύμα σπινθηροβόλο και αιρετικό, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1935 και απεβίωσε στις 24 Αυγούστου 2024.

, , ,

2 thoughts on “Χρήστος Γιανναράς: Η αξία της αλήθειας και η αναξιότητα των εκπροσώπων της

  1. Κοίτα να δεις πόσο λάθος σκεφτόμουν και ήμουν: πίστευα στον Χριστό που είπε ότι “Εγώ ειμί η οδός” και προσπαθούσα να ακολουθήσω τον δρόμο Του ως την μόνη αλήθεια. Δεν είχα φανταστεί ως μόττο ζωής το “εμπειρία της υπαρκτικής γνησιότητας”! Πόσα λάθη κάνουμε τελικά! Καλή Ανάσταση (ή μήπως Καλή εμπειρία της υπαρκτικης γνησιότητας;).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *