Μαθητής ακόμη, διάβαζα για τη ζωή και τα κατορθώματα του αγαπημένου μου Βυζαντινού αυτοκράτορα, του Αλεξίου Α’ Κομνηνού. Σχολιάζοντας την εκκλησιαστική του πολιτική, ο συγγραφέας του βιβλίου έλεγε πως “ο Αλέξιος Κομνηνός παρουσιαζόταν ως προστάτης της Ορθοδοξίας ΟΧΙ ΒΕΒΑΙΑ από ειλικρινή πίστη, αλλά από συμφέρον”.
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
Θυμάμαι πολύ έντονα την κακή εντύπωση που μου έκανε αυτό το σχόλιο. Όχι για την ίδια την θρησκευτική υπόθεση – ο έφηβος εαυτός μου ήταν άθεος και πολύ υπερήφανος για αυτό – αλλά για την προκατάληψη σχετικά με τις προθέσεις του ιστορικού πρωταγωνιστή. Και που ξέρει ο συγγραφέας για την ειλικρινή ή μη πίστη του αυτοκράτορα; Έχουμε καμία πηγή η οποία να μαρτυρεί πως ο ίδιος δεν πίστευε τα όσα έδειχνε προς την κοινωνία; Και γιατί να μη συνδυάζεται, η ειλικρινής πρόθεση με την δημόσια, πρακτική ανάγκη;
Το βιβλίο βέβαια είχε και άλλα τέτοια προβλήματα. Κατηγορούσε τον Αλέξιο Κομνηνό για “σκοταδισμό” λόγω της αυστηρής πολιτικής του επί των αιρέσεων (όρος αναχρονιστικός και απλουστευτικός για τις πολιτικές του 11-12ου αιώνα), ενώ χαρακτήριζε την μητέρα του Άννα Δαλασσηνή ως “υπερβολικά θρησκόληπτη” (γιατί θα πρέπει να δοθούν μειωτικοί, επίσης αναχρονιστικοί προσδιορισμοί, σε μία χήρα αριστοκράτισσα της βυζαντινής εποχής, με μοναχικό σχεδόν βίο; Υπάρχει άραγε και ελαφρώς ή “εντός φυσιολογικών ορίων” θρησκόληπτος, κατά το “ολίγον έγκυος”);
Πίστη, ηθική και υποκρισία
Με αφορμή αυτό, αξίζει λίγος προβληματισμός πάνω στη σχέση των αξιών και των πράξεων του ανθρώπου, και ειδικότερα του ηγέτη άλλης εποχής. Οι άνθρωποι προσυπογράφουν ιδεολογίες, κοσμοθεωρίες, θρησκείες, φιλοσοφικά συστήματα. Πολύ δύσκολα όμως ο βίος τους ανταποκρίνεται στο ιδεώδες, στην συχνά αυστηρή δεοντολογία τους, η οποία μάλιστα ζητεί ανιδιοτελή και πρόθυμη συμμόρφωση, όχι απλώς τήρηση κανόνων προς αποφυγήν της κατακραυγής. Στην περίπτωση δε του ηγέτη, υπεισέρχονται παράγοντες όπως η φιλοδοξία, πολλαπλές σκοπιμότητες, η διαφορά μεταξύ προσωπικής και δημόσιας ηθικής, τα “κατά συνθήκη ψεύδη”, καθώς και η σαγήνη που ασκεί η εξουσία στους πιο αδίστακτους ανθρώπινους τύπους. Ειδικά σε εποχές πολιτικών και αξιακών κρίσεων όπως η σημερινή, είναι πολύ εύκολο – και ως ένα βαθμό εύλογο – να απαντήσουμε με καχυποψία και κυνισμό. Κανείς δεν πιστεύει σε τίποτα, όλες οι ιδέες και οι αξίες είναι μία φενάκη, στάχτη στα μάτια του κόσμου, όργανα για τον έναν και μόνο σκοπό της εξουσίας και της ισχύος.
Το πρόβλημα βρίσκεται στην αδυναμία παραδοχής της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας της ανθρώπινης ψυχής. Κανένας δεν είναι ο “κακός” της δικής του ιστορίας. Οι άνθρωποι, και οι πιο διεφθαρμένοι και κακόβουλοι ακόμα, δεν είναι χαρακτήρες ταινίας κινουμένων σχεδίων, να αυτοσυστήνονται στο κοινό ως “σκοτεινοί άρχοντες του σκότους”. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν καλή εικόνα για τον εαυτό τους και σπεύδουν να τον δικαιολογήσουν με κάθε τρόπο. Οι συνθήκες της πραγματικότητας φιλτράρονται και οι ηθικές αρχές ταλαντώνονται, τόσο όσο χρειάζεται για να αυτοδικαιωθεί πρώτα από όλα ο άνθρωπος ενώπιον της συνείδησής του, και έπειτα ενώπιον της κοινωνίας.
Τούτο αυτονόητα αποτελεί αντίφαση, υπάρχει ασυμφωνία κανόνων, εικόνας και πράξεων. Είναι όμως άλλο πράγμα η συνειδητή και ειλικρινής ομολογία κάποιων πεποιθήσεων, και άλλο η επιτυχής τήρησή τους. Και αυτό δεν σημαίνει μόνο όταν κάποιος είναι δημοσίως υποκριτής, αλλά και μέσα στο μυαλό του. Μπορεί ο εν λόγω ταγός μίας θρησκείας, ιδεολογίας, ηθικού κώδικα, να διστρεβλώνει και να παραβαίνει τις αρχές του, αλλά ο ίδιος να μην το αντιλαμβάνεται καν, να μην μπορεί να το παραδεχθεί ούτε στον εαυτό του. Μπορεί να υπάρχει χιονοστιβάδα τεκμηρίων για την αστοχία ή αποτυχία του έναντι του ιδεατού, αλλά εκείνος να πιστεύει ακράδαντα ότι πράττει το καλύτερο. Στη σύγχρονη ψυχολογία το φαινόμενο αυτό αποκαλείται γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance).
Εξ ιδίων τα αλλότρια
Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμά μας, που αφορά την θρησκευτικότητα του ηγέτη. Ο τωρινός αναγνώστης της ιστορίας ζει σε ένα εξαιρετικά ρευστό ηθικό περιβάλλον. Έχει προηγηθεί η μεγάλη “απομάγευση” του κόσμου από τις επιστημονικές και οικονομικές δυνάμεις της νεωτερικότητας, η παρακμή των θρησκειών, της πίστης στην προσωπική και οικογενειακή τιμή, τους όρκους και την μεταθανάτια ανταπόδοση, ο “θάνατος του Θεού”, το “τέλος των ιδεολογιών”, η διάψευση των ουτοπιών και των μεσσιανικών οραμάτων του 20ου αιώνα, η αποδόμηση της κανονιστικής δύναμης του ορθολογισμού από τη μετανεωτερικότητα, η παντοδυναμία των ΜΜΕ, η εδραίωση της επιστημονικά οργανωμένης προπαγάνδας. Ενώ λοιπόν η ανθρώπινη φύση είναι λίγο έως πολύ η ίδια, το ηθικό περιβάλλον στο οποίο γαλουχείται η ψυχή δεν έχει καμία σχέση με εκείνο που επικρατούσε όχι πριν από 500 ή 1.000, αλλά και πριν 100 χρόνια.
Έρχεται λοιπόν ο σύγχρονος αναγνώστης ή μελετητής και συναντά την ψυχή του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ανθρώπου, και αποτυγχάνει παταγωδώς να την συλλάβει. Και αποτυγχάνει διότι κατά βάθος δεν την σέβεται, την βλέπει αφ’ ενός ως διανοητικά κατώτερη, και από την άλλη θεωρεί αυτονόητο πως διέπεται από τον ίδιο κυνισμό με την δική του. Καμία σημαντική προσωπικότητα αρχαίος Έλληνας ή Ρωμαίος, Πέρσης, Κινέζος, μεσαιωνικός Ευρωπαίος, δεν πίστεψε σε θεούς, δαίμονες, παραδείσους, κολάσεις, μαντεία και οιωνούς. Όλα ήτανε ψέματα, προπέτασμα καπνού. Ποτέ κανείς δεν ασπάστηκε τίποτα, απλά εξυπηρετείτο μία σκοπιμότητα: να χειραγωγηθεί το πόπολο, να τρομοκρατηθεί ο κοσμάκης και να μένει υποταγμένος. Πρόκειται για θεωρία συνωμοσίας μεγαλύτερη από όλες όσες κυκλοφορούν σήμερα στο διαδίκτυο – όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός όχι μόνο βασίστηκε σε ψέματα, αλλά τα ψέματα αυτά ήταν σε απόλυτη γνώση των λειτουργών του.
Το πρόβλημα βρίσκεται στην επιβολή απολύτων και άκαιρων διαχωρισμών. Μπορεί κάλλιστα ένας αρχαίος ή μεσαιωνικός πολιτικός και να πιστεύει ειλικρινώς στην κοσμοθεωρία της κοινωνίας του, και να την αξιοποιεί για πρακτικούς σκοπούς. Και να κηρύττει έναν σκοπό και να αποτυγχάνει να τον τιμήσει με τη δέουσα υπακοή. Πρόκειται ουσιαστικά για την διαφορά – χαώδη διαφορά – ανάμεσα στην αμαρτωλότητα και την απιστία. Επειδή φερ’ ειπείν ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός είχε πολλές περιπέτειες με γυναίκες, τούτο δεν σημαίνει πως δεν ήταν πιστός ορθόδοξος χριστιανός. Σημαίνει ότι αποτύγχανε, ότι δεν ήταν τόσο καλός και συνεπής χριστιανός όσο θα ήθελε ή όσο θα προτιμούσε να τον βλέπουν οι υπήκοοί του. Το γεγονός ότι οι Σταυροφόροι επιδίδονταν σε πλιάτσικο και άλλες εγκληματικές πράξεις που καμία σχέση δεν έχουν με τον ευγενή σκοπό της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων, δεν έπεται πως ήταν άθρησκοι και συνειδητά αρνούνταν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των αγώνων τους.
Από τον ολωσδιόλου ασυνείδητο άνθρωπο, τον πραγματικά αμοραλιστή, πολύ συνηθέστερος τύπος είναι ο υποκριτής, ο πανταχού παρών υποκριτής που μάλιστα δεν αντιλαμβάνεται την υποκρισία του. Σαν τον φαρισαίο της παραβολής, ο οποίος δεν έχει ιδέα πως η αλαζονεία του δυσαρεστεί τον Θεό και πως στο τέλος κερδισμένη βγαίνει η ταπείνωση του τελώνη, που “οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.
Ο βασιλεύς και ο βιβλιοσκώληξ
Τελικά, ο άνθρωπος κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Πως μπορεί να καταλάβει ο πλούσιος τον φτωχό, και ο φτωχός τον άστεγο; Ο καλοζωισμένος τον βασανισμένο, ο δειλός τον γενναίο, ο κομφορμιστής τον επαναστάτη, ο τρυφηλός τον ασκητή, ο φιλήσυχος τον περιπετειώδη; Προσπαθούμε με βιβλία, με εμπειρίες τρίτων, με ανάλυση να μπούμε στον ψυχισμό των άλλων, αλλά ακόμη και όταν το κάνουμε καλόπιστα, είναι πολύ δύσκολο. Και ο μελετητής, ή ο σχολιαστής , άνθρωπος των λόγων και των σπουδαστηρίων, είναι ίσως ο λιγότερο κατάλληλος άνθρωπος να αξιολογήσει τον ηγέτη, τον κατακτητή, τον εξερευνητή (στα καθ’ ημάς, τον ήρωα του 1821, της Εθνικής Αντίστασης).
(Θυμίζει τα ελληνικά ΜΜΕ, τα οποία κάθε φορά που ακούγονται λεονταρισμοί και επιθετικές δηλώσεις από την Τουρκία κατά Ελλάδας και Κύπρου, η μόνιμη απάντηση είναι πως πρόκειται για ρητορική ψηφοθηρική, προς “εσωτερική κατανάλωση”. Δεν μπορεί να διανοηθεί δυστυχώς, μεγάλο μέρος του τύπου και των πολιτών, ότι οι κανονικές χώρες έχουν εθνική πολιτική, συχνά δε επεκτατική, και ότι η αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων ως πάρεργο είναι μάλλον ελληνικό φαινόμενο…)
Ποιος είμαι εγώ λοιπόν, ο τρυφερός βιβλιοσκώληξ, να κρίνω έναν… αυτοκράτορα, που διαχειριζόταν τις τύχες εκατομμυρίων, αντιμετώπιζε συνωμοσίες κατά της ζωής του, διαπραγματευόταν με ξένες δυνάμεις, οδηγούσε το στρατό του στη μάχη και με το σπαθί στο χέρι έσχιζε σάρκες και αφαιρούσε ζωές; Επειδή εγώ μπορεί να αμελώ ακόμα και να ζητήσω συγγνώμη για ένα μικρό λάθος, πως αποφασίζω εκ προοιμίου ότι η δημόσια μετάνοια του Αλεξίου Κομνηνού για τις καταστροφές που προκάλεσε ο στρατός του όταν πήρε την Κωνσταντινούπολη (1081) ήταν μόνον ένα επικοινωνιακό παιχνίδι; Ότι η προστασία των μοναχών ήταν μόνο μία άσκηση κόστους-οφέλους για την πολιτική του εξασφάλιση; Ότι η βαθύτατη θρησκευτικότητα της μητέρας του δεν τον άγγιξε πραγματικά καθόλου; Ότι δεν πίστεψε τις προφητείες που του έλεγαν (ειλικρινείς ή αυλοκόλακες, αδιάφορο), όταν ήταν γέρος και άρρωστος, πως δεν θα πεθάνει προτού να δει την Ιερουσαλήμ; Κάθε έκφραση πίστης [1] από μέρους του ήταν ψυχρή σκηνοθεσία;
Είναι άλλωστε γνωστό από αρκετές πηγές, πως ο συγκεκριμένος αυτοκρἀτορας διακατεχόταν από ένα βαρύ αίσθημα ανησυχίας για τη σχέση του με τον Θεό και την μοίρα της αθάνατης ψυχής του στην τελική κρίση, ύστερα από τόσες δεκαετίες βασιλείας και σκληρών αποφάσεων. Τον βλέπουμε να δέεται ενώπιον του Χριστού στην τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας που παρήγγειλε στο ανάκτορο των Βλαχερνών και να κραυγάζει “ὄντως καπνὸς τὰ σκῆπτρα, χοῦς ἡ πορφύρα,/ πᾶς ὄλβος οὐδέν, κόμπος ἐστὶ τὸ στέφος” [2], να συμβουλεύει τον υιό και διάδοχό του Ιωάννη “ματαιότης ἅπαντα καὶ πολλὴ πλάνη˙/ ὁ χρυσὸς ἀργόν, ὁ θρόνος ταπεινότης” [3]. Ενώπιον του γέροντά του Κυρίλλου Φιλεώτου, παραδεχόταν πως “ἐγὼ οὐδέποτε σύνοιδα ἑμαυτῷ ὅτι ἐποίησα θέλημα Θεοῦ, καὶ ἐκ τούτου πιστεύω ὅτι πᾶν, εἴ τι δέδωκέ μοι ὁ Θεὸς ἐν τῷ νῦν αἰώνι, δι’ ἁγίων εὐχῶν τῶν ἁγίων μου γερόντων δέδωκέ μοι” [4].
Αλλά ποιος ξέρει την ανθρώπινη ψυχή και τις αναπόφευκτες αντιφάσεις της; Μπορεί κι εγώ να κάνω λάθος. Μήπως άραγε, δεν κρίνω και εγώ εξ ιδίων τα αλλότρια; Μόνη θεραπεία για τα αναπάντητα ερωτήματα, είναι η δική μας προσπάθεια, όσο επιτυχής ή μη, για ταπεινότητα ενώπιον της ιστορίας και του μυστηρίου που λέγεται άνθρωπος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Χαριτίνη Δ. Βουτσά, Η Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής ως πηγή πληροφοριών για την εποχή της, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 153-164.
[2] Νικόλαος Καλλικλής, έκδ. R. Romano, Nicola Callicle, Carmi, Testo critico, introduzione, traduzione, commentario e lessico, Νάπολη 1980, αρ. 24, σελ. 16-17 [στο: Διονύσιος Α. Μαμαγκάκης, Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118): Κατασκευάζοντας την δημόσια αυτοκρατορική εικόνα, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2014, σελ. 316].
[3] Αλέξιος Κομνηνός, Μοῦσαι Ἀλεξιάδες Κομνηνιάδες, έκδ. P. Maas, “Die Musen des Kaisers Alexios I”, Byzantinische Zeitschrift 22 (1913), Ι, 247-248 (σ. 355) [στο: Μαμαγκάκης, σελ. 317].
[4] Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου, έκδ. E. Sargologos, La Vie de saint Cyrille le Philéote, moine byzantin (m. 1110) [Subsidia Hagiographica 39], Βρυξέλλες 1964, κεφ. 47, 11, σ. 233. [στο: Μαμαγκάκης, σελ. 97].
Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας προοδευτικός νεοέλληνας ιστορικός να εκθειάσει το Βυζάντιο. Αν προσθέσουμε την αλαζονεία και την υποταγή σε ξένες και εθνομηδενιστικές αντιλήψεις της κυρίαρχης σκέψης τότε οι χαρακτηρισμοί στα βιβλία είναι απόλυτα αναμενόμενες.