Ίων Δραγούμης: Μπαρρές, δημοκρατικός σοσιαλισμός, ελλαδισμός, Μεγάλη Ιδέα
Του Σπύρου Κουτρούλη, από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27
H πολιτική και φιλοσοφική σκέψη του Ι. Δραγούμη ήταν σε διαρκή εξέλιξη. Από νωρίς ήρθε σε επικοινωνία με τα σύγχρονα πολιτικά ρεύματα της Ευρώπης. Την προσπάθεια για την εθνική απελευθέρωση τη συνδύασε με την πολιτιστική αναγέννηση. Μαχητικός δημοτικιστής, υπήρξε από τους πρωτεργάτες του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Αντίθετος στον παλαιοκομματισμό, αρχικά αναγνώρισε τη λύση στο πρόσωπο του Ε. Βενιζέλου[1], αλλά σε σύντομο διάστημα θα απογοητευτεί. Από όλες τις αντιφάσεις του η πιο σημαντική, που παρέμεινε μέχρι το τέλος του άλυτη, είναι ανάμεσα στην τάση του για εξωστρέφεια, που αποτυπώθηκε με τη συνεχή και ακαταπόνητη πολιτική δραστηριότητα, που υπήρξε αιτία πολιτικών διώξεων και τελικά της δολοφονίας του, και την αντίθετη τάση για ενδοσκόπηση, για μελέτη του εσωτερικού εγώ, που εκφράσθηκε από ένα έντονο αίσθημα απογοήτευσης και μελαγχολίας που συχνά τον κυρίευε για τη δραστηριότητα στην οποία συμμετείχε και τον κόσμο που τον περιέβαλλε, και τις ιδεολογίες που γνώρισε ή συμμερίστηκε (γράφει: «μόνο μέσα μου πρέπει να βρίσκω την παρηγοριά για κάθε μου ψυχοστασία»[2]).
Α. Η ερμηνεία του Πέτρου Ωρολογά
Ο δημοσιογράφος Π. Ωρολογάς αρχικά κινήθηκε στον χώρο της αντιβενιζελικής δημοσιογραφίας της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια όμως της Κατοχής είτε διηύθυνε εφημερίδες που συνεργάζονταν με τις κατοχικές δυνάμεις, όπως η Απογευματινή, είτε τις εξέδιδαν αυτές οι ίδιες, όπως η εφημερίδα Νέα Ευρώπη, που είχε απροκάλυπτα εθνικοσοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου δοσίλογων. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή αλλά αποφυλακίστηκε περίπου σε τέσσερα χρόνια, αφού εξαγόρασε το υπόλοιπο διάστημα. Πέθανε το 1958 με τον χαρακτηρισμό του συνεργάτη και προπαγανδιστή των κατοχικών δυνάμεων.
Η συνεργασία αυτή δεν είχε αποκλειστικά υστερόβουλα κίνητρα αφού η ιδεολογία του ταυτιζόταν με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Η πορεία που ακολούθησε είναι αντίστοιχη με της γαλλικής ακροδεξιάς: αρχικά αντικοινοβουλευτισμός, εθνικισμός, ρατσισμός και αντισημιτισμός και στη συνέχεια συνεργασία και ενεργός υποστήριξη στο καθεστώς του Βισύ και στους ναζί κατακτητές της Γαλλίας.
Η μελέτη του για τον Ι. Δραγούμη, η οποία έλαβε το 1937 το α΄ κρατικό βραβείο, είναι δημοφιλής σε ακροδεξιούς κύκλους ακριβώς γιατί προβάλλει μια στρεβλή, αντεστραμμένη εικόνα της δραγουμικής σκέψης και ιδεολογίας. Οι ισχυρισμοί του Ωρολογά είναι μετέωροι και υπηρετούν την προσπάθεια να οικειοποιηθούν τον Δραγούμη που είχε γίνει σύμβολο, μετά την εκτέλεσή του, τον Ιούλιο του 1920.
Παρόλα αυτά, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας της 15 Μαρτίου 1941, με τίτλο «Η πολιτική δράση του Δραγούμη», αποκαλύπτει την προσπάθεια του Ι. Δραγούμη να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον βενιζελικό ναύαρχο Κουντουριώτη:
Θα σχηματιζότανε μια κυβέρνηση «συμφιλιωτική», που θα σταματούσε τον εσωτερικό σάλο, δίνοντας ενιαία κατεύθυνση στα εσωτερικά και τα εξωτερικά ζητήματα. Παράλληλα, θαρχότανε σ’ επαφή με τις κυβερνήσεις των Συμμάχων, προτείνοντας όλες τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις.[3]
Η προσπάθεια αυτή ναυάγησε μετά την αντίδραση του βουλευτή Ιωαννίνων του Λαϊκού Κόμματος, Καζατζή. Παρόλα αυτά, το γεγονός αυτό, όπως και πολλά άλλα, τεκμηριώνουν ότι ο Ι. Δραγούμης ήταν ένας μετριοπαθής στοχαστής που προσπαθούσε να ξεπεράσει το διχαστικό πνεύμα της εποχής του.
Οι ισχυρισμοί του Π. Ωρολογά παρακάμπτουν ένας γεγονός που ο Ι. Δραγούμης τονίζει ιδιαίτερα: η σκέψη του δεν είναι ενιαία αλλά διακρίνεται σε μια περίοδο που έχει επηρεαστεί από τον Νίτσε και τον Μπαρρές και μια περίοδο σοσιαλιστική-ανθρωπιστική. Γράφει συγκεκριμένα:
Μια περίοδο της ζωής μου εθνικιστική (από τα 1902 ως τα 1914 απάνω κάτω). Έπειτα έβαλα μια pétition de principe στο νασιοναλισμό μολονότι ενεργούσα σύμφωνά του. Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ…Στην πρώτη περίοδο επίδραση του Nietsche και Barrès. Στη δεύτερη Τολστόϊ, Rousseau, Κροπότκιν, Gide. Στην πρώτη περίοδο Μακεδονική ενέργεια. Στη δεύτερη Ρωσική επανάσταση και κοινωνική επανάσταση παντού. Στη Μακεδονική ενέργεια έλαβα μέρος, στην κοινωνική επανάσταση όχι ακόμα.[4]
Ο Ωρολογάς στηρίχτηκε αποκλειστικά στα κείμενα της πρώτης περιόδου που διατυπώνουν μια αντισοσιαλιστική ρητορική, θεμελιωμένη σε ορισμένα νιτσεϊκά έργα. Πιθανόν, κατά τον χρόνο συγγραφής, να μην γνώριζε όλα τα κείμενα του Ι. Δραγούμη, ιδιαίτερα τα Φύλλα Ημερολογίου. Αυτό είναι το μοναδικό ελαφρυντικό που μπορεί να του αναγνωριστεί. Αλλά θα έπρεπε να σταθεί περισσότερο στη ρέουσα και συχνότατα αντιφατική ιδιοσυγκρασία του Ι. Δραγούμη (μόνο στον δημοτικισμό έμεινε πιστός σε όλη την περίοδο της σύντομης ζωής του), που αρχικά ήταν ενθουσιώδης οπαδός του Βενιζέλου και στη συνέχεια αντίπαλός του, εχθρός αρχικά του σοσιαλισμού και στη συνέχεια σοσιαλδημοκράτης και εγκάρδιος φίλος του Γ. Κορδάτου και του Ν. Γιαννιού. Ο στοχαστής Δ. Τσάκωνας, υπουργός της απριλιανής δικτατορίας, σε αφιέρωμα του περιοδικού του Σ. Μελά, Ελληνική Δημιουργία[5], χαρακτηρίζει σοσιαλδημοκρατική τη δεύτερη περίοδο του Δραγούμη.
Ο Ωρολογάς προβάλλει στον Δραγούμη τη δική του ιδεολογία, αρχικά μεταξική, στη συνέχεια ανοιχτά εθνικοσοσιαλιστική. Τον χαρακτηρίζει κατά σειρά αντικοινοβουλευτικό, αντιδημοκράτη, ρατσιστή, εθνικοσοσιαλιστή, οπαδό της ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας. Όπως θα δούμε, όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι αθεμελίωτοι και ατεκμηρίωτοι και γι’ αυτό ο Ωρολογάς αποφεύγει παραπομπές στο έργο του Δραγούμη. Γράφει:
Α. Αντικοινοβουλευτικός, αντιδημοκρατικός, αντικομματικός ο Δραγούμης, κατανοεί από την πρώτη στιγμή, ότι οι θεσμοί και τα καθεστώτα δεν είναι σκοποί για τα Έθνη, αλλά μέσα και όπλα[6].
Β. Η κοινοβουλευτική αριστοκρατία, αντιπνευματική και οχλική από προέλευση και από διαμόρφωση, δεν ημπορούσε να περιλάβη εντός της ένα πραγματικό διανοούμενο, που θα ήθελε να παραμένη ασυμβίβαστος και αναφομοίωτος[7].
Γ. Έτσι, μόνο μια επιδίωξη είναι εφικτή: Η συγκυριαρχία. Να μείνη η Τουρκιά, αλλά και τα χριστιανικά έθνη ν’ αποκτήσουν ίσα δικαιώματα. Να παύσουν να είναι υπόδουλοι. Να ζουν στο δικό τους, το ανατολικό κράτος, κυρίαρχοι κι’ ελεύθεροι. Θα γινόταν μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία, όπου η ελληνική φυλή, με την ορθοδοξία, με το Πατριαρχείο, με την ευστροφία της, με τη δύναμη, θα ήταν φυλή πρωτεύουσα. Θα έδινε τον τόνο[8].
Δ. Κι’ η προσπάθεια των Ελλήνων δεν έπρεπε να τείνη στην απελευθέρωση κάποιου τμήματος εδάφους, αλλ’ έπρεπε να υπηρετή τον σκοπό της Αυτοκρατορίας και αποκατάστασης του Γένους. Δεν ήθελε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας[9].
Ε. Αλλά το όνειρο της ανατολικής αυτοκρατορίας τον κατείχε ολοκληρωτικά. Απέκρουε την προπαρασκευή για τον πόλεμο, όπως κι’ αργότερα δεν επεδοκίμασε τον πόλεμο των βαλκανικών. Έβλεπε μπροστά του την ατελείωτη συνέχεια της πολιτικής μ’ ενέργειες όλο και πιο σταθερές κι έντονες «ως που να γίνη πράγμα η ισοπολιτεία και η συγκυριαρχία των Ρωμιών στη μεγάλη αυτοκρατορία…Τα βαλκανικά κράτη ήσαν μικρά. Από λόγους ανάγκης κι’ από λόγους εθνικούς έπρεπε να συνενωθούν, να συμμαχήσουν και να κάμουν τον πόλεμο, εφ’ όσον ήταν καιρός, προτού ετοιμασθή η Τουρκία. Η Ελλάδα μπήκε στη συμμαχία την τελευταία στιγμή, δίχως εξασφαλίσεις κι αυτό ήταν σφάλμα. Αλλά δε μπορούσε να κρατήση ουδετερότητα. Έκαμε τον πόλεμο, ενίκησε με την ορμή του στρατού κι η τύχη θέλησε να φέρη τον Ίωνα Δραγούμη να στήση την ελληνική σημαία στη Θεσσαλονίκη. Η εθνικιστική πολιτική των Νεοτούρκων, αφού κατέστρεψε την Αυτοκρατορία των σουλτάνων, σαν έννοια αντινασιοναλιστική, αντιοθωμανική, με ισοτιμία και συγκυριαρχία των Ρωμιών και των Τούρκων[10].
ΣΤ. Πρώτος μελέτησε το φυλετικό ζήτημα κι’ υπήρξεν ο πρώτος Έλλην «ρατσιστής», όσον οι περιστάσεις κι’ ανάγκες επέτρεπαν να είναι. Πρώτος εργάσθηκε σα στοιχείο «αταξικό» στην Ελλάδα και φάνηκεν έτσι ο πρώτος Έλλην «εθνικοσοσιαλιστής»…αφού το ιδανικό του θα είχε πεθάνει με την καταστροφή, οδηγούμενος από τη νοοτροπία του, θα είχε κηρυχθή πιθανώτατα, εναντίον των κομμάτων και του κομμουνισμού και θα είχε πάρει τα άλλα δύο ιδανικά: τη Βαλκανική Συνεννόηση και το ολοκληρωτικό κράτος…Έτσι, στην πιο εμβρυώδη κατάσταση, θολό κι ακαθόριστο, πιάνεται στα κύρια γνωρίσματα το όνειρο του εθνικοσοσιαλισμού…Η αφύπνιση του Έθνους, η ολοκληρωτική αποκατάσταση της Φυλής, η κατάργηση της πάλης των τάξεων, η ενοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας, η ανάγκη της πειθαρχίας, της «βίας» που καταργεί τα κόμματα και τέλος οι μεγάλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ολοκληρώνουν τον κύκλο των πνευματικών απασχολήσεων του Δραγούμη κι’ αποτελούν μια συνεπέστατη συνέχεια.[11]
Στις παραπάνω φράσεις, αξιωματικά διατυπωμένες, περιέχεται η ερμηνεία του Δραγούμη από τον Ωρολογά. Όπως θα διαπιστώσουμε, δεν αποτελεί απλά διαστρέβλωση αλλά πλήρη αντιστροφή των κατευθύνσεων και των επιλογών της δραγουμικής σκέψης.
Β. Ο Ιων Δραγούμης και η κοινοβουλευτική δημοκρατία
Ο Δραγούμης εκλέχθηκε βουλευτής και στα δοκίμια όπου διατυπώνει το πολιτικό του πρόγραμμα τάσσεται υπέρ του κοινοβουλευτισμού.
Στην πρώτη περίοδο του στοχασμού, όταν έγραφε υπό την έντονη επιρροή του Μπαρρές και του Νίτσε, οι απόψεις του είναι αντιφατικές, αρνητικές και θετικές συγχρόνως για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στο χαρακτηριστικό έργο του, της περιόδου 1903-1906, «Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες», υποστηρίζει:
Οι κοινότητες να κοιτάζουν τα κοινοτικά τους. Ας βγαίνουν βουλευτές, για να μην τύχη και θυμώση ο λαός, αν του αφαιρέσουμε την ψήφο. Μα οι βουλευτές ας μην κοιτάζουν τα εθνικά ζητήματα, ας κοιτάζουν τα επαρχιακά. Τα εθνικά να τα κοιτάζουν εκείνοι που μόνον αυτά βλέπουν και δεν έχουν να συλλογιστούν ούτε κοινοτικά ούτε επαρχιακά… Αν είμαστε ζωντανό γένος, δε θα κολλήσωμε στο πολιτικό σύστημα που μας κάθισαν. Το σύνταγμα και οι βουλευτές είναι μια αρρώστεια. Δεν είναι η ζωή μας. Ή θα μας πεθάνη ή θα ψοφήση τέλος πάντων αυτή. Και θα ζήσωμε τότε με άλλο σύστημα πολιτικό, που να μας έρχεται καλλίτερα. Πώς, χωρίς να μας μελετήσουν, χωρίς να μάθουν καλά το φυσικό μας, μάς κόλλησαν βουλευτές και συντάγματα;[12]
Τον κοινοτισμό, όπως θα δούμε, θεωρεί ως μια απόδειξη της δημοκρατικής νοοτροπίας του ελληνικού λαού.
Στο άρθρο του «Στρατός και άλλα», τάχθηκε με σαφήνεια υπέρ του κοινοβουλευτισμού. Συγκεκριμένα πρότεινε:
Νομοθετικό σώμα, μια βουλή από 50 ανθρώπους, που να τους εκλέγουν όλους οι Έλληνες όλου του κράτους, και όχι κάθε επαρχία χωριστά από δυο τρεις. Η εκλογή θα γίνεται με απλή ή διπλή ψηφοφορία. (Ίσως η διπλή είναι καλλίτερη, δηλαδή μ’ έναν τέτοιο τρόπο: κάθε κοινότητα να εκλέγει δυο τρεις αντιπροσώπους της, που αυτοί θα εκλέγουν έπειτα τους βουλευτές)[13].
Το 1919, στην Καθημερινή (27.11.1919), δηλώνει:
Από το αδιέξοδον θα μας βγάλη μόνος ο λαός, του οποίου η κυρίαρχος θέλησις επί όλων των ζητημάτων θα εκδηλωθή, κατόπιν εκλογών ελευθέρων, αδολίευτων και τιμίων, εις την εθνικήν συνέλευσιν.[14]
Στους «Προγραμματικούς Πολιτικούς Στοχασμούς», στο γ΄ μέρος, αναφέρει ότι η βασιλεία και η λαϊκή αντιπροσωπεία είναι ελληνικότατα δημιουργήματα, κλίνοντας έτσι προς τη βασιλευομένη δημοκρατία:
Το συνταγματικό πολίτευμα είναι πολύ σύμφωνον με τας φιλελευθέρους και βασιλικάς συγχρόνως αντιλήψεις του έθνους. Η έννοια «Βασιλεύς» είναι βαθειά χαραγμένη, κατά παλαιότατην παράδοσιν, εις την ψυχήν την Ελληνικήν, αλλά και η λαϊκή αντιπροσωπεία είναι επίσης Ελληνικώτατον προϊόν. Εκλογαί εγίνοντο ανέκαθεν των κοινοτικών αρχών, και επί Τουρκοκρατίας ακόμη. Έχω την πεποίθησιν ότι οι θεσμοί δυσκόλως κινδυνεύουν εις την Ελλάδα. Το πολίτευμα να εφαρμόζεται σύμφωνα, όχι μόνον με το γράμμα του συντάγματος, αλλά και με το πνεύμα του. Όπως την εσωτερικήν ούτω και την εξωτερικήν πολιτικήν του κράτους την διαχειρίζεται, εννοείται, η υπεύθυνος κυβέρνησις. Εξ αυτού όμως δεν πρέπει να εξαχθή και το συμπέρασμα ότι τον Βασιλέα τον θέλομεν, οι Έλληνες, απλήν σκιάν ή εντελώς τυπικόν επικυρωτήν της πολιτειακής τάξεως…Μόνον κομματικήν πολιτικήν δεν ενδεικνύεται ουδέ συμφέρει εις το Στέμμα να διεξάγη. Εν γένει το συνταγματικόν πολίτευμα, όταν εφαρμόζεται ειλικρινώς και πιστώς από όλους τους πολιτειακούς παράγοντες, καμμίαν υπέρβασιν εξουσιών δεν παράγει ούτε άνωθεν ούτε κάτωθεν, έχει δε δια την Ελλάδα την καλητέραν από τα άλλα πολιτεύματα προσαρμογήν. Προς περιορισμόν της τάσεως προς την πρωθυπουργικήν δικτατορίαν, αλλά και προς πραγματικωτέραν διερμήνευσιν της γνώμης του λαού, εν τω συνόλω του, πρέπει να τροποποιηθή το εκλογικόν σύστημα, μεταρρυθμιζόμενον ούτως ώστε να υπάρχη αναλογική τις αντιπροσωπεία και των μειοψηφιών. Πρέπει επίσης να ελαττωθή ο αριθμός των βουλευτών εις το υπό του συντάγματος καθιερούμενον ελάχιστον όριον.[15]
Στο «Α΄ Υπόμνημα προς το εν Παρισίοις συνέδριον της ειρήνης», αναφέρει:
Δια λαόν δημοκρατικόν, οίος ο Ελληνικός, ο πόλεμος δεν δύναται να κατανοηθή ως μισθοφορική επιχείρησις, αλλά μόνον ως πάλη λαών.[16]
Στο «Β΄ Υπόμνημα επί του Ελληνικού ζητήματος προς την εν Παρισίοις Συνδιάσκεψιν της ειρήνης», πρότεινε ένα καθεστώς ουδετερότητας για την Κωνσταντινούπολη, το οποίο όμως θα έπρεπε να έχει δημοκρατικό χαρακτήρα:
Η συγκρότησις της Κωνσταντινουπόλεως μετά των Στενών εις κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον, δημοκρατικού πολιτεύματος και απολαύον διαρκούς και απολύτου ουδετερότητος θα είναι η μόνη λύσις παρουσιάζουσα επαρκείς εγγυήσεις τάξεως δια τα διεθνή ζητήματα, ησυχίας και ευμαρείας δια τους πληθυσμούς τόσον ελληνικούς, όσον και τουρκικούς ή άλλους, και ασφαλείας δια τας σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ανατολής.[17]
Η εμμονή του Ι. Δραγούμη με τις κοινότητες και τον κοινοτισμό στα περισσότερα έργα του (όπως στο Ελληνισμός και οι Έλληνες, στη Σαμοθράκη και στα Φύλλα Ημερολογίου) αφενός αποκαλύπτει την πρόθεση του για την ευρύτερη δυνατή κατανομή της εξουσίας, την εμπιστοσύνη του στον λαό ως φορέα της εξουσίας αλλά και την επιλογή του να συνδυάσει πολιτικά τη βασιλευόμενη δημοκρατία με αμεσότερες μορφές δημοκρατίας. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας του Δραγούμη γίνεται περισσότερο σαφής αν τον συγκρίνουμε με τις ξεκάθαρα αντικοινοβουλευτικές-αντιδημοκρατικές αντιλήψεις του Ι. Μεταξά. Στο Ημερολόγιό του ο τελευταίος επισημαίνει:
Η Δημοκρατία είναι το παιδί του Καπιταλισμού. Είναι το όργανο με το οποίο ο Καπιταλισμός κυριαρχεί επάνω στη λαϊκή μάζα. Είναι το όργανο με το οποίο κατορθώνει ο Καπιταλισμός να παριστάνει τη θέληση του ως λαϊκή θέληση[18].
Οι επιθέσεις του στον βενιζελισμό συμπληρώνονται με οξύτατη κριτική στους μοναρχικούς. Στις 27.1.1919, γράφει:
Αντιπαθώντας το βενιζελισμό δε συμπαθώ τους αντιπάλους του Βενιζέλου ούτε τους έχω για καλήτερους τύπους Έλληνα και ανθρώπου. Συμφωνώ μόνο μαζί τους στο ότι αντιπαθούν, ασύνειδα ίσως, το βενιζελισμό. Αλλά και αυτοί έχουν στίγματα της φυλής, π.χ. αρχαιομανία, λογομανία, στρεψοδικία, δικολαβία, ραδιουργία, συκοφαντία, ψευτιά.[19]
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι σχέσεις του με τους μοναρχικούς εξόριστους στην Κορσική δεν ήταν καλές. Οι διαμάχες μεταξύ τους ενισχύονταν από τις διαβολές και τις συκοφαντίες κάποιων, των οποίων την ταυτότητα δεν αποκάλυψε ο Δραγούμης. Στις 19 Μαρτίου 1919, σημειώνει:
Δύο από τους συνεξόριστούς μου είχαν την αναίδεια, χωριστά ο καθένας, και για διαφορετικές αιτίες, να με φοβερίσουν, ο ένας δειλά και μισογελώντας, ο άλλος φανερά. Ο ένας μου είπε «θα σας αντιμετωπίσω στην Αθήνα». Γιατί; Γιατί δεν του δείχνω απόλυτη εκτίμηση και του είπα μια φορά πως λέει ανοησίες. Ο άλλος, γιατί έφυγα από το τραπέζι όταν ήλθε αυτός στην τραπεζαρία μας (και το έκανα επειδή παράδωσε στην αστυνομία τα χαρτιά ενός συμπατριώτη του), μου είπε μια μέρα: «Πρέπει να παύσεις να καταγίνεσαι με μένα γιατί θα δημοσιέψω αυτά που γράφει για σας ο κ. Σ.» και του είπα «Τι; με απειλείτε;» Τότε ταράχτηκε, φοβήθηκε και μου είπε πως δε με απειλεί.[20]
Σε αντίθεση με τον ακροδεξιό ολοκληρωτισμό που επιχείρησε να εξοντώσει πολιτικά και βιολογικά τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, ο Δραγούμης ήταν ένας μετριοπαθής στοχαστής που συνεργάστηκε φιλικά με στοχαστές από τον κύκλο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, όπως τον Α. Σβώλο και τον Κ. Τριανταφυλλόπουλο, τον Ανδρεάδη, τον Γ. Παπανδρέου, με βενιζελικούς όπως τον Κ. Καραβίδα (συμμετείχε στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας), τον Α. Καραπάνο (υπουργό στην κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928), στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρηση αλλά και με τον σοσιαλιστή Ν. Γιαννιό, όσο και με τον κομμουνιστή Γ. Κορδάτο. Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει:
Το βάθος του και το κύριο χαρακτηριστικό του, ως στο τέλος της ζωής του, με όλη του την προσπάθεια να το πνίξει, είναι και μένει η τρυφερότης. Και η καλοσύνη, η ευγενική, η πλατιά καλοσύνη, που αγκαλιάζει όλον τον κόσμο, που όλα τα συγχωρεί γιατί όλα τα νοιώθει, η καλοσύνη τον ακολουθεί σ’ όλη του τη ζωή, και γλυκαίνει ακόμα και το τελευταίο του χαμόγελο προς εκείνους που τον τουφεκίζουν. Και με το χαμόγελο εκείνους που τον τουφεκίζουν[21].
Σε αντίθεση με συγγραφείς όπως ο Ε. Γιούνγκερ που ύμνησαν τον πόλεμο, ο Δραγούμης τον θεωρεί ως ύστατη επιλογή όταν όλες οι άλλες έχουν αποτύχει. Ακόμη περισσότερο, αισθητικά και πνευματικά τον απωθεί. Όταν στα 1912 έζησε από κοντά τον πόλεμο, τον ζωγράφισε με μελανά χρώματα:
Οι πληγωμένοι ήταν σε φορεία βαλμένοι και περίμεναν μεσ’ τη βροχή ως που να έλθουν και να τους μαζέψουν από χάμου. Οι σκοτωμένοι είχαν ανοιχτά μάτια και κύτταζαν οι περισσότεροι κατά τον ουρανό… Όλα ήταν βρεμένα, χώμα, χόρτα, άνθρωποι. Που θα κοιμηθούν οι κακόμοιροι οι άντρες.[22]
Στις 12 Νοεμβρίου 1912, γυρνώντας από τη Φλώρινα, μας δίνει τη ζοφερή εικόνα του πολέμου:
Γυρίζοντας με το σιδηρόδρομο κατά τη Θεσσαλονίκη, βλέπαμε καραβάνια από Τούρκους και Τούρκισσες καί Τουρκοπούλες με άσπρες μπόλιες που έφευγαν από τα καμένα τους χωριά. Ψόφια άλογα και γαϊδούρια στο δρόμο, παπλώματα και ρούχα πεταμένα μέσ’ στις λάσπες, άνθρωποι πεθαμένοι και μελανιασμένοι, γυναίκες και παιδιά νεκρά. Από κούραση, από πείνα, από κρύο, από κακοπάθειες ή από βόλι πήγαν αυτοί; Ποιος το ξέρει; Μα δεν ήταν ζωή η ζωή αυτή που τόσες μέρες τώρα κάνουν αφότου τους έκαψαν τα χωριά τους.[23]
Στο ίδιο πνεύμα είναι η επιστολή του Δραγούμη, στις 28 Δεκεμβρίου 1912, με τον τίτλο «Πόλεμος» προς το περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας,την οποία όμως δεν είχε δημοσιεύσει. Αντί να εξυμνεί αισθητικά τον πόλεμο, όπως έκανε ο Ε. Γιούνγκερ, καταλήγει:
Για μένα πιο ωραίο πράμα δεν υπάρχει παρά να πηγαίνεις στον πόλεμο γερός, γεμάτος υγεία, να περνάς «άτρωτος» από μέσα από τη φωτιά και απ’ όλες τις κακοπάθειες, και να γυρίζεις πίσω στο χωριό σου, πάλι γερός και όμορφος και ατσαλένιος, χωρίς να έχεις πληγωθεί, χωρίς να έχεις λυγίσει, χωρίς ούτε μια στιγμή να έχεις χάσει την καθάρια σου σκέψη[24].
Στις 27 Νοεμβρίου 1912, γράφει:
Ἡ ἰδιοσυγκρασία τῶν πρωθυπουργῶν, ὑπουργῶν, πριγκήπων εἶναι: ὑποχωρητικότητα, ἡ δική μου ἡ ἰδιοσυγκρασία εἶναι: ἀντίσταση. Πῶς νά συμφωνήσουμε καί πῶς νά μή βαριέμαι;[25]
Το ίδιο επικριτικός, συμπληρώνει:
Μοῦ μιλοῦσε ὁ Βασιλιάς μέ περίσσια λογοδιάρροια, καί ἐγώ δέν τόν λογάριαζα γιά Βασιλιά, παρά γιά ἄνθρωπο πού ζητοῦσα μαζύ του καί ζύγιαζα τό μυαλό του. Μιλοῦσε σάν παιδί.[26]
Ο Π. Ματάλας, στην πιο πρόσφατη σημαντική μελέτη για τον Μπαρρές και τον Δραγούμη, συμπεραίνει:
Ο Δραγούμης δεν βαρύνεται με κάποιο αμάρτημα που να θεωρείται ανάλογο με τον αντισημιτισμό του Μπαρρές. Αντίθετα, ο ρόλος του στην εθνική σύγκρουση για επικράτηση στη Μακεδονία και άλλα βιογραφικά στοιχεία, όπως η σχέση του με την Πηνελόπη Δέλτα και ο τραγικός του θάνατος (αλλά πολύ λιγότερο όσα εκείνος θεωρούσε πιο σημαντικά: το λογοτεχνικό έργο του, ο δημοτικισμός, η επιρροή του σε σημαντικούς ακολούθους και κυρίως η «εσωτερική ζωή» του), του προσέδωσαν ευρύτερη αίγλη η οποία βοήθησε και ενίσχυσε τις χρήσεις του από την άκρα δεξιά και τους κάθε λογής σύγχρονους εθνικιστές – χρήσεις όμως που δεν είναι απλώς επιλεκτικές και στρεβλωτικές αλλά βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις επιλογές που είχε κάνει τελικά ο ίδιος ο Δραγούμης.[27]
Ο Γ. Καραμπελιάς, στο έργο του 1909-1922: Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα (Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2022), τοποθετεί τον Δραγούμη, στην τελευταία περίοδο της ζωής του, στο μοναρχικό στρατόπεδο. Eγκλωβισμένος σε μεγάλο βαθμό στις επιλογές του τελευταίου, όχι μόνο απογοητεύει πολλούς από τους παλαιότερους συντρόφους του, αλλά και πληρώνει το τίμημα με την ίδια του τη ζωή.
Γ. Ο Ιων Δραγούμης και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός
Η εξέλιξη της σκέψης του Δραγούμη φανερώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην αξιολόγηση του σοσιαλισμού και του εργατικού κινήματος. Στην πρώτη περίοδο, που κυριαρχείται από τη σκέψη του Μπαρρές και του Νίτσε, ο λόγος του, που αποτυπώνεται στον διάλογο με τον σοσιαλιστή Γ. Σκληρό και σε βιβλία του όπως το Όσοι ζωντανοί και το Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες, είναι έντονα καταδικαστικός. Βασικό ρόλο στις αρνητικές αξιολογήσεις έχει η πεποίθησή του ότι προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου ζητήματος έχει η εθνική αποκατάσταση του ελληνισμού. Κατά δεύτερο, ακολουθώντας τη νιτσεϊκή φρασεολογία, θεωρεί ότι ο σοσιαλισμός και ο χριστιανισμός μικραίνουν, ισοπεδώνουν τον άνθρωπο.
Στο άρθρο του στον Νουμά της 11 Μαΐου 1908, με τον τίτλο «Κοινωνισμός και κοινωνιολογία», όπου απαντά στον Γ. Σκληρό, θέτει τις προϋποθέσεις αποδοχής του σοσιαλισμού:
Θα ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα πολεμήσω. Αλλά επειδή έτυχε να γεννηθώ Έλληνας, και επειδή οι Έλληνες την τωρινή στιγμή δε βρίσκονται ακόμα στο στάδιο του σοσιαλισμού και επειδή περιτριγυρίζονται από έθνη με σύνορα που θέλουν να μας φάγουν, να μας εξαφανίσουν αν μπορούν, και επειδή εμένα δε μου καλοέρχεται να φαγωθώ από Βούλγαρους ή Ρώσους (είμαι, βλέπετε, κ’ εγώ μια ανάγκη, αφού υπάρχω), – για τούτο θέλω πρώτα να εξασφαλιστεί η ελληνική μου υπόσταση (μας το απαιτούν, βλέπετε, μας το επιβάλλουν τα τριγυρνά έθνη), έπειτα ν’ αναπτύξω τις οικονομικές μου δυνάμεις, και ύστερα ας διαλυθεί, ας κοσμοπολιτιστεί, ας σοσιαλιστεί, ας κάμει ό,τι θέλει το έθνος μας. Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον κοσμοπολιτισμό σ’ όλους τους ανθρώπους. Ο κ. Σκληρός, χωρίς να το πολυπαραδέχεται, είναι Έλληνας ως στο κόκκαλο, και γι’ αυτό συλλογίζεται πρώτα πρώτα πώς να διορθώσει την Ελληνική κοινωνία. Αδιάφορο αν η διάγνωση του δεν ήταν εντελώς σωστή.[28]
Ένα απόσπασμα, χαρακτηριστικό της θεμελίωσης που λαμβάνει η αντισοσιαλιστική ρητορική του Δραγούμη, δημοσιεύεται στο έργο του Όσοι ζωντανοί:
Είναι και οι σοσιαλιστές ένα από τα φαινόμενα του σύγχρονου και κάθε γερασμένου πολιτισμού. Και η πολύ απλοϊκή ιδεολογία τους φέρνει καταποδιαστά και άλλες παράλληλες ιδέες, τον αντιστρατιωτισμό, τον αντιεθνισμό, την έχθρα για το τωρινό κράτος, την οχλοκρατία, τον αναρχισμό. Οι κουρασμένοι από την εργασία άνθρωποι είναι κουρασμένοι και από κάθε πολιτική ενέργεια και από τα κράτη και από τους στρατούς… Κάθε πάλη δε φέρνει και προοδευτική εξέλιξη, όπως και κάθε ισορροπία από δυνάμεις κοινωνικές δε σημαίνει και στάση στον πολιτισμό. Τα σοσιαλιστικά ιδανικά περπατούν παράλληλα με τα αντιστρατιωτικά και με τα κοσμοπολιτικά ιδανικά, που παν να χαντακώσουν τα σημερινά κράτη και να σμίξουν τα τωρινά έθνη.[29]
Ενδεικτικό για τον διαφορετικό χειρισμό, τη διαφορετική ερμηνεία και τα διαφορετικά πνευματικά και πολιτικά αποτελέσματα που είχε η σκέψη του Νίτσε, είναι ότι, στον Σορέλ, οι νιτσεϊκές επιδράσεις οδηγούν στην πρόταση να οξυνθεί η πάλη των τάξεων με τη χρήση της γενικής απεργίας, ακόμη και της βίας.
Στα επόμενα χρόνια, η φιλοσοφία του Δραγούμη θα αλλάξει και σταδιακά θα προσεγγίσει σοσιαλδημοκρατικές επιλογές. Στην εξέλιξη αυτή ρόλο θα έπαιξαν όχι μόνο οι προσωπικές του εμπειρίες αλλά και το γεγονός ότι δεν έπαψε να βρίσκεται στο κέντρο ενός περιβάλλοντος δημοτικιστικού, που έκφρασε τις ανανεωτικές δυνάμεις του ελληνισμού και διαπνεόταν από βενιζελικές και σοσιαλδημοκρατικές επιλογές.
Ο Νίκος Γιαννιός, σοσιαλιστής διανοούμενος, από τους πρωτεργάτες τους Σ.Ε.ΚΕ. που εξελίχθηκε στο Κ.Κ.Ε., σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία (15 Μαρτίου 1941) με τον τίτλο «Ο Δραγούμης και ο σοσιαλισμός», γράφει για τη δημοτικιστική εφημερίδα Λαός, που εκδόθηκε το 1908 στην Πόλη, με διευθυντή τον ίδιο και ανάμεσα στους συνιδρυτές τον Δραγούμη:
Ήτανε ο μόνος που δεχόταν να μπαίνουν και σοσιαλιστικά άρθρα στο Λαό, πείθοντας και τους άλλους. Κι’ αλήθεια, ο καθαυτό οργανωτής της δημοτικιστικής κίνησης εκείνης της εποχής στην Πόλη ήταν ο Ίδας, όπως ήτανε και της ρωμεϊκής πολιτικής δράσης σχετικά με το τουρκικό Σύνταγμα. Εμείς οι σοσιαλιστές (βλ. εφημ. Εργάτης της Πόλης, όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Τουρκίας) είχαμε πάρει στα σοβαρά το νεοτουρκικό Σύνταγμα κ’ είχαμε οραματιστεί μια Τουρκία ομόσπονδη, με λαούς ελεύθερους, όπως την είχε ποθήσει κι’ ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Μα φαίνεται πως ο Ίδας, πιο ρεαλιστής από μας, ήξερε από την καλή τους Νεότουρκους του 1908 και ήξερε πως θα καταντούσαν φανατικοί σωβινιστές. Έτσι, κοίταξε μονάχα να επωφεληθή εθνικά από τις προσωρινές, επιφανειακές «μεταρρυθμίσεις» του τουρκικού Συντάγματος. Μ’ αυτό το σκοπό, στην αντίληψη του Ίδα και των άλλων κυρίως αστών πατριωτών, έβγαινε ο Λαός. Για μας, για το Βούλγαρο Βλάχωφ, τότε βουλευτή στο τουρκικό κοινοβούλιο, κι άλλους βαλκανικούς συνεργάτες του Λαού, είχε σκοπό την ειλικρινή συνεργασία των βαλκανικών λαών. Ο Ίδας ήτανε λοιπόν εθνικιστής, φωτισμένος όμως! Εχθρός της επίσημης καθαρευουσιάνικης, κούφιας πατριδοκαπηλίας, που δυστυχώς ποτέ δεν έλειψε από τον τόπο μας. Ο Ίδας δεν ήταν εχθρός των ανθρωπιστικών ιδεών. Ήξερε όμως πως η Ελλάδα δεν είχε ωριμάσει για σοσιαλισμό και έπρεπε πρώτα να κάμη την εθνικιστική της εξέλιξη… Ήτανε όμως, από μιαν άλλη πλευρά –τη δημοτικιστική– ο Ίδας σοσιαλιστής[30].
Και συμπληρώνει ο Γιαννιός:
Γι’ αυτό κι’ όλοι μας –μαζί κι οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές– θ’ αγαπούμε και θα εχτιμούμε τον Ίωνα. Πήγε κοντά στο λαό, πόνεσε γι’ αυτόν. Είχε καταλάβει πως στον τόπο μας πάλι ο λαός αξίζει, και πως μονάχα πάνω σ’ αυτόν μπορεί να στεριωθή κάτι το ηθικό κι ωραίο, σ’ αυτόν που παρ’ όλη τη φτώχεια του και τα αβάσταχτα βάσανα του μένει πάντα ιδεολόγος.[31]
Ο Γ. Κορδάτος, σε άρθρο στον Νουμά με τίτλο «Ο πολιτικός Ι. Δραγούμης», χαρακτηρίζει τον Δραγούμη ως έναν πολιτικό «από τους πιο διαλεχτούς, τίμιους και ηθικούς», αλλά αμφιβάλλει για τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ιδεολογίας του. Στο άρθρο του, στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, με τον τίτλο «Ο πατριώτης και ο πολιτικός», γράφει πως ο Δραγούμης «ήτανε για μένα μια εξαιρετική φυσιογνωμία, ένας ηγέτης με μέλλον» και «δεν μου έκρυψε καθόλου πως συμπαθούσε τους Συμμάχους. Δεν ήταν όμως και της γνώμης πως έπρεπε να φανερώση το επίσημο Κράτος την αντατοφιλία του με φανατισμό και πείσμα. Χρειαζόταν προσοχή και ζήγιασμα των πραγμάτων»[32]. Συμπληρώνει ότι, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης:
Ο Δραγούμης αναθεώρησε λοιπόν πολλές από τις παλιές του βασικές πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις και ιδέες. Είν’ αλήθεια πως δεν έκανε άλματα ιδεολογικά. Δεν πέρασε μ’ ένα πήδημα στο σοσιαλισμό. Όχι. Έτρεξε για να τον πλησιάση. Χρειάζονται πολλές μεταρρυθμίσεις, έλεγε, μεταρρυθμίσεις κοινωνικές, πρέπει να καλυτερέψη η ζωή του εργάτη και του αγρότη. Πρέπει να γίνουν πολλά. Κυρίως όμως πρέπει να καλλιεργηθή η συνεταιριστική ιδέα. Οι συνεταιρισμοί σε πολλά έχουν να ωφελήσουν και η διοικητική αποκέντρωση (κοινοτισμός) πρέπει να πάρη σάρκα και οστά. Ο κρατικός σοσιαλισμός, που τον είχαν διακηρύξει σαν αποτελεσματικό φάρμακο κατά της κοινωνικής ανισότητας και αθλιότητας μερικοί Γερμανοί οικονομολόγοι, ήταν εκείνο που χρειαζόταν στην Ελλάδα.[33]
Όταν ο Δραγούμης γύρισε από την εξορία, συνάντησε τον Κορδάτο και του ζήτησε να δημοσιεύσει στον Ριζοσπάστη το άρθρο του για τη «Σοσιαλιστική Πρωτομαγιά», πράγμα που δεν ήταν εφικτό:
Προσπάθησα να τον πείσω πως καλύτερα θα ήταν να δημοσιεύονταν σε μια άλλη εφημερίδα. Δεν επέμενα και πράγματι δημοσιεύθηκε στην Αθηναϊκή, πετσοκομμένη όμως από την λογοκρισία. Ο ίδιος μου έφερε την άλλη μέρα ένα αλογόκριτο φύλλο, που το κράτησα στο αρχείο μου. Από τότε βλεπόμαστε ταχτικά.[34]
Ο Κορδάτος, στο έργο του Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας (τόµος 13, εκδόσεις 20ός Αιώνας, σ. 541), µε αφορµή τη δολοφονία του ∆ραγούµη, επισημαίνει:
Η πράξη αυτή είναι καθαρή δολοφονία. Ο ∆ραγούµης δεν είχε καµιά ανάµιξη στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Είµαι σε θέση να ξέρω ότι διαφωνούσε µε τους άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς αρχηγούς. Ερχόταν ταχτικά στο “Ριζοσπάστη”και δυο τρεις φορές µου έδωσε ανυπόγραφα άρθρα µε απόχρωση σοσιαλιστική και τα δηµοσίευσα. Ο άλλοτε υπερεθνικιστής ∆ραγούµης αυτόν τον καιρό συµπαθούσε το σοσιαλισµό και επειδή έκανε και πρεσβευτής στην Πετρούπολη και ήξερε τα αίσχη και τα τροµοκρατικά όργια του τσαρισµού δικαιολογούσε τους Ρώσους μπολσεβίκους για τη δικτατορία τους.
Τρία είναι τα δημοσιεύματα του Δραγούμη με ονομαστική αναφορά στον όρο σοσιαλισμός: α. «Τι είναι σοσιαλισμός» (Αθηναϊκή 29.11.1919), β. «Η σοσιαλιστική Πρωτομαγιά Α΄» (Αθηναϊκή 19.04.1920), γ. «Η σοσιαλιστική Πρωτομαγιά Β΄» (Αθηναϊκή 20.04.1920). Το πρώτο άρθρο αποτελεί απάντηση σε αγόρευση του Ε. Βενιζέλου με το ίδιο θέμα. Περιγράφει τις διάφορες μορφές σοσιαλισμού, δηλαδή τον μεταρρυθμιστικό-κρατικό, τον συνδικαλισμό και τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Αν υπήρχε αρκετό προλεταριάτο στη χώρα μας, θεωρεί πιο ενδεδειγμένη την τρίτη μορφή, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Όμως επειδή δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο προτείνει τη σύσταση παραγωγικών και καταναλωτικών συνεργατικών συνεταιρισμών κατά το πρότυπο των Αμπελακίων, της Ύδρας, των Σπετσών, των κτηνοτροφικών συνεταιρισμών της Μακεδονίας και των Κρητικών Κινιάτων[35]. Στο δεύτερο άρθρο γράφει για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς ότι «πρέπει να είναι σύγχρονος δια να αποδειχθή διεθνής»[36], ενώ συμπληρώνει ότι ο «ρυθμός της οικονομικής εξελίξεως των κοινωνιών ειμπορεί να είναι ενιαίος και ομοιόμορφος, κατά την μαρξικήν θεωρίαν, αλλά δεν είναι και ποτέ σύγχρονος εις όλας τας κοινωνίας»[37]. Στο τρίτο άρθρο αναφέρει ότι ο σοσιαλισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τον βαθμό εξέλιξης και την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε χώρας, επικρίνει τον ιμπεριαλισμό της Δύσεως και τάσσεται υπέρ των βαθμιαίων αλλαγών, «με πηδήματα δεν θα προοδεύσωμεν. Θα προοδεύσωμεν σιγά σιγά, με βήματα κανονικά και σταθερά, από τα κοντινά εις τα μακρύτερα, από τα γνωστά εις τα άγνωστα, από τα καθιερωμένα εις τα νεώτερα»[38].
Στους «Προγραμματικούς Πολιτικούς Στοχασμούς», που δημοσιεύθηκαν τον Μάιο του 1916 στην Πολιτική Επιθεώρηση, πρόβλεπε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών:
Τα ιμλάκια της Ηπείρου και Μακεδονίας να δοθούν υπό ωρισμένους όρους εις τους χωρικούς. Δια τα τσιφλίκια Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας να κάμη νόμον το κράτος, καθ’ όν ό,τι κτήμα δεν καλλιεργείται από τον ιδιοκτήτην του θα απαλλοτριώνεται από το κράτος υπέρ των χωρικών.[39]
Παρόμοιο αίτημα είχε γράψει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου από τον Ιούλιο του 1910, σε άρθρο με τον τίτλο «Η γη εις τους καλλιεργητάς της», στο περιοδικό Κοινωνισμός (περιλαμβάνεται στο Α.Παπαναστασίου, Εθνικισμός και σοσιαλισμός,Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2023).
Στα Ημερολόγια του Ι. Δραγούμη καταγράφεται η εξέλιξη της σκέψης του προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Στις 13 Οκτωβρίου 1918, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε στα κείμενα της νιτσεϊκής-μπαρρεσικής περιόδου, επισημαίνει:
Αισθάνομαι τώρα συμπάθεια, δηλαδή συμπόνια, σαν πόνο για τους ανθρώπους που εργάζονται με μεροδούλι για να ζήσουν και για όλους εκείνους, άντρες, γυναίκες και παιδιά που δυσκολεύονται από χρήματα και δυστυχούν. Νοιώθω καλά τώρα την ανάγκη του συνασπισμού των εργατών και των εργατικών για να επιτύχουν μεγαλήτερα μεροδούλια και λιγότερες ώρες δουλειάς. Άλλοτε, η αντιπάθεια μου για τον ευδαιμονισμό και τα ιδανικά του σοσιαλισμού, του θεωρητικού, μ’ έκαναν να κλείνω τα μάτια στη δυστυχία του ανθρώπου. Μα τώρα ξέρω καλήτερα τον κόσμο. Βέβαια σ’ αυτή την αντιπάθεια συντελούσε κάποιος φόβος για την αλλαγή των άλλων ιδανικών, προπάντων των εθνικών, όλου του παλαιού πατροπαράδοτου καθεστώτος, από τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Μα τώρα βλέπω πόσο είναι ανάγκη ο σοσιαλισμός, προπάντων χωρίς θεωρίες.[40]
Στις 19 Ιανουαρίου 1919, γράφει:
Πολλή ψευτιά περιέχει η γλώσσα των κυβερνητών και της τάξης που διοικεί. Γίνομαι μα το Θεό σοσιαλιστής και αναρχικός. Πιο αληθινά μιλούνε τούτοι. Μιλούν σύμφωνα με όσα πιστεύουν. Ο νόμος του ανταγωνισμού αναμεταξύ σε άτομα του ίδιου ζωικού είδους δεν είναι ο μόνος, υπάρχει και ένας άλλος νόμος, ο νόμος της αλληλοβοήθειας αναμεταξύ στα ίδια άτομα. Αυτό είναι το θέμα ενός βιβλίου του Κροπότκιν.[41]
Στις 10 Φεβρουαρίου 1919, τάσσεται υπέρ του διεθνισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας:
Βαρέθηκα όλους τους ιμπεριαλισμούς και τα επιχειρήματά τους, βαρέθηκα όλους του διπλωμάτες και την διανοητικότητά τους. Είμαι πιο κοντά στους λαούς και στα αισθήματά τους, είτε εθνικιστικά είτε σοσιαλιστικά. Μ’ αρέσει να θέλουν να κρατήσουν τη διαφορά που ο καθένας τους αισθάνεται πως έχει από τους άλλους λαούς. Μ’ αρέσει να συλλογίζονται και το ψωμί τους. Είναι αληθινά αισθήματα. Μα μ’ αρέσει και να μη σκοτίζομαι για παρά πέρα, για ιμπεριαλιστικά σχέδια, μ’ αρέσει η αδελφότητα που αισθάνονται αναμεταξύ τους οι λαοί σαν άνθρωποι, μ’ αρέσει ο Γάλλος να βλέπει το Γερμανό σαν αδελφό, σαν όμοιο του, σαν άνθρωπο, να βλέπει τη διαφορά του αλλά και να μην τον βρίζει, να μην τον περιφρονεί.[42]
Στις 13 Φεβρουαρίου 1919, τονίζει ότι η εξορία του:
…μ’ έκανε να σιχαθώ ολότελα τις κυβερνήσεις και τα κράτη που και πριν τα σιχαινόμουν, και μ’ έκαμαν να συμπαθήσω τους σοσιαλιστές που αποδοκιμάζουν τα κράτη όπως είναι τώρα οργανωμένα, στηριζόμενα στην κεφαλαιοκρατία, και τους αναρχικούς που δε θέλουν κράτη καθόλου. Και μούρχεται να συμμαχήσω μαζί τους.[43]
Στις 15 Φεβρουαρίου 1919, αφού σημειώνει ότι διαβάζει την Humanité, ερμηνεύει τη σοβιετική επανάσταση. Δεν την θεωρεί αποκλειστικά ρώσικο φαινόμενο, αλλά ισχυρίζεται ότι, αν δεν βελτιωθεί η θέση των εργαζόμενων, θα επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη:
Μήπως αν οι αισχροκερδείς εμπορευόμενοι και κεφαλαιοκράτες εξακολουθούν να λυμαίνονται τα κράτη αυτά και κάνοντας τους λαούς να πεινούν και να κακοπερνούν, δε θα φυτρώσει μόνος του ο μπολσεβικισμός; Τι άλλο είναι ο μπολσεβικισμός, βρε αθεόφοβοι, παρά καθαρός και άκρατος σοσιαλισμός που κάνει κράτος δημοκρατικοσοσιαλιστικό; Αν θέλετε να γλυτώσετε από το μπολσεβικισμό, τι υποστηρίζετε τους αισχροκερδείς; Τι αφήνετε τους λαούς σας να ψοφούν από την πείνα; Τι τους επιβάλλετε βάρη οικονομικά αβάσταχτα, ασήκωτα; Τι κάνετε χρέη δυσθεώρητα; Τι εξακολουθείτε να εφαρμόζετε τα ιμπεριαλιστικά δαπανηρά σας σχέδια; Τι πηγαίνετε με στρατούς και στόλους στη Ρωσία για να πολεμήσετε το μπολσεβικισμό που τον θέλουν οι Ρώσοι γιατί έτσι θέλουν;[44]
Στις 14 Μαρτίου 1919, εξηγεί πώς μεταβαίνει από το Εγώ στο Εμείς:
Μα ο αρχικός εγωισμός μεταμορφώνεται με τον καιρό, και σ’ έναν πολιτισμένο άνθρωπο και σε μια πολιτεία έχει καταντήσει, αυτοθυσία και αυταπάρνηση και αγάπη, και ο πατριωτισμός, αλληλεγγύη (σολινταρισμός) ο σοσιαλισμός, και αλληλοβοήθεια η ηθική. Καταντάς συ ο εγωιστής να θυσιάζεις και τη ζωή σου για την αγάπη σου, για μια ιδέα σου, για ένα αίσθημα σου, και ξεχνάς τον εαυτό σου, γίνεσαι άλλος άνθρωπος.[45]
Στην ίδια ημερομηνία σημειώνει ότι διαβάζει την Humanité:
…γιατί ξεσκεπάζει όλα τα ψέματα των ιμπεριαλιστών του καπιταλισμού (κεφαλαιοκρατίας), των επισήμων ανθρώπων, και βλέπω την «αλήθεια» δηλαδή τα ελατήρια αυτών όλων, όπως και των σοσιαλιστών που και αυτοί είναι εγωιστές σαν τους άλλους, μα θέλουν τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, μιας νέας τάξης πραγμάτων όπου περισσότεροι να βγαίνουν ωφελημένοι στη γενική κοινωνική οικονομία.[46]
Στις 17 Μαρτίου 1919, σημειώνει:
Συμφωνεί η διάθεσή μου με τους μπολσεβίκους α) γιατί αποκρούουν την ξενική επέμβαση στον τόπο τους, β) γιατί πολεμούν τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις Γαλλίας και Αγγλίας, γ) γιατί προσπαθούν να καλητερέψουν τη θέση των Ρώσων γεωργών και των εργατών.[47]
Στις 18 Μαρτίου 1919, αναλύει τη σημασία του σοσιαλισμού και της αλληλεγγύης, σε ένα πλαίσιο όπου δεν εξαφανίζονται αλλά προϋποτίθενται τα συμφέροντα των επιμέρους ατόμων αλλά και των εθνών:
Αλλά είμαι σοσιαλιστής κατά τούτο, ότι γυρεύω και γώ μια καινούργια τάξη πραγμάτων, μια καινούργια οικονομία κοινοτική που να βοηθεί όλους, τους λιγότερους και τους περισσότερους, να ζουν καλά και να υψόνονται όσο μπορούν ηθικά. Δεν είμαι σοσιαλιστής όσο ο σοσιαλισμός ενεργεί για το ισοπέδωμα των ανθρώπων προς τα κάτω. Είμαι σοσιαλιστής όσο ενεργεί ο σοσιαλισμός για το λυτρωμό των ανθρώπων από τα τωρινά κράτη, τους κεφαλαιοκράτες και τους λοιπούς κυρίους τους, από τους δεσπότες και τυράννους, όσο ενεργεί για την ελευθερία του κάθε ατόμου να μπορεί να ανέβει όχι κοινωνικά μα ηθικά.[48]
Η βαθιά συνείδηση είναι αυτή που:
…δείχνει στον άνθρωπο πως δεν είναι άτομο παρά έχει μιαν αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, κοντινούς του και μακρινούς, ζωντανούς και πεθαμένους, και μελλούμενους ακόμη, και αυτή η εικόνα της αλληλεγγύης τον κάνει να νοιώθει τους δεσμούς του και να παραδέχεται τις αναποδιές του, τις δυσκολίες του και τα δεσμά του ακόμη, τη μικρότητα του με κάποια φωτεινή γαλήνη, πλαταίνει τον εγωϊσμό του, τον κάνει επιεικέστερο για τους άλλους και σκληρότερο για τον εαυτό του, τον υψόνει από στενό συμφεροντολόγο σε ασυμφεροντολόγητο άνθρωπο, αγαθότερο για τους άλλους, σημαντικότερο. Και έχοντας πάντα μπροστά του σαν όραμα την εικόνα αυτή της αλληλεγγύης, ζώντας μέσα στο φως της, και ενεργεί πια σύμφωνα της, αναγνωρίζει τα δικαιώματα των άλλων, στεριόνει τον αυτοπεριορισμό του και την αυτοκυριαρχία του.[49]
Στις 19 Μαρτίου 1919, συγκρίνοντας τον Κροπότκιν και τον Δαρβίνο επισημαίνει:
Οι κοινωνίες γίνονται από συμφέρον αυτοσυντηρησίας του είδους, και του ατόμου του είδους. Γιατί το κοινωνικότερο είδος νικά. Δε νικά πάντα ο δυνατότερος (άτομο ή είδος), αλλά συχνά ο επιτηδειότερος, ο κοινωνικότερος και κάποτε ο τυχερότερος. Όταν λέω «δυνατότερος» εννοώ προπάντων «ανθεκτικότερος».[50]
Δ. Ο Δραγούμης και ο ρατσισμός
Το έργο του Ι. Δραγούμη, Όσοι ζωντανοί, ο Γ. Θεοτοκάς το θεωρεί ως το πιο σημαντικό από όσα έχει γράψει. Αποτελεί, από τον τίτλο ήδη, μια πρώτη ρήξη με τη σκέψη του Μπαρρές που θεμελιωνόταν πάνω στην εξύμνηση των νεκρών. Βεβαίως, οι επιρροές από τον Νίτσε και τον Μπαρρές είναι ακόμη ζωντανές και έντονες και είναι αυτές που καθορίζουν τον αντισοσιαλιστικό λόγο του. Το ξεπέρασμά τους θα ολοκληρωθεί στα επόμενα έργα του, όπως και ο ίδιος έγραψε στα Φύλλα Ημερολογίου. Βεβαίως, σε ένα από τα πρώτα του κείμενα, το «Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες», προβληματίζεται για το γεγονός ότι η σκέψη του Νίτσε είναι αντίθετη με τον εθνικισμό, ενώ παρατηρεί ότι «πάνω από τις εθνικότητες είναι μια αλληλεγγύη άλλη, η αλληλεγγύη των εργατικών όλων των κρατών της Ευρώπης»[51]. Στο ίδιο έργο συμπεραίνει, όπως και ο Σεφέρης αργότερα, ότι ο εθνισμός του θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η «πατρίδα είναι η θύμηση της παιδικής ηλικίας, και, επειδή η θύμηση αυτή είναι πάρα πολύ δυνατή στον άνθρωπο, γι’ αυτό και η πατρίδα είναι τόσο δυνατή»[52].
Σε αντίθεση με τον ρατσισμό, ο Δραγούμης πίστευε ότι δεν υπήρχαν καθαρές φυλές που δεν είχαν αναμιχθεί με άλλες στην ιστορική τους εξέλιξη:
Χημική ανάλυση του αιμάτου δεν μπόρεσε κανένας χημικός, κοινωνιολόγος ή εθνολόγος να κάμη, ώστε να ξέρωμε πόσο είμαστε απόγονοι των αρχαίων μας προγόνων και πόσο τρέχει μέσα στις αρτηρίες και στις φλέβες μας αίμα Φράγκων, Αράβων, Σλαύων, Αρβανιτάδων και Ανατολιτών. Μ’ όλες τις μελέτες των ειδικών ανθρώπων δεν καταφέρνομε να βεβαιωθούν αν οι καθαρές ράτσες είναι δυνατώτερες από τις ακάθαρτες. Και μήπως ξέρομε τάχα αν καμιά φυλή στη γη επάνω είναι απόλυτα καθαρή από ξένα αίματα; Είναι βέβαια μια στιγμή στην ιστορία κάθε φυλής, που δε γίνεται καινούργια σμίξη και κατακάθονται μέσα της τα διάφορα αίματα, που την απαρτίζουν, και ξεπροβάλλει τότε η φυλή με σταθερά και ξεκομμένα χαρακτηριστικά, τέτοια ή αλλοιώτικα. Τότε μπορεί να ονομάση κανείς τη φυλή αυτή καθάρια.[53]
Το ίδιο αρνητικός ήταν με τον ισχυρισμό ότι το ελληνικό έθνος δεν είχε διασταυρωθεί κατά την ιστορική του διαδρομή με άλλα έθνη:
Καταλάβετέ το τέλος πάντων, ω Ρωμιοί η ράτσα σας είναι καινούργια, καινούργια και αύτειαστη, δεν είναι καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματιστή ολότελα, δεν έχουν κατακαθίσει όλα τα αίματα, και οι κληρονομικότητες, που χύθηκαν μέσα της, δεν έχει βγη ο μέσος όρος του χαρακτήρα της και του μυαλού της. Ακόμα γίνεται στις άκρες τις μακρινές των ελληνικών χωμάτων σμίξη με Σλαύους, με Αρβανίτες, με Ανατολίτες, ακόμα γίνεται, ακόμα σχηματίζεται η φυλή σας, λοιπόν τι απελπίζεστε; Το ότι η ράτσα σας είναι καινούργια δε σας εγκαρδιώνει; Αν το ανακάτωμά της με άλλες φυλές δεν το βλέπετε σαν καλό σημάδι για τη μελλούμενη προκοπή της, ποιος σας φταίει;[54]
Τα έθνη διαμορφώνονται από τον τόπο τους, τις θρησκείες, τη γλώσσα η οποία μπορεί να μεταγγίζει έναν πολιτισμό σε έναν άλλο. Ο Δραγούμης συμπεραίνει:
Η τωρινή ελληνική φυλή δεν είναι η ίδια με την αρχαία και απ’ αυτό χάσκει ακόμα πιο κωμικοτραγικό ή φαντασιοπληξία και προσπάθεια των γραμματισμένων της να σέρνουν την προσοχή της κατά κάποιο αρχαίο καλούπι. Μήπως και οι Έλληνες της εποχής των περσομάχων ήταν η ίδια ράτσα με τους Έλληνες τους προομηρικούς; Μα η σμίξη των αιμάτων, που γίνεται στα ελληνικά τα χώματα αιώνες τώρα, δεν είναι σημάδι απελπιστικό για την καινούργια φυλή, που βγήκε με το ανακάτωμα τούτο. Την ψυχή την ελληνική, μ’ όλα τα σμιξίματα, τη διατήρησαν αρκετά όμοια με την πρωτινή της μορφή τα χώματα τα ελληνικά και τα κλίματα, που ακατάπαυστα επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο τους ανθρώπους που κατοικούν επάνω τους και μέσα τους, γιατί τους υποτάζουν στις ίδιες ανάγκες.[55]
Ο Δραγούμης είχε ανοιχτό πνεύμα, επέκρινε τον δυτικό πολιτισμό αλλά συγχρόνως θαύμαζε την Αναγέννηση. Γράφει στις 10 Ιουλίου 1910:
Άνθρωπος της Renaissance της Ευρώπης, τέτοιος είμαι, με όλους τους πόθους, με όλες τις ικανότητες και με όλες τις αδυναμίες και τις δυνάμεις, δημιουργός ενός καινούργιου κόσμου, καινούργιου πολιτισμού πλασμένου με τη δύναμη τη μαζωμένη όλων των περασμένων κόσμων, καιρών και πολιτισμών, άσχετα από κάθε κοινωνικό νόμο της εποχής μου. Βάση μου έχω τον Ελληνισμό μου που είναι και ρίζα μου, και ξεπετώ τα κλαριά μου σε καινούργιους, σε άγνωστους, σ’ ελεύτερους ορίζοντες. Κάτι θα πλάσω δυνατό, σαν τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου, του Λούθηρου, του Σαίξπηρου.[56]
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αρνητικές κρίσεις του για τον Βάγκνερ και τη μουσική του:
Χτες είδα το Parsifal του Βάγκνερ. Αυτός ο άνθρωπος ή φτώχεια από μελωδίες έπαθε ή μας έχει για χοντροκέφαλους (δηλ. τους πατριώτες του τους Γερμανούς) και κοπανίζει όλο τα ίδια και τα ίδια μοτίβα. Το ίδιο και με την πράξη, τη δράση του δράματος, επιμένει γαϊδουρινά στην ίδια σκηνή πολύν καιρό ως που να μας την μπήξει στο καύκαλο. Έχει κάτι το ασύμμετρο στην τέχνη του και ακαλαίσθητο, και κάποιο ρωμαντισμό του ρεαλισμού. Μα ο ρεαλισμός ο άκρατος καταντάει αντιτεχνικός, η τέχνη είναι πάντα συμβατικό πράμα (conventionnel). Σε σπάνια μέρη του δράματος αυτού παρασύρθηκα από αληθινή συγκίνηση, σ’ όλα τα άλλα μέρη η αντιλογία μου η εσωτερική δε μ’ άφηνε να συγκινηθώ, και η αντιλογία μου έρχονταν από τη διαφορετική αισθητική μου. Έχω την ιδέα ότι και στα procédés του τα αρμονικά δεν είναι υπερβολικά πλούσιος. Μου φαίνεται πως σ’ όλα του τα έργα ακούω τον ίδιο τρόπο αρμονικής σύνθεσης, με περιορισμένες μορφές. Μπορούσε να κάνει ο ίδιος ένα έργο τρομερά δυνατό, αν απ’ όλα του τα δράματα έπαιρνε όλες τις μελωδίες και τις έβαζε σ’ ένα έργο όλες μαζί, χωρίς να τις επαναλαβαίνει και τόσο πολύ και ούτε με τόσες παραλλαγές (variations). Αν μ’ άκουγαν οι Βαγκνερικοί θα με σκότωναν.[57]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Στο άρθρο του «Δύο εκλογές», στο περιοδικό Νουμάς, στις 24.3.1912, γράφει για τον Ε. Βενιζέλο: «Οι εκλογές στην Ελλάδα απόδειξαν πως ο λαός αρχίζοντας να νοιώθει βαρειά την τυραννία της μορφωμένης τάξης που ως στα τώρα τον διαφέντευε είτε σαν κομματάρχης είτε σα λογοκόπος, σηκώθηκε στο πόδι, επαναστάτησε και μην έχοντας ακόμα συναίσθηση πως σιγά σιγά σχηματίζεται μια νέα τάξη μορφωμένων, η τάξη των δημοτικιστών, προβλέποντας ως τόσο πως μια τέτοια τάξη και πρέπει και θα σχηματιστεί κοντά και γύρω στον Ένα που συμπάθησε και θαύμασε και σεβάστηκε για την ανώτερη αξία του, ο λαός μονάχος του ενήργησε και έδωσε στον Έναν αυτόν ήρωά του τη δύναμη για να σχηματίσει γύρω του και κοντά του τη νέα τάξη των μορφωμένων, των διανοητικών ανθρώπων, που θα διαφεντέψει το Έθνος στα μελλούμενα χρόνια. Ο Ένας αυτός είναι ο Βενιζέλος» (Ι. Δραγούμη, Άπαντα, γ΄ τόμος, εκδ. Έκτωρ, σ.166). Αλλά και στα Φύλλα Ημερολογίου σημειώνει (δ΄ τόμος, Δεκέμβριος 1910): «Και τότε είδα το Βενιζέλο και, ενώ μιλούσε με τον πατέρα μου, τον παρατηρούσα για να καταλάβω τι άνθρωπος είναι. Και ήταν λυγερός, ανοιχτός, πολιτικός και συμπαθητικός άνθρωπος, πεισματάρης, προσωπικός μ’ όλη την εξυπνάδα του» (σ. 150). και 12 Απριλίου 2012: «Με σκέψη και συγκράτηση του εαυτού μου είπα να ψηφιστεί ο Βενιζέλος γιατί απέναντί του ήταν οι Θεοτόκηδες, Μαυρομιχάληδες, Ζαΐμηδες κ.τ.λ.» (σ. 220).
[2] Ι. Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια, Οκτώβριος 1912-Αύγουστος 1913, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια, Νώντας Τσίγκας, πρόλογος Μ. Δραγούμης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021, σ. 124.
[3] Άπαντα Ι. Δραγούμη, τόμος Δ΄, εκδόσεις Έκτωρ, Αθήνα χ.χ., σ. 125.
[4] Φύλλα Ημερολογίου, τόμος Στ΄, 6 Απριλίου 1919, εκδόσεις Ερμής, σσ. 72-73.
[5] Δ. Τσάκωνας, «Ο Ι. Δραγούμης ως εξαίρεση», Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 112, 1952, σ. 392.
[6] Ό.π., σ. 184.
[7] Ό.π., σ. 206.
[8] Ό.π., σ. 225.
[9] Ό.π., σ. 227.
[10] Ό.π., σσ. 228-229.
[11] Ό.π., σσ. 234-235.
[12] Ι. Δραγούμης, Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εκδόσεις Ευθύνη/Αναλόγιο, Αθήνα 2000, σ. 23.
[13] Ι. Δραγούμης, «Στρατός και άλλα», περιοδικό Νουμάς, 11.11.1909, στο Ι. Δραγούμης, Άπαντα, τόμος γ΄, εκδόσεις Έκτωρ, Αθήνα, Ιούνιος 1921, σ. 132.
[14] Ι. Δραγούμη, «Απάντησις εις τον λόγον Βενιζέλου», εφημερίδα Καθημερινή, 27.11.1919, ό.π., σ. 262.
[15] Ι. Δραγούμη, «Προγραμματικοί Πολιτικοί Στοχασμοί», Αθήνα, Μάιος 1916, ό.π., σσ. 362-363.
[16] Ι. Δραγούμη, «Α΄ Υπόμνημα προς το εν Παρισίοις συνέδριον της ειρήνης», 1919, ό.π., σ. 366.
[17] Ι. Δραγούμης, «Β΄ Υπόμνημα επί του Ελληνικού ζητήματος προς την εν Παρισίοις Συνδιάσκεψιν της ειρήνης», Σκόπελος, Αύγουστος 1919, ό.π., σσ. 394-395.
[18] Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, δ΄ τόμος, σ. 446.
[19] Ι. Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ΄ τόμος, εκδόσεις Ερμής, σ. 34.
[20] Ό.π., σ. 60.
[21] Π. Δέλτα, Αναμνήσεις 1921, επιμέλεια Αλ. Π.Ζάννας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 249.
[22] Ι. Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια, ό.π., σσ. 84-85.
[23] Ό.π., σ. 98.
[24] Ό.π., σ. 321.
[25] Ό.π., σ. 103.
[26] Ό.π., σ. 103.
[27] Π. Ματάλας, Κοσμοπολίτες εθνικιστές – ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο «μαθητές» του, Π.Ε.Κ. 2021, σ. 362.
[28] Ό.π. σ. 104.
[29] Ι. Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, εκδόσεις Πέλλα, σσ. 84, 85, 87.
[30] Ό.π., σσ. 130-131.
[31] Ό.π., σσ. 132-133.
[32] Ό.π., σ. 73.
[33] Ό.π., σσ. 74,75.
[34] Ό.π., σσ. 75,76.
[35] Ό.π., σσ. 264-265.
[36] Ό.π., σ. 303.
[37] Ό.π., σ. 304.
[38] Ό.π., σ. 308.
[39] Ό.π., σ. 358.
[40] Ι. Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ΄ τόμος, εκδόσεις Ερμής, σ. 7.
[41] Ό.π., σ. 32.
[42] Ό.π., σ. 41.
[43] Ό.π., σ. 41.
[44] Ό.π., σσ. 44-45.
[45] Ό.π., σσ. 55-56.
[46] Ό.π., σ. 56.
[47] Ό.π., σ. 57.
[48] Ό.π., σ. 58.
[49] Ό.π., σ. 59.
[50] Ό.π., σ. 60.
[51] Ι. Δραγούμης, Ο ελληνισμός και οι Έλληνες, Ελληνικός, εκδόσεις των Φίλων/Ευθύνη, αναλόγιο στ΄, Αθήνα 2000, σ. 148.
[52] Ό.π., σ. 96.
[53] Ι. Δραγούμης, Όσοι Ζωντανοί, εκδόσεις Πέλλα-Θεόφιλος Παπαδόπουλος, χ.χ., σ. 129.
[54] Ό.π., σ. 134.
[55] Ό.π., σ. 132.
[56] Ι. Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Δ΄ τόμος, εκδόσεις Ερμής, σ. 131.
[57] Ι. Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Ε΄ τόμος, εκδόσεις Ερμής, σσ. 42-43.