Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η συνοπτική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίον παρουσιάζεται η προσωπικότητα του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου στο ιστορικό έργο των Γεώργιου Ακροπολίτη και Γεωργίου Παχυμέρη, δύο περίοπτων λογίων της πρώιμης παλαιολόγειας περιόδου, της περιόδου δηλαδή που ακολουθεί την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (25 Ιουλίου 1261) μετά την πρώτη Άλωση του 1204. Μέσα από την έρευνα στις πρωτογενείς πηγές επιχειρείται να αποδειχθεί ότι, από την μία, ο Ακροπολίτης άκριτα στηρίζει με φανατικό τρόπο τον Μιχαήλ, παρουσιάζοντας τον ως τον ιδανικό αυτοκράτορα έναντι όλων των υπολοίπων, υποδεέστερων προκατόχων του, ενώ από την άλλη, ότι ο Παχυμέρης τηρεί μια πιο ουδέτερη, αντικειμενική στάση, ψέγοντας τον Μιχαήλ για τις ανήθικες πράξεις του και καταλογίζοντάς του τις ευθύνες που του αναλογούν για την παρακμή της αυτοκρατορίας, δίχως όμως να είναι φανατικός πολέμιος του.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Δουδούμης, απόφοιτος του τμήματος φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Πατρών, και μεταπτυχιακός φοιτητής βυζαντινής φιλολογίας του τμήματος φιλολογίας του ίδιου πανεπιστημίου. Αποτελεί ιδρυτικό μέλος και ένας από τους διαχειριστές της σελίδας «Ἑλλάδος Ἀνόρθωσις» (@ellados_anorthosis)
Ο Ακροπολίτης, απογοητευμένος και προσωπικά πληγωμένος από την δυναστεία των Λασκαρίδων, την οποία υπηρετούσε, βρίσκει στο πρόσωπο του Μιχαήλ όχι απλά έναν καλύτερο ηγέτη, αλλά και έναν προσωπικό προστάτη. Η προπαγάνδα που ασκεί υπέρ του δεύτερου στο έργο του, Χρονικὴ Συγγραφή, αποσκοπεί: α) να παρουσιάσει τον προκάτοχο του θρόνου, Θεόδωρο Β’ Δούκα Λάσκαρι, όπως και σύνολη την δυναστεία των Λασκαρίδων, ως ανίκανους, τρυφηλούς και απάνθρωπους ηγέτες, β) να δείξει ότι η τάξη των ευγενών, η οποία για τον Ακροπολίτη αποτελεί την κοινωνική τάξη των αρίστων, μειονεκτούσε υπό τους Λασκαρίδες και έψαχνε άλλον ηγέτη, γ) ότι ο Μιχαήλ ήταν ο μόνος άνθρωπος κατάλληλος εκείνη την εποχή για να λάβει τα σκήπτρα της εξουσίας (ως εκ τούτου η άνοδός του στον θρόνο είναι δικαιολογημένη) και δ) ότι η βασιλεία του Μιχαήλ ήταν μια περίοδος ευδαιμονίας για την αυτοκρατορία, που αν μη τι άλλο της χάρισε πίσω την βασιλεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Ο δε Παχυμέρης φαίνεται, cumgranosalis, να απαντά – έστω εμμέσως – στον Ακροπολίτη, μνημονεύοντας για πρώτη φορά τις δόλιες πράξεις που οδήγησαν τον πρώτο παλαιολόγο στην ανάρρηση στον θρόνο, όπως και την σωρεία λάθος επιλογών που έκανε ως ηγέτης, οδηγώντας την αυτοκρατορία στην πραγματικότητα στην παρακμή. Ταυτόχρονα, χάριν της ιστορικής αλήθειας, ο Παχυμέρης παρουσιάζει μια πιο ανθρώπινη εικόνα του Θεόδωρου Λάσκαρι, του οποίου αναγνωρίζει και τα θετικά και τα αρνητικά, ενώ ακόμα και αναφορικά με τον ίδιο τον Μιχαήλ Παλαιολόγο περιγράφει τα γεγονότα με αντικειμενικό τρόπο, χωρίς να προσπαθήσει να κατηγορήσει τον αυτοκράτορα χωρίς λόγο, ή για κάτι περί του οποίου δεν φέρει ευθύνη.
Τα ανωτέρω φανερώνονται μέσα από την εξέταση του Geschichtsschreibung του εκάστοτε συγγραφέα, της μεθοδολογίας και των προθέσεών του. Για κάθε συγγραφέα γίνεται ειδική μνεία στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει την μέθοδο με την οποία κάνει ιστορία, όπως και τα κίνητρά του. Στα χωρία από τα πρωτότυπα κείμενα που παρατίθενται, με bold έχουν υπογραμμιστεί συγκεκριμένες φράσεις ή αποσπάσματα που εξυπηρετούν στην διαυγέστερη κατανόηση του σκοπού του συγγραφέα και του νοήματος ή/και σκοπιμότητας των εκάστοτε λεχθέντων.
Η αυτοκρατορική προπαγάνδα του Γεώργιου Ακροπολίτη
Στο προοίμιο του ο Γεώργιος Ακροπολίτης (PLP 518) δεσμεύεται υπέρ μιας ουδέτερης και αντικειμενικής εξιστόρησης των γεγονότων. Χαρακτηριστικό της αφήγησής του είναι το προσωπικό στοιχείο: ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των περισσότερων γεγονότων που αφηγείται. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που θεωρήθηκε ως ένας αντικειμενικός και αξιόπιστος ιστορικός1. Πράγματι, ο Ακροπολίτης προσφέρει μια μοναδική περιγραφή της επικρατούσας κατάστασης επί Λατινοκρατίας, την οποία έζησε διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο, ως μέλος της αυτοκρατορικής αυλής, αποτελώντας ωσαύτως μια μοναδική πηγή της εποχής του2. Εκεί όπου η σύγχρονη (δική μας, αλλά και του Ακροπολίτη) κριτική εστιάζει με καχυποψία είναι στην δέσμευση του να γράψει sineiraetstudio. Προς το τέλος του προοιμίου του δηλώνει ότι σκοπός της συγγραφής του είναι να μην παραδοθούν στην λήθη οι πράξεις των ανθρώπων της εποχής του, αγαθές και φαύλες, και πως αυτό του το πόνημα διεξάγεται δίχως δόλο ή μεροληψία (Γεωργίου Ἀκροπολίτου, Χρονικὴ Συγγραφή (εκδ. Heisenberg), Ι, 4, 18-23):
οὔτε γοῦν πρὸς χάριν οὔτε πρὸς φθόνον, ἀλλ᾽ οὐδὲ πρὸς μῖσος ἢ καὶ πρὸς εὔνοιαν συγγράφειν χρεών ἐστι τὸν συγγράφοντα, ἀλλ’ ἱστορίας μόνον χάριν καὶ τοῦ μὴ λήθης βυθῷ, ἣν ὁ χρόνος οἶδε γεννᾶν, παραδοθῆναι τὰ ὑπό τινων γεγενημένα, εἴτ ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα τυγχάνοιεν.
Εξ αρχής όμως φαίνεται ότι ο Ακροπολίτης είναι ταγμένος προς το αντίθετο. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η ίδια η συγγραφή του έργου του έγινε «κατά παραγγελία»3. Ο ίδιος γράφει, όχι για χάρη της ιστορικής αλήθειας, αλλά προκειμένου να καθιερώσει ένα αφήγημα: το αφήγημα της δίκαιης και νόμιμης ανόδου του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (PLP 21528) στον θρόνο, και της ευσεβούς βασιλείας του.
Ο Ακροπολίτης ήταν ένας βαθιά μορφωμένος λόγιος, αλλά και ικανό στέλεχος της αυλής. Η είσοδός του σε αυτήν και η σταδιοδρομία του υπήρξε άρρηκτα συνυφασμένη με την δυναστεία των Λασκαρίδων4, υπηρετώντας πιστά τον Ιωάννη Γ’ Βατάτζη (1222-1254) και όντας ο δάσκαλος και σύμβουλος του υιού του, Θεόδωρου Β’ Λάσκαρι (1254-1258). Παρόλα αυτά όμως η Χρονικὴ Συγγραφή τον βρίσκει ανοιχτά πολέμιο της δυναστείας που τον ανέδειξε, χαρακτηρίζοντας τους άνδρες αυτούς άγριους, καιροσκόπους και δειλούς. Πλέον συναντάμε τον Ακροπολίτη ως ένθερμο υποστηρικτή του Μιχαήλ. Ο ίδιος δεν δίνει μέσα στο έργο του καμία αιτία για την προσχώρησή του στο στρατόπεδο των Παλαιολόγων. Αντιθέτως την παρουσιάζει ως μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αν όχι θέλημα της θείας πρόνοιας, διότι την βλαβερή παλαιά δυναστεία ανατρέπει ένας αυτοκράτορας που ενσαρκώνει όλα τα ιδανικά της αυτοκρατορίας. Αν βέβαια επιμείνουμε στην αναζήτηση, το εγγύτερο που θα βρούμε μάλλον είναι η προσωπική ρήξη του συγγραφέα με τον Θεόδωρου Β’, με αφορμή μια διχογνωμία μεταξύ τους σχετικά με την έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους Βούλγαρους.
Αναμένοντας απάντηση από την εχθρική πλευρά, ο Θεόδωρος είχε ανησυχεί μήπως οι Βούλγαροι εν τέλει τον προδώσουν. Στράφηκε τότε στους συμβούλους του, εις εξ αυτών ο Ακροπολίτης, προκειμένου να ακούσει την γνώμη τους. Καίτοι εκείνοι τον διαβεβαίωναν για το αντίθετο, η δυσπιστία και το άγχος του νεαρού αυτοκράτορα θόλωναν την κρίση του. Η διαφωνία εξελίχθηκε σε έντονη λεκτική διαμάχη, με τον Ακροπολίτη στο επίκεντρο της οργής του Θεόδωρου (Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 130, 11-24):
καὶ ὁ βασιλεὺς […] πάλιν λέγει· «τί φῂς περὶ τῶν τοιούτων;» καὶ αὐτός [sc. ο Ακροπολίτης]· «πολλάκις εἰρήκειν, ὦ βασιλεῦ, ὡς ἐπὶ πλέον μοι δοκεῖ τὸ εἰρημένον ψευδές, ἐπ’ ἔλαττον δὲ ἀληθές· τὸ δὲ ἐπὶ τοῖς ἀδήλοις ἀκριβῶς ἀποφαίνεσθαι ο μοι δοκεῖ ῥᾷον εἶναι». ἦ δ᾽ ἐκεῖνος· «ἐν τοῖς ἀδήλοις ἐστὶ χάρις βεβαίως καὶ ἀκριβῶς ἀποφαίνεσθαι· ἐπὶ γὰρ τοῖς δήλοις καὶ οἱ ἀείδαροι λέγουσιν» ἦν ὲ ἐγώ· ἰδοὺ μετὰ τῶν ἀειδάρων καὶ ἡμεῖς συντετάγμεθα». καὶ ὁ βασιλεὺς χόλου πλησθείς· «σὺ πάντοτε ἦσθα» ἔφη «μωρὸς καὶ ἀρτίως πάλιν μωρός». καὶ αὐτὸς οὐδέν τι πλέον μὰ τοὺς λόγους ἀνταπεκρίθην ἀλλ᾽ ἦ· «ἐγὼ μέν εἰμε μωρὸς καὶ ἵνα σιωπῶ, οἱ δὲ φρονοῦντες λαλείτωσαν».
Ήταν σε αυτό το σημείο που ο Θεόδωρος έχασε τον έλεγχο της οργής του: ο Ακροπολίτης μας πληροφορεί ότι «ἐκβακχευθεὶς τῷ θυμῷ ἑλκύσαι μὲν ὥρμησε τὴν σπάθην τοῦ κουλεοῦ, τῆς κώπης ἐπιλαβόμενος» (ο.π., 26-28). Εν τέλει δεν εξαπέλυσε το σπαθί του έναντι του δασκάλου του, όμως τους επιφύλασσε πάραυτα μια σκληρή τιμωρία. Διέταξε να τον πάνε στο κέντρο της κατασκήνωσης, όπου φωνάζοντας προς το πλήθος ότι αυτός ο άντρας τον ευεργέτησε τα μάλα, διέταξε δύο κορυνοφόρους να τον μαστιγώσουν από 24 φορές (ο.π., 131, 3-12):
ὁ δὲ χρηστότατος περὶ ἡμᾶς βασιλεὺς τοὺς πολλὰ πρὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ δι᾽ αὐτὸν πεπονθότας, ὃς ἐν πολλῷ πλήθει καὶ πολλάκις διαπρυσίῳ ἔλεξε τῇ φωνῇ ὡς ‘πολλῶν μοι αἴτιος ἀγαθῶν οὑτοσὶ ὁ ἄνθρωπος γέγονε – περὶ τῆς λογικῆς φάσκων παιδείας – καὶ πολλῶν ὀφειλέτης τούτῳ τυγχάνω, ὁ τὴν κλῆσίν μοι προθέμενος ἐν πολλοῖς καὶ γλυκὺ ταύτην κατονομάζων καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα, δυοῖν κορυνοφόροιν προσέταξε τύπτειν με, χθιζὰ καὶ πρὸ τρίτης τούτους χειροτονήσας, ὡς εἴκοσι τέσσαρας πάντας τὸν ἀριθμόν…
Μέσα από αυτό το περιστατικό μαθαίνουμε τον λόγο που ώθησε τον Ακροπολίτη να απαρνηθεί τους παλιούς του ευεργέτες και να στραφεί προς τον Μιχαήλ. Η αιτία της μεταστροφής του λοιπόν παρουσιάζεται ως μια δικαιολογημένη απογοήτευση και ένα τραυματικό γεγονός, μια προδοσία από τον τελικά αχάριστο, βίαιο και ξεροκέφαλο μαθητή του. Επομένως ο συγγραφέας καταφέρνει να καταστήσει την επιλογή του δικαιολογημένη, με τα κίνητρά της πειστικά, ενώ ταυτόχρονα γλυτώνει τον εαυτό του από τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί καιροσκόπος5.
Όπως και να έχει το πράγμα, το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του Ακροπολίτη δεν είναι απλά μια αφήγηση της μοίρας των βυζαντινών κατά την διάρκεια της λατινικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης. Είναι ταυτόχρονα ένας ιστορικός λόγος στρατευμένος, με σκοπό να νομιμοποιήσει την βασιλεία του Μιχαήλ Η’. Για να το πετύχει αυτό, ο συγγραφέας, αξιοποιώντας άρτια την ρητορική, καταφεύγει στα εξής τεχνάσματα: αρχικά, προκειμένου να δικαιολογήσει την ανατροπή του παλαιού καθεστώτος, πρέπει να το παρουσιάσει όσο δυσμενέστερα γίνεται. Ο Θεόδωρος Β’ και η γενιά του παρουσιάζονται ως τρυφηλοί αυτοκράτορες, βουτηγμένοι στα πάθη, ανήμποροι να σταθούν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων. Περαιτέρω παρουσιάζονται εγωκεντρικοί, άσπλαχνοι και δειλοί ή έστω ανεπαρκείς στο πεδίο της μάχης. Είναι μια δυναστεία που καταπιέζει τον λαό και δεν μπορεί να οδηγήσει στην δόξα την αυτοκρατορία. Όσον αφορά την Kaiserkritik του Ακροπολίτη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμμονή του με την – κατά τον ίδιο κάκιστη – επιλογή του Θεόδωρου Β’ να αποδώσει αξιώματα με κριτήριο την ικανότητα και το ποιόν του ανθρώπου, όχι την καταγωγή του. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα σφάλματα του νεαρού αυτοκράτορα, που οδήγησε στο χείλος του γκρεμού όχι μόνον την διοίκηση του κράτους της Νικαίας, αλλά και την ίδια του τη δημοτικότητα, αφού χάνοντας τους ευγενείς έχασε το ποιοτικό μέρος της κοινωνίας από το μέρος του. Η αντικατάσταση τους με ανθρώπους μακράν υποδεέστερους από εκείνους οδήγησε τους ευγενείς σε απόγνωση, την οποία μπόρεσε μόνο ο Μιχαήλ Παλαιολόγος να καλύψει.
Περαιτέρω ο Ακροπολίτης δικαιολογεί την άνοδο του Μιχαήλ στον θρόνο παρουσιάζοντάς τον μέσα από μια σειρά περιστατικών – όπου συχνά εμμέσως συγκρίνεται με τους Λασκαρίδες – ως τον ιδανικό ηγέτη της αυτοκρατορίας, έναν αδαμάντινο χαρακτήρα, προικισμένο με σοφία, εξυπνάδα, στρατηγικό μυαλό και πάνω απ’ όλα με αμόλυντη καρδιά. Παρουσιάζει η άνοδος του ως προϊόν της θείας πρόνοιας, και ο ίδιος ως ένας υπηρέτη του θεϊκού σχεδίου σε ένα κράτος αμαρτωλών. Σκόπιμα παραλείπει τα μέσα που αξιοποίησε ο Μιχαήλ για να αναρριχηθεί στην εξουσία αστραπιαία, όπως επίσης και την ταραχή που προξένησε το, στην πραγματικότητα, πραξικόπημά του. Αντιθέτως αλλάζει την έκβαση των γεγονότων ώστε να φανεί ότι όχι μόνο έμελλε να στεφθεί αυτοκράτορας, αλλά και πως ομόφωνα λαός και ευγενείς τον αποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Η βασιλεία του πρέπει να φανεί ως μια βασιλεία ευημερίας, για αυτό παρουσιάζεται ο Μιχαήλ ως το ακριβώς αντίθετο από αυτό που παρουσιάστηκαν οι Λασκαρίδες: δίκαιος, φιλεύσπλαχνος, ευφυής, ικανός στρατηγός, ανιδιοτελής και ευσεβής, ενί λόγω η ενσάρκωση του ιδεώδους του κατ’ εικόνα Θεού βασιλέως.
Οι Λασκαρίδες ως τρυφηλές προσωπικότητες
Ο Ακροπολίτης μνημονεύει στο έργο του αυτοκράτορες και κάνει απολογισμό της βασιλείας τους κυρίως με γνώμονα τρείς παράγοντες: επιδόσεις στην μάχη, γενναιοδωρία και σεξουαλική εγκράτεια6. Η ερωτική τρυφηλότητα σε περιπτώσεις απιστίας γίνεται ένα μέσο κλονισμού του ήθους του αυτοκράτορα, το οποίο επιστρατεύει αβίαστα ο Ακροπολίτης7. Έτσι, στην περίπτωση του Ιωάννη Γ’, ο θεωρούμενος ως «όσιος» αυτοκράτορας παρουσιάζεται ως ένας άνδρας που ό,τι κέρδιζε στην μάχη το «έχανε από τις γυναίκες». Όχι μόνο είχε αρκετές γυναίκες εκτός της συζύγου του, αλλά και προς μία εξ αυτών, μια Ιταλίδα ονόματι Μαρκεσίνα, έτρεφε τόσο μεγάλο έρωτα, που της έκανε πλουσιοπάροχα δώρα και γενικά «πραγματοποιούσε πολλές από τις ορέξεις της»(Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 103, 23 – 104, 10)8:
ἐρώτων δὲ θηλέων ἡττᾶτο, ἐξ ὅτου ἡ σύζυγος αὐτοῦ καὶ βασιλὶς Εἰρήνη ἐξ ἀνθρώπων ἐγένετο· καὶ πολλαῖς μὲν καὶ ἄλλαις εἰς φανερὰν ἐχρήσατο μῖξιν, μάλιστα δὲ τῆς ἐξ Ἰταλίας ἐλθούσης […] Μαρκεσίνης τε ὀνομαζομένης τοῦ ἔρωτως ἥττητο. Καὶ ἐς τοσοῦτον τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἐξεκρέματο, ὡς καὶ πέδιλα ὑποδεδέσθαι δοῦναι ταύτην κοκκοβαφῆ καὶ ἐφεστρίδας τοιαύτας καὶ χαλινά, ἕπεσθαί τε αὐτῇ πλείους ἢ τῇ κυρίως δεσποίνῃ, ἄλλα τε πολλὰ ἐποίει ταῖς ἐκείνης δουλεύων ὀρέξεσι.
Γενικότερα ο Ακροπολίτης δεν καταφεύγει χωρίς λόγο σε σκανδαλώδη αφηγήσεις για την ερωτική ζωή των αυτοκρατὀρων προκειμένου να τους ασκήσει κριτική, παρά μόνο κατά τον απολογισμό της βασιλείας τους. Δεν περιορίζεται σε «πικάντικες» φήμες όταν επιδιώκει να σπιλώσει το ποιόν του χαρακτήρα των Λασκαρίδων. Αντ’ αυτού δίνει μια γενικότερη εικόνα των μειονεκτημάτων τους. Για τον Ιωάννη Γ’, λόγου χάρη, τονίζει την μαλθακότητα με την οποία αντιμετώπισε κάποιους στασιαστές μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του (ο.π., Ι, 37, 9-20):
ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς φιλανθρωπότερον τοῖς νόμοις ἐχρήσατο […] καὶ ἄλλους δέ τινας μικραῖς ποιναῖς καθυπέβαλε. τοὺς δὲ πλείστους ἀφῆκεν εἱρκταῖς μέχρι τινὸς περικλείσας, καὶ αὐτὸν δὴ τὸν πρωτουργὸν τῆς ἐπιβουλῆς τὸν καὶ βασιλείας ἐφιέμενον […] ἐν τῷ φρουρίῳ τῆς Μαγνησίας συνέκλεισε· τοσοῦτον ἡ τῆς ἀγάπης σχέσις τὸν βασιλέα τοῦ κακοποιῆσαι τοῦτον ἐκώλυσεν.
Ο πρωτεργάτης της στάσης, ο Νεστόγγος Ανδρόνικος, ήταν πρώτος ξάδελφος του Βατάτζη, όποτε η ευσπλαχνία του είναι έως έναν βαθμό δικαιολογημένη. Η επιλογή του όμως αυτή απέβει λανθασμένη, αφού o Ανδρόνικος δραπέτευσε. Έκτοτε αποφάσισε να είναι πιο αποφασιστικός και αμείλικτος (ο.π., 37, 20 – 38, 3). Όσον αφορά τις δράσεις του Βατάτζη κατόπιν του συμβάντος, ο Ακροπολίτης μας πληροφορεί ότι καθοριστικές ήταν οι συμβουλές της συζύγου του Ειρήνης, η οποία απεδείχθη «ανδρικώτερη και με βασιλικότερο φρόνημα» (ο.π., 3-5):
μάλιστα δὲ περὶ ταῦτα συνέτεινεν ἡ βασιλὶς Εἰρήνη, ἀρρενωπότερον τὸ ἦθος ἔχουσα καὶ τοῖς πᾶσι βασιλικωτέρα ἐντυγχάνουσα.
Αυτές οι περιγραφές εν συνόλω μας δίνουν μια συγκεκριμένη εικόνα για τον Ιωάννη Γ’: ότι ήταν τρυφηλός, αδύναμος, ακόμα και ανώριμος, στον βαθμό που η συζυγός του (μια γυναίκα δηλαδή) στεκόταν καλύτερα από αυτόν στο ύψος των περιστάσεων9. Δεδομένης της φήμης του Ιωάννη Βατάτζη εκείνη την περίοδο ως «Ελεήμων Βασιλεύς» αλλά και διακεκριμένος στρατηλάτης, γίνεται φανερό ότι στην προσπάθειά του να μειώσει το κύρος του, ο Ακροπολίτης απαντούσε ταυτόχρονα και σε ένα ολόκληρο ρεύμα θαυμασμού προς τον δεύτερο αυτοκράτορα της Νικαίας10. Η καταληκτική του αναφορά μάλιστα σε αυτόν κάθε άλλο παρά κολακευτική είναι: άφησε σε τόσο ασθενή κατάσταση την αυτοκρατορία μετά τον θάνατό του, που ο λαός ήλπιζε πως ο υιός του, Θεόδωρος Β’ θα μπορέσει να διορθώσει όλες τις ατασθαλίες του πατέρα του. Ο «Άγιος Ελεήμων» Βατάτζης υποβαθμίζεται σε έναν ανεπρόκοπο ηγεμόνα που δεν μπόρεσε καν να παραδώσει στον διάδοχό του σε επαρκή κατάσταση τα σκήπτρα της εξουσίας (Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 104, 23 – 105, 6):
ἐλπὶς μὲν οὖν πᾶσιν ‘Ρωμαίοις καὶ μάλιστα τοῖς ἐν στρατείᾳ τελοῦσι καὶ τοῖς ἐν τοῖς βασιλείοις διάγουσι πολλῶν ἀγαθῶν πρὸς τοῦ νέου ἐπιτεύξασθαι βασιλέως· καὶ εἴ τις ἦν πρὸς τοῦ πατρὸς ἐκείνου λελυπημένος ἢ στέρησιν χρημάτων πεπονθὼς ἢ καὶ κτημάτων, ἐλπίδας εἶχε λύσιν εὑρεῖν τῶν κακῶν. οὕτω μὲν οὖν οἱ πάντες ἤλπιζον.
Για τον Θεόδωρο Β’ έχουμε μια μακράν πληρέστερη εικόνα. Είναι ο αυτοκράτορας με τον οποίο συνδέθηκε περισσότερο ο Ακροπολίτης, τόσο ως δάσκαλος όσο και ως φίλος και σύμβουλος. Δίχως αμφιβολία είναι ο άνθρωπος που γνώριζε καλύτερα ο συγγραφέας, εξ όσων εμφανίζονται στο έργο του. Όπως επισημαίνει άλλωστε και η Macrides11: Yet readers of the History can learn more about this emperor’s character than about that of any other emperor at ‘Nicaea’ […] Theodore is the most fully developed character in the History. H οικειότητα του όμως με τον νεαρό αυτοκράτορα δεν θα αργήσει να αποβεί δίκοπο μαχαίρι, αφού ο Ακροπολίτης εκθέτει όλες τις δυσάρεστες όψεις της προσωπικότητάς του, κάνοντας τον να φαίνεται στον αναγνώστη περισσότερο σαν ένας άγριος και μοχθηρός άνθρωπος που περίτεχνα φέρει ένα προσωπείο αγαθότητας, παρά ένας καλός αυτοκράτορας.
Ήδη με το που εισαγάγει τον Θεόδωρο στην ιστορία ο Ακροπολίτης, αμέσως μετά την έκφραση της ελπίδας και των προσδοκιών του λαού μετά την κακή – κατά τον Ακροπολίτη – βασιλεία του πατέρα του, μαθαίνουμε ευθύς αμέσως ότι το νεαρό προσωπείο ενός ανθρώπου διατεθειμένου να συμβάλλει για το καλό του κράτους του είναι ψεύτικο. Ο Θεόδωρος δεν ήταν παρά ένας καιροσκόπος, τυχοδιώκτης, πονηρός και σκληρός τύραννος ( Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 105, 6-11)12:
τό τε γὰρ νέον τῆς ἡλικίας καὶ τὸ πρὸς ἅπαντας χαρίεν καὶ τὸ πράως τοῖς ξυνιοῦσι προσφέρεσθαι καὶ ἵλαρῶς τοῖς συντυγχάνουσιν ὁμιλεῖν, ἃ δὴ πάντα φενάκη ἦν καὶ ὑποκριτικὸν προσωπεῖον, ταῦτα ἐποίουν φαντάζεσθαι. ἀλλ᾽ ἥμαρτον τοῦ σκοποῦ…
Ο Ακροπολίτης τονίζει την αδικία και τη σκληρότητα της βασιλείας του από την πρώτη στιγμή: όσο άδικος και αν ήταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο λαός τον νοσταλγούσε ήδη, μπροστά στην χειρότερη μοίρα που τους επιφύλασσε η τύχη (ο.π., 12-14):
τοιοῦτος γὰρ πρὸς τοὺς ὑπηκόους ἐφάνη καὶ οὑτωσὶ τοῖς ὑπὸ χεῖρας ἐχρήσατο, ὡς πάντας τὸν πατέρα μακαρίζειν13 καὶ βασιλέα·
Παρόλα αυτά, ο Ακροπολίτης δεν παρουσιάζει τον Θεόδωρο απλά ως έναν σκληρό και θερμόαιμο ηγεμόνα: ο νεαρός αυτοκράτορας παρουσιάζει επίσης την αφέλεια του πατέρα του, αλλά με τον τρόπο που θα την εξέφραζε ένας φιλόδοξος νέος γεμάτος ζήλο. Όταν ξεκινά, λίγο μετά την ενθρόνισή του, την εκστρατεία του κατά των Βουλγάρων, οδεύει προς το πεδίο της μάχης διακαώς, με ανυπομονησία (ο.π., Ι, 111, 1-3):
μάλιστα δὲ τοῦ βασιλέως τὸ πρόθυμον καὶ ὁ τῆς καρδίας αὐτοῦ ζῆλος, ἐκκαὴς γεγονὼς πρὸς τὴν κίνησιν.
Δεν είναι ξεκάθαρο εδώ αν ο Ακροπολίτης θέλει σε αυτό το απόσπασμα να δείξει τον ένθερμο ζήλο ενός αφελή νέου, ενός δόλιου άνδρα που διψά για δόξα ή και τα δύο. Πάντως σίγουρα δεν αφήνει περιθώριο για θετική αποτίμηση του Θεόδωρου. Γιατί μπορεί να όδευε με θέρμη στην μάχη, ανεξαρτήτως των απώτερων κίνητρων, αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι ήταν ένας οξύθυμος και συχνά απερίσκεπτος άνδρας. Για παράδειγμα, όταν κατά την έκβαση μιας μάχης δύο στρατηγοί εγκαταλείπουν τα πόστα τους, οργισμένος ο Θεόδωρος απαιτεί να παραμείνουν στις θέσεις τους και να συνεχίσουν ό,τι έκαναν, κι ας είναι πλέον ανέφικτο14. Το τρανότερο όμως παράδειγμα της ανεξέλεγκτης οργής του Θεόδωρου είναι αναμφίβολα ο ραπισμός του ίδιου του Ακροπολίτη που είδαμε παραπάνω15. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το περιστατικό ότι όταν άρχιζε, πάνω στην συζήτηση, να οργίζεται ο νεαρός αυτοκράτορας, ο Ακροπολίτης κάνει ένα καυστικό σχόλιο, ότι ο Θεόδωρος περισσότερο έψαχνε αφορμή να θυμώσει πάρα ότι όντως εξοργίστηκε (Ο.π., Ι, 130, 5-6):
ταυτὶ δὲ ἔλεγε πρόφασιν ὀργῆς ζητῶν ἐφευρεῖν.

Γενναιοδωρία
Κατά τον Ακροπολίτη η χαμηλή λαοφιλία που είχαν οι Λασκαρίδες οφείλεται και στην φιλαργυρία τους. Και ο Ιωάννης Γ’ και ο Θεόδωρος Β’ χαρακτηρίζονται από δύο βασικά ελαττώματα όσον αφορά την διανομή και συσσώρευση του πλούτου: δεν ήταν αρκετά γενναιόδωροι προς τον λαό, ενώ ήταν γενναιόδωροι προς τους ξένους πρέσβεις, αλλά μόνο και μόνο για να τους καλοπιάσουν16.
Την κατηγορία αυτή την βλέπουμε στον Ιωάννη Βατάτζη κατευθείαν με το που ξεκινά τον απολογισμό της βασιλείας του ο Ακροπολίτης (ο.π., Ι, 103, 19-23):
Πρᾶος γὰρ ἦν καὶ πρὸς τὸ φιλανθρωπότερον ἀεὶ ἀπονεύων· δωρεαῖς μὲν πρὸς τοὺς αὐτοῦ ἧττον ἐχρᾶτο, πρὸς δὲ τοὺς ξένους καὶ μᾶλλον τοὺς ὡς πρέσβεις ἀφικομένους δαψιλεστέραν τὴν χεῖρα προύτεινεν, ἵν’ ὑπ’ αὐτῶν ἐπαινοῖτο.
Πολεμικές επιδόσεις
Σχετικά με τις ικανότητες των Λασκαρίδων ως στρατιώτες και ηγέτες στο πεδίο της μάχης, ο Ακροπολίτης εκφράζεται με δισταγμό θετικά, όταν τίθεται να αξιολογήσει την συνολική εικόνα των επιδόσεών τους. Παρόλα αυτά εκεί όπου δεν διστάζει είναι να τις επισκιάζει κάτω από τα υπόλοιπα πάθη και αδυναμίες τους. Ήδη στην περίπτωση του Ιωάννη Βατάτζη είδαμε ότι ισοστάθμιζε τις στρατιωτικές του νίκες με τις ήττες του από τις γυναίκες (ἐρώτων δὲ θηλέων ἡττᾶτο). Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν εγκωμιάζει την αντοχή του στις μάχες κατευθείαν τον υποβαθμίζει λέγοντας πως μαχόταν από απόσταση, νικώντας αργά και επίμονα. Το θάρρος του στρατηλάτη υποβαθμίζεται σε δειλία (ο.π., 104, 11-13):
Καὶ τοῖς μὲν κατὰ συστάδην πολέμοις οὐκ ἔχαιρε, τὸ ἀλλοπρόσαλλον τοῦ Ἄρεως δειλιῶν καὶ τὸ περὶ ταῦτα ἄδηλον ὑπολογιζόμενος.
Όσον αφορά τον Θεόδωρο Β’, ο Ακροπολίτης ακολουθεί παρόμοια τακτική: αυτή τη φορά δεν μιλά για τις στρατιωτικές του ικανότητες σαν αντικειμενικό γεγονός, παρά τις παρουσιάζει μόνο μέσα από το στόμα όσων τον επευφημούσαν. Όταν ελευθερώνει μια πόλη από τους Βούλγαρους, οι φύλακές της τον δοξάζουν για την ευέλικτη και δραστική επίθεση, αποκαλώντας τον ἐκύδαινον καὶ ἀετὸν ταχὺν17. Πέραν τούτου όμως ο Θεόδωρος παρουσιάζεται από τον Ακροπολίτη ως επιπόλαιος και απερίσκεπτος στρατηγός. Κατά την εκστρατεία του κατά των Βουλγάρων δεν είχε προνοήσει κατά την άφιξη του φθινοπώρου να προετοιμάσει τον στρατό. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να επιτύχει τις φιλοδοξίες του (ο.π., 119, 25 – 120, 2):
Ὁ δὲ μηδέν τι τοῦ καιροῦ φροντίσας μηδὲ τὸ τοῦ χειμῶνος προσκοπήσας δριμύ – ἑνὸς γὰρ καὶ μόνου τοῦ τὸ οἰκεῖον ἀποπλῆσαι βούλημα ἐστοχάζετο –.
Απογοήτευση ευγενών
Μια από τις βασικότερες κριτικές του Ακροπολίτη στην βασιλεία του Θεόδωρου Β’ είναι η επιλογή του να στελεχώσει τα υψηλότερα αξιώματα της Εκκλησίας, του στρατού και της πολιτείας με ανθρώπους που έκρινε κατάλληλους, με βάση το ποιόν του χαρακτήρα τους και την μόρφωσή τους, αδιαφορώντας για το αν ήταν ευγενικής καταγωγής ή όχι. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, υπερίσχυε το δεύτερο, δηλαδή ο νεαρός αυτοκράτορας έδινε ευκαιρίες σε ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, παραμερίζοντας την τάξη των ευγενών. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια των τελευταίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του αυτοκράτορα. Οι ευγενείς για τον Ακροπολίτη αντιπροσώπευαν την υγιέστερη τάξη της κοινωνίας, και συνάμα την ποιοτικότερη. Το να τους στερήσει το λέγειν και το πράττειν επί του κοινωνικού γίγνεσθαι συνεπαγόταν με το να θέτει την μοίρα του βασιλείου στα χέρια ανίκανων, απαίδευτων ακόμα και απλά ηλιθίων ανθρώπων.
Ο Ακροπολίτης αδιάκοπα επιτίθεται σε όλους τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αυλής του Θεόδωρου Β’, χαρακτηρίζοντάς τους ανίκανους και υπαίτιους για την υποβάθμιση του κράτους της αυτοκρατορίας της Νικαίας. Η σφοδρή κριτική του γίνεται ξεκάθαρη σε έναν χωρίο, όπου κατακεραυνώνει όλα τα σημαντικά αυλικά στελέχη της εποχής, όπως π.χ. ο Γεώργιος Μουζάλωνας (PLP 92686) και ο Ιωάννης Άγγελος (ο.π., Ι, 123, 3-9. 124, 4-13):
αὐτόθι γοῦν εἰς ἡγεμόνας τάξας τόν τε Λάσκαριν Μανουήλ, δν καὶ πρωτοσεβαστὸν κατωνόμασεν, ἀνθρώπιον ἀφελέστατον καὶ κακῶς εἰδὸς στρατηγεῖν, καὶ τὸν Μαργαρίτην Κωνσταντῖνον, ἄνδρα ἀγροῖ κον καὶ ἐξ ἀγροίκων γεγενημένον, μάζῃ καὶ πιτύροις ἀνατεθραμμένον καὶ λαρυγγίζειν μόνον εἰδότα […] καὶ τὸν μὲν Μουζάλωνα Γεώργιον […] τὸν δὲ αὐτοῦ ἀδελφὸν ᾿Ανδρόνικου, […] τὸν δὲ Αγγελον Ἰωάννην, […] ἀνδράρια μηδενὸς ἢ τριῶν ὀβολῶν ἄξια, παιδιαῖς ἀνατεθραμμένα καὶ κυμβάλων μέλεσί τε καὶ ἄσμασι.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η κριτική του Ακροπολίτη είναι εν πολλοίς επιφανειακή: δεν φέρνει συγκεκριμένα παραδείγματα όπου εκτίθεται ξεκάθαρα η ανικανότητα τους εν τοις πράγμασι, ούτε σχολιάζει γιατί δεν έπρεπε να αναλάβουν τις θέσεις που έλαβαν. Αντιθέτως περιορίζεται σε σκληρές επιθέσεις adhominem, όπου κυρίως θίγεται η λαϊκή καταγωγή και η – υποτιθέμενη – έλλειψη μόρφωσης και καλλιέργειας αυτών των ανθρώπων. Ακόμα και αν κάνει μνεία στην κακή διαχείριση των καθηκόντων τους, όπως γίνεται π.χ. με τον Μανουήλ Λάσκαρι, η κριτική πάλι γίνεται με γενικόλογο και ασαφή τρόπο, δίχως συγκεκριμένο παράδειγμα.
Εκεί όπου ο Ακροπολίτης συγκεκριμενοποιεί έως έναν βαθμό την ανικανότητα των διορισμένων από τον Θεόδωρο Β’ είναι στην περίπτωση της επιλογής πατριάρχη. Σε ένα εκτενές απόσπασμα ο συγγραφέας αναφέρεται στον δάσκαλό του, τον Νικηφόρο Βλεμμύδη (PLP 2897), λέγοντας ότι ενώ ήταν υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο, όντας μάλιστα αυτός που μακράν τον άξιζε περισσότερο, λόγω της βαθιάς του ευσέβειας και ευρείας μόρφωσης, εν τέλει απορρίφθηκε από τον αυτοκράτορα, ο οποίος στον θρόνο αυτό ζητούσε κόλακες και υποτακτικούς άνδρες (ο.π., Ι, 106, 4-25. 107, 1-4):
ἐπεὶ δὲ ἐχήρευε τοῦ πατριαρχοῦντος ἡ ἐκκλησία […] ἡ δόξα δὲ τοῖς πολλοῖς ἐπὶ τῷ Βλεμμύδῃ ἐτύγχανε Νικηφόρῳ, τῷ ἐμῷ διδασκάλῳ τῶν τῆς φιλοσοφίας λόγων τε καὶ δογμάτων, ἀνδρὶ ἐκ νεότητος τὸν ζυγὸν ἀραμένῳ τοῦ μονήρους βίου καὶ περιβοήτῳ τυγχάνοντι καὶ περὶ λόγον καὶ ἀρετήν, κἂν ἐνίων ὁ φθόνος καὶ μάλιστα τῶν προυχόντων οὐ μόνον οὐκ ἐκφανῆ τούτῳ τὰ τῆς ἀρετῆς ἐποίει, ἀλλὰ καὶ κακίας τινὰς αὐτῷ προσεκόλλα. οὗτος οὖν πρὸς τὸν βασιλέα Θεόδωρον φιλίως διέκειτο καὶ παρ αὐτοῦ ἐφιλεῖτο· τῶν γὰρ λόγων, ἐν οἷς τὰ πολλὰ ἐβρενθύετο, διδάσκαλον καὶ αὐτὸν ἐπεγράφετο. ὁ δὲ πρὸς τὸ ἦθος τοῦ βασιλέως ὁρῶν ὀκνηρότερος περὶ τὸ πρᾶγμα ἐτύγχανεν. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτὸς μαλακώτερον αὐτοῦ ἐπειρᾶτο· μᾶλλον γὰρ πρὸς βουλήσεως ἦν αὐτῷ τὴν προστασίαν μὴ καταδέξασθαι. ταπεινοτέρους γὰρ καὶ μετρίους εἶναι τὸ φρόνημα τοὺς πατριαρχεύοντας οἱ κρατοῦντες ἐθέλουσι καὶ προσπίπτειν εὐχερῶς τοῖς σφῶν αὐτῶν βουλήμασιν ὡς προστάγμασι. τοῦτο δὲ μᾶλλον οἱ ἀγροικότεροι πάσχουσιν, οὐδὲ γὰρ ἔχουσι τοῖς λόγοις θαρρεῖν· οἱ δὲ περὶ λόγους ἀκαμπέστεροι φαίνονται καὶ τοῖς ἐκείνων ὁρισμοῖς ἀντιπίπτουσιν18. ὁ γοῦν βασιλεὺς Θεόδωρος διὰ ταῦτα μικράν τινα πεῖραν λαβὼν τοῦ ἀνδρὸς ἐφ᾽ ἑτέρους ἐτράπετο.
Οι επιζήμιες αυτές επιλογές αποδίδονται επίσης και στην έλλειψη πείρας του Θεόδωρου, ο οποίος, κατά τον Ακροπολίτη, φαίνεται μέσα στην αφέλειά του να το θεωρούσε ως μια σωστή λύση. Το πόσο είναι διατεθειμένος ο Ακροπολίτης να τονίσει το ειρωνικό της υπόθεσης φαίνεται από την συνέχεια του παραπάνω χωρίου, όπου ο Θεόδωρος επιλέγει ως άξιο του πατριαρχικού θρόνου τον Αρσένιο (PLP 1405). Ο τελευταίος αποδείχθηκε θερμός πολέμιος του Μιχαήλ Η’, ασκώντας σφοδρή κριτική στην φιλενωτική στάση του αυτοκράτορα, ηγούμενος την ανθενωτική παράταξη εναντίον του, το λεγόμενο «σχίσμα των Αρσενιατών». Αφ’ ης στιγμής ο Μιχαήλ είναι για τον Ακροπολίτη ο δίκαιος κάτοχος του θρόνου και ο καλύτερος αυτοκράτορας που είδε το βασίλειο για πολλές δεκαετίες, η χειροτονία του Αρσένιου ως πατριάρχη είναι μια πράξη επιζήμια, αν όχι βέβηλη. Για αυτό και ο Ακροπολίτης, πέρα από αμόρφωτο – όπως και όλους τους συν αυτώ –, τον χαρακτηρίζει και ἀνίερον (ο.π., 107, 4-9.):
καὶ ἐπεὶ δυσαρεστῶν ἐτύγχανεν ἐν πολλοῖς, μοναχόν τινα εἶναι μαθὼν ἐν τῇ τῆς ᾿Ἀπολλωνιάδος λίμνη ὀλίγων γραμμάτων πεῖραν ἔχοντα […] ἀνίερον τελοῦντα καὶ ᾿Αρσένιον ὀνομαζόμενον, ὡς εἶχε τάχους στέλλει τοὺς αὐτὸν ἄξοντας.
Το απόγειο της απογοήτευσης των χρησίμων καὶ ὀνομαστῶν ἀνδρῶν με τη βασιλεία των Λασκαρίδων ήρθε με τον θάνατο του Θεόδωρου Β’. Εκείνη τη νύχτα, οι ευγενείς αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, εισβάλλοντας στον ναό όπου είχε κηδευτεί η βασιλική σορός, και δολοφονώντας τους αυλικούς που παρίσταντο εκεί, εις εξ αυτών και ο Γεώργιος Μουζάλωνας. Αυτή τη στυγερή δολοφονία, ο Ακροπολίτης την παρουσιάζει ως μια δικαιολογημένη πράξη των εκλεκτότερων ανδρών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι αποζητούσαν στην πραγματικότητα μια καλύτερη μοίρα για το βασίλειο (ο.π., 154, 20-26. 155, 9-10):
ἀλλ᾽ οὔπω τριταῖος ἦν ἐν τάφῳ κείμενος ὁ τοῦ βασιλέως νεκρός, καὶ ὡς ἀπὸ κοινοῦ συνθήματος συνδραμόντες πάντες οἱ ἐφευρεθέντες ἐκεῖσε Ῥωμαῖοι — στράτευμα δὲ ἦν ἱκανὸν συνηγμένον ἐκεῖσε – οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸς τοῦ βασιλέως κεκακωμένοι ἄνδρες εὐγενεῖς καὶ τῆς πρώτης τυγχάνοντες τάξεως […] ἄλλοι τε πολλοὶ τῶν χρησίμων καὶ ὀνομαστῶν ἀνδρῶν.
Ο Ακροπολίτης μετατρέπει εδώ ένα έγκλημα σε λελογισμένη πολιτική αντίδραση. Το επιτυγχάνει αυτό αντιστρέφοντας εντελώς τις ποιότητες των χαρακτήρων με τις θέσεις τους σε αυτό το γεγονός. Οι δολοφόνοι δεν είναι ανήθικοι και καιροσκόποι στασιαστές, αλλά οι αγαθότεροι άνδρες και οι μεγαλύτεροι ευπατρίδες που διέθετε η αυτοκρατορία της Νικαίας. Οι δολοφονημένοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της ίδιας τους της δολοφονίας, αφού με την ανικανότητά τους έφεραν την αυτοκρατορία στο χείλος του γκρεμού. Από την στιγμή που και ο ίδιος ο αυτοκράτορας άνηκε στην ίδια κατηγορία με τους δεύτερους, αδυνατώντας να δει τα ίδια τα λάθη του, έπρεπε να λάβουν άμεση δράση όσοι αντιλαμβάνονταν την βαρύτητα της κατάστασης προκειμένου να ανέλθει στον θρόνο κάποιος ικανός και αγαθός, που να μπορεί να οδηγήσει την αυτοκρατορία έξω από την τωρινή της κρίση (ο.π., 156, 19-23. 157, 1-11):
Οἱ δὲ τοῦ Ῥωμαϊκοῦ πλήθους οἵ τε τῶν ἐν τέλει καὶ οἱ τῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων, σὺν τοῖς καὶ οἱ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου συμπαρῆν γὰρ αὐτοῖς καὶ ὁ πατριάρχης καὶ τῶν ἐπιφανεστέρων ἀρχιερέων τινές – σκέψιν ἐπεποίηντο περὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων, τίς ἂν εἴη ἄξιος τὴν τούτων οἰκονομίαν λαβεῖν καὶ κρειττόνως τῶν ἄλλων διευθετήσασθαι. οὐ γὰρ προσῆκον ἔκριναν τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀρχὴν τοσαύτην οὖσαν ὑπὸ βρεφυλλίου ὀπωριζομένου ἢ καὶ ἀστραγαλίζοντος διευθύνεσθαι, ἀλλ᾽ ἔκριναν χρεών εἶναι τὸν δυνάμενον τὴν τῶν Ῥωμαίων σώζειν ὁλκάδα ἐπὶ τῶν οἰάκων καθῆσθαι τῶν βασιλείων, πολλῶν μὲν ἐναντίων πνευμάτων καταπνεόντων αὐτῇ, ἀλλεπαλλήλων δὲ κυμάτων καταβομβούντων καὶ ταραττόντων, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ἐπὶ μεγάλου τυγχάνουσαν κλύδωνος καὶ κυβερνήτου δεδεημένην γενναίου πρὸς τὸ ὑπεράνω γενέσθαι τῶν ἐπελθόντων ταύτῃ δεινῶν.
Η στέψη του Μιχαήλ Η’ ως έργο της θείας πρόνοιας
Σε αυτό το σημείο της ιστορίας είναι όπου εισάγεται ο Μιχαήλ Η’. Φανερώνεται μέσα στην αφήγηση ως το ιδανικότερο πρόσωπο για να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας, καθολικά αναγνωρισμένος από όλους εκείνους οι οποίοι έβλεπαν τις αδυναμίες της παλαιάς δυναστείας (ο.π., Ι, 99, 12-21):
ἐφιλεῖτο γὰρ – φίλη γε ἡ ἀλήθεια – οὐ πρὸς ἡμῶν καὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς παντὸς τῶν τε ἐν τέλει τῶν τε στρατηγῶν τῶν τε στρατιωτῶν καὶ αὐτῶν τῶν τῆς ξύγκλυδος· τοῖς τε γὰρ νεάζουσιν ἡδὺς ἦν καὶ προσηνὴς ὁμιλῶν καὶ χαρίεις ἐν λόγοις καὶ ἐν ἐπιτηδεύμασι δεξιώτατος, τοῖς τε γέρουσι γηραιὸς ἐδόκει τὸν λόγον τε καὶ τὴν σύνεσιν, καὶ ἀσπάσιος αὐτοῖς ἐνομίζετο. καὶ ταῦτ᾽ οὖν, ὡς οἶμαι, γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῷ δοκιμασίᾳ τοῦ κρείττονος· ἐπεὶ γὰρ εἰς τὴν βασίλειαν ἔμελλε θεὸς ἀναβιβάσαι τοῦτον περιωπήν.
Η άνοδος του Μιχαήλ Η’ στον θρόνο το 1259 δεν είναι απλά μια δίκαιη πράξη που επιδίωξαν δίκαιοι άνθρωποι, είναι ταυτόχρονα και θέλημα της θείας πρόνοιας.
Παρόλα αυτά, δεν περιορίζεται ο Ακροπολίτης στο να παρουσιάσει τον Μιχαήλ ως δούλο του θεϊκού θελήματος. Πλάθει εξίσου περίτεχνα μια εξιδανικευμένη εικόνα του πρώτου Παλαιολόγου, όπου παρουσιάζεται σε κάθε περίπτωση ως κάτοχος των ακριβώς αντίθετων, θετικών, χαρακτηριστικών από αυτά που απέδωσε νωρίτερα στους Λασκαρίδες. Ο Μιχαήλ γίνεται ένας καθρέφτης, όπου για κάθε αρνητικό των προηγούμενων αυτοκρατόρων εκείνος αντανακλά το αντίστοιχο θετικό.
Η θεοσέβεια και ο δυναμισμός του Μιχαήλ
Η προπαγάνδα υπέρ του Μιχαήλ στο έργο του Ακροπολίτη έχει ήδη ξεκινήσει πριν την ανατροπή των Λασκαρίδων. Το πρώτο μεγάλο περιστατικό το οποίο αξιοποιεί προκειμένου να πλάσει την εικόνα του ιδανικού ηγέτη για τον Μιχαήλ είναι η δίκη του με την κατηγορία της προδοσίας το 1253. Μολονότι έρχεται αντιμέτωπος με δριμείες κατηγορίες και έχει ένα μεγάλο πλήθος κατήγορων εναντίον του, ο Ακροπολίτης παρουσιάζει τα γεγονότα λες και έχει ο Μιχαήλ το πάνω χέρι: παρουσιάζεται ευφυής, ετοιμόλογος, θαρραλέος και δίκαιος, αρνούμενος να δεχτεί – κατά τον Ακροπολίτη – ψευδείς κατηγορίες. Δεν διστάζει να πει την γνώμη του μπροστά σε ένα ολόκληρο πλήθος πολέμιών του, υπερασπιζόμενος την αλήθεια. Τελικά, η δίκη παίρνει μια απρόσμενη εξέλιξη: το κοινό ζητά να αποδείξει ο Μιχαήλ την αθωότητά του μέσω της δοκιμασίας του πυρακτωμένου σιδήρου, ενός τεχνάσματος ξενικής προέλευσης. Εκεί είναι όπου με ευφυή τρόπο ο Ακροπολίτης θέτει τον Μιχαήλ ενώπιων όλων να λαμβάνει τον ρόλο του «ηθικού στοιχείου» σε αυτή τη δίκη, κλονίζοντας τις θέσεις και την στάση των κατηγόρων του με οδηγητικό νήμα την κριτική του στην δοκιμασία αυτή (ο.π., Ι, 96, 6 – 97, 4):
Καὶ δὴ ἔφασκον αὐτῷ οἱ τάχα κρίνειν τοῦτον λαχόντες ὡς ἐπεὶ περὶ σοῦ ἀπειρημένοι τινὲς λελάληνται λόγοι, δεῖ σὲ διά τινος θαυματοποιίας τούτους ἀποσκευάσασθαι. τὸ δὲ ἦν ἡ διὰ μύδρου ἀπόδειξις. ὁ δὲ – καὶ γὰρ εἶχε βοηθοῦσαν αὐτῷ τὴν ἀλήθειαν – «εἰ μέν τις ἦν» έλεγεν «ὁ κατ᾿ ἐμοῦ τι κατηγορῶν, πρὸς ἐκεῖνον ἂν ἐμαχεσάμην καὶ ἀπέδειξα ψεύδεσθαι· κατηγόρου δὲ μὴ παρόντος ὑπὲρ τίνος κρίνομαι; εἰ δὲ θαυματουργῆσαί με θέλετε, ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ τοιοῦτος ὥστε καὶ τερατοποιίας ἐργάζεσθαι. σίδηρος δὲ πεπυρακτωμένος, εἰ ἐν χειρὶ ἀνθρώπου ζωοῦ ὄντος ἐμπέσοι, οὐκ οἶδα πῶς ἂν οὐ καύσειεν αὐτήν, εἰ μή πού τις ἔξεσται τῷ Φειδίᾳ ἐκ λίθου ἢ τῷ Πραξιτέλει ἢ καὶ ἀπὸ χαλκοῦ εἴργάσται.» ταῦτ᾽ ἔλεγε καὶ μάλα νὴ τὴν Θέμιν δικαίως. ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ τῆς Φιλαδελφέων μητροπολίτης Φωκᾶς συμπαρῆν τοῖς γινομένοις, φιλούμενος πρὸς τοῦ βασιλέως καὶ πάνυ φιλοφρονούμενος –πέπονθε δὲ τοῦτο οὐκ ἐξ ἀρετῆς ἀλλ᾽ ἐξ ἀναιδείας· καὶ γάρ ποτε τοῦ βασιλέως πυθομένου περί τινος τῶν κοινῶν πραγμάτων ἐπαρρησιάσατο καὶ «ὦ βασιλεῦ», ἔφη, «τίνος χάριν ἀρτίως ἡμᾶς ἐρωτᾶς, αὐτὸς ἀεὶ ἐξ ἑαυτοῦ τὰ δοκοῦντά σοι διαπραττόμενος» ταῦτ᾽ εἶπε, καὶ τότε μὲν ὁ βασιλεὺς ἐσχετλίασε καί γε εἰρήκει πρὸς τοὺς συμπαρισταμένους· «τί οὕτω θρασύτερον ὁ μητροπολίτης εἴρηκεν, ὑμεῖς δὲ ἠνέσχεσθε;».
Μέσα από την ίδια του την δίκη ο Μιχαήλ φανερώνεται ως υπέρμαχος της αλήθειας, ακόμη περισσότερο και από τον μητροπολίτη Φωκά. Η αλήθεια είναι με το μέρος του, και ο ίδιος είναι ένας ακλόνητος φιλαλήθης. Φανερώνεται επίσης ως αξιότερος φορέας των χριστιανικών αληθειών και από τον πατριάρχη, τονίζοντας την πίστη του στον Χριστό αλλά και στα γνήσια βυζαντινά ήθη (ο.π., Ι, 97, 14 – 98, 3):
καὶ ὃς μάλα γενναίως καὶ ἀνδρικῶς, καὶ ὡς ἄν τινα οἱ γραφεῖς ἐν μάχῃ ἄτρεστον διαγράψαιεν, «οὐκ οἶδ᾽ ὅπως τὸ τοιοῦτον κέκληται ἅγιον, ὦ δέσποτα» ἔφη· «ἀλλ’ ἐγὼ μὲν ἁμαρτωλός εἰμι ἄνθρωπος καὶ τερατουργεῖν τοι αῦτα οὐ δύναμαὶ. εἰ δέ μοι συμβουλεύῃ μητροπολίτης ὢν καὶ θεοῦ ἄνθρωπος τουτὶ διαπράξασθαι, ἔνδυσαι μὲν αὐτὸς τὴν ἱεράν σου πᾶσαν στολήν, καθὼς εἴωθας ἐν τῷ θείῳ εἰσέρχεσθαι βήματι καὶ ἐντυγχάνειν θεῷ· εἶτα δὴ ταῖς σαῖς χερσὶν ἐκπύρωσόν μοι τὸν σίδηρον, αἷς τοῦ θείου ἐφάπτη θύματος, τοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ὑπὲρ παντὸς τοῦ κόσμου τεθυμένου καὶ ἀεὶ θυομένου παρ’ ὑμῶν τῶν ἱερέων τε καὶ ἱεραρχῶν, καὶ ταύταις δὴ ταῖς ἱεραῖς σου χερσὶν ἐπίθες τῇ χειρί μου τὸν σίδηρον, καὶ τεθάρρηκα εἰς τὸν δεσπότην Χριστόν, ὡς . πᾶσαν μὲν οὗτος ἁμαρτίαν μου παροράσεται, θαυματουργήσειε δὲ τὴν ἀλήθειαν.»
Ο Μιχαήλ παρουσιάζεται όχι απλά ως υπόδειγμα βασιλέως, αλλά και ως υπόδειγμα χριστιανού. Από την άλλη, τόσο ο Φωκάς ειδικά, όσο και γενικά οι νόμοι και η πολιτεία επί Λασκαρίδων τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η παλαιά, διεφθαρμένη τάξη επιχειρεί να καταδικάσει έναν αδαμάντινο ηγέτη19. Σε άλλες περιστάσεις ο Ακροπολίτης δράττεται της ευκαιρίας να εγκωμιάσει τις ηγετικές ικανότητες του νέου του προστάτη: σε ένα πάλι φαινομενικά επιζήμιο για την φήμη του Μιχαήλ γεγονός, την φυγή του προς τους Τούρκους το 1256, ο Ακροπολίτης φέρνει ξανά τα πράγματα ανάποδα, και αξιοποιεί το γεγονός για να πιστοποιήσει μέσα από την οπτική τρίτων – και μάλιστα εχθρών – την αξία του Παλαιολόγου ως αυτοκράτορας. Εξ αρχής μάλιστα στην αφήγηση μας προδιαθέτει ότι όσα συνέβησαν τότε είναι θαυμαστά20. Τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως: ο Μιχαήλ, θεοῦ προνοίᾳ, γλυτώνει από φιλόδοξους ληστές, και συναντά τον αρχηγό των Τούρκων. Εκείνος, όπως και όλοι οι τούρκοι ευγενείς, μένουν άναυδοι από τον άνδρα αυτόν, και τον θαυμάζουν απεριόριστα. Ο θαυμασμός τους φτάνει σε τέτοιο βαθμό, που ο Ακροπολίτης τους παρουσιάζει να τον χαρακτηρίζουν άξιο του θρόνου – τυρρανίδος ἄξιον ἔκριναν21 – . Την ίδια στιγμή, ο Θεόδωρος Β’ είχε καταβληθεί από την ανησυχία και το άγχος σχετικά με τις προθέσεις του Μιχαήλ. Ο πρώτος παρουσιάζεται αδύναμος, δεν μπορεί, καίτοι αυτοκράτορας, να διαχειριστεί μια δύσκολη κατάσταση. Ο δεύτερος εισπράττει σεβασμό και δικαίωμα επί του θρόνου ακόμα και από τους εχθρούς του22.

Η καθολική αναγνώριση του Μιχαήλ ως άξιου βασιλέα
Ενώ οι Λασκαρίδες ήταν αδύναμοι, ανίκανοι, βουτηγμένοι στα πάθη και με θολή κρίση, ο Μιχαήλ είναι ένας ακέραιος χαρακτήρας, δεινός στρατηγός, οξύνους, φιλαλήθης, ευσεβής και αγαθός. Οι αρετές του είναι από κοινού αναγνωρισμένες ακόμα και από τους εχθρούς του. Όταν δημιουργήθηκε κενό στον θρόνο μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄, από κοινού σε όλη την αυτοκρατορία ξυμπάντων δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς τὸν Κομνηνὸν Μιχαὴλ ἀφεώρων, όχι μονάχα των βυζαντινών στην Νικαία, αλλά ακόμη και των εχθρών τους. Από τους Λατίνους μέχρι και τους Τούρκους, όλοι οι γειτονικοί λαοί επίσης ζητούσαν την άνοδο του Μιχαήλ στην εξουσία23. Όταν η πολυπόθητη ημέρα ήρθε, ο Ακροπολίτης την περιγράφει ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο απ’ ότι περιέγραψε την αρχή της εξουσίας του Θεόδωρου Β’ (ο.π., Ι, 161, 9-24):
Ἐπεὶ γοῦν ἐγκρατὴς τῶν βασιλικῶν σκήπτρων ὁ Κομνηνὸς γεγένηται Μιχαήλ, πάντας μὲν τοὺς ἐξ ὁποιασδήτινος αἰτίας κατασχέτους ὄντας ὑπὸ τοῦ βασιλέως Θεοδώρου ἢ καὶ ἄλλως παρεωραμένους ἀνερρύσατό τε καὶ ἀνεκαλέσατο, καὶ δωρήμασιν ἁδροτέροις τούτους ἐδεξιώσατο. ἀλλὰ καὶ ἅπαξ απλῶς πρὸς πάντας φιλοτιμότερον ἐχοήσατο τῇ ἀρχῇ, ἀφειδῶς ἐπιχέων τούτοις τὰ χρήματα. καὶ ἦν ἰδεῖν τὸ τῶν Ῥωμαίων πλῆθος, κἂν οἷουδήτινος ἔτυχε τάγματος κἂν οἱασδήτινος τύχης καὶ ἐπιτηδεύματος οἱουδήτινος, πολλῆς τῆς ἡδονῆς ἐμφορούμενον καὶ ἐπιχαῖρον τοῖς πράγμασιν. ὥσπερ γάρ τις ἐκ σκοτομήνης βαθείας εἰς καθαρώτατον ἡλίου φέγγος ἐπέλθοι ἢ καὶ ἀπὸ κλύδωνος εἰς γαλήνην ἢ ἐκ χειμῶνος εἰς ἔαρ ἢ εἰς νηνεμίαν ἐκ λαίλα πος κἀκ τῆς πολλῆς ἀνίας μεταμειφθείη εἰς ἡδονήν, οὕτως ἅπαντες ἐπεγάννυντο καὶ ἐσκίρτων ὑφ᾽ ἡδονῆς, τῆς προτέρας ἐπιλελησμένοι ἀλγεινοτέρας καὶ πικρᾶς διαγωγῆς.
Ο Μιχαήλ ως φορέας ακμής και άνθησης της αυτοκρατορίας
Η εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Παλαιολόγου σηματοδοτεί μια άνθηση μετά από έναν βαρύ και δύσκολο χειμώνα. Είναι μια νέα εποχή ακμής μετά την παρακμή, όπου κυριαρχεί η ευδαιμονία. Ισχύει πλέον ό,τι ακριβώς δεν ίσχυε με τους Λασκαρίδες. Μάλιστα, ακολουθώντας τα πρότυπά του, ο Ακροπολίτης τονίζει την γενναιοδωρία του Μιχαήλ. Ο Μιχαήλ έκανε ό,τι ήλπιζε ο λαός ότι ο Θεόδωρος Β’ θα έκανε, ήτοι θα τους βοηθούσε οικονομικά. Ο Ακροπολίτης το τονίζει σε τέτοιο βαθμό, που παραθέτει και ένα περιστατικό που ανατρέπει την αντίστοιχη πολιτική του Ιωάννη Γ’: ακριβώς μετά την στέψη του ως αυτοκράτορας, παρατίθεται η αφήγηση μια πρεσβείας Λατίνων που φτάνουν για να χαιρετήσουν τον νέο αυτοκράτορα. Τα επακόλουθα είναι μια σκήνη που παραλληλίζει την στάση του Ιωάννη Βατάτζη απέναντι στους ξένους πρέσβεις, που όπως είδαμε, ήταν γενναιόδωρος σε αυτούς προκειμένου να τον επαινούν, εις βάρος του λαού. Εδώ ο Μιχαήλ κάνει το αντίστροφο, είναι αμείλικτος απέναντι τους, δεν τους χαρίζει ούτε χρυσάφι ούτε εδάφη της αυτοκρατορίας, και εν τέλει φεύγουν άπραγοι24.
Ο Ακροπολίτης δεν γράφει απλά μια ιστορία, αλλά δικαιολογεί μια νέα τάξη πραγμάτων. Μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζει τα γεγονότα, δικαιολογεί πλήρως την άνοδο στην εξουσία του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και την εγκαθίδρυση της δυναστείας του. Ο τρόπος που επιλέγει να εκθέσει τα γεγονότα είναι προφανώς επιλεκτικός: καταλογίζει μόνο τα αρνητικά στους Λασκαρίδες, υπερτονίζει τα λάθη τους, και τους περιγράφει με τον πιο υποτιμητικό τρόπο που μπορεί. Αντιθέτως ο Μιχαήλ εγκωμιάζεται δίχως άλλο, του καταλογίζονται μονάχα θετικά, ενώ κάθε επεισόδιο όπου τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος του μετατρέπεται σε ευκαιρία για να αναδειχθεί υπεράνω όλων. Ο Ακροπολίτης όχι απλά γράφει τα γεγονότα υπέρ του Μιχαήλ, αλλά είναι επιλεκτικός και σε ποια θα παρουσιάσει εξ αρχής. Δεν αναφέρεται ποτέ στις μεθόδους που αξιοποίησε προκειμένου να αναρριχηθεί τα αξιώματα αστραπιαία, ούτε τις δόλιες κινήσεις του στο παρασκήνιο για την βίαιη αρπαγή της εξουσίας. Ακόμα και στην σκηνή της δίκης του δεν γίνεται ποτέ λόγος για τις κατηγορίες κατά του. Ο Ακροπολίτης όχι απλά γράφει τα γεγονότα υπέρ του Μιχαήλ, αλλά είναι επιλεκτικός και σε ποια θα παρουσιάσει εξ αρχής. Ποτέ δεν μαθαίνουμε αθέμιτες πληροφορίες για αυτόν. Γράφει μια ιστορία-εγκώμιο, την ιστορία της νομιμοποίησης του καθεστώτος των Παλαιολόγων. Θα πρέπει να ψάξουμε μετά τον Ακροπολίτη, στον Γεώργιο Παχυμέρη, προκειμένου να λάβουμε πληρέστερες πληροφορίες για την άνοδο στον θρόνο και την βασιλεία του Μιχαήλ, θα πρέπει να εξετάσουμε τον ανατρεπτικό λόγο της ιστορίας, αυτή τη φορά, της παρακμής.
Ο καταγγελτικός λόγος του Γεωργίου Παχυμέρη
Μια γενιά χωρίζει τον Ακροπολίτη από τον Γεώργιο Παχυμέρη (PLP 22186)25. Ο πρώτος μάλιστα υπήρξε μαθητής του δευτέρου. Όπως βέβαια αποδεικνύεται, η επιρροή του δασκάλου του δεν ήταν καθοριστική. Ο Παχυμέρης ακολούθησε εκκλησιαστική σταδιοδρομία, ενώ είναι κατά κοινή ομολογία ένας από τους διαπρεπέστερους λόγιους της πρώιμης παλαιολόγιας περιόδου. Λόγω ακριβώς της διαφοράς ηλικίας με τον Ακροπολίτη, έζησε τα επακόλουθα της ανόδου του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου στην εξουσία, καθώς και του υιού του, Ανδρόνικου Β’ (PLP 21436). Ο Παχυμέρης περιγράφει μια αυτοκρατορία σε παρακμή, όπου όλες οι λάθος αποφάσεις των Παλαιολόγων έχουν οδηγήσει τους γειτονικούς εχθρούς προ των πυλών της βασιλεύουσας, τα εδάφη της αυτοκρατορίας συρρικνώνονται και ο λαός βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας. Ως ιστορικός περιγράφει με ένταση και γλαφυρότητα τον ολικό κατήφορο στον οποίο βαίνει η αυτοκρατορία, αποπνέοντας αγωνία για το μέλλον της. Η απαισιοδοξία του είναι φανερή ήδη από την αρχή του έργου του, Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι, όπου δηλώνει ότι θα περιγράψει το πως η αυτοκρατορία έφτασε στην δυσμενή της θέση, μια θέση από την οποία μέλλουν να συμβούν μονάχα τα χειρότερα (Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι (εκδ. Failler), Ι, 1, 25, 12-20):
Οὐ μὴν ἀλλ’ οὐδ’ αὐτὸς ἐγκεχείρηκα ἂν τῇ γραφῇ, ἤν μοι μὴ ἐλπίζειν, προϊόντος τοῦ χρόνου, τὰ χείρω καὶ ἔτι ξυμβαίνειν, ἐκ τῶν παρόντων καὶ τὰ ἐσαῦθις στοχαζομένῳ, ἢ μᾶλλον ἐκ τῶν συμβάντων λογιζομένῳ τὰ συμβησόμενα. Πολλῷ γὰρ δήπου εἰς ἀκοὴν ὠτίου θαυμασιώτερον ἐκ τοιαύτης, ἧς δὴ καὶ γεγεύμεθα, ἡσυχίας καὶ καταστάσεως εἰς τόδε ξυμφορᾶς τὰ πράγματα προελθεῖν, ἢ τοιαῦτα φανέντα καὶ οὕτως τῆς προτέρας εὐθαλείας, δεινοῦ χειμῶνος ἐπεισφρήσαντος, καταρρεύσαντα ἐπὶ μεῖζον καταυανθῆναι, ὥστε μὴ ὅπως εὐθαλεῖν, ἀλλ’οὐδὲ ζωτικῆς τὸ παράπαν μετέχειν κινήσεως.
Η αιτία αυτού του δεινοῦ χειμῶνος έχει όνομα, και είναι η δυναστεία των Παλαιολόγων. Η στέψη του Μιχαήλ Η’ ως αυτοκράτορας υπήρξε η αιτία όλων των δεινών για το γένος των Ρωμαίων. Τα λάθη τους τα καταγγείλει σε όλη την έκταση του έργου του, γράφοντας μια ιστορία ανατρεπτική μπροστά σε αυτή του Ακροπολίτη26. Εδώ, όχι μόνο η βασιλεία τους δεν αποδείχθηκε ευεργετική και η αρχή μιας περιόδου ευημερίας, αλλά τουναντίον αποτέλεσε την αρχή της δυσκολότερης περιόδου που είχε να αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία.
Μπορεί μεν να στηλιτεύει τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας, αλλά πάραυτα ο Παχυμέρης δεν γράφει με σκοπό την προπαγάνδα. Αν και locuscommunis, δεσμεύεται να ακολουθήσει την ιστορική αλήθεια, η οποία χαρακτηρίζεται ιερή (Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,Ι, 1, 23, 18-19):
ἱστορίας γάρ, ὡς ἄν τις εἴποι, ψυχὴ ἡ ἀλήθεια, καὶ τὸ τῆς ἀληθείας χρῆμα ἐπάναγκες ἱερόν, ὁ δὲ πρὸ ταύτης τὸ ψεῦδος ἄγων ἄντικρυς ἱερόσυλος.
Το κατά πόσο όντως ο Παχυμέρης μένει ακλόνητος σε αυτή την αρχή, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό του έργου του που τον κάνει να ξεχωρίζει. Πράγματι, η αντικειμενικότητα του ως ιστορικός έχει αναγνωριστεί από τους μελετητές27. Εξίσου θεωρώ ότι αξίζει η συνέπεια της μεθοδολογίας του: αν και ακολουθεί τα χνάρια των προγενέστερων, ο Παχυμέρης δεσμεύεται να παραθέσει σαν γεγονότα ότι είδε ο ίδιος, ή άκουσε από έγκυρες πηγές, συνήθως δε από αυτόπτες μάρτυρες των όσων συνέβησαν. Ενδιαφέρον προκαλεί και η τοποθέτησή του, ότι δεν είναι άξιο να αναφερθεί οτιδήποτε για το οποίο δεν είναι βέβαιος ή υπάρχουν διφορούμενες απόψεις (Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,Ι, 1, 23, 8-12, 25, 6-8)28:
Οὐ λόγους λαβὼν ἄνωθεν ἀμαρτύρους, οὐδ’ ἀκοῇ πιστεύων μόνον, ἤν τις λέγοι ἑωρακὼς ἢ καὶ ἀκούσας αὐτός, πιστοὺς δ’ ἀξιοίη τοὺς λόγους, εἰ μόνον λέγοι, λογίζεσθαι, ἀλλ’ αὐτόπτης τὰ πλεῖστα, οὕτω ξυμβάν, γεγονὼς ἢ καὶ μαθὼν ἀκριβῶς παρ’ ὧν τὸ πρῶτον ὡράθη πραχθέντα, πλὴν δ’ οὐκ ἀμάρτυρα, ἀλλὰ καὶ πολλοῖς ἄλλοις συνηγορούμενα, ὡς ἂν μὴ ὁ ξύμπας χρόνος, φύσιν ἔχων τὰ πολλὰ κρύπτειν συχναῖς κυκλικαῖς περιόδοις, καὶ τάδ’ ἀφανίσειε […] Ἐπειδὴ γὰρ τὰ ὁπουδήπου πραχθέντα ἔστι μὲν καὶ διεξιέναι, οἷς δὴ καὶ λέγειν βουλομένοις ἐστίν, ἔστι δὲ καὶ ἐᾶν ἄρρητα, μὴ ἀνάγκης ὑπούσης, νικᾷ κατ’ ἐμὴν γνώμην τὸ σιωπᾶν ἢ τὸ λέγειν ἄλλως ἢ ὡς ἐπράχθησαν, καὶ κρεῖττον δήπου τοῖς ἀκουσείουσι τὸ μὴ μανθάνειν ὅλως ἢ τὸ μανθάνειν ἄλλως ἢ ὡς ἡ ὄντως ἱστορία βούλεται, ὡς ἐκεῖθεν μὲν τῆς ἁπλῆς εἰσαγομένης ἐκείνης ἀγνοίας ἐξ ἧς οὐ μῶμος προστρίβεται, ἐντεῦθεν δὲ τῆς διπλῆς, ὥστε μὴ εἰδέναι συμβαίνειν τὸν εἰδέναι οἰόμενον, οὗ δὴ καὶ χεῖρον οὐδέν.
Ο Παχυμέρης μέσα από το προοίμιο του φανερώνεται ως ένας ακάματος σκαπανέας της ιστορικής αλήθειας, που επιζητεί μέσα από το έργο του να ρίξει φως στην ιστορική πορεία που οδήγησε στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Ο λόγος του είναι ο λόγος ενός ανθρώπου που ζει έντονα τις δυστυχίες και τα τεκταινόμενα της εποχής του, και προσπαθεί μέσα στο κλίμα της να κάνει έναν απολογισμό. Η κριτική του φανερώνει μια αθέατη πλευρά τόσο των Λασκαρίδων όσο και των Παλαιολόγων: για τους πρώτους, ο Παχυμέρης αναφέρει τις ευεργεσίες που κάνανε στον λαό, δικαιώνει τον Θεόδωρο Β’ για τις επιλογές του και τον δικαιολογεί για την ενίοτε ταραχώδη συμπεριφορά του λόγω της ασθένειάς του. Για τους δεύτερους, εκθέτει όλα τα δόλια μέσα που αξιοποίησε ο Μιχαήλ για να ανέβει στην εξουσία, πως στην πραγματικότητα ήταν ένας μοχθηρός και ματαιόδοξος άνθρωπος, που καταπάτησε όρκους και έβαψε με αίμα τα χέρια του, προκειμένου να υποκινήσει μια στάση που θα φέρει ταραχές στην αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα αναφέρεται σε όλες τις κακές επιλογές που έκανε ως αυτοκράτορας, οι οποίες οδήγησαν σε απώλεια εδαφών, στρατιωτικής ισχύος και κοινωνικής συνοχής, προκαλώντας ταραχές στον λαό, την διοίκηση και την Εκκλησία. Παρόλα αυτά, ίδιον της γραφής του είναι ότι αποδίδει σε κάθε πρόσωπο της ιστορίας του τα χαρακτηριστικά που του αναλογούν, χωρίς υπερβολές. Επρόκειτο για μια προσπάθεια αντικειμενικής εκτίμησης των χαρακτήρων και των επιλογών τους, που σπανίζει στην βυζαντινή ιστοριογραφία.
Συνηγορία υπέρ Θεόδωρου Λάσκαρι
Ο Παχυμέρης ταυτόχρονα με την κριτική του στο νέο καθεστώς προβαίνει και σε έναν θετικό απολογισμό της δυναστείας των Λασκαρίδων. Αντίθετα με την απολογητική στάση του Ακροπολίτη προς τον Μιχαήλ Η’, εδώ το ancien régime παρουσιάζεται με μεγαλύτερη εποπτεία, η οποία μας χαρίζει και τα πλεονεκτήματά του. Ο Παχυμέρης βέβαια δεν αρνείται τις αδυναμίες του Θεόδωρου Β’ ούτε τις κρύβει, ούτως ώστε να φανεί ανώτερος του Μιχαήλ29. Αντιθέτως μας δίνει μια πλήρη εικόνα του νεαρού αυτοκράτορα του βασιλείου της Νικαίας, με τα αρνητικά και τα θετικά του. Δίνοντας κάποια ψήγματα αξιοπιστίας στον Ακροπολίτη, μας πληροφορεί για την καχυποψία που είχε απέναντι στους συνεργάτες του, αλλά και για τον σκληρό τρόπο με τον οποίο τιμωρούσε όσους θεωρούσε ανάξιους εμπιστοσύνης30. Σε αντίθεση όμως με τον Ακροπολίτη, ο Παχυμέρης δίνει μια εξήγηση για αυτή τη στάση του Θεόδωρου: η καχυποψία και η σκληρότητά του οφείλονταν στην χρόνια ταλαιπωρία του από επιληψία (νόσος)31, η οποία τον εμπόδιζε νυχθημερόν από το να βλέπει τα πράγματα ξεκάθαρα, και αντ’ αυτού να φαντάζεται άσχημα πράγματα (Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,Ι, 8, 41, 6 – 43, 3):
᾿Αλλ᾽ ἐπειδὴ θερμὸς ἦν ἐκεῖνος πρὸς πάντα [sc. ο Θεόδωρος Λάσκαρις], ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ καταφρονεῖσθαι δόξαν – ἡ γὰρ νόσος ἐπεισπεσοῦσα καὶ μᾶλλον τρύχουσα ἔπειθε δεινὰ ὑπιδέσθαι – […] Καὶ πόλλ᾽ ἄττα ἐκαινοτόμει, τὴν ὀφρὺν τῶν πρὸς αἵματος καθαιρῶν καὶ τὸ ἀσφαλὲς ἐντεῦθεν ἑαυτῷ, ὡς ᾤετο, προμηθούμενος· οὐ γὰρ ἀναπνεῖν εἴα ἐκεῖνον ἡ νόσος, νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν τὰ μὴ καλὰ φανταζόμενον.
Ο Θεόδωρος του Παχυμέρη είναι πολύ πιο ανθρώπινος και συμπαθητικός. Ο συγγραφέας ανενδοίαστα εξετάζει όλες τις καλές πλευρές του χαρακτήρα του, όπως είναι η ανδρεία και η γενναιοδωρία. Πολύ ενδιαφέρουσα όμως είναι η δήλωση του Παχυμέρη για τον τρόπο με τον οποίο στελέχωνε ο Θεόδωρος την αυτοκρατορική αυλή: σαν σε έμμεσο διάλογο με τον Ακροπολίτη, τονίζει ότι οι διορισμοί που έκανε ήταν δίκαιοι, γιατί βασίζονταν στην αριστεία (ἀριστίνδην) και την εξοικείωση (τοῖς προσήκουσιν) με το αντικείμενο του αξιώματος, και δεν έγιναν από ανοησία (βλακείας χάριν, Ο.π., Ι, 13, 61, 6-13.):
Τοιοῦτος δ᾽ ὤν, βαρὺς ἔδοξε τοῖς ἐν τέλει, ὅτι, οὐ κατ’ εὐγένειαν καὶ κῆδος βασιλικόν, ἀλλ᾽ ἀριστίνδην τοὺς ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκλεγόμενος, τοῖς προσήκουσιν ἐσέμνυνεν ἀξιώμασιν· οἷς δὲ συνέβαινε προσγενέσιν εἶναι καί οἱ πρὸς αἵματος, ἀρκεῖν ἔκρινε τὸ τοιοῦτον καὶ ἱκανὸν εἰς λόγον σεμνώματος. Τὸ δ᾽ ἦν, εἰ σκοποίη τις, ἀρετὴν ὀφέλλοντος ἄρχοντος καὶ παρακαλοῦντος πρὸς εὐδοκίμησιν τὸ ὑπήκοον· οὐ γὰρ βλακείας χάριν, ἀλλ᾽ ἀριστείας καὶ τοῦ καλῶς ἄγεσθαί τε πρὸς ἐκείνου καὶ ἄγειν ἄλλους, τὰς βασιλικὰς φιλοτησίας ἔκρινε διανέμεσθαι.
Ιδίως η καταληκτική δήλωση, θεωρώ πως θα πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις για το εάν ο Παχυμέρης ήθελε, ανάμεσα σε άλλα, να απαντήσει ταυτόχρονα και στην ιστορία του Ακροπολίτη, πιθανώς για να εκθέσει την προπαγάνδα του32.

Ο δόλος του Μιχαήλ Η’
Όπως και να έχει το πράγμα, η θετικότερη αντιμετώπιση του Θεόδωρου Β’ συνοδεύεται από μια ανατρεπτική κριτική του Μιχαήλ Η’, όπου ο Παχυμέρης ανατρέπει κάθε εικόνα του πρώτου Παλαιολόγου, όπως τις έπλασε ο Ακροπολίτης. Ο πρώτος «εικονοκλαστικός» ισχυρισμός έχει να κάνει με το ποιόν του χαρακτήρα του. Ο Μιχαήλ δεν έχει εδώ καμία σχέση με την αδαμάντινη προσωπικότητα που περιέγραψε ο Ακροπολίτης. Είναι ύπουλος, μοχθηρός, καιροσκόπος και αδίστακτος. Η άνοδος του στα αξιώματα και η εύνοια που απολάμβανε από την αυλή ήταν προϊόν των δολοπλοκιών του, αφού χρημάτιζε τους κατάλληλους ανθρώπους προκειμένου να λάβει την στήριξή τους. Ο επίδοξος σφετεριστής του θρόνου φαίνεται να απολάμβανε να κινεί τους ανθρώπους με βάση το συμφέρον του (Ο.π., Ι, 26, 105, 5-13):
Καὶ ἐπεὶ ἀνάγκη ἦν ἐκ τῶν κοινῶν τοῖς περὶ τὸν πατριάρχην οἰκονομεῖσθαι, καὶ μᾶλλον τοῖς ἀρχιερεῦσι, τὰ ἐπιτήδεια, αὐτὸς λαμβάνων ἐδίδου καὶ προσεπεφιλοτιμεῖτο τὰ πλείονα, τὸ μὲν πρόδηλον ἐπ᾿ ἀναγκαίαις ταῖς προφάσεσι, τὸ δέ γε σπουδαζόμενον παρ᾽ ἐκείνου σοφῶν ὀφθαλμοὺς ἐκτυφλώττειν δώροις καὶ τὴν ἐκείνων ὑποποιεῖσθαι εὔνοιαν. Ο καὶ γινόμενον καθ’ ἑκάστην ῥοπὴν εὐμενείας ἐνεποίει μεγίστην παρ᾽ ἐκείνων ἑαυτῷ διδόντι, καὶ τὰ τῆς πρὸς ἕκαστον ἐκείνων τιμῆς τε καὶ ὑποπτώσεως ἦσαν ὡς, ὀλίγον τὸ μεταξὺ διελθεῖν, καὶ πάντας ἔχειν ἐκείνους ἐκ τῶν ῥινῶν καὶ ἄγειν δύνασθαι ὅπῃ βούλοιτο.
Η πλεονεξία του Μιχαήλ τον οδήγησε σε μια δόλια πράξη με καθοριστικές συνέπειες για το Βυζάντιο: τη καταπάτηση του όρκου τήρησης της νόμιμης διαδοχής του θρόνου. Αυτό είναι ένα ζήτημα που ο Ακροπολίτης, στην καλύτερη, κάλυψε επιφανειακά33. Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β’, η σκυτάλη της εξουσίας περνούσε στα χέρια του Ιωάννη Δ’ (PLP 14534), υιού του Θεόδωρου και ακόμη ανήλικος κατά τον θάνατο του πατέρα του. Αυτό το οποίο είχε ορκιστεί από κοινού η αυλή ήταν να τηρηθεί η νόμιμη διαδοχή και να λάβει τα σκήπτρα ο νεαρός Ιωάννης. Όμως αυτός που κατά τον Παχυμέρη δεν τήρησε τον όρκο ήταν ο Μιχαήλ34.
Ενώ ο Ακροπολίτης μετά βίας αναφέρεται στον όρκο, παραβλέποντας τελείως τα όσα συνέβησαν με τον Ιωάννη, ο Παχυμέρης προσφέρει μια αποκαλυπτική ματιά μέσα στα σχέδια του Μιχαήλ για τον σφετερισμό της εξουσίας. Με μια αναίδεια «σαν να πούλησε λάχανα» (ὡς λάχανα κατεδήδοτο), ο Μιχαήλ σχεδίασε την ανατροπή του νεαρού νόμιμου διαδόχου, εν τέλει τυφλώνοντας και στέλνοντας στην εξορία τον έφηβο. Στο απόσπασμα αυτό ο Παχυμέρης τονίζει εμφατικά το σχήμα της ύβρεως του Παλαιολόγου, ο οποίος δεν δίστασε ούτε μπροστά στον φόβο του Θεού, ούτε μπροστά στους όρκους που έδωσε, ούτε μπροστά στο νεαρό της ηλικίας του Ιωάννη. Μπορεί να βαυκαλίζεται, θεωρώντας εαυτόν θεοσεβή και έντιμο, όμως εν τοις πράγμασι διέπραξε ένα ανίερο έγκλημα (Ο.π., ΙΙΙ, 10, 257, 7-26):
Τούτοις καταστρατηγηθέντος τοῖς λογισμοῖς τοῦ βασιλέως – ὑπέκαιε γὰρ αὐτὸν ὁ τῆς μοναρχίας ἔρως, καὶ τὴν παρερχομένην δόξαν περὶ πλείονος ἐτίθει τοῦ θείου φόβου διὰ τὴν τοῦ πλείονος ὄρεξιν –, βουλὴν βουλεύεται μάλα μὲν αἰσχίστην, μάλα δὲ καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, καὶ πέμψας ἐκτυφλοῦν τὸν παῖδα προσέταττε, παιδίον ἁπαλὸν καὶ μηδὲν ἔτι σχεδὸν τελέως ἢ τὸχαίρεινἢ τὸ λυπεῖσθαι μαθόν, καί γ᾽ ἐν ἴσῳ τιθέμενον τό τ’ ἄρχειν καὶ τὸ ἄρχεσθαι, μόνῳ δὲ τῷ πατριάρχῃ πιστεῦον καὶ τοῖς οὕτω τὰ κατ᾿ αὐτὸν διοικοῦσι, καὶ μηδὲ ὅ τί ἐστιν ὅρκος εἰδός, ἐξ οὗ καὶ θαρρεῖν εἶχε μὲν οὐκ αὐτός, ἀλλ᾽ οἱ περὶ ἐκεῖνον, ἐκεῖνον σῴζεσθαι. Γίνεται γοῦν ὡς τὴν ἀρχὴν προσετάχθη, καὶ τὸ βρέφους μικρὸν ὑπερβεβηκὸς παιδίον στερεῖται τοῦ βλέπειν, τοῦτο μόνον φιλανθρωπευσαμένων τῶν περὶ τὸν Ἐξώτροχον ἐξυπηρετουμένων τῷ μιαρῷ τολμήματι τὸ μὴ σιδήροις ἐκπυρωθεῖσι τοὺς ὀφθαλμοὺς λυμήνασθαι, ἀλλ᾽ ἠχείῳ τινὶ πυρωθέντι ἐπὶ τῶν ὄψεων φερομένῳ ἐξοπτῆσαι τῷ νεανίσκῳ τοὺς ὀφθαλμούς, ἀπομαρανθέντας τῇ ἐκπυρώσει καὶ ἠρέμα σβεσθέντας τὸ ὀπτικόν. Μεθὸ δὲ ταῦτ᾽ ἐτολμήθη κατ’ αὐτὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Σωτῆρος καθ᾽ ἣν ἄρα καὶ ἐγεννήθη, χειρὶ μὲν παρανόμῳ, προστάξει δὲ παρανομωτέρα, φέροντες ἐκ Χηλῆς φόρτον ἐλεεινὸν καὶ οἷον ἄψυχον, τῷ πρὸς θάλασσαν τῆς Δακιβύζης φρουρίῳ ἐν ἀσφαλεῖ κατακλείουσι καί οἱ φρουροὶ ἐγκαθίστανται, ἀποταχθέντος αὐτάρκους σιτηρεσίου τῷ ἐγκεκλεισμένῳ. Ὅρκοι δ’ ἐκεῖνοι καὶ συνθεσίαι καὶ ἐμπεδώσεις φρικταὶ ὡς λάχανα κατεδήδοτο βασιλεῖ δοκοῦντι θεοφίλειαν ἔχειν.
Η ανατροπή του «ιδανικού ηγέτη»
Υπάρχουν κάποιες ακόμα αξιοσημείωτες αναφορές του Παχυμέρη που ανατρέπουν γεγονότα που είχε περιγράψει και ο Ακροπολίτης. Ένα από αυτά είναι η δίκη του 1253. Όπως είδαμε, ο Ακροπολίτης, αφήνοντας ασαφείς τις κατηγορίες εναντίον του, πλάθει μια ιστορία που δικαιώνει τον Μιχαήλ και αποτελεί αφορμή για τον εγκωμιασμό του, ενώ ταυτόχρονα υποτιμά τον Ιωάννη Γ’ και τον πατριάρχη Φωκά. Η απόρριψη του τεχνάσματος του πυρωμένου σιδήρου δείχνει την αγάπη του Μιχαήλ για τα γνήσια ήθη των Ρωμαίων και την μειονεξία των βαρβαρικών τρόπων, τους οποίους οι αντίπαλοί του ασπάζονται35. Ενώ ο Παχυμέρης μας πληροφορεί ότι, πράγματι, ήταν ο Μιχαήλ αυτός ο οποίος κατήργησε αυτό το έθιμο36, κατά τα άλλα μας δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα της δίκης του37: ο Μιχαήλ κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε κατά του βασιλείου της Νικαίας, με τον δεσπότη του βασιλείου της Ηπείρου να του έχει τάξει γάμο με την κόρη του. Μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος στην φυλακή, όμως ο Παχυμέρης τονίζει ότι δεν ήταν ξεκάθαρο αν οι κατηγορίες ίσχυαν ή όχι38. Εν τέλει, αφέθηκε ελεύθερος μετά από παρέμβαση του πατριάρχη, με την προϋπόθεση να δώσει όρκους εμπιστοσύνης39.
Ο Παχυμέρης προσφέρει και μια διαφορετική εκδοχή της ιστορία με την λατινική πρεσβεία που στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά την στέψη του Μιχαήλ. Ενώ στην εκδοχή του Ακροπολίτη ο αυτοκράτορας παρουσιάστηκε αμετάκλητος και τραχύς απέναντι τους, εδώ είναι συγκαταβατικός, πρόθυμος να λήξει τον πόλεμο μεταξύ τους, προσφέροντάς τους μάλιστα και δώρα, μολονότι η πόλη είχε πέσει σε οικονομική δυσμένεια40. Η εικόνα του αφιλοχρήματου Μιχαήλ ανατρέπεται επίσης και από ένα ιστορικό ανέκδοτο που παραθέτει ο Παχυμέρης, που δείχνει τον σεβασμό του Ιωάννη Βατάτζη προς τον λαϊκό πλούτο: μια μέρα που ο μικρός Θεόδωρος Β’ πήγε για κυνήγι με τα βασιλικά ενδύματα, ο πατέρας του τον επέπληξε, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να φέρεται δίχως σεβασμό σε αυτά, αφού για αυτά οι Ρωμαίοι «πληρώνουν με το αίμα τους» (αἵματα εἶναι Ῥωμαίων τὰ χρυσόσημα ταῦτα)41.
Η ολοκλήρωση της Kaiserkritik του Παχυμέρη αφορά την αποτίμηση των πολιτικών επιλογών του Μιχαήλ, όπου γίνεται λόγος για τις καταστροφικές αποφάσεις που έκανε για την διαχείριση του βασιλείου, και οι οποίες συνεχίστηκαν από τον υιό του, Ανδρόνικο Β’42. Τα βασικότερα σφάλματα που καταλογίζει ο Παχυμέρης στην πολιτική του Μιχαήλ είναι η παραμέληση της Μικράς Ασίας, η οποία ουσιαστικά αφέθηκε αμαχητί στο έλεος των Τούρκων43, όπως και η συνακόλουθη εξαθλίωση του στρατού44, κίνητρο των οποίων ήταν η τιμώρησή τους λόγω ότι στις περιοχές αυτές δεν αναγνωριζόταν ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Περαιτέρω, οι εγχώριες ταραχές που προκλήθηκαν από τις επακόλουθες συμφορές (όπως η εσωτερική μετανάστευση προς την Κωνσταντινούπολη ή η αυτομόληση ολόκληρων ακριτικών περιοχών στους Τούρκους) αντιμετωπίστηκαν με επιπολαιότητα. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η συνάθροιση πληθών προσφύγων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης λόγω της τουρκικής επέλασης, την οποία περιγράφει γλαφυρά ο Παχυμέρης (Μικρασιάτης ο ίδιος), τονίζοντας τις κακουχίες και τα βάσανα των χιλιάδων ανθρώπων που εισέρρεαν «σαν μυρμήγκια» (μυρμηκιὰν ἀνθρώπων) στην βασιλεύουσα45.
Σίγαση αντιφρονούντων
Δριμεία κριτική του ασκείται επίσης για τον τρόπο που διαχειρίστηκε τον αντίλογο των πράξεων του. Οι πολιτικές του αποφάσεις σαφώς προσελήφθησαν αρνητικά, με επιστέγασμα την συνθήκη της Λυών το 1274. Ο Παχυμέρης δεν κατακρίνει τόσο την απόφαση αυτή, όσο τον μακάβριο τρόπο που τιμωρούσε τους αντιφρονούντες46. Σε παρόμοιες ακρότητες υπεισήλθε ο Μιχαήλ και προς τους υποστηρικτές του Ιωάννη Δ’, με τραγική φιγούρα τον Μανουήλ Ολόβωλο (PLP 21047), ο οποίος βασανίστηκε με απάνθρωπο τρόπο47:
Τότε καὶ αἰτίας πλασάμενος τῷ Ὁλοβώλῳ Μανουήλ, παιδίῳ ὄντι καὶ εἰς τοὺς οἰκείους τότε τελοῦντι γραμματικούς, ὑπερπαθοῦντι δ᾽ ὅμως τοῦ Ἰωάννου, τοιαῦτα παθόντος ἀδίκως, ὦ Δίκη, καὶ παρὰ τὸ εἰκός, ἀφαιρεῖται ῥινὸς αὐτῆς μετὰ τῶν χειλέων· ἐκεῖνος δέ, παραυτίκα ῥακενδυτήσας, τὴν μονὴν τοῦ Προδρόμου εἰσέρχεται. Καὶ δὴ ἄλλους πλείστους διὰ ταῦτα ὑποβλεπόμενος, τοὺς μὲν ἐν οὐδεμιᾷ ἔταττε μοίρᾳ, τοὺς δὲ καὶ ἐκόλαζε. Τοιοῦτον γὰρ τὸ μὴ ἐννόμως ἄρχειν, ἀλλὰ τυραννικῶς· οἷς γὰρ ἁμαρτάνειν συμβαίνοι τὸν ἄρχοντα, τούτοις ὑπειδόμενον τοὺς τῶν ἀνθρώπων εὐσυνειδήτους ἄχθεσθαι, ἐπεὶ οὐκ ἔστιν ἐκεῖνον μετανοεῖν ἐφ᾽ οἷς ἐπράχθη καὶ συγγνώμην ζητεῖν παραιτούμενον, ἀνάγκη, δικαίως πιστεύοντα ἀπεχθάνεσθαι, μισεῖν ἐντεῦθεν τοὺς ὑπονοουμένους καὶ τιμωρεῖν.
Συμπεράσματα
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικές όψεις του ίδιου προσώπου. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος του Ακροπολίτη, από την μία, είναι ο ιδανικός, ελέω Θεού, βασιλιάς για να αναλάβει τα σκήπτρα της εξουσίας, σε μια απαιτητική περίοδο όπου η ηγεσία του βασιλείου αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ο Ακροπολίτης γράφει μια απολογητική ιστορία, όπου δικαιώνεται από κάθε οπτική η άνοδος του Μιχαήλ στον θρόνο, εκθέτοντάς τον ως τον ιδανικό ηγέτη, στα πρότυπα του βυζαντινού βασιλιά, ενώ ταυτόχρονα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε η δυναστεία των Λασκαρίδων να φανεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό στο οποίο ήλπιζαν οι πολίτες της αυτοκρατορίας ότι θα τους χαρίσει ευημερία.
Από την άλλη μεριά, ο Παχυμέρης γράφει μια αποκαλυπτική ιστορία, στην οποία εκθέτει όλα τα εγκλήματα που διέπραξε ο Μιχαήλ προκειμένου να ανέβει στον θρόνο. Είναι άπληστος, ύπουλος, ασεβής, αμαρτωλός, βίαιος, μοχθηρός και αποζητά μόνο την ικανοποίηση του εαυτού του. Η βασιλεία του εν τέλει αποδείχθηκε μια βαριά δοκιμασία για την ανασυσταθείσα αυτοκρατορία, η οποία βαλλόταν πανταχόθεν, είχε να αντιμετωπίσει έντονα εσωτερικά προβλήματα, ενώ την ίδια στιγμή ήταν βαθιά διχασμένη ανάμεσα σε όσους υποστήριζαν τον αυτοκράτορα και όσους τον κατέκριναν. Η διαχείριση όλων αυτών προκλήσεων αποδείχθηκε μοιραία, αφού η αυτοκρατορία αποδιοργανώθηκε στρατιωτικά και διοικητικά, έχασε όλα της τα εδάφη στα παράλια της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει η πρωτεύουσα προσφυγική κρίση, ενώ όσοι ασκούσαν κριτική στον αυτοκράτορα υπέστησαν απάνθρωπα βασανιστήρια.
Είναι προφανές, ότι η εικόνα του Μιχαήλ που μας δίνει ο Παχυμέρης απέχει απίστευτα από την εξωραϊσμένη παρουσίαση του Ακροπολίτη. Ο καθένας του γράφει υπό συγκεκριμένο πρίσμα, ο τελευταίος θέλοντας να νομιμοποιήσει μια δυναστεία, και ο πρώτος θέλοντας να καταγράψει την παρακμή της αυτοκρατορίας. Και οι δύο αποτελούν πολύτιμη πηγή για την εποχή τους, ο κάθε ένας για τους δικούς του λόγους. Μέσα όμως από την πένα και των δύο, αναδύεται με διαύγεια ένα Βυζάντιο σε κρίση, το οποίο ψάχνει να ξαναβρεί το χαμένο, ένδοξο παρελθόν του, και έρχεται αντιμέτωπο με ένα δυσοίωνο παρόν, το οποίο επιφυλάσσει ισχυρές προκλήσεις για το μέλλον, προκλήσεις που, όπως μας έδειξε η ιστορία, θα αποβούν μοιραίες για την ιστορική ύπαρξη του γένους των Ρωμαίων.
Βιβλιογραφία
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεωργίου Ἀκροπολίτου, Χρονικὴ Συγγραφή, εκδ. Αugustus Heisenberg, Georgii Acropolitae Opera, τ. Α’, Λειψία, 1903.
- Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι, εκδ. Albert Failler, Georges Pachymérès. Relations Historiques (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24), 5 τόμοι, Παρίσι, 1984–2000.
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολου Καρπόζηλου, Βυζαντινοί Iστορικοί και Xρονογράφοι, τ. Δ’, Αθήνα, 2015.
- Herbert Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία. Ἡ Λόγια Κοσμικὴ Γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Β’, μετάφραση Ταξιάρχη Κόλια et. al., Αθήνα, 20176 .
- Apostolos Karpozilos, «Writing the History of Decline», στο: Sofia Kotzabassi (επιμ.), A Companion to the Intellectual Life of the Palaeologan Period (Brill’s Companions to the Byzantine World 12), Leiden-Βοστώνη, 2023, σ. 133-171.
- Ruth Macrides, George Akropolites, the History. Introduction, Translation and Commentary, Οξφόρδη, 2007.
- Erich Trapp et. al. (επιμ.), Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit (= PLP), 12 τόμοι, Βιέννη, 1976–1996.
Υποσημειώσεις
1 Βλ. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Β’, μετάφραση Ταξιάρχη Κόλια et. al., Αθήνα 20176, σ. 286, πρβλ. όμως του ίδιου, ο.π., σ. 284, πρβλ. επίσης Ruth Macrides, GeorgeAkropolites, TheHistory (Oxford Studies in Byzantium), Οξφόρδη, 2007, σ. 29-30, και Απόστολου Καρπόζηλου, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Δ’, Αθήνα, 2015, σ. 32.
2 Βλ. Hunger, ο.π., σ. 283 και Apostolos Karpozilos, «Writing the History of Decline», στο: Sofia Kotzabassi (επιμ.), A Companion to the Intellectual Life of the Palaeologan Period (Brill’s Companions to the Byzantine World 12), Leiden-Βοστώνη, 2023, σ. 134.
3 Βλ. Καρπόζηλος, ο.π. και σ. 37.
4 Για τον βίο του Ακροπολίτη βλ. το σχετικό λήμμα στο PLP (518, βλ. παραπάνω), Καρπόζηλος, ο.π.,σ. 32-36 και Macrides, ο.π., σ. 5-29.
5 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 64-65, με ιδιαίτερη έμφαση στην σύγκριση του Ακροπολίτη με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη στην σ. 65 (όπου και αγγλική μετάφραση του χωρίου του Σκουταριώτη με παραπομπή στο πρωτότυπο): ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι μετά το ράπισμα που δέχτηκε από τον Θεόδωρο Β’ η σχέση τους διαρράχθηκε δια παντός (βλ. Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 132, 8-29), ενώ ο Σκουταριώτης αναφέρει ότι την ακριβώς επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας μετάνιωσε για την βάρβαρη πράξη του και κάλεσε πίσω τον Ακροπολίτη, ο οποίος όχι μόνο απάντησε θετικά, αλλά κατόπιν έλαβε ξανά τις υψηλότερες των τιμών.
6 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 55-56, όπου και αναλυτικότερη εξέταση των κριτηρίων του Ακροπολίτη και παραπομπές στα αντίστοιχα χωρία.
7 Αξιοσημείωτο όμως είναι πάραυτα το γεγονός ότι το ανωτέρω δεν συνιστά κανόνας για τον Ακροπολίτη: στην περίπτωση του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρι, ενώ υπάρχει ερωτικό πταίσμα από μέρους του, το οποίο αναφέρεται ρητά από τον συγγραφέα, δεν αποτελεί έναυσμα για κριτική. Αντιθέτως ο απολογισμός της βασιλείας του είναι θετικότατος από τον Ακροπολίτη, βλ. Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 31, 19 – 32, 8: ἦν δὲ ὁ βασιλεὺς Θεόδωρος ὁ Λάσκαρις, ὁπότε τὸ τέλος ἔσχε τοῦ βίου […]περὶ τὰς μάχας ὀξύς, θυμοῦ τε καὶ ἀφροδισίων ἡττώμενος, ἐλευθεριώτερος ἐν ταῖς δωρεαῖς· οἷς γὰρ ἂν βούλοιτο, πολὺ τὸ χρυσίον ἐδίδοτο, ώς ἐν ἀκαρεῖ τούτους πλουτεῖν. τεταλαιπώρηκε δὲ πάμπολλα ἐν ταῖς μάχαις ταῖς τε πρὸς Ἰταλοὺς καὶ τοὺς Πέρσας. ἀρχὴ γοῦν οὗτος ἐγεγόνει τῆς τῶν ‘Ρωμαίων ἀρχῆς, ᾦ καὶ πολλὴν χάριν ὄφλειν τοῖς ‘Ρωμαίοις πάνυ δέον καθέστηκε. Αν και του καταλογίζει την αδυναμία ως προς την συγκράτηση των ερωτικών του ορμών και του θυμού του (όπως θα δούμε, κληρονομικό χαρακτηριστικό των Λασκαρίδων), κατά τα άλλα παρουσιάζει μονάχα τις αρετές και τα επιτεύγματά του. Το γιατί είναι ίσως δυσερμήνευτο. Εικάζω ότι ίσως παίζει ρόλο το γεγονός ότι είναι, όπως τονίζει και η Macrides, ο.π., σ. 56, ο μόνος αυτοκράτορας που μνημονεύεται στην Χρονικὴ Συγγραφή τον οποίον δεν γνώρισε προσωπικά ο Ακροπολίτης. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει περαιτέρω πειστήριο για την υπόθεση ότι η προπαγάνδα του Ακροπολίτη οφείλεται και σε προσωπική διαμάχη του ίδιου με πολλούς από τους αναφερόμενους στο έργο του.
8 Βλ. και Karpozilos, «Decline», σ. 135.
9 Για τον θαυμασμό του Ακροπολίτη προς την αυτοκρατόρισσα Ειρήνη, Βλ. Macrides, ο.π., σ. 57-58.
10 Βλ. Macrides, ο.π.
11 Ο.π., σ. 59, η υπογράμμιση δική μου.
12 Βλ. και Karpozilos, «Decline», ο.π.
13 Πιθανώς εδώ το μακαρίζειν να αποτελεί και αυτό εμπαιγμός ως προ την αγιότητα του Βατάτζη, βλ. και Macrides, ο.π., σ. 57.
14 Ο.π., Ι, 114, 16-19.
15 Ενδιαφέρον προκαλεί στην σκηνή του ραπίσματος ο τρόπος που παρουσιάζει εαυτόν ο Ακροπολίτης: ναι μεν το παρουσιάζει ως τραυματικό και δραματικό γεγονός για εκείνον (Ο.π., Ι, 131, 12-13: ἵν’ εἴη καὶ σκηνὴ τοῦ δράματος εἰς τραγῳδίαν ἀξίαν μεμορφωμένη), αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει τον εαυτό του ως ικανό, μέσα από την – υποτιθέμενη – ευσέβεια του, να κάνει τον αυτοκράτορα να νιώσει ντροπή για ό,τι έκανε, σε πλήρη αντίθεση με την αφήγηση του Σκουταριώτη (βλ. υποσημείωση 5), όπου ο ίδιος ο Θεόδωρος ένιωσε άσχημα μετά ( Ο.π., Ι, 131, 14-25: ἐγὼ δὲ σιγῇ τὰς τύψεις ἐλάμβανον. ὃ καὶ μαλλον τοῦτον ἐξέμαινεν, ὅτι μηδ᾽ ὅλως πρὸς διήσεις κάμπτομαι καὶ πληττόμενος. ἐπεὶ δὲ πολλὰς κατὰ παντὸς ἐδε ξάμην τοῦ σώματος, μόγις ἰσχνῇ καὶ ἠρεμαίᾳ φωνῆ ‘Χριστὲ βασιλεῦ‘, ἔφην, ‘πόσας νενόσηκα νόσους, καὶ διὰ τί ἐν οὐδεμιᾷ τούτων κατέλυσα τὴν ζωήν, ἀλλ᾽ ἐν τοιούτοις με καιροῖς ἐταμίευες;‘ταῦτ᾽ εἶπον, καὶ ὁ βασιλεὺς οἷον αἰδεσθεὶς ἀπηλλάγη, […] καὶ πάλιν οὗτος διὰ τῶν ἐρωτήσεων κατηνάγκαζε·
16 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 56.
17 Ο.π., 117, 16-17.
18 Η Macrides, ο.π., σ. 47-51 κάνει πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την εξάρτηση του Ακροπολίτη από τον Βλεμμύδη στον τρόπο που αποτιμά πρόσωπα και αξιώματα. Συγκεκριμένα, όλοι οι πατριάρχες του βασιλείου της Νικαίας, πλην του Μιχαήλ Αυτωρειανού, όπως και οι Θεόδωρος Β’ και Γεώργιος Μουζάλωνας ήταν απεχθείς για τον Βλεμμύδη. Όλα αυτά τα πρόσωπα δέχονται κριτική και από τον Ακροπολίτη. Παρομοίως φαίνεται ο Ακροπολίτης να υιοθέτησε από τον δάσκαλό του την κριτική με βάση το μορφωτικό επίπεδο.
19 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 61-62.
20 ΧρονικὴΣυγγραφή, Ι, 136, 8-10: πολλῶνγὰρλόγωνἄξιατὰἐντῇφυγῇγεγενημένατοῦΚομνηνοῦΜιχαήλ.
21 Ο.π., Ι, 136, 10 – 137, 1.
22 Ο.π., Ι, 134, 7 – 136, 7, με έμφαση στο 135, 19 – 136, 4, όπου οι οδηγίες του Μιχαήλ προς τους στρατιώτες του. Ο Μιχαήλ, ψύχραιμος, καθοδηγεί συνετά τους στρατιώτες του να υπηρετήσουν στο ακέραιο το βασίλειο και να το κρατήσουν σε όσο καλύτερη κατάσταση μπορούν, προτού τον ακολουθήσουν. Ακόμα και στις δύσκολες ώρες τον παρουσιάζει ο Ακροπολίτης ως κλάσης ανώτερο στρατηγικό νου απ’ ότι τον Θεόδωρο Λάσκαρι. Βλ. επίσης Macrides, ο.π., σ. 62.
23 Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 158, 5-21.
24 Ο.π., Ι, 161, 25 – 163, 17. Βλ. επίσης Macrides, ο.π., σ. 63.
25 Για τα βιογραφικά του Παχυμέρη βλ. PLP 22186, Hunger, ο.π., σ. 288-289 και Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί, σ. 61-63.
26 Βλ. Καρπόζηλος, ο.π., σ. 60-61.
27 Βλ. Hunger, ο.π., σ. 291-292 και Καρπόζηλος, ο.π., σ. 66-67. Πρβλ. Macrides, ο.π., σ. 72.
28 Βλ. επίσης Καρπόζηλος, ο.π., σ. 65.
29 Βλ. Καρπόζηλος, ο.π., σ. 68.
30 Βλ. Καρπόζηλος, ο.π..
31 Το ότι η νόσος που αναφέρεται εδώ είναι η επιληψία θα πρέπει να συναχθεί από το γεγονός ότι συνήθως στα κλασσικά κείμενα η λέξη νόσος ήταν συνώνυμη αυτής, κυρίως ως ἱερὰ νόσος, διότι συνδεόταν με τα οράματα του Μαντείου των Δελφών, βλ. π.χ. Ηράκλειτος, απόσπασμα 46: τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι). Δεν είναι απίθανο να την υιοθέτησε ο Παχυμέρης, δεδομένης της ευρείας αρχαιογνωσίας του. Η λέξη βέβαια έχει ανά τους αιώνες ποικίλλες άλλες σημασίες, που δεν είναι τώρα η στιγμή να τις απαριθμήσουμε, βλ. LSJ, λήμμα νόσος: https://lsj.gr/wiki/%CE%BD%CF%8C%CF%83%CE%BF%CF%82#Greek_Monolingual (τελευταία επίσκεψη, 17/6/2025, 22:13). Όμως παρόλα αυτά νομίζω ότι και να μην είναι επιληψία, θα πρέπει η ασθένεια που περιγράφει ο Παχυμέρης να είναι παρόμοιας φύσεως. Αν μη τι άλλο, η σύγχρονη ιατρική πιστοποιεί την υπόθεση του ιστορικού, αφού έχει αποδειχθεί ότι, όντας νευρολογική ασθένεια, η επιληψία μπορεί να επηρεάσει τους παθόντες στο σημείο να αρχίσουν να κυριεύονται από παράνοια και να χάνουν την καθαρή αντίληψη των πραγμάτων. Ο Καρπόζηλος, ο.π., δέχεται ότι μιλάει εδώ για επιληψία ο Παχυμέρης. Για τον κλασσικισμό του Παχυμέρη βλ. Hunger, ο.π., σ. 295-296.
32 Όποια άλλη υπόθεση μπορεί να γίνει για πιθανές αναφορές στο έργο του Ακροπολίτη, κατά την γνώμη μου βασίζεται εν πολλοίς σε κοινή φρασεολογία. Μια παρόμοια περίπτωση είναι το χωρίο που αναφέρθηκε παραπάνω σχετικά με την περιγραφή της παρακμής της αυτοκρατορίας: εκεί ο Παχυμέρης αναφέρεται στην μετάβαση από τους Λασκαρίδες στους Παλαιολόγους σαν το πέρασμα της άνοιξης και την άφιξη ενός δριμύ χειμώνα: …τῆς προτέρας εὐθαλείας, δεινοῦ χειμῶνος ἐπεισφρήσαντος, καταρρεύσαντα ἐπὶ μεῖζον καταυανθῆναι, ὥστε μὴ ὅπως εὐθαλεῖν, ἀλλ’οὐδὲ ζωτικῆς τὸ παράπαν μετέχειν κινήσεως. Κατά παρόμοιο τρόπο είδαμε να περιγράφει ο Ακροπολίτης το ακριβώς αντίθετο, ήτοι την άνοδο του Μιχαήλ στην εξουσία: …ὥσπερ γάρ τις ἐκ σκοτομήνης βαθείας εἰς καθαρώτατον ἡλίου φέγγος ἐπέλθοι ἢ καὶ ἀπὸ κλύδωνος εἰς γαλήνην ἢ ἐκ χειμῶνος εἰς ἔαρ ἢ εἰς νηνεμίαν ἐκ λαίλα πος κἀκ τῆς πολλῆς ἀνίας μεταμειφθείη εἰς ἡδονήν, κλπ. Στα συγκεκριμένα παραδείγματα βέβαια μπορεί εύλογα να τεθεί η αντίρρηση ότι αμφότεροι συγγραφείς αξιοποιούν μια κοινή ρητορική έκφραση, όμως θα επιμείνω ότι αξίζει να εξεταστεί αυτή η ενδιαφέρουσα «σύμπτωση» χρήσης κοινών παραδειγμάτων και εικόνων για την περιγραφή της αλλαγής του καθεστώτος, ο μεν επί τω χειροτέρω, ο δε επί τω βελτίω.
33 Χρονικὴ Συγγραφή, Ι, 158, 21 – 22, 7.
34 Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,ΙΙ, 35, 225, 16-26.
35 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 73-74.
36 Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,ΙΙ, 1, 131, 22-24.
37 Βλ. Macrides, ο.π., σ. 72-74 για μια σύγκριση του πως παρουσιάζουν οι δύο συγγραφείς την δίκη του Μιχαήλ.
38 Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,Ι, 7, 37, 21-39, 1: Μὴ δήλου δὲ γενέσθαι δυναμένου τοῦ κατηγορήματος, ἄδηλον ὃν εἴτ᾽ ἀληθεύοι ὁ προσαγγέλλων, ὡς ἐκεῖνος ἰσχυρίζετο, εἴτε συκοφαντοίη, ὡς ὁ Παλαιολόγος ἀντεπιφέρων ἔτοιμος ἦν ὑπὲρ ἀληθείας μονομαχεῖν κατά τι κρατῆσαν ἐπὶ τοῖς ἀδήλοις τῶν προσαγγελιῶν ἀρχαῖον ἔθος τοῖς βασιλεῦσιν… κλπ.
39 Ο.π., Ι, 7, 37, 3-39, 23. Δεν ξέρω αν με την δήλωση για τους όρκους ο Παχυμέρης θέλει να αποδώσει έναν τόνο ειρωνείας σε αυτό το σημείο, γνωρίζοντας ότι αργότερα θα τους καταπατήσει. Πράγματι, το βρίσκω ειρωνικό που η εγγύηση που παρέχει ο πατριάρχης για την αθωότητα του Μιχαήλ έγκειται στην πίστη του στα θεία (39, 8-14): Εἰ δ᾽ οὖν, ἀλλ᾽ εἰ μὴ παρὰ σοὶ καθαρῶς, ἔφη, τῆς ὑποψίας ἀφεῖται, ὦ βασιλεῦ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος τὸ πιστὸν δώσει πρὸς τοὐπιόν, τὰς τῆς ἐκκλησίας ἐφ’ ἑαυτὸν ἐπιτιμήσεις καταδεξάμενος· αἷς καὶ μάλα κατεμπεδούμενος, καὶ αὐτὸ δὴ τὸ ἀκατέργαστον τοῦ νοὸς περὶ ἀποστασίας ἐνθύμιον οὐ προσήσεται, ἀλλά γε χριστιανὸς ὢν τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην φυλάξεται καὶ ἀδόλως ἐμμενεῖ τοῖς ὅρκοις εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν καὶ τὸ γένος τὸ σόν. Αν συγκρίνουμε αυτό το απόσπασμα με το λεξιλόγιο της σκηνής καταπάτησης των όρκων και τύφλωσης του Ιωάννη Δ’ (ἐτίθει τοῦ θείου φόβου διὰ τὴν τοῦ πλείονος ὄρεξιν, μάλα δὲ καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, τῷ μιαρῷ τολμήματι, ταῦτ᾽ ἐτολμήθη κατ’ αὐτὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Σωτῆρος, δοκοῦντι θεοφίλειαν ἔχειν) μπορούμε ενδεχομένως να ψηλαφήσουμε μια κριτική πάνω στην – υποτιθέμενη – θεοσέβεια του Μιχαήλ, με ένα ειρωνικό υπόστρωμα.
40 Ο.π., ΙΙ, 10, 149, 22-151, 1. Για μια σύγκριση των δύο εκδοχών της ιστορίας, βλ. Macrides, ο.π., σ. 63-64.
41 Ο.π., Ι, 14, 61, 23-63, 11.
42 Για την αποτίμηση της βασιλείας του Ανδρόνικου Β’ από τον Παχυμέρη, βλ. Καρπόζηλος, ο.π., σ. 72-74, και του ιδίου, «Decline», σ. 137-138. Για τον Μιχαήλ, σ. 60-61 & 67-72, «Decline», σ. 136-137.
43 Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι,Ι, 5, 31, 21-33, 11.
44 Ο.π., ΙΙΙ, 22, 291, 25-293, 29.
45 Ο.π., Χ, 26, 369, 3-10.
46 Ο.π., V, 20, 501, 10-19. Βλ. και Καρπόζηλος, ο.π., σ. 71-72.
47 Ο.π., ΙΙΙ, 11, 259, 7-17. Ο Ολόβωλος επίσης διαπομπεύθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης λόγω της ανθενωτικής του τάσης, βλ. Ο.π., V, 20, 503, 20-505, 7.