γράφει ο Φιλίστωρ Ι. Β. Δ.
Διάβασα με μεγάλη προσοχή το νέο βιβλίο του γνωστού Γερμανού ιστορικού Heinz Richter για τον εθνικό διχασμό 1915-1917 που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια του Richter να ανασυστήσει τα δραματικά γεγονότα του Εθνικού Διχασμού μέσα από την αλληλογραφία του Ρώσου διπλωμάτη Demidow στην Αθήνα, τα οποία είχαν δημοσιευτεί από τους Μπολσεβίκους, όταν αυτοί κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1917. Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου “περιλαμβάνει τηλεγραφήματα που απεστάλησαν στην Αγία Πετρούπολη μεταξύ των ετών 1915 και 1917 από τους Ρώσους διπλωματικούς απεσταλμένους στην Αθήνα, τη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Τα τηλεγραφήματα αυτά αναφέρονται κατά κύριο λόγο στην πολιτική των δυνάμεων της Αντάντ έναντι της Ελλάδας, αποτελούν δε ένα τμήμα του αρχειακού υλικού που αφορούσε την τσαρική πολιτική πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και δημοσιοποιήθηκε από τους Σοβιετικούς μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Υψίστης προτεραιότητας είναι ασφαλώς τα τηλεγραφήματα που απεστάλησαν από την Αθήνα. Πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα ήταν τότε ο πρίγκιπας E. Demidow, ο οποίος παρακολουθούσε προσεκτικά όχι μόνον τον ελληνικό πολιτικό βίο και την ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά και τους πολιτικούς ελιγμούς των αντιπροσώπων της Αντάντ, προπάντων βεβαίως εκείνους των Γάλλων αντιπροσώπων”.
Ουσιαστικά η αφήγηση του Richter ξεκινάει με την έλευση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915 και τελειώνει με την εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου από την Αντάντ τον Ιούνιο του 1917. Οι πηγές που χρησιμοποιεί για να παρακολουθήσει τα γεγονότα αυτά εκτός των αναφορών του Ρώσου διπλωμάτη, είναι κατεξοχήν αντιβενιζελικές. Ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας προειδοποιεί ότι θα αξιοποιήσει βιβλία και μαρτυρίες που ως τώρα έχουν αποσιωπηθεί από την σχετική ελληνική βιβλιογραφία, που είναι κατεξοχήν ευνοϊκή για τον Βενιζέλο. Άρα και το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει εύλογο: όταν χρησιμοποιείς σχεδόν αποκλειστικά αντιβενιζελικές πηγές, το αποτέλεσμα είναι μάλλον προδιαγεγραμμένο. Πάντως, προς υπεράσπιση του. ο Richter έχει πλήρη γνώση και της βενιζελογενούς βιβλιογραφίας την οποία ενίοτε χρησιμοποιεί στο κείμενο του με άνεση, ενώ την περιλαμβάνει και στη βιβλιογραφία του.
Ας δούμε όμως μερικά αξιόλογα στοιχεία της αφήγησης του βιβλίου όπως τα σταχυολόγησα. Για πρώτη φορά, από όσο θυμάμαι τουλάχιστον, ο Richter μας παραθέτει τον Συμμαχικό σχεδιασμό δράσης αν η Ελληνική κυβέρνηση δεν δεχόταν τους όρους της νότας του Ιουνίου του 1916. Το σχέδιο δράσης προέβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, απόβαση και κατάληψη του Πειραιά, καταστροφή των γεφυρών στη Κόρινθο και τη Χαλκίδα, βομβαρδισμό των ναυτικών εγκαταστάσεων της Σαλαμίνας και ολική καταστροφή του Ελληνικού στόλου. Σύμφωνα με τον Richter ο Βενιζέλος ήταν ενήμερος των σχεδίων αυτών. Χωρίς περιστροφές διατυπώνεται ευθέως η θέση, που μάλλον είναι ορθή, ότι η επίθεση των βενιζελικών στη Κατερίνη στις 4 Νοεμβρίου 1916, η μοναδική εμφύλια σύρραξη του εθνικού διχασμού που λίγο έλειψε να οδηγήσει την Ελλάδα σε εμφύλιο πόλεμο, έγινε ώστε να υπονομευθεί η διαφαινόμενη συμφωνία Benazet – Βασιλιά Κωνσταντίνου, κάτι που φαίνεται από την επιστολή του Γάλλου διπλωμάτη Guillemin λίγες ημέρες πριν το συμβάν.
Στα δευτερεύοντα ζητήματα που κάνουν εντύπωση είναι η πληροφορίες για τη χρηματοδότηση των Φιλελευθέρων από τον έμπορο όπλων Basil Zaharoff με εμβάσματα εκατομμυρίων για να στηριχθεί η συμμαχική προπαγάνδα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Demidow η σύνθεση των ειδικών δικαστηρίων που θα δίκαζαν τους Σκούλούδη, Γούναρη είχε καθοριστεί από τους βενιζελικούς και η καταδίκη τους έμοιαζε σίγουρη. Επίσης θεωρώ σημαντική την αναφορά του Richter στη “Μάχη της σημαίας”, ένα συγκλονιστικό γεγονός του Εθνικού Διχασμού που δεν έχει τύχει ως τώρα μεγάλης προβολής από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία.
Αναμφίβολα το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου είναι ο επίλογος που δεν έχει να κάνει με την αλληλογραφία του Demidow. Σε αυτόν ο Richter αναλύει το περίφημο ζήτημα των επιστολών της Βασίλισσας Σοφίας προς τον αδερφό της Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄. Οι επιστολές αυτές είχαν περιληφθεί ως γνήσιες στην ελληνική “λευκή βίβλο” που εκδόθηκε από τους βενιζελικούς μετά την ενοποίηση του κράτους. Οι αντιβενιζελικοί με τον Μεταξά το 1935 είχαν αμφισβητήσει τη γνησιότητα των επιστολών. Ο Richter μου φαίνεται ότι αποδεικνύει αρκετά ικανοποιητικά ότι ήταν πλαστές, καθώς έχει το πλεονέκτημα τα Γερμανικά να είναι η μητρική του γλώσσα. Και μόνο για αυτή τη συμβολή του, το βιβλίο είναι πολύ σημαντικό.
Είναι σίγουρο πως, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την αφήγηση του Richter, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει αδυναμίες οι οποίες αφορούν όχι τόσο αυτά που αναφέρονται που είναι ικανοποιητικά στοιχειοθετημένα, αλλά αυτά που αποσιωπούνται. Ο Richter περιγράφει τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ως ειλικρινή ουδετερόφιλο που σκεπτόταν σοβαρά να ενταχθεί στο πλευρό της Αντάντ. Αποσιωπά όμως τις μυστικές διαπραγματεύσεις Κωνσταντίνου – Κεντρικών Αυτοκρατοριών που όχι μόνο περιγράφονται στην αλληλογραφία των διπλωματών τους στην Ελλάδα, αλλά είχαν ως απτό αποτέλεσμα την παροχή των περίφημων επίσημων Γερμανικών εγγυήσεων για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Άρα ο Κωνσταντίνος έπαιζε ένα διπλό παιχνίδι, που άλλωστε τον έκανε να έχει τύψεις απέναντι στο Βενιζέλο την εποχή που συνεργάζονταν ομαλά, πριν δηλαδή ξεσπάσει η κρίση των Δαρδανελλίων. Τουλάχιστον μέχρι την αποχώρηση των πρεσβευτών των Κεντρικών Αυτοκρατοριών από την Αθήνα, είμαστε βέβαιοι ότι ο Βασιλιάς απλώς προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο μήπως και οι Γερμανοβούλγαροι νικήσουν στο Βαλκανικό μέτωπο και δεν αντιμετώπιζε ρεαλιστικά την πιθανότητα να προσχωρήσει στην Αντάντ.

Ο Richter προσπαθεί να μετέλθει ανώδυνα την εισβολή των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία, για την οποία εμμέσως επιρρίπτει ευθύνες στους Συμμάχους για την εχθρική πολιτική τους εναντίον της Ελλάδας και την εμμονή τους για αποστράτευση. Ο Βασιλιάς όμως γνώριζε την επικείμενη εισβολή αρκετές εβδομάδες πριν, δεν κατάφερε να την αποσοβήσει, και μετά από ατέρμονες διαπραγματεύσεις αρκέστηκε αφελώς στις Γερμανικές εγγυήσεις για αποχώρηση των Βουλγάρων μετά το τέλος του πολέμου, κάτι που λογικά αποκλείεται να γινόταν, παρά μόνο με νέο πόλεμο. Επίσης η είσοδος των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία πύκνωσε τους υποστηρικτές του Βενιζέλου και αδυνάτισε την επιχειρηματολογία του Βασιλιά και των κυβερνήσεων του στη κοινή γνώμη. Επίσης οφείλω να επισημάνω ένα κενό τη αφήγησης: αφού ο Richter αποφάσισε να μας δώσει ένα συνολικό περίγραμμα του Εθνικού Διχασμού, όφειλε να συμπεριλάβει και το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων. Και αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί αποτέλεσε κομβικό ζήτημα της συνολικής διένεξης και ο δεύτερος γιατί δικαίωσε απόλυτα τον Βασιλιά και το γενικό επιτελείο, άρα θα βοηθούσε και τη γενικότερη επιχειρηματολογία της μελέτης.
Μια από τις αμφιλεγόμενες θέσεις του Richter που περιέχονται στην ανά χείρας μελέτη, έχει να κάνει με τον εξαναγκασμό του Βενιζέλου από τον Βασιλιά σε παραίτηση, τον οποίο ο Γερμανός ιστορικός θεωρεί απολύτως συνταγματικό. Προφανώς η θέση αυτή είναι αμφιλεγόμενη καθώς υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιογραφία επί του ζητήματος, το οποίο είναι περίπλοκο και μάλλον δύσκολο να ξεκαθαρίσει αν δεν εξεταστούν μια σειρά από παράγοντες, όπως πχ οι γνώμες των συνταγματολόγων της εποχής. Για τα “Νοεμβριανά” ο Richter υιοθετεί πλήρως την κυβερνητική αφήγηση είτε υποβαθμίζοντας υπερβολικά τις αυθαιρεσίες εις βάρος των βενιζελικών, είτε αιτιολογώντας αυτές λόγω της παράνομης ανατρεπτικής δραστηριότητας των θυμάτων. Ακόμη και για τη διαβόητη διαπόμπευση Μπενάκη μας παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή από την κρατούσα, αλλά η επιστολή Μπενάκη προς Βασιλιά που επικαλείται δεν τη γνωρίζω, ενώ ο συγγραφέας δεν μας δίνει τη πηγή του.
Ίσως κάποιος πει ότι αδικούμε τον Richter καθώς υποτίθεται πως η μελέτη του αφορά τη Ρωσική οπτική του εθνικού μας δράματος, που είχε αντιβενιζελική χροιά λόγω της στήριξης του Τσάρου στον Ελληνικό Θρόνο. Όμως τελικά ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά μας δίνει μια συνολική οπτική των αποφάσεων και των γεγονότων της περιόδου χρησιμοποιώντας και πολλές άλλες πηγές, ενώ τελικά οι πληροφορίες από το Ρωσικό αρχείο που παρατίθενται καλύπτουν λιγότερο από το μισό της αφήγησης. Γενικά η μελέτη σου δίνει την εντύπωση από την πρώτη στιγμή ότι γράφτηκε με αφορμή τα υποτιθέμενα ανακαλυφθέντα Ρωσικά αρχεία και όχι λόγω αυτών. Ο Richter προσπαθεί καταφανώς να διαφοροποιηθεί από την υφιστάμενη καθιερωμένη βενιζελική εκδοχή του Εθνικού Διχασμού, κάτι που άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος στον επίλογο του και κάτι που δεν μας βρίσκει αναγκαστικά αντίθετους. Στην ιστορική επιστήμη τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο και όλα να εξετάζονται συνεχώς στο φως νέων πειστηρίων, η νέων ερμηνειών. Λόγω των ελλείψεων αυτών όμως, το αποτέλεσμα και οι ερμηνείες του συγγραφέα μου μοιάζουν φτωχές, σε πολλές περιπτώσεις γίνονται νοητικά άλματα.
Συμπερασματικά το βιβλίο του Richter αποτελεί ακόμη μια σημαντική προσθήκη στη βιβλιογραφία για τον Εθνικό Διχασμό με κάποια νέα στοιχεία που φωτίζουν πτυχές του θέματος. Είναι αδύνατον όμως να σταθεί μόνη της χωρίς να συνδυαστεί με άλλες μελέτες για το σημαντικό αυτό διαφιλονικούμενο ζήτημα της σύγχρονης Ιστορίας μας.
Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από εδώ: https://www.govostis.gr/product/1481/ellada-1915-1917-mesa-apo-ta-rwsika-arxeia.html