Γράφει ο Ιωσήφ Τσιμισκής
Μερικές φορές πράγματα που θεωρούμε αδύνατα ή απλησίαστα, οι συγκυρίες και οι καταστάσεις τα φέρνουν κατά τέτοιο τρόπο που τελικά γίνονται πραγματικότητα. Έτσι θεωρούσαμε κάποτε και, συγκεκριμένα, πριν το 1912-13 αδιανόητη την σκέψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μεγαλώσει και να επανακτήσει ένα μεγάλο μέρος των χαμένων εδαφών της. Παρόλα αυτά όμως, το όνειρο έγινε πραγματικότητα.
Η ημερομηνία 2 Μαρτίου 1913 υπήρξε σημαντικό μέρος του ονείρου για την Σάμο, η οποία απελευθερώθηκε και ενώθηκε με το ελληνικό κράτος πριν από 106 χρόνια. Από το 1832 είχε αναγνωρίσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα ιδιότυπο καθεστώς για το νησί της Σάμου. Κηρύχθηκε σε Ηγεμονία με δικό του ηγεμόνα, αλλά συνέχισε να είναι υποτελές στην Πύλη. Ο ηγεμόνας ήταν κάθε φορά χριστιανός ορθόδοξος και διοριζόταν από τον Σουλτάνο. Οι Σαμιώτες πάντως ανέκαθεν και από την εποχή του Λυκούργου Λογοθέτη στο μυαλό τους είχαν την απελευθέρωση του νησιού .
18 ηγεμόνες και ηγεμονίες πέρασαν από την Σάμο με τελευταίο ένα τρισάθλιο Έλληνα ηγεμόνα τον Ανδρέα Κοπάση, Τουρκόφιλο, αυταρχικό, είχε καταπατήσει όλα σχεδόν τα προνόμια του Σαμιώτικου λαού, φέρνοντας αρκετό τούρκικο στρατό στο νησί για την εμπέδωση δήθεν της τάξης. Για τις προδοτικές του ενέργειες, δολοφονήθηκε στις 9 του Μάρτη 1912 από τον Σταύρο Δημητρίου Μπαρέτη που κατάγονταν από το χωριό Μπαλάφτσα της Μακεδονίας, στην παραλία του Βαθιού. Μετά από ένα πλήθος γεγονότων που μεσολάβησαν, οι ίδιοι οι Σαμιώτες τελικά απελευθέρωσαν το νησί τους από τις 11 του Νοέμβρη 1912, αλλά δεν έγινε αποδεκτή η ένωση από τις Μεγάλες Δυνάμεις. παρόλο που ο Σοφούλης είχε συνεννοηθεί με τον Βενιζέλο για την Ένωση.
Χρειάστηκαν να γίνουν πάνδημα συλλαλητήρια στην κυρίως Ελλάδα, για να στείλει η κυβέρνηση στις 2 του Μάρτη 1913 στη Σάμο, το θωρηκτόν” Σπέτσαι” να συνοδεύσει το εμπορικόν “Θεσσαλία” με δύο λόχους στρατού για την κατάληψη του νησιού. Στις 2 Μαρτίου ημέρα Σάββατο, παραμονή της Ορθοδοξίας, αγκυροβολούν στο λιμάνι του Βαθιού και παράλληλα περιπολούν ανοιχτά στο πέλαγος, τα αντιτορπιλικά ”Νίκη” και “Βέλος” που είχαν φτάσει από τη Χίο.
Οι Σαμιώτες, βλέποντας στον ορίζοντα ελληνικά πλοία να πλέουν προς το νησί τους, άρχισαν τους πανηγυρισμούς και τις κωδωνοκρουσίες.
Ο υποπλοίαρχος Πλατσούκας και οι άνδρες του με βάρκες αποβιβάστηκαν στην ξηρά από το «Σπέτσαι». Ο πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης του νησιού, Θεοτόκης, τον υποδέχθηκε θερμά. Κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο. Εκεί βγήκαν μαζί στον εξώστη και ανέγνωσαν δημοσίως το έγγραφο της κατάληψης του νησιού της Σάμου. Η κατάληψη έγινε εξ ονόματος του πλοιάρχου Γκίνη του θωρηκτού «Σπέτσαι» ύστερα από διαταγή του Υποναύαρχου, Παύλου Κουντουριώτη.
Η πατρίδα του Πυθαγόρα, του Αρίσταρχου και του Επίκουρου ήταν ελεύθερη. Το όνειρο μεγάλωνε και έπαιρνε σάρκα και οστά από εκεί που κανείς δεν το περίμενε.