Ως είθισται, η συζήτηση για την πολυσυζητημένη άφιξη του Αγίου Φωτός με “υποδοχή αρχηγού κράτους” κινήθηκε στο κατά πόσο το όλο δρώμενον συνάδει με ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος, στο “γιατί να πληρώνει ο φορολογούμενος” την μεταφορά και εάν το Άγιον Φως είναι μια καλοστημένη θρησκευτική απάτη.
Παρόλο που οι αντιδράσεις είναι εξαιρετικά εύλογες (και μπορούμε να τις συζητήσουμε εν συνεχεία), το ερώτημα που δεν ετέθη είναι: “Τι δουλειά έχει το Ελληνικό Κράτος (ΕΚ) στα Ιεροσόλυμα;” Καλό ή κακό, το ελληνικό κράτος δεν σχηματίστηκε ως διαχειριστής ενός συγκεκριμένου χώρου αλλά αποτέλεσε θεωρητικά την δομή εκεί που θα εκπλήρωνε την πολιτική και πολιτιστική βούληση των ελληνορθόδοξων πληθυσμών. Το αν επιτέλεσε τον ρόλο αυτόν το ΕΚ, εάν ήταν σωστή η συγκυρία στην οποία επιδιώχθηκε ο σχηματισμός του, εάν ίσως εν τέλει απέβη μοιραία η πολιτική του ΕΚ εις βάρος του μείζονος Ελληνισμού (ιδέ π.χ. Μικρασιατική Καταστροφή) είναι θέματα που απαιτούν μακρά συζήτηση.
Γεγονός είναι ότι αυτό το κράτος, αυτή η Πολιτεία καλύτερα, υφίσταται από μια ιστορική αναγκαιότητα που δεν παύει να υπάγεται στους ιστορικούς νόμους της ακμής και της παρακμής και παρόλα τα προβλήματα πρέπει να αναλογιστούμε μήπως η μοίρα των Ελλήνων χωρίς έναν κρατικό σχηματισμό θα ήταν ανάλογη αυτή των Εβραίων και των Αρμενίων. Υπάρχει όμως και η εξής παράμετρος: εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα καθαρά εθνοφυλετικά κράτη της Βαλκανικής, ο Ελληνισμός δεν εκφράζει μόνον μια εθνοτική ομάδα, αλλά είτε μέσω της γλώσσας αλλά κυρίως μέσω της Ορθόδοξης παράδοσης επεκτείνεται πέρα από τα όρια του σημερινού Ελλαδικού κράτους, πέρα από τα όρια της ελληνοφωνίας, περιλαμβάνοντας πληθυσμούς όπως οι αλβανόφωνοι, οι βλαχόφωνοι, οι αραβόφωνοι, και έχοντας έναν πολιτιστικό ορίζοντα πολύ ευρύτερο από αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα με τον όρο “Έλληνας”. Είναι παράδοξο δε ότι αυτή ακριβώς η πολυσυλλεκτική, μη – φυλετική βάση του νεώτερου Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης, αποτελεί επιχείρημα όλων όσοι θέλουν να αποδομήσουν την νεοελληνική ταυτότητα, εισάγοντας ουσιαστικά το κριτήριο της φυλετικής καθαρότητας!
Πολιτικά μιλώντας λοιπόν, η ουσία δεν είναι αν το Άγιον Φως είναι “αυτόφωτο” αλλα το ότι Ελληνική Πολιτεία, με τα χίλια μύρια προβλήματά της, προσπαθεί να εκπληρώσει τον πολιτιστικό της ρόλο, και εν μέρει το επιτυγχάνει, ασχέτως αν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εν Ελλάδι αρέρσκεται τις τελευταίες δεκαετίες να ταλαντεύεται μεταξύ επίπλαστης ευημερίας και οικονομικής μιζέριας (φαινόμενα εξαιρετικά πρόσκαιρα από μια μακροσκοπική ματιά). Η παρουσία εδώ και πολλών αιώνων ελληνόφωνων, ρωμαίικων ιδρυμάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο (π.χ. τα πανάρχαια Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξάνδρειας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) καταδεικνύει την δυναμική διάσταση του Ελληνισμού, ο οποίος δεν ταυτίζεται μεν με το ΕΚ, εντούτοις όμως το ΕΚ επιδιώκει, κούτσά στραβά το ξαναλέμε, να επεκταθεί πολιτιστικά πέρα από τα όποια χωρικά του όρια.
Το αίτημα για “εκδυτικισμό” σε αντιδιαστολή με τα όποια τελετουργικά δρώμενα πραγματοποιεί το ΕΚ, εκτός του ότι βασίζεται σε έναν λανθασμένο ορισμό του τι είναι “ευρωπαϊκό” (η θρησκευτική τελετουργία δεν έχει πάψει να υφίσταται στην Ευρώπη και η στέψη των βασιλέων στις χώρες όπου επικρατεί αυτό το πολίτευμα αποτελεί θρησκευτική τελετή) ουσιαστικά θέτει το αίτημα το ΕΚ να απεμπολήσει τον οικουμενικό του ρόλο και να περιοριστεί στην διοίκηση της “ευρωπαϊκής επαρχίας” στην οποία τυγχάνουμε γεννηθέντες. Αυτό όμως θα σήμαινε μια τρομερή ιστορική υποχώρηση για τον Ελληνισμό. Κράτη όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Ρωσσία, η Τουρκία, η Αρμενία, η Ινδία, κράτη δηλ. που εκφράζουν κάτι περισσότερο από ένα έθνος κράτος και συνιστούν παγκόσμιους πολιτιστικούς πυλώνες (και δεν είναι τυχαία η συσσώρευση τόσο σημαντικών εθνών στην Ανατολική Μεσόγειο) έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο να παίξουν που δεν δύναται να περιοριστεί στο μίζερο αίτημα ενός κάποιου “εκσυγχρονισμού”, ο οποίος είναι επιθυμητός μεν αλλά μπορεί να γίνει χωρίς σύνδρομα επαρχιωτισμού και κατωτερότητος.
Κωνσταντίνος Σαμπάνης
ΓΙΑ ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ:
https://www.youtube.com/watch?v=r6Rf7o1-WLo