Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Η Βρετανία είχε πάντοτε μεγάλη παράδοση στην τοξοβολία. Όταν τον ύστερο 11ο αιώνα οι Νορμανδοί εισέβαλαν στη Μεγάλη Βρετανία και ήρθαν σε επαφή με τους Βρετανούς τοξότες, και ειδικά με τους Ουαλούς στην ορεινή δυτική πλευρά του νησιού, εντυπωσιάστηκαν τόσο με την αποτελεσματικότητά τους που αποφάσισαν όχι μόνο να εντάξουν το ουαλικό μακρύ τόξο στο οπλοστάσιό τους προσλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Ουαλών, αλλά και να καλλιεργήσουν ακόμα περισσότερο την ήδη υπάρχουσα τοξευτική παράδοση, οργανώνοντας διαγωνισμούς και εκδίδοντας διατάγματα που όριζαν την Κυριακή και τις αργίες ως ημέρες υποχρεωτικής εξάσκησης των Βρετανών υπηκόων τους στην χρήση του μακρού τόξου. Μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα ο Άγγλος τοξότης είχε τελειοποιήσει τον οπλισμό και τις τακτικές του και αποτέλεσε τον αστάθμητο παράγοντα που κυριολεκτικά θα ανέτρεπε παγιωμένες αντιλήψεις αιώνων, τόσο όσον αφορά την υπεροχή του σιδηρόφρακτου ευγενούς ιππότη στα πεδία μαχών της δυτικής Ευρώπης, όσο και (μακροπρόθεσμα) τα θεμέλια της ίδιας της φεουδαρχίας ως του κυρίαρχου πολιτικοκοινωνικού συστήματος της εποχής.
Στο εξής στο παρόν άρθρο, ως “Άγγλος τοξότης” θα αναφέρεται ο εξοπλισμένος με το περίφημο μακρύ ουαλικό, φτιαγμένο από ξύλο ελάτου και με μάκρος περί τα 2 μέτρα, τόξο στρατιώτης, που μπορούσε να είναι αγγλοσαξωνικής, ουαλικής ή γαλλικής καταγωγής (το αγγλικό στέμμα διέθετε φεουδαρχικές κτήσεις στην Γαλλία, πράγμα που περιέπλεκε τις σχέσεις του με τους Γάλλους βασιλείς). Τον 14ο αιώνα, την εποχή της μέγιστης ακμής του, ο Άγγλος τοξότης μπορούσε να είναι είτε επίστρατος, εκτελώντας τα καθήκοντά του προς τον άρχοντα-φεουδάρχη του, είτε μόνιμης απασχόλησης στην υπηρεσία των διαφόρων ευγενών οίκων. Μεταξύ αυτών, οι τοξότες του βασιλικού Οίκου θεωρούνταν η αφρόκρεμα ακόμα και μεταξύ των εμπειρότερων τοξοτών. Υπήρχε παράλληλα και μια τρίτη κατηγορία, αυτή των ημι-επαγγελματιών που υπηρετούσαν περιστασιακά το αγγλικό στέμμα, βάση συμβολαίου ορισμένου χρόνου μεταξύ του μονάρχη και του άρχοντα-φεουδάρχη, σε εκστρατείες ή σε καθήκοντα φρούρησης στο εξωτερικό. Αυτή η κατηγορία πολεμιστών είναι που πολέμησε κυρίως υπό το αγγλικό λάβαρο στην Γαλλία κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο και που βαρύνεται και για την πλειονότητα των αγριοτήτων από αγγλικής πλευράς. Καθώς ο μισθός τους δεν διέφερε από αυτόν ενός απλού επίστρατου (περίπου 5-9 λίρες τον χρόνο, όταν η αξία των ετήσιων μισθών ενός ιππότη έφτανε τις 40 λίρες) και καθώς οι πληρωμές συχνά καθυστερούσαν, ως αποτελεσματικότερο μέσο προσπορισμού και κίνητρο στρατολόγησής τους απέμενε η λεηλασία.
Σε αντίθεση με τον ανεπαρκώς εξοπλισμένο δυτικοευρωπαίο τοξότη του πρώιμου μεσαίωνα, ο Άγγλος τοξότης διέθετε θωράκιση και όπλα που του παρείχε ο εργοδότης του, ο άρχοντας-φεουδάρχης του ή ο βασιλιάς. Ένας τυπικός Άγγλος τοξότης διέθετε θωράκιση από καραβόπανο ή δέρμα, ενισχυμένη με μικρές μεταλλικές πλάκες. Διέθετε επίσης θωράκιση για τα χέρια του, κράνος τύπου “sallet”, περιλαίμιο, προστατευτικά για τις αρθρώσεις του, στιλετο, φαρέτρα για τα βέλη του και φυσικά το μακρύ τόξο του.

Ενώ οι περισσότεροι τοξότες χρησιμοποιούσαν τα ατομικά τους τόξα για κυνήγι και εξάσκηση, μετά την πρόσληψη ή την επιστράτευσή τους προμηθεύονταν καινούρια πολεμικά τόξα από τα κρατικά οπλοστάσια. Τα τόξα αυτά κατασκευάζονταν μαζικά βάση συγκεκριμένων προδιαγραφών, πράγμα που διευκόλυνε την επιμελητεία. Αν και αρκετά κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα χειροποίητα μακρά τόξα της πρώιμης περιόδου, τα όπλα αυτά ήταν φθηνότερα και αρκετά απλούστερα στην κατασκευή σε σχέση με τα σύγχρονά τους σταυρωτά τόξα. Επιπλέον το μακρύ τόξο στα χέρια μιας μονάδας έμπειρων τοξότών μπορούσε να κατακλύσει τον εχθρό με μια βροχή από φονικά τοξεύματα (8 βολές το λεπτό) σε αποστάσεις μέχρι και 370 μέτρων και με διατρητική ισχύ αρκετή για να διαρρήξει σε κατάλληλη απόσταση ακόμα και μεταλλική θωράκιση, επιδόσεις που το καθιστούσαν ένα από τα φονικότερα όπλα της περιόδου.
Μια τυπική πολεμική διάταξη της εποχής του Εκατονταετούς Πολέμου, της μακρόχρονης σύγκρουσης που αποτέλεσε το απόγειο, αλλά και το κύκνειο άσμα του Άγγλου τοξότη, προέβλεπε την παράταξη των τοξοτών σε κάποιο ύψωμα σε στενή κατά προτίμηση πεδιάδα, ώστε πλευρά και νώτα να είναι εξασφαλισμένα, με το κέντρο τους ενισχυμένο με λογχοφόρους ή αφιππευμένους ιππότες και “λόγχες” έφιππων καταφράκτων και τοξοτών έτοιμες για αντεπίθεση σε εφεδρεία. Το συνολικό μέτωπο οχυρωνόταν με ξύλινους μυτερούς πασσάλους, με σκοπό την αποθάρρυνση των εχθρικών ίππων. Με αυτή την διάταξη, αλλά και χάρη στην στενοκεφαλιά των Γάλλων ιπποτών που επέμεναν να επιτίθενται κατά μέτωπο σε τέτοιες ισχυρές τοποθεσίες, οι Άγγλοι τοξότες πέτυχαν εντυπωσιακές νίκες στο Crécy (1346), στο Poitiers (1356) και στο Agincourt (1415), ανατρέποντας την γενική πεποίθηση περί της ανωτερότητας του έφιππου θωρακισμένου ευγενούς πολεμιστή που ίσχυε έως τότε στην δυτική Ευρώπη.
Η εισαγωγή και η στρατιωτική χρήση της πυρίτιδας από τα μέσα του 15ου αιώνα στην Ευρώπη όμως έφεραν νέα δεδομένα. Στην μάχη της Καστιγιόν (1453 μ.Χ), μία αγγλική στρατιά τοξοτών και κατάφρακτων καταστράφηκε από τα γαλλικά πυροβόλα, στερώντας τους Άγγλους βασιλείς από την τελευταία τους γαλλική κτήση στο Μπορντώ, ενώ ο οργανωμένος σύμφωνα με τα αγγλικά πρότυπα βουργουνδικός στρατός υπό τον δούκα Κάρολο τον Τολμηρό καταστράφηκε στην μάχη του Νανσύ το 1477 από ένα στράτευμα Ελβετών σαρισοφόρων, σηματοδοτώντας την αυγή μιας νέας εποχής.

Οι Άγγλοι τοξότες, αν και με αισθητά κατώτερο γόητρο από ό,τι παλαιότερα, συνέχισαν να σταδιοδρομούν ως μισθοφόροι στην υπηρεσία ευρωπαϊκών στρατών μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα, έως ότου η εμφάνιση των πυροβόλων όπλων χειρός στις αρχές του επόμενου αιώνα κατέστησε την τέχνη της τοξοβολίας παρωχημένη.