Αθανάσιος Λούπας: Τρία σερβικά έγγραφα για τη «μακεδονική» γλώσσα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα

Αθανάσιος Λούπας

Τρία σερβικά έγγραφα για τη «μακεδονική» γλώσσα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα

Η σερβική πολιτική στη Μακεδονία στα τέλη του 19ου αιώνα, ειδικότερα μετά από τον σερβοβουλγαρικό πόλεμο του 1885 και την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία, κινήθηκε σε τρεις άξονες: α) την καταπολέμηση της βουλγαρικής προπαγάνδας, β) την οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής στη Μακεδονία με την Ελλάδα και γ) τη συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σκοπό την τοποθέτηση Σέρβων επισκόπων στις μητροπόλεις της Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου) και της Παλαιάς Σερβίας (βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου).

Ο αρχιτέκτονας της σερβικής πολιτικής, Στόγιαν Νοβάκοβιτς, απέδιδε μεγάλη σημασία στο ζήτημα της γλώσσας. Ένας από τους κύριους στόχους του Νοβάκοβιτς ήταν η γλωσσική ομογενοποίηση του σλαβικού πληθυσμού και η σταδιακή αντικατάσταση των διάφορων σλαβικών διαλέκτων με τη σερβική γλώσσα. Κατά τον Νοβάκοβιτς η Σερβία έπρεπε αρχικά να στηρίξει τα τοπικά σλαβικά γλωσσικά ιδιώματα, τα οποία ωστόσο θα εμπλουτίζονταν με στοιχεία της σερβικής γλώσσας (κανόνες γραμματικής, λόγιες λέξεις, αλφάβητο), έναντι της λόγιας βουλγαρικής γλώσσσας. Υποθάλποντας, συνεπώς, το «μακεδονισμό» σε γλωσσικό επίπεδο ευελπιστούσε να αποκόψει τους τοπικούς σλαβικούς πληθυσμούς από τη βουλγαρική επιρροή και να τους στρέψει στη Σερβία[1]. Εκτιμώντας ότι ο «μακεδονισμός» δεν είχε τη δυναμική εκείνη που θα μπορούσε να οικοδομήσει μια συμπαγή εθνική ταυτότητα, ξέχωρη από τη σερβική και τη βουλγαρική, ο Νοβάκοβιτς πίστευε ότι μακροπρόθεσμα θα ωφελούσε τη σερβική υπόθεση[2]. Στην προσπάθεια του να προσδώσει επιστημονική εγκυρότητα στις σερβικές θέσεις, ο Σέρβος διπλωμάτης εξέδωσε διάφορες μελέτες στις οποίες επιχειρούσε να αποδείξει την άρρηκτη σχέση μεταξύ της σερβικής γλώσσας και της «μακεδονικής» διαλέκτου. Η χρήση των σερβικών φθόγγων đ και ć από τους σλαβικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, αλλά και οι ομοιότητες της λαϊκής «μακεδονικής» γλώσσας με την εκκλησιαστική σερβική, οι οποίες μαρτυρούνται ήδη από την εποχή της δυναστείας των Νεμανιδών αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματολογίας του[3]. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η σερβική πολιτική είχε πετύχει το διορισμό Σέρβου επισκόπου στην Πριζρένη και τα Σκόπια, την ίδρυση σχολείων και προξενείων στα βιλαέτια του Μοναστηρίου, της Θεσσαλονίκης και του Κοσσυφοπεδίου.

Εθνογραφικός χάρτης των Βαλκανίων, του Γιόβαν Τσβίγιτς.

Στο παρόν σημείωμα θα εξετάσουμε τρία έγγραφα στα οποία καταγράφεται η σερβική οπτική στο ζήτημα της «μακεδονικής» γλώσσας.

Α

Το πρώτο έγγραφο είναι μια αναφορά του γραμματέα του Πολιτικο-Εκπαιδευτικού Τμήματος του υπουργείου Εξωτερικών (αρμόδιου για τη διεξαγωγή της σερβικής προπαγάνδας στην Παλαιά Σερβία και τη Μακεδονία), Σβέτισλαβ Σίμιτς, προς τον υπουργό Εξωτερικών[4].

Με εντολή της κυβέρνησής του ο Σίμιτς περιηγήθηκε την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας προκειμένου να συλλέξει υλικό σχετικά με τη γλώσσα, τα έθιμα αλλά και την εθνική συνείδηση του πληθυσμού και να αποκτήσει μια γενική εικόνα των δυνατοτήτων της σερβικής προπαγάνδας στην περιοχή.«Η αναπτυγμένη εθνική συνείδηση και η γλώσσα είναι τα δύο κυριότερα χαρακτηριστικά της

Svetislav Simić,Σέρβος διπλωμάτης.

εθνικότητας», ανέφερε ο Σίμιτς και συνέχισε: «Έχοντας τούτο κατά νου, κατά τη διάρκεια της περιοδείας μου, επικεντρώθηκα στα φαινόμενα εκείνα στα οποία εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά αυτά, προκειμένου να κατανοήσω καλύτερα το ακανθώδες ζήτημα της εθνικότητας του σλαβικού τμήματος του μακεδονικού πληθυσμού. Σύμφωνα με όσα είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω παρατηρώντας εκ του σύνεγγυς δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η εθνική συνείδηση, τόσο η σερβική, όσο και η βουλγαρική έχουν τόσο βαθιές ρίζες ώστε να έχουμε δικαίωμα εμείς ή οι Βούλγαροι να την επικαλούμαστε προκειμένου να επιβεβαιώσουμε τους ισχυρισμούς μας ότι στη Μακεδονία ζουν ομοεθνείς μας. Εθνική συνείδηση δεν υπάρχει και εάν κάπου εμφανίζεται το αίσθημα της εθνικής συνείδησης είναι αναπτυγμένο σε μικρό βαθμό∙ πρόκειται περισσότερο για ένα απροσδιόριστο αίσθημα παρά για μια σαφή αντίληψη. Η ξεκάθαρη εθνική συνείδηση υποχωρεί μπροστά σε ένα ασαφές αίσθημα συγγένειας με τους υπόλοιπους Σλάβους, κυρίως με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, οι οποίοι είναι πιο κοντά στους Μακεδόνες».Η εικόνα που παρουσιάζει ο Σίμιτς για το σλαβικό στοιχείο παραπέμπει στην αντίληψη περί άμορφης μάζας με ακαθόριστη εθνική συνείδηση που διατυπώθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον γνωστό εθνογράφο και γεωγράφο, Γιόβαν Τσβίγιτς. Ωστόσο αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι με τον όρο «μακεδονικός πληθυσμός» ο Σίμιτς αναφέρεται στο σύνολο των κατοίκων ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης.

Όσον αφορά τη γλώσσα ο Σίμιτς αναφέρει τα εξής: «Η ομιλία των Μακεδόνων δεν αντιπροσωπεύει για τον παρατηρητή ένα ενιαίο σύνολο του οποίου τα λεπτά διαλεκτικά χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσαν να διαταράξουν την ιδιαιτερότητά του. Όταν κάποιος διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη τη Μακεδονία παρατηρεί, και αυτό μπορεί να το δει και το μάτι του πιο επιφανειακού παρατηρητή, ότι δεν υπάρχει μία αλλά μια σειρά από ομιλίες με χαρακτηριστικά που άλλοτε διαχέονται από τη μία στην άλλη άλλοτε παρεκκλίνουν από τη μία στην άλλη προσεγγίζοντας τις βουλγαρικές ή τις σερβικές λαϊκές ομιλίες. Είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς σε αυτές σταθερά βασικά φωνητικά, ετυμολογικά, μορφολογικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά από τα οποία θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τα κλαδιά του ίδιου δέντρου». Σύμφωνα με τον Σίμιτς οι ομιλίες αυτές αποτελούν μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του σερβικού και του βουλγαρικού προφορικού λόγου και, όπως παρατηρεί σε άλλο σημείο της έκθεσής του, έχουν περισσότερες ομοιότητες με την παλαιοσλαβική γλώσσα. Παράλληλα διέκρινε γλωσσικές διαφορές μεταξύ των αγροτικών και των αστικών περιοχών.

Τα ζητήματα της εθνικής συνείδησης και της γλώσσας ήταν κατά τον Σίμιτς άμεσα συνυφασμένα με το ζήτημα της αυτονομίας της Μακεδονίας. Ο σέρβος πολιτικός εκτιμούσε ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της αυτονομίας θα έπρεπε να πληρούνται δύο απαραίτητες προϋποθέσεις: α) αναπτυγμένη μακεδονική συνείδηση στις λαϊκές μάζες και β) ενότητα στη γλώσσα που θα χρησιμοποιηούνταν στη διοίκηση του υποτιθέμενου αυτού μορφώματος. Σύμφωνα με τον Σίμιτς καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνταν και ως εκ τούτου θεωρούσε πιθανότερο να χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα της γραφειοκρατίας η λόγια βουλγαρική επειδή ήταν η γλώσσα που κατανοούσαν οι μορφωμένοι της περιοχής. Χαρακτηριστικά ανέφερε τα εξής: «Επειδή καμία από τις μακεδονικές ομιλίες δεν είναι κατάλληλη για εσωτερική επεξεργασία δεν θα είναι περίεργο εάν αυτοί οι σπουδαγμένοι Μακεδόνες που οργανώνουν την αυτονομία εισάγουν στη διοίκηση και το σχολείο τη λόγια βουλγαρική γλώσσα, τη μοναδική άλλωστε που ξέρουν να χρησιμοποιούν». Τέτοιες απόψεις διαμόρφωσαν την αντίληψη στο Βελιγράδι ότι η αυτονόμηση της περιοχής θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα βουλγαρικά συμφέροντα.

Β

Το δεύτερο έγγραφο είναι μία έκθεση του γλωσσολόγου και καθηγητή της Μεγάλης Σχολής του Βελιγραδίου, Σίμα Τόμιτς, προς το υπουργείο Εξωτερικών (14.10.1901)[5].

Επί τρία χρόνια (1899, 1900, 1901) με έξοδα του υπουργείου Εξωτερικών ο Τόμιτς περιόδευσε στα τρία βιλαέτια (Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης). Ο σκοπός του ήταν παρόμοιος με εκείνον του Σίμιτς λίγα χρόνια νωρίτερα: έρευνα πεδίου, καταγραφή δεδομένων αναφορικά με τον τοπικό πληθυσμό και υποβολή προτάσεων για την αποτελεσματικότερη διάχυση της σερβικής προπαγάνδας στην περιοχή. Ο Τόμιτς ασκεί δριμεία κριτική στην πολιτική και τις πρακτικές που είχε ακολουθήσει το σερβικό κράτος στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους σλαβικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, επιρρίπτοντας ευθύνες στους περισσότερους προξένους και λοιπούς πράκτορες που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή για τα πενιχρά αποτελέσματα της δουλειάς τους.

Στο ζήτημα της γλώσσας ο Τόμιτς καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:

«…σύμφωνα με το συλλεγμένο υλικό μπορώ να πω ότι η κεντρική μακεδονική διάλεκτος εκτείνεται μέχρι και τα Σκόπια, όπου ξεκινούν οι αναμίξεις και η σερβική γλωσσική επιρροή. Η ζώνη αυτή εκτείνεται από το Τέτοβο ως τα Σκόπια μέχρι το Κράτοβο και την Κρίβα Παλάνκα – κάτω από τη γραμμή αυτή έχουμε καθαρή μακεδονική, διαλεκτικά χρωματισμένη. Οι δεσμοί που συνδέουν αυτή τη μεικτή ζώνη με το σερβικό γλωσσικό πεδίο είναι περισσότερο φωνητικοί και λιγότερο γραμματικοί διότι ακόμα ισχύει η μακεδονική γραμματική (χωρίς έναρθρη κλίση, με νέα σύζευξη κάποιων ρηματικών τύπων). Μετά από αυτή τη μεικτή περιοχή εμφανίζεται μία νέα ζώνη, σερβική κατά βάση, σερβική στις κυριότερες λεπτομέρειες αλλά με δυνατές διαλεκτικές αποχρώσεις, οι οποίες δίνουν την αίσθηση της εγγύτητας με το μακεδονικό γλωσσικό πεδίο – αυτό θα ήταν η Πριζρένη με τις γύρω περιοχές, το βορειοδυτικό μέρος της Παλαιάς και της νέας Σερβίας. Από γλωσσολογική άποψη οι σερβικές αξιώσεις περιορίζονται στη γραμμή Τέτοβο, Σκόπια, Κράτοβο, Παλάνκα – πέρα από αυτή παραμένει μια περιφραγμένη περιοχή που κατοικείται από Σλάβους, η οποία μπορεί να γίνει σερβική α) εάν την καταλάβουμε δια του ξίφους, β) εάν μας τη χαρίσουν, γ) εάν την κατακτήσουμε εθνοπολιτισμικά (αλλά αυτό μόνο μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα).

“Εάν δεν είναι σερβική, είναι βουλγαρική;” είναι το πρώτο ερώτημα που τίθεται μετά από αυτόν τον ισχυρισμό. Γλωσσολογικά είναι περισσότερο βουλγαρική παρά σερβική, πολιτικά – οι σλαβικές μάζες στην πλειονότητά τους είναι βουλγαρικές και σπάνια σερβικές, από εκκλησιαστική άποψη και πάλι η μεγάλη πλειονότητά τους είναι βουλγαρική και σπανιότερα πατριαρχική. Οι Βούλγαροι έχουν μεγάλη πλειοψηφία σε όλες τις πόλεις σε πολλαπλά επίπεδα. Στα χωριά όχι παντού, όπως στο Ντρίμκολ, στο Πόρετς, στην άνω Μπαμπούνα και στη Σκόπσκα Τσρνα Γκόρα»

Είναι άξιο αναφοράς ότι ενώ ο Τόμιτς χρησιμοποιεί το επίθετο «μακεδονικός» για να αποδώσει τη γλωσσική διαφορετικότητα του ντόπιου σλαβικού στοιχείου δεν κάνει το ίδιο για να του αποδώσει και διαφορετική εθνική ταυτότητα. Έτσι, ενώ γίνεται λόγος για «μακεδονική διάλεκτο» και «μακεδονική γραμματική» οι «σλαβικές μάζες» παραμένουν «βουλγαρικές στην πλειονότητά τους» και «σπάνια σερβικές». Σύμφωνα με τον Τόμιτς, επομένως, η γλωσσική ιδιαιτερότητα των σλαβικών πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας δεν συνιστά από μόνη της συστατικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας, διαφορετικής από τη σερβική ή τη βουλγαρική.

Γ

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1905 ο Κροάτης σλαβολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Βάτροσλαβ Γιάγκιτς, σε προσωπικό του γράμμα με τον Στόγιαν Νοβάκοβιτς, αναφέρει τα εξής:

«Ταξιδεύοντας χθες με το τραίνο έπεσα πάνω στις ανταποκρίσεις της Ταγκμπλατ από το Βελιγράδι, οι οποίες λένε ότι στη Μακεδονία θα προωθηθεί η διάλεκτος του Μοναστηρίου ως λόγια μακεδονική γλώσσα για να εκδιώξει τη βουλγαρική και τη σερβική. Πρόσφατα με επισκέφθηκε στη Βιέννη ένας άνθρωπος που συμμερίζεται τις απόψεις αυτές. Του απάντησα ανοιχτά ότι εγώ δεν εγκρίνω κάτι τέτοιο. Τίνος είναι αυτό το διαίρει και βασίλευε; Δεν ξέρω. Μπορεί να γίνει λόγος για πολιτική αυτονομία αλλά από τις δύο αυτές γλώσσες να δημιουργηθεί και μια τρίτη είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε,κατά τη γνώμη μου, να χαροποιήσει μόνο τους Τούρκους και τους Αυστριακούς»[6].

Vatroslav Jagić, Κροάτης σλαβολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι για τους ιθύνοντες της σερβικής πολιτικής στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ο γλωσσικός παράγοντας δεν συνιστούσε από μόνος του συστατικό στοιχείο εθνικής αυτοσυνειδησίας, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να συγκροτηθεί μία εθνική ταυτότητα, διακριτή από τη σερβική ή τη βουλγαρική. Συνεπώς, ο απλός χωρικός μπορεί να μιλούσε «μακεδονικά» αλλά να ανήκε στη σερβική ή τη βουλγαρική μερίδα και να ήταν Σέρβος ή Βούλγαρος. Είναι προφανές ότι για τους Σέρβους παρατηρητές της περιόδου ο όρος «μακεδονικός» είχε γεωγραφικό και όχι εθνοτικό περιεχόμενο και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να ταυτίζεται με την ύπαρξη ενός ξεχωριστού συλλογικού υποκειμένου. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι οι παρατηρήσεις αυτές προέρχονται από την πλευρά εκείνη που επεδίωξε να καλλιεργήσει το «μακεδονισμό» στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της περιοχής. Η αποτυχία του εγχειρήματος αυτού καθώς και οι άκαρπες ελληνοσερβικές συνομιλίες τη δεκαετία του 1890 οδήγησαν τελικά τη σερβική πλευρά να αναζητήσει την προσέγγιση με τη Βουλγαρία για τη διανομή της Μακεδονίας σε σφαίρες επιρροής, κάτι το οποίο είχαν προτείνει τόσο ο Σβέτισλαβ Σίμιτς, όσο και ο Σίμα Τόμιτς.

Ο Αθανάσιος Λούπας είναι υποψήφιος διδάκτορας Νέοτερης και Σύγχρονης Ιστορίας, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Α.Π.Θ

Υποσημειώσεις

[1] Mihajlo Vojvodić, Stojan Novaković i Vladimir Karić, Βελιγράδι, 2003, σσ. 57-8

[2] Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 61

[3] Slavenko Terzić, Srbija i Grčka (1856-1903). Borba za Balkan, Βελιγράδι, 1992, σσ. 277-8.  Άννα Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ και η κίνηση των «μακεδονιστών», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2004, σσ. 57-8. Για τη σερβική προσέγγιση στο ζήτημα της γλώσσας βλ. αναλυτικότερα Κατσάνος Κωνσταντίνος, “Η Μακεδονία των Σέρβων 1870-1941”, Μακεδονικές ταυτότητες στον χρόνο: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Πατάκης, Αθήνα, 2008.

[4] Arhiv Jugoslavije, Fond Jovana Jovanovića Pižona, 80-3-14. Σβ. Σίμιτς προς Υπουργείο Εξωτερικών, Βράνιε, 28.3.1897.

[5] Η έκθεση του Τόμιτς βρίσκεται στο Αρχείο Γιουγκοσλαβίας στο φάκελο του Γιόβαν Γιοβάνοβιτς Πιζόν (Arhiv Jugoslavije, Fond Jovana Jovanovića Pižona, 80-3-714). Επίσης, έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Γκλάσνικ του Ινστιτούτου Εθνικής Ιστορίας των Σκοπίων, Aleksandar Apostolov, „Eden nov dokument za položbata vo Makedonija kon krajot na XIX i početokot na XX vek“, Glasnik VII, 1 (1963) σσ. 247-67

[6] Η επιστολή του Γιάγκιτς, γραμμένη στα κυριλλικά, βρίσκεται στο Αρχείο της Σερβίας και συγκεκριμένα στο φάκελο του Στόγιαν Νοβάκοβιτς. (Arhiv Srbije, Fond Stojana Novakovića, br. 1462), Βάτροσλαβ Γιάγκιτς προς Στόγιαν Νοβάκοβιτς, Τσέλιε, Λιβάντα, 3/16 Ιουνίου 1905.

clioturbata.com

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *