Χαράλαμπος Γάππας: Η Μάχη του Κούρσκ.

Χαράλαμπος Γάππας

Η Μάχη του Κούρσκ

Οι εξελίξεις κατά την σοβιετική αντεπίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο

Εισαγωγή

Είχε εν τέλει γίνει έξις του Αδόλφου Χίτλερ, ειδικά μετά την αναπάντεχη και μεγάλη νίκη του κατά την μάχη της Γαλλίας στις αρχές καλοκαιριού του 1940, να θέτει μαξιμαλιστικούς στόχους στις πολεμικές επιχειρήσεις. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις ή ενστάσεις που μπορεί να είχε το Επιτελείο της Βέρμαχτ, τα στελέχη του ουδέποτε αμφισβητούσαν ανοιχτά τους ίδιους τους στόχους του Φύρερ, αλλά προσάρμοζαν κάθε φορά την κριτική τους στο πως επρόκειτο να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, στοιχιζόμενοι ουσιαστικά πίσω από τους οραματισμούς του.

Έτσι, και το καλοκαίρι του 1942, όταν τα γερμανικά Πάντσερ έφθασαν έξω από το Στάλνγκραντ, ο Χίτλερ απεφάσισε να μην συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις για να εισβάλει στην πόλη. Έδωσε εντολή λοιπόν, το ένα τμήμα των δυνάμεών του να κατευθυνθεί και να καταλάβει την πόλη, και το άλλο να στραφεί νότια προς τον Καύκασο, στοχεύοντας σε ταυτόχρονη κατάληψη των περασμάτων του Βόλγα και των πετρελαιοπηγών του Μπακού. Η κίνηση αυτή όμως αποδυνάμωσε τις δυνάμεις τις Βέρμαχτ και στα δύο μέτωπα, και οδήγησε τις επιχειρήσεις σε αδιέξοδο. Έτσι, όταν η Σοβιετική πλευρά πέρασε στην αντεπίθεση στο μέτωπο του Στάλινγκραντ, η Γερμανική άμυνα κατέρρευσε. Η 6ηΓερμανική Στρατιά και η 3η Ρουμανική περικυκλώθηκαν και παρά τις προσπάθειες  του φον Μάνσταϊν, στις 2 Φεβρουαρίου, ο Φρήντριχ Πάουλους παρέδωσε τα απομεινάρια της 6ης Στρατιάς στους Σοβιετικούς[1].

Με πρόδηλη την κατάρρευση των Γερμανών στην Νοτιοδυτική Ρωσία, η Σοβιετική Ανωτάτη Διοίκηση (Ставка) απεφάσισε να εκμεταλλευτεί την συγκυρία, και στις 29 Ιανουαρίου 1943, διατάζει τις δυνάμεις του Νοτιοδυτικού Μετώπου, υπό τον στρατηγό Νικολάι Βατούτιν, να εκδιώξουν τις δυνάμεις του Άξονος και πέρα από την Ανατολική Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις του μετώπου Βορονέζ υπό τον στρατηγό Φίλιπ Γκολίκωφ, διατάζονται να προχωρήσουν στην κατάληψη του Κούρσκ, του Χάρκοβου, και να προελάσουν ως τον Δνείπερο[2].

Αυτό που προσπαθούν να εκμεταλλευθούν οι Σοβιετικοί, είναι η αδυναμία των Γερμανών σε εκείνη την χρονική συγκυρία να ανασυγκροτηθούν και να σχηματίσουν γραμμές αμύνης. Ουσιαστικός σκοπός τους είναι να απωθήσουν τον Άξονα και πέρα από τον Δνείπερο με απανωτές και αλληλεπικαλυπτόμενες επιχειρήσεις, με επιθέσεις και αντεπιθέσεις σε μεγάλη έκταση και ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα, χωρίς οι Γερμανοί να μπορέσουν να αντιδράσουν προβάλλοντας σοβαρή αντίσταση.

Στις 9 Φεβρουαρίου οι Σοβιετικοί κατέλαβαν το Κούρσκ και στις 14 Φεβρουαρίου βρίσκονταν έξω από το Χάρκοβο. Οι Γερμανικές δυνάμεις μέσα στην πόλη αντιμετώπιζαν πλέον σοβαρό τον κίνδυνο να περικυκλωθούν και να διαλυθούν. Οι Γερμανοί διοικητές πρότειναν την εκκένωση της πόλης, ο Χίτλερ όμως το αρνήθηκε. Κατόπιν αυτού, μετά από σκληρές οδομαχίες οι Σοβιετικοί κατέλαβαν το Χάρκοβο μεταξύ 15 και 16 Φεβρουαρίου[3]. Αυτή η βαθιά προώθηση των Σοβιετικών μέχρι και τον Δνείπερο ποταμό έπληττε καίρια την συνοχή των γερμανικών δυνάμεων και απειλούσε θανάσιμα την υπόσταση του γερμανικού μετώπου. Όμως αν και επιτυχημένη, η ταχύτατη Σοβιετική προέλαση εξουθένωσε τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, οι οποίες πλέον ήταν επικίνδυνα εκτεθειμένες σε μια γερμανική αντεπίθεση.

Η Τρίτη μάχη του Χάρκοβου. 19 Φεβρουαρίου- 15 Μαρτίου 1943[4].

Στις 12 Φεβρουαρίου 1943, ο στρατηγός Μάνσταϊν ζήτησε από τη διοίκηση της Βέρμαχτ την άδεια να αποσπάσει κάποιες μεραρχίες από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και την Ομάδα Στρατιών «Βορράς», καθώς ο Κόκκινος Στρατός ήταν πλέον σε θέση να καταλάβει τα περάσματα του Δνείπερου και να περικυκλώσουν τις γερμανικές δυνάμεις[5]. Ο στόχος του Μάνσταϊν ήταν διπλός. Από την μια ήθελε να εξασφαλίσει δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να ανασυγκροτήσει το μέτωπο στην Ανατολική Ουκρανία και από την άλλη, γνωρίζοντας ότι η Σοβιετική προέλαση είχε φθάσει στα όριά της, να επιχειρήσει αντεπίθεση με στόχο το Χάρκοβο, το οποίο ήταν σημαντικό σιδηροδρομικός κόμβος. Έτσι στις 12 Φεβρουαρίου,  έστησε το επιτελείο μιάς νέας Ομάδας Στρατιών στο Ζαπορόζιε. Ο νέος σχηματισμός ονομάστηκε Ομάδα Στρατιών «Νότος»[6], και αποτελούνταν από τις δυνάμεις της Ομάδας Στρατιών «Ντόν» και της  Ομάδας Στρατιών «Β».

Στις 17 Φεβρουαρίου 1943, ο Χίτλερ πέταξε για την Ζαπορόζιε, όπου συμμετείχε σε σύσκεψη υπό τον Έριχ φον Μάνσταϊν, από τον οποίο και ζήτησε να αντεπιτεθεί και να ανακαταλάβει το Χάρκοβο. Ο Μάνσταϊν, προσπάθησε να πείσει τον Χιτλερ πως μια κατά μέτωπον επίθεση στην πόλη θα απέβαινε άκαρπη, όποτε θεώρησε καλύτερο να επιτεθεί από νοτιοανατολικά και βόρεια στα εκτεθειμένα πλευρά των Σοβιετικών, και μετά να επιτεθεί στην πόλη. Σε διαφορετική περίπτωση υπήρχε κίνδυνος οι γερμανικές δυνάμεις να καθηλωθούν και να περικυκλωθούν. Υπό τα βάρος των εξελίξεων στις 19 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ δίνει την άδειά του για ελεύθερη επιχειρησιακή  δράση από μεριάς του στον Μάνσταϊν, και αναχωρεί την στιγμή που οι Σοβιετικοί απέχουν μόλις 30 χιλιόμετρα από τα αεροδρόμιο[7]. Τότε, ο Μάνσταϊν εξαπολύει την αντεπίθεση προς στο Χάρκοβο, το οποίο οι δυνάμεις του θα καταλάβουν μετά από σκληρές οδομαχίες, στις 16 Μαρτίου.

Ο Έριχ φον Μάνσταϊν υποδέχεται τον Αδόλφο Χίτλερ στο Ζαπορόζιε στις 17 Φεβρουαρίου 1943 (πηγή: Bundesarchiv).

Όμως, ενισχύσεις του Κόκκινου Στρατού στο Κεντρικό Μέτωπο ανέκοψαν κάθε περαιτέρω γερμανική προέλαση. Άλλωστε οι εξελίξεις στο μέτωπο των επιχειρήσεων θα περνούσαν σε μια φάση στασιμότητας, λόγω της ρασπούτιτσα[8][9]Η κατάσταση αυτή ουσιαστικά έδωσε την ευκαιρία και στους δύο αντιμαχόμενους να εμπεδώσουν το έδαφος που είχαν καταλάβει και να ενισχύσουν τος θέσεις τους[10].

Ο σχηματισμός της προεξοχής γύρω από το Κούρσκ.

Με την αντεπίθεση του στρατηγού Μάνσταϊν στο Χάρκοβο, καθώς και τη συγκράτηση της σοβιετικής επίθεσης στο Όρελ, οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού βρέθηκαν να κατέχουν μια σημαντική προκεχωρημένη θέση στο μέτωπο με επίκεντρο την πόλη Κούρσκ· η οποία έμοιαζε ιδανική για μια επιθετική κίνηση ʹʹτανάλιαςʹʹ από πλευράς της Βέρμαχτ. Αυτό όμως που δεν ήταν ιδανικό, ήταν η κατάσταση των γερμανικών δυνάμεων. Εξαντλημένοι, με περιορισμένο εξοπλισμό και ελάχιστες εφεδρείες, ήταν πραγματική αυτοκτονία η ανάληψη επιθετική ενέργειας εκείνη την στιγμή από πλευράς του γερμανικού στρατού. Παρόλα ταύτα ο Χίτλερ, μέσα στην παροξυσμική μεγαλομανία των στόχων του διέταξε την κατάρτιση σχεδίων επίθεσης κατά του Κούρσκ[11].

Κίνητρο για αυτή την επιχείρηση δεν αποτελούσε μόνο η εμμονή του Χίτλερ με την ανάληψη επιθετικών ενεργειών, αλλά επιπλέον οι Γερμανοί αναζητούσαν μια νέα μεγάλη νίκη που του θα επανεπιβεβαίωνε την ισχύ και το γόητρό τους. Η υποχώρηση στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής, αλλά κυρίως η ήττα στο Στάλινγκραντ είχε αυξήσει την δυσαρέσκεια μεταξύ των συμμάχων του Χίτλερ- κυρίως της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας. Η μεγάλη ήττα που υπέστησαν και τα δικά τους στρατεύματα και η απώλεια μεγάλου αριθμού στρατιωτών από μεριάς τους, είχε προκαλέσει σκέψεις ακόμη και για αποχώρηση από τον πόλεμο. Υπό το κράτος αυτών των συνθηκών, στις 13 Μαρτίου, ο Χίτλερ υπέγραψε το Επιχειρησιακό Διάταγμα αριθ. 5, με το οποίο έδινε την έγκρισή του για διάφορες επιθετικές ενέργειες, μεταξύ των οποίων και αυτής κατά του Κούρσκ[12][13][14].

Η προπαρασκευή της σύγκρουσης.

Ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος πως πολλά από τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει τόσο κατά την μάχη του Στάλινγκραντ, όσο και μετά από αυτήν είχαν πλέον παρέλθει. Σύμφωνα με την αντίληψή του, η Βέρμαχτ είχε πιά στην διάθεσή της νέο, καλύτερο εξοπλισμό και άρματα μάχης.

Για τον Χίτλερ αυτά τα νέα όπλα αποτελούσαν τον καταλύτη της επίθεσης, και αν διέθετε αρκετά από αυτά η νίκη ήταν σχεδόν βεβαία. Προς επίρρωση των λεγομένων του ο Χίτλερ σημείωνε στις συσκέψεις που είχε με το επιτελείο του πως από τις γραμμές παραγωγής έβγαιναν ολοένα και περισσότερα από αυτά τα άρματα μάχης, καθώς επίσης και αυτοπροωθούμενα πυροβόλα και πολυβόλα, που αποτελούσαν κρίσιμη συνιστώσα στην τακτική διεξαγωγής της γερμανικής επίθεσης. Αν και οι στρατηγοί και τα άλλα μέλη του επιτελείου προσπαθούσαν να θέσουν υπό αίρεση αυτές τις σκέψεις, ο Χίτλερ παρέμενε ακλόνητος γύρω από το επιχείρημά του. Παραγνώριζε, σχεδόν εθελοτυφλώντας ότι οι ρυθμοί παραγωγής της γερμανικής βιομηχανίας για όλα αυτά τα όπλα, επ’ ουδενί δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτούς των Σοβιετικών ούτως ώστε να εξασφαλίσουν την απαραίτητη υπεροπλία[15][16].

Οι Σοβιετικοί φαίνεται άλλωστε πως είχαν προετοιμαστεί για ένα μεγάλης έκτασης πόλεμο, και μάλιστα στα εδάφη τους. Για τον λόγο αυτό, από την δεκαετία του 1930, άρχισαν να μετεγκαθιστούν ολόκληρες βιομηχανικές μονάδες πίσω από τα Ουράλια όρη, οπότε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, η προπαρασκευή αυτή είχε ως αποτέλεσμα ζωτικές βιομηχανίες της χώρας να παραμείνουν άθικτες από τις συγκρούσεις και τους βομβαρδισμούς, και να αυξάνουν πυρετωδώς της παραγωγή τους, εφοδιάζοντας τον Κόκκινο Στρατό. Έτσι, αν και η ΕΣΣΔ κατήγαγε έναν καταστροφικό πόλεμο εντός της επικρατείας της, κατάφερε να διατηρήσει και να επαυξήσει τους προπολεμικούς ρυθμούς παραγωγής της, και εν τέλει να υπερκεράσει και αυτούς της Γερμανίας[17].

Ο σχεδιασμός της επιχείρησης Zitadelle[18].

Στις 15 Απριλίου, ο Χίτλερ εξέδωσε το Επιχειρησιακό Διάταγμα αριθ. 6, το οποίο αφορούσε την επιθετική επιχείρηση εναντίον του Κούρσκ, με την κωδική ονομασία Zitadelle («Φρούριο»), η οποία ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει  στις 3 Μαΐου. Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της επίθεσης θεωρήθηκε το γεγονός, η επιχείρηση να διεξαχθεί πριν προλάβουν οι Σοβιετικοί να οργανώσουν και να κατασκευάσουν ισχυρά οχυρωματικά έργα[19][20]. Το σχέδιο της επιχείρησης περιελάβανε διπλό ταυτόχρονο χτύπημα στην εξοχή του Κούρσκ από Βορρά και Νότο, με συντονισμένη και ταυτόχρονη δράση από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» στο Όρελ, και την Ομάδα Στρατιών «Νότος» στο Χάρκοβο[21].

Στις 27 Απριλίου, ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον διοικητή της 9ης Στρατιάς Βάλτερ Μόντελ, ο οποίος ήθελε να εκφράσει τις ενστάσεις του για την επιχείρηση, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις είχαν λάβει γνώση κυρίως μέσω της Luftwaffe για ισχυρές αμυντικές θέσεις που ετοίμαζε ο Κόκκινος Στρατός. Ο Μόντελ πρότεινε την ριζική επανεξέταση του σχεδίου μάχης καθώς και του χρονικού πλαισίου της επίθεσης. Υποστήριξε λοιπόν, πως όσο περισσότερο καθυστερεί η επίθεση, τόσο περισσότερο ισχυροποιούνταν οι Σοβιετικές άμυνες και κατά συνέπεια τόσο πιο πολύ απομακρύνονταν το ενδεχόμενο της επιτυχίας. Κατά συνέπεια, πρότεινε την εγκατάλειψη του σχεδίου ‘’Φρούριο’’, και την προετοιμασία των γερμανικών δυνάμεων για άμυνα[22][23]. Οι θέσεις αυτές πλέον εύρισκαν σύμφωνο και τον Μάνσταϊν.

Στις αρχές Μαΐου ο Χίτλερ συγκάλεσε σύσκεψη της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης (Oberkommando des Heeres) με αντικείμενο τις εξελίξεις στο Ανατολικό Μέτωπο. Σε ότι αφορά τις εξελίξεις στα νότια του Μετώπου, ο Χίτλερ επέμεινε στην γενική του άποψη για την διεξαγωγή της επίθεσης στο Κούρσκ. Οι στρατηγοί του όμως δεν διέκειντο απολύτως θετικά απέναντι σε αυτό στο ενδεχόμενο, καθώς εξέφρασαν ενστάσεις τόσο για τους διαθέσιμους στρατιωτικούς πόρους, όσο και για το γεγονός της αναβολής της επίθεσης. Η συνάντηση τελικά έληξε χωρίς να ληφθεί κάποια ξεκάθαρη απόφαση, πέραν της αναβολής της ημέρας διεξαγωγής της επιχείρησης[24]. Οι αναβολές αυτές οφείλονταν την καθυστέρηση την μεταφοράς του πολεμικού υλικού, των νέων μονάδων και των εφοδίων από την δυτική και κεντρική Ευρώπη, στο Ανατολικό Μέτωπο. Πέρα από ότι είχε ο Χίτλερ στο μυαλό του, οι γραμμές παραγωγής δεν μπορούσαν να έχουν έτοιμο τον όγκο του πολεμικού υλικού που ζητούσε, στο χρόνο που ζητούσε. Παράλληλα, το κακό δίκτυο μεταφορών και η δράση των παρτιζάνων, δυσχέραναν την μεταφορά εφοδίων στο μέτωπο[25].

Στην σύσκεψη εκείνη, ο Γενικός Επιθεωρητής των Δυνάμεων των Πάντσερ, Χάιντς Γουντέριαν υπήρξε εξαιρετικά αρνητικός απέναντι στην ιδέα ανάληψης οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας κατά των δυνάμεων των Σοβιετικών, αλλά και γενικότερα σε οποιοδήποτε άλλο μέτωπο. Χαρακτήρισε ουσιαστικά άτοπη και άχρηστη οποιαδήποτε ενέργεια από πλευράς της Βέρμαχτ. Ο Γκουντέριαν, χωρίς να εστιάζει μόνο σε ένα μέτωπο, αλλά έχοντας μια γενικότερη εικόνα του πολέμου και του συνόλου των διεξαγομένων επιχειρήσεων στο μυαλό του, θεωρούσε πως ο γερμανικός στρατός δεν έπρεπε να αναλωθεί εκτιθέμενος επικίνδυνα σε επιθετικές πρωτοβουλίες. Αντιλαμβανόμενος την σημασία των εξελίξεων στην Αφρική, διέβλεπε την πιθανότητα διάνοιξης ενός νέου μετώπου στην Νότια Γαλλία ή την Ιταλία, κατά δεν θα συνηγορούσε σε μια ενέργεια που θα δέσμευε το επιτελείο της Βέρμαχτ να αποσπάσει δυνάμεις από εκείνες τις περιοχές.

Εξέφρασε λοιπόν ανοιχτά την γνώμη του και στον Φύρερ στις 10 Μαΐου, προτείνοντας την ανάληψη αμυντικής στάσης στην ΕΣΣΔ. Παράλληλα, ισχυρίστηκε τότε πως τα Πάντσερ και τα Τάιγκερ στα οποία είχε εναποθέσει τόσες ελπίδες, ο Χίτλερ θα ήταν φρονιμότερο να μην αποσταλούν στην Ανατολή, σε μια συμπλοκή κατατριβής με επικίνδυνα αμφίβολο αποτέλεσμα, και να παραμείνουν στην δυτική Ευρώπη για να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη εισβολή[26]. Ο Γκουντέριαν ήταν μάλλον ανήσυχος λόγω  της αδυναμίας κάλυψης των ενδεχόμενων απωλειών, τόσο δε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε πολεμικό υλικό, την στιγμή μάλιστα, που οι Σύμμαχοι έμοιαζαν να διαθέτουν αστείρευτο πολεμικό υλικό και απεριόριστες εφεδρείες[27][28].

Χάιντς Γκουντέριαν

Χαρακτηριστικά είπε στον Χίτλερ:

‘’ Είναι πραγματικά απαραίτητο να επιτεθούμε στο Κούρσκ, και ουσιαστικά στα ανατολικά γενικότερα φέτος; Νομίζεις ότι κανείς έστω ξέρει πού είναι το Κούρσκ; Ο κόσμος όλόκληρος δεν νοιάζεται αν θα καταλάβουμε το Κούρσκ ή όχι. Ποιος είναι ο λόγος που μας αναγκάζει να επιτεθούμε φέτος στο Κούρσκ ή γενικά στο Ανατολικό Μέτωπο;’’

Στα λόγια αυτά ο Χίτλερ απάντησε«Ξέρω. Η σκέψη και μόνο αυτού του πράγματος μου ανακετεύει το στομάχι μου«.

Και ο στρατηγός σημείωσε συμπερασματικά:

«Σε αυτή την περίπτωση η αντίδρασή σας στο πρόβλημα είναι σωστή.»[29]

Παρά τις παραινέσεις του Γκουντέριαν ο Χίτλερ ενέμεινε στην άποψή του, και όρισε την ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης περίπου στις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Τελικά την 1ηΙουλίου δόθηκε το τελικό σχέδιο μάχης και η ημερομηνία έναρξης στις 5 του μηνός[30].

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα της αναμονής οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στον χώρο γύρω από το Κούρσκ, περίπου 780.000 άνδρες, 3.000 τεθωρακισμένα και λοιπά άρματα μάχης, και 10.000 πυροβόλα, κανόνια και όλμους, καθώς επίσης και περίπου 2.000 αεροπλάνα[31][32][33][34][35][36][37].

Η προετοιμασία της άμυνας από τους Σοβιετικούς[38].

Όπως είχε σχηματιστεί το μέτωπο, με την προεξοχή γύρω από το Κούρσκ, ήταν δύσκολο για τους Σοβιετικούς να μαντέψουν την πιθανότητα μιας επικείμενης γερμανικής επίθεσης στον τομέα αυτόν. Σύντομα, ωστόσο, οι υποψίες τους θα επιβεβαιωθούν από τον κατασκοπευτικό κύκλο ‘’Λούκυ’’ στην Ελβετία, καθώς και από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν καταφέρει να σπάσουν τους κρυπτογραφημένους κώδικες της μηχανής Enigma. Ως πληροφοριοδότης αναφέρεται κάποιος ‘’Werther’’, για το οποίο δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες, αλλά πιθανολογείται πως ανήκε στους κόλπους της Ανωτάτης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης. Είναι αυτός που έστελνε τις πληροφορίες στον Ρούντοφ Ροίσλερ, τον οργανωτή του κατασκοπευτικού δικτύου στην Ελβετία.  Κατά συνέπεια, ήδη από τα τέλη Μαρτίου οι Σοβιετικοί είχαν λάβει γνώσει για τις συζητήσεις του γερμανικού επιτελείου γύρω από την επίθεση στο Κούρσκ, ακόμη και για τα διαμορφούμενα σχέδια μάχης.

Έτσι, το οι επιτελείς του Κόκκινου Στρατού προχώρησαν σχεδόν αμέσως στην κατάρτιση σχεδίων αμύνης και στο χτίσιμο οχυρωματικών έργων. Στα μέσα Απριλίου ο Ζούκωφ ανέπτυξε ενώπιον της ΣΤΑΒΚΑ το σχέδιο μάχης. Ο Στρατάρχης, πρότεινε να αφεθεί στους Γερμανούς η πρωτοβουλία της επίθεσης και ο Κόκκινος Στρατός να οργανώσει ισχυρές γραμμές αμύνης που ουσιαστικά θα του επέτρεπαν να προχωρήσει σε μια σφοδρή γενική αντεπίθεση.

Δύο ήταν τα μέτωπα τα οποία θα αναλάμβαναν την κυρίως υπεράσπιση του Κούρσκ. Την μεν νότια πλευρά είχε υπό την δικαιοδοσία του το Μέτωπο Βορονέζ, του στρατηγού Βατούτιν, την δε βόρεια πλευρά το Κεντρικό Μέτωπο του στρατηγού Ροκοσσόβσκυ. Ενώ σε εφεδρεία, βρισκόταν ένα ολόκληρο μέτωπο, αυτό της Στέπας, του στρατηγού Κόνιεφ. ‘Ήταν προφανές λοιπόν, πως ο Ζούκωφ και η Ανωτάτη Διοίκηση, ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν στο έπακρο την μεγάλη δυνατότητα που είχαν σε ανθρώπινο δυναμικό και πολεμικό υλικό, καθώς και κάθε δυνατότητα που τους παρείχετο ώστε να μην υπάρξει κανένα ενδεχόμενο κατάρρευσης των σοβιετικών δυνάμεων και ήττας. Επιστράτευσαν λοιπόν τον ντόπιο πληθυσμό για την κατασκευή των οχυρωματικών έργων. Είναι δείγμα των πλεονεκτημάτων που αποκτούσε ο Κόκκινος Στρατός, μετά την αντεπίθεσή του στα τέλη του 1942, το γεγονός ότι μπορούσε να επιστρατεύει τον ντόπιο πληθυσμό, τόσο για δευτερεύοντα έργα υποδομής, όσο και για να στελεχώνει τις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις του.

Η άμυνα των Σοβιετικών συνίστατο από ένα σύνολο πολλαπλών, εξαιρετικά ισχυρών και αλληλεπικαλυπτόμενων οχυρωματικών έργων. Τα οχυρωματικά έργα αυτά αποτελούνταν από τρείς γραμμές αμύνης, με χαρακώματα, αντιαρματικές τάφρους, ναρκοπέδια και αντιαρματικούς πύργους.

Γύρω από το Κούρσκ, οι στρατιώτες του Κεντρικού Μετώπου και του Μετώπου Βορονέζ έσκαψαν 7 επάλληλες σειρές χαρακωμάτων, τα οποία σε ευθεία γραμμή έφθανα τα 9.000 χιλιόμετρα[39]. Επιπλέον σκάφθηκα περίπου 500 χιλιόμετρα αντιαρματικών τάφρων. Στήθηκαν ακόμη περίπου 700 γέφυρες και διανοίχθηκαν 2.000 δρόμοι.

Οι Σοβιετικοί τοποθέτησαν επίσης περίπου 450 χιλιάδες νάρκες για το πεζικό και 500 χιλιάδες αντιαρματικές νάρκες. Η αναλογία ήταν κάπου 1.700 νάρκες πεζικού και 1.500 αντιαρματικές ανά ένα χιλιόμετρο[40]. Οι νάρκες ήταν κυρίως τοποθετημένες στην πρώτη γραμμή αμύνης[41]. Για τις δύο επόμενες γραμμές, το σχέδιο προέβλεπε οι νάρκες να τοποθετούνται από το μηχανικό κατά την διάρκεια της γερμανικής επίθεσης.

Άνδρες του Κόκκινου Στρατού στα χαρακώματα, καθώς σοβιετικό άρμα μάχης τύπου Τ-34 περνά από πάνω τους.

Ένα από τα πιο σημαντικά αμυντικά έργα του Κόκκινου Στρατού απέναντι στα γερμανικά τεθωρακισμένα ήταν οι αντιαρματικοί πύργοι. Οι Σοβιετικοί είχαν στήσει πολλούς τέτοιους πύργους εντός των οχυρωματικών έργων. Αυτοί βρίσκονταν σε απόσταση 600 με 800 μέτρα ο ένας από τον άλλο, και αποτελούνταν από περίπου 20 αντιαρματικά πυροβόλα και πολλά περισσότερα αντιαρματικά τυφέκια. Οι Σοβιετικοί γνώριζαν την διάταξη επίθεσης των γερμανικών τεθωρακισμένων. Αυτά κατά την έφοδό τους σχημάτιζαν ένα ‘’Λ’’ στην κορυφή του οποίου βρίσκονταν τα ισχυρά Τάιγκερ. Όταν λοιπόν αυτά κατάφερναν να διαλύσουν ένα πόστο αντιαρματικών όπλων, περνούσαν από το κενό που δημιουργούνταν και απλώνονταν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Για να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο οι Σοβιετικοί έστησαν σε αλλεπάλληλες γραμμές αλληλεπικαλυπτόμενους αντιαρματικούς πύργους.  Έτσι, όταν κάποιος κατεστρέφετο, το πλεονέκτημα της γερμανικής επίθεση μετετρέπετο σε μειονέκτημα, καθώς εάν τα τεθωρακισμένα της Βέρμαχτ, πήγαιναν να περάσουν από το διαμορφωμένο κενό, βρίσκονταν ακόμη πιο εκτεθειμένα στα εχθρικά πυρά[42].

Τόσο για την άμυνα του τομέα του Κούρσκ, όσο και για τις δευτερεύουσες επιχειρήσεις του μετώπου, οι Σοβιετικοί παρέταξαν, περίπου 2.000.000 άνδρες, 6.000 τεθωρακισμένα και άρματα μάχης, και 30.000 πυροβόλα, κανόνια και όλμους, καθώς επίσης και 3.500 αεροπλάνα[43][44][45][46][47][48].

Η έναρξη της μάχης[49].

Στις αρχές Ιουλίου 1943, οι δύο αντίπαλοι ήταν έτοιμοι για την μάχη. Στα νότια του τομέα του Κούρσκ οι Γερμανοί είχαν παρατάξει την Ομάδα Στρατιών «Νότος», αποτελούμενη από 447.000 στρατιώτες και 1.500 άρματα μάχης. Απέναντί τους, από την πλευρά των Σοβιετικών, βρίσκονταν οι δυνάμεις του Μετώπου Βορονέζ, που απαρτίζονταν από 630.000 στρατιώτες και 1.700 άρματα μάχης. Ο στρατηγός Βατούτιν που ηγείτο της άμυνας αυτού του τομέα είχε να καλύψει ένα πολύ εκτεταμένο μέτωπο στην Ουκρανική Στέπα, γεγονός που θα επέτρεπε στους Γερμανούς να αναπτύξουν καλύτερα τους σχηματισμούς τους και να επιχειρήσουν ανετότερους ελιγμούς με τα τεθωρακισμένα τους. Από την άλλη στα βόρεια του τομέα, από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο», ο φον Κλούγκε παρέτασσε 330.000 άνδρες, και 1.000 άρματα μάχης, απέναντι στους 712.000 άνδρες του στρατηγού Ροκοσσώβσκυ, και τα 1.800 άρματα μάχης. Η μορφολογία του εδάφους είχε κατά κάποιον τρόπο προκαθορίσει τις εξελίξεις στον τομέα αυτόν, καθώς απέναντι από τις σοβιετικές γραμμές αμύνης, υπήρχε ένα μόνον πέρασμα μέσα από το μεγάλο δάσος, όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αναπτύξουν τους σχηματισμούς τους, κατά την επικείμενη επίθεση[50].

Τις μέρες πρίν την επίθεση και οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τις θέσεις του εχθρού. Οι Σοβιετικοί κατάφεραν να συλλάβουν έναν ναρκαλιευτή στις 4 Ιουλίου και να μάθουν την ώρα που θα ξεκινούσε η Γερμανική επίθεση καθώς και τα σχέδια μάχης. Σύμφωνα με αυτόν η επιχείρηση θα ξεκινούσε στις πέντε τα ξημερώματα (ώρα Βερολίνου) με ταυτόχρονη επίθεση από βόρεια και νότια του τομέα. Από τον Βορρά η επίθεση θα γίνονταν με κατεύθυνση την Ολχοβάτκα, ενώ από τον Νότο, μεταξύ Σολοτίνο και Προχορόβκα. Παράλληλα, από νότια θα διεξάγονταν και μία επιπρόσθετη επίθεση από το Μπέλγκοροντ προς τα βορειοανατολικά, με σκοπό να περικυκλώσει τις Σοβιετικές Δυνάμεις[51].

Ο Ζούκωφ απεφάσισε να εκμεταλλευτεί αυτές τις πληροφορίες και να αιφνιδιάσει τους Γερμανούς ξεκινώντας με βομβαρδισμό των θέσεών τους πρίν την προβλεπόμενη έναρξη της επίθεσης. Έτσι, με έναν καταιγιστικό βομβαρδισμό στις 2.20, ώρα Μόσχας, ξεκίνησε η Μάχη του Κούρσκ.

Επειδή ο βομβαρδισμός γίνονταν νύχτα και χωρίς την χρήση αεροπορίας για τον εντοπισμό των εχθρικών θέσεων, οι βολές ήταν συχνά άστοχες, και δεν επέφεραν μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς. Δύο ώρες αργότερα, μετά την κατάπαυση των σοβιετικών πυροβόλων οι Γερμανοί άρχισαν τον δικό τους βομβαρδισμό, με δυνάμεις πυροβολικού και αεροπορίας[52][53].

Α. Η επίθεση στον Βόρειο τομέα[54][55][56].

Μετά το πέρας του γερμανικού βομβαρδισμού μονάδες της 9ης Στρατιάς του Μόντελ, άρχισαν να κινούνται κατά των σοβιετικών θέσεων. Μπροστά από τα γερμανικά τμήματα πεζικού και τεθωρακισμένων προπορεύονταν τα ναρκαλιευτικά Borgward IV. Αυτά έσπρωχναν μπροστά τους έναν άξονα, ο οποίος έφερε τέσσερεις οδοντωτούς κυλίνδρους οι οποίοι πυροδοτούσαν τις νάρκες και τις έσκαγαν πρίν φθάσουν τα πεζοπορία και μηχανοκίνητα τμήματα. Παρόλα ταύτα, τα μηχανήματα αυτά δεν καθίστατο δυνατόν να εξουδετερώσουν όλες τις νάρκες, και επίσης πολλά άρματα μάχης που ακολουθούσαν έχαναν το δρόμο τους μέσα στον χαμό της μάχης και οδηγούνταν πάνω από τα ναρκοπέδια. Την πρώτη εκείνη μέρα, οι δυνάμεις της Βέρμαχτ διείσδυσαν 9,5 χιλιόμετρα μέσα στα οχυρωματικά έργα του Κόκκινου Στρατού, φθάνοντας στο χωριό Πονίρι[57], στην 2α δηλαδή γραμμή αμύνης, προτού καθηλωθούν από τις δυνάμεις της 13ης σοβιετικής Στρατιάς[58].

Η διάταξη των αντιπάλων και η εξέλιξη της μάχης.

Την 2η ημέρα οι δυνάμεις του στρατηγού Ροκοσσόβσκυ αντεπιτίθενται μπροστά από το χωριό Ολκοβάτκα, και σταματήσουν την προέλαση του Μόντελ. Τις επόμενες μέρες, από τις 7 έως τις 10 Ιουλίου, ο Μόντελ θα εστιάσει την επίθεσή του κατά της Ολκοβάτκα και του Πονίρι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 7 του μηνός οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν, μετά από μάχη σώμα με σώμα, το μισό Πονίρι, ενώ παράλληλα οι υπόλοιπες δυνάμεις τους κινήθηκαν περιμετρικά για να κυκλώσουν το χωριό. Ο Ροκοσσόβσκυ ήταν προετοιμασμένος για αυτήν την κίνηση και οδήγησε τα προωθούμενα γερμανικά τμήματα σε μια παγίδα.

Σε διάφορα σημεία οι Σοβιετικοί είχαν τοποθετήσει αντιαρματικά όπλα, τα οποία έριπταν βολές για να τραβήξου την προσοχή των γερμανικών αρμάτων μάχης σε μεγάλη απόσταση. Όταν αυτά πλησίαζαν, καμουφλαρισμένα αντιαρματικά πυροβόλα εμφανίζονταν δεξιά και αριστερά τους και τα εξουδετέρωναν. Παράλληλα τα γερμανικά τεθωρακισμένα δέχονταν βόμβες Μολότωφ από στρατιώτες που ήταν κρυμμένοι στα χαρακώματα[59][60].Την 2ηημέρα οι δυνάμεις του στρατηγού Ροκοσσόβσκυ αντεπιτίθενται μπροστά από το χωριό Ολκοβάτκα, και σταματήσουν την προέλαση του Μόντελ. Τις επόμενες μέρες, από τις 7 έως τις 10 Ιουλίου, ο Μόντελ θα εστιάσει την επίθεσή του κατά της Ολκοβάτκα και του Πονίρι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 7 του μηνός οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν, μετά από μάχη σώμα με σώμα, το μισό Πονίρι, ενώ παράλληλα οι υπόλοιπες δυνάμεις τους κινήθηκαν περιμετρικά για να κυκλώσουν το χωριό. Ο Ροκοσσόβσκυ ήταν προετοιμασμένος για αυτήν την κίνηση και οδήγησε τα προωθούμενα γερμανικά τμήματα σε μια παγίδα.

Στις 9 του μηνός το επιτελείο του Μόντελ συνειδητοποίησε το αδιέξοδο, αλλά ο Γερμανός στρατηγός επέμεινε η επίθεση να συνεχιστεί, ούτως ώστε να διατηρηθεί η πίεση στους Σοβιετικούς και να βοηθηθεί η επίθεση από τον Νότο. Παρόλα ταύτα, την επόμενη μέρα ο Κόκκινος Στρατός κατάφερε να ανακόψει τελείως την γερμανική προέλαση. Έτσι ο Ροκοσσόβσκυ, έχοντας πετύχει το στόχο του να εξαντλήσει τους Γερμανούς, ζήτησε να προχωρήσει σε γενική αντεπίθεση, η οποία ονομάστηκε «Επιχείρηση Κουτούζωφ», και ορίστηκε για 2 μέρες αργότερα[61].

Β. Η επίθεση στον Νότιο τομέα[62][63][64].

Με το τέλος του γερμανικού βομβαρδισμού ο Μάνσταϊν διέταξε την 4η Στρατιά Πάντσερ του στρατηγού Χόθ να κατευθυνθεί προς το Ομπογιάν, και την Στρατιά του Αποσπάσματος Κέμπφ, προς την Προχορόβκα. Ο καταιγιστικός, όμως, σοβιετικός βομβαρδισμός δεν κατέστησε δυνατό τον καθαρισμό των ναρκοπεδίων και την διάνοιξη ασφαλών διαδρόμων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα πολλά άρματα μάχης που προπορεύονταν της επιχείρησης, να αχρηστευθούν από νάρκη, ενώ όσα γλύτωσαν, καθηλώνονταν από τα αντιαρματικά ορύγματα και τις τάφρους. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση η Βέρμαχτ χρησιμοποίησε την Αεροπορία για να βομβαρδίσει τα ναρκοπέδια και να ανοίξει δρόμο μέσα από τα οχυρωματικά έργα[65].

Εν τέλει, μετά δεκαεφτά ώρες οι Γερμανοί κατάφεραν να περάσουν την 1η γραμμή αμύνης των Σοβιετικών. Απέναντι στο προελαύνον 2ο SS Σώμα Πάντσερ, ο στρατηγός Βατούτιν έστειλε την 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Κατούκωφ. Τα ισχυρότατα όμως, γερμανικά τεθωρακισμένα προκάλεσαν τεράστιες απώλειες στα σοβιετικά άρματα μάχης[66].

Η κατάσταση αυτή έκανε το Κατούσωφ ανήσυχο για την νέα αντεπίθεση που διέταξε ο Βατούτιν[67]. Τελικά ζήτησε και έλαβε την άδεια από τον ίδιο τον Στάλιν να προσαρμόσει το σχέδιο μάχης στα νέα δεδομένα. Εισηγήθηκε λοιπόν, η Στρατιά του να σταματήσει την αντεπίθεση και να σκαφτούν ορύγματα για να τοποθετηθούν τα τάνκ, ούτως ώστε να είναι καλυμμένα, μέχρι ότου πλησιάσουν τα γερμανικά σε απόσταση 300-400 μέτρων, ώστε να μπορούν να τα διαλύσουν, με την βοήθεια του πεζικού και του πυροβολικού.

Παρόλα ταύτα, οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα που τους έδινε το έδαφος, κινούμενοι πιο ευέλικτα στο ανοιχτό πεδίο, καταφέραν να προωθηθούν ως την 2α γραμμή αμύνης, με κατεύθυνση το Ομπογιάν και την Προχορόβκα. Οι Σοβιετικοί είχαν περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέση με την τροπή που είχε πάρει η μάχη. Με τα τεθωρακισμένα της Βέρμαχτ να τους ακολουθούν κατά πόδα, τους ήταν πολύ δύσκολο να καλύψουν την υποχώρηση των μονάδων τους σύμφωνα με το σχέδιο μάχης για την 2η και 3η γραμμή αμύνης, στις οποίες η ναρκοθέτηση θα γινόταν κατά την προέλαση των γερμανικών αρμάτων μάχης.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση οι σοβιετική αεροπορία έλαβε εντολή να βομβαρδίσει τα γερμανικά τάνκ. Αν και η 69η σοβιετική Στρατιά είχε αναγκαστεί να ρίξει στην μάχη όλες τις εφεδρείες που υπήγοντο σε αυτήν, οι Γερμανοί προχωρούσαν προς τα εμπρός απειλώντας να περάσουν και την 3η γραμμή αμύνης, και να φθάσουν στα ανοχύρωτα πλέον μετόπισθεν των Σοβιετικών. Για τον λόγω αυτό η ΣΤΑΒΚΑ έστειλε ως εφεδρείες την 5ηΣτρατιά Φρουρών και την 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά, που ανήκαν στο Μέτωπο την Στέπας, καθώς και άλλες μονάδες, παρά τις ενστάσεις του Ιβάν Κόνιεφ, διοικητή του Μετώπου[68]. Έτσι, κατάφεραν ως τις 8 Ιουλίου να σταματήσουν με τις αντεπιθέσεις τους την εχθρική προέλαση, με τα τεθωρακισμένα της Βέρμαχτ όμως να έχουν εισχωρήσει 28 χιλιόμετρα μέσα στις σοβιετικές γραμμές. Στον νότιο τομέα οι Γερμανοί είχαν καταφέρει να προωθηθούν βαθιά στις σοβιετικές άμυνες, αλλά είχαν σχεδόν ξεμείνει από εφεδρείες.

Η μάχη της Προχορόβκα[69][70][71].

Αν και ο αντικειμενικός στόχος της γερμανικής επίθεση παρέμενε το Ομπογιάν, στις 9 και 10 Ιουλίου, η 2η μεραρχία Πάντερ των SS, η οποία αποτελείτο από την 1η Μεραρχία SS Leibstandarte SS Adolf Hitler, την 2η Μεραρχία SS Das Reich και την 3η Μεραρχία SS Totenkopf, κινήθηκε βορειοανατολικά, προς τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ποχορόβκα. Ο Μάνσταϊν, και ο Χόθ, υπό την υψηλή επίβλεψη του οποίου βρίσκονταν η 2η μεραρχία Πάντσερ SS, απεφάσισαν αυτήν την κίνηση ως έναν ελιγμό, ο οποίος αφ’ ενός θα υποβοηθούσε την κύρια επίθεση προς τo Ομπογιάν, με μια κυκλωτική κίνηση από νοτιοανατολικά, και αφ’ ετέρου θα αποπειράτο να αποσοβηθεί ο κίνδυνος δημιουργίας ρήγματος, μεταξύ της κύρια επίθεσης που διενεργούσε η Ομάδα Στρατιών «Νότος», και της παράπλευρης επίθεσης που διενεργούσε ανατολικότερα η Στρατιά αποσπάσματος Κέμπφ.

Την ίδια στιγμή, ο στρατηγός Βατούτιν, είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε μία ακόμη αντεπίθεση, στέλνοντας προς το σημείο την 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών υπό τον αντιστράτηγο Πάβελ Ροντμίστρωφ, συνεπικουρούμενη από πέντε σώματα πεζικού. Η αντεπίθεση αυτή ήταν στο πλαίσιο μιας γενικότερης αντεπίθεση στην οποία θα προσχωρούσαν οι Σοβιετικοί, αφού την ίδια μέρα οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού θα προχωρούσαν σε αντεπίθεση και στα βόρεια του τομέα του Κούρσκ. Η σύγκρουση που επέκειτο να λάβει χώρα στην Προχορόβκα, έμοιαζε να είναι δευτερευούσης σημασίας, αφού και για τους δύο αντιπάλους αποτελούσε έναν ελιγμό, του οποίου τα αποτελέσματα θα βοηθούσαν τις εξελίξεις σε άλλο σημείο του μετώπου.

Οι κινήσεις στο πεδίο της μάχης, είχαν λίγο πολύ καθοριστεί από την μορφολογία του εδάφους. Στα δεξιά (δυτικά) της σιδηροδρομικής γραμμής που οδηγούσε βόρεια στην Προχορόβκα, εκτείνονταν μια δύσβατη περιοχή με ρέματα, που κατέληγαν στον ποταμό Πσέλ. Ενώ, στα αριστερά(νοτιοανατολικά) εκτείνονταν οι στέπες του Ντόν.

Στις 11 Ιουλίου, η 1η και 2η Μεραρχία των SS σταμάτησαν την πορεία τους προς την Προχορόβκα, και πήραν αμυντικές θέσεις αναμένοντας την 3η να περάσει τον ποταμό Πσέλ από τα ανατολικά, και από εκεί να βρεθεί με μια κυκλωτική κίνηση στα βορειοδυτικά της Προχορόβκα[72]. Την νύχτα της 11ης προς 12η Ιουλίου ο Βατούτιν διέταξε την 5ηΤεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών να κινηθεί προς Νότο. Στην επίθεση αυτή οι Σοβιετικοί βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, καθώς τα άρματα μάχης τους δεν μπορούσαν να λάβουν ανοιχτούς σχηματισμούς στο πεδίο, παρά έπρεπε να διαταχθούν σε σχήμα κολώνας μεταξύ των ρείθρων στα δεξιά τους, και της σιδηροδρομικής γραμμής στα αριστερά τους. Επιπλέον, οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από την γερμανική αεροπορία τα ξημερώματα της 12ης, έτσι οι θέσεις του άρχισαν να δέχονται γερμανικά πυρά πυροβολικού. Παρόλα ταύτα οι Σοβιετικοί συνέχισαν να στέλνουν άρματα μάχης, ενώ και ο Χόθ έριξε στην μάχη τις δικές του μεραρχίες. Η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν σφοδρή, οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν τεράστιες, ενώ ο κουρνιαχτός που υψώνονταν εμπόδιζε την αεροπορία και των δύο πλευρών να αναλάβει δράση. Με τεράστιες απώλειες και στην θέα των ατελείωτων σοβιετικών εφεδρειών ο Χοθ αναγκάστηκε να αποτραβήξει τις δυνάμεις του. Στο τέλος την ημέρας η μάχη δεν είχε αναδείξει ουσιαστικό νικητή, αφού κανείς από τους δύο δεν είχε πετύχει τον αντικειμενικό του στόχο. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να προωθούν, αλλά και η σοβιετική αντεπίθεση, προς το παρόν είχε ανακοπεί. Οι δυνάμεις της Βέρμαχτ είχαν όμως αρχίσει να αποτραβιούνται από την Προχορόβκα, ενώ ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε γενική αντεπίθεση από όλα τα Μέτωπα και στους δύο τομείς γύρω από το Κούρσκ.

Από την πλευρά τους οι Γερμανοί είχαν ρίξει στην μάχη περίπου 400 άρματα μάχης, ενώ οι Σοβιετικοί 800[73]. Για τους πρώτους οι απώλειες έφθασαν στο 1/3, ενώ για τους δεύτερους ήταν κάτι παραπάνω από τα μισά. Για τον Μάνσταϊν όμως, δεν υπήρχαν άλλα άρματα μάχης, οι εφεδρείες του είχαν εξαϋλωθεί. Αντίθετα, η ΣΤΑΒΚΑ είχε ένα ολόκληρο Μέτωπο, αυτό της Στέπας, καθώς και το Νότιο, έτοιμα να εξαπολύσουν αντεπίθεση.

Η ανάκληση της επίθεσης από τον Χίτλερ[74].

Στις 9 Ιουλίου οι Αγγλοαμερικανοί Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία[75], ανοίγοντας ένα ακόμη μέτωπο για τους Γερμανούς. Το γεγονός αυτό θορύβησε την διοίκηση της Βέρμαχτ και τον ίδιο τον Χίτλερ. Έτσι, στις 12 Ιουλίου δόθηκε εντολή ανάκλησης της Επιχείρησης Zitadelle.

Η προέλαση των γερμανικών τεθωρακισμένων.

Παρόλα ταύτα, στον νότιο τομέα, στις 14 Ιουλίου, οι δυνάμεις του Μάνσταϊν διατάχθηκαν να προχωρήσουν στην επιχείρηση Roland[76][77]. Με την επιχείρηση αυτή η επιτελείς της Βέρμαχτ ήλπιζαν να συγκρατήσουν τις γερμανικές δυνάμεις στις θέσεις τους μετά την ουσιαστική ήττα στην Προχορόβκα, και να σταματήσουν την σοβιετική προέλαση. Μάταια όμως, αφού η επιχείρηση απέτυχε, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να αρχίσουν να υποχωρούν προς το Χάρκοβο.

Η σοβιετική αντεπίθεση[78][79].

Α. Ο βόρειος τομέας.

Με την καθήλωση της επίθεσης στον βόρειο τομέα του Κούρσκ, οι επιτελείς της ΣΤΑΒΚΑ εξαπέλυσαν αντεπίθεση με τις δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου, του Μετώπου Μπριάνσκ, και του Μετώπου Βορονέζ, υπό την ονομασία, Επιχείρηση Κουτούζωφ.

Η επιχείρηση ξεκίνησε με έναν καταιγιστικό βομβαρδισμό με βαρέα πυροβόλα και πυραύλους Κατυούσα των γερμανικών θέσεων, οι οποίες παρέλυσαν κυριολεκτικά. Ο στρατηγός Μόντελ αναδιπλώθηκε σε αμυντικούς σχηματισμούς, εγκαταλείποντας κάθε επιθετική ενέργεια. Για να ανακόψει την σοβιετική επίθεση χρησιμοποίησε τον 6οΑεροπορικό Στόλο της Luftwaffe. Οι εξαντλημένες όμως δυνάμεις της Βέρμαχτ, παρά την αντίσταση μίας εβδομάδος, ήταν αδύνατον να συγκρατήσουν αποτελεσματικά την επίθεση του Κόκκινου Στρατού, και μπροστά στον κίνδυνο να περικυκλωθούν στο Όρελ, εγκατέλειψαν την πόλη με αποτέλεσμα να καταληφθεί από τους Σοβιετικούς στις 29 Ιουλίου.

Η κατάληψη του Όρελ υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους Γερμανούς, καθώς αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους στον κεντρικό τομέα του σοβιετο-γερμανικού μετώπου. Παρόλα ταύτα, οι δυνάμεις της Ομάδας Στρατιών Κέντρο υπεχώρησαν προς το Μπριάνσκ και πρόταξαν μια νέα γραμμή αμύνης.

Φωτιά και θάνατος στο πεδίο της Προχορόβκα.

Β. Ο νότιος τομέας[80][81].

Με την αποτυχία της επιχείρησης Roland, οι Γερμανοί αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στις θέσεις που είχαν στις αρχές Ιουλίου, όταν ξεκινούσε η Επιχείρηση Zitadelle. Λόγω των μεγάλων απωλειών στις επιχειρήσεις στο Κούρσκ, ο Βατούτιν προτίμησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του προτού αντεπιτεθεί. Έτσι, στις 3 Αυγούστου, οι Σοβιετικοί εξαπέλυαν μια διπλή, ταυτόχρονη αντεπίθεση εναντίον του Μπέλγκροντ, και εναντίον του Χαρκόβου. Η κίνηση αυτή των Σοβιετικών είχε την ονομασία, Επιχείρηση Ρουμιάντσεβ, και συμμετείχαν οι δυνάμεις του Μετώπου της Στέπας και του Βορονέζ, ενώ απέναντί τους ο Μάνταϊν είχε παρατάξει τα απομεινάρια της Ομάδας Στρατιών «Νότος». Η επίθεση ξεκίνησε από τα βορειανατολικά με κατεύθυνση το Μπέλγκοροντ, το οποίο οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού κατέλαβαν στις 5 Αυγούστου[82].

Μετά το Μπέλγκοροντ η 1η Τεθωρακισμένη Στρατιά, υπό τον αντιστράτηγο Κατούκωφ, κινήθηκε προς το Μπογκοντούκωφ, στα βορειοδυτικά του Χαρκόβου, και το κατέλαβε. Στόχος ήταν να περικυκλωθεί το Χάρκοβο, το οποίο έχει μετατραπεί σε φρούριο από τους Γερμανούς, και από τα δυτικά, ενώ θα δέχονταν την κύρια επίθεση από τις δυνάμεις του Κόνιεφ στα ανατολικά.

Ο Χίτλερ για μία ακόμη φορά αρνούνταν να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα, και διέταξε σε άμυνα μέχρι τέλους. Αλλά ο Μάνταϊν δεν ήταν έτοιμος για ένα ακόμη ‘’Στάλινγκραντ’’, και διέταξε τις δυνάμεις του να υποχωρήσουν.  Οι Σοβιετικοί τελικά κατέλαβαν το Χάρκοβο στις 23 Αυγούστου.

Οι απώλειες.

Κατά την μάχη του Κούρσκ, οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν τεράστιες. Από τις αρχές Ιουλίου ως τα τέλη Αυγούστου, οι Γερμανοί έχασαν 120.000 άνδρες (νεκροί και αγνοούμενοι), 3.000 άρματα μάχης και πυροβόλα όπλα, και 1.000 αεροσκάφη, ενώ οι Σοβιετικοί, 450.000 άνδρες, 8.000 άρματα μάχης και πυροβόλα όπλα, και 3.000 αεροσκάφη.

Το μνημείο της μάχης σήμερα

Ο επίλογος της μάχης[83].

Με την ήττα αυτή των Γερμανών στο Χάρκοβο, έληγε και η μάχη του Κούρσκ, η οποία υπήρξε η τελευταία γερμανική επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Από το σημείο αυτό και έπειτα οι δυνάμεις τις Βέρμαχτ μόνο θα υποχωρούσαν, ενώ η πρωτοβουλία των κινήσεων θα ανήκε αποκλειστικά και μόνο στους Σοβιετικούς. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί θα υποχωρήσουν στα δυτικά, πέρα από τον ποταμό Δνείπερο, στην Αμυντική Γραμμή Βόταν.

Παρόλα αυτά, η τελική νίκη επί του Άξονος απείχε ακόμη δύο χρόνια μέχρι να γίνει πραγματικότητα, ενώ ο Κόκκινος Στρατός θα χρειαστεί να μάχεται τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, για να εκδιώξει τους Γερμανούς από την ΕΣΣΔ[84].

Soviet Storm: World War II — In The East. ep. 9. The Battle Of Kursk

O Χαράλαμπος Γάππας είναι φοιτητής
του Α΄ Κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών
του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

Βιβλιογραφία

Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Η άνοδος και η πτώση του Γ’ Ράιχ 1939-1945, Θεσσαλονίκη 2009.

  1. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, London, 2002.

David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed: How the Red Army Stopped Hitle , Kansas, 1995.

David M. Glantz and Jonathan M. House,The Battle of Kursk, Kansas, 1999.

David M. Glantz and Harold S. Orenstein, The Battle for Kursk 1943: The Soviet General Staff Study, London, 1999.

Heinz Guderian, Panzer Leader, New York, 1952.

Thomas L. Jentz and Hilary L. Doyle, Germany’s Tiger Tanks D.W. to Tiger I: Design, Production & Modifications, N. Carolina, 1999.

Clark, Lloyd, Kursk: The Greatest Battle: Eastern Front 1943, London, 2012.

Erich Von Manstein, Lost Victories: The War Memoirs of Hitler’s Most Brilliant General, Powell, London, 1982, Anthony G. (translation).

McCarthy Peter and Mike Syryon  Panzerkieg: The Rise and Fall of Hitler’s Tank Divisions, New York 2002.

Dennis E. Showalter, Armor and Blood: The Battle of Kursk, The Turning Point of World War II, New York, 2013.

Steven H. Newton, Kursk: The German View, Eyewitness Reports of Operation Citadel by the German Commanders, USA, 2002.

Υποσημειώσεις

[1] ο.π. 22.

[2] David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed: How the Red Army Stopped Hitle , Kansas, 1995, p. 53-57.

[3] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Η άνοδος και η πτώση του Γ’ Ράιχ 1939-1945, Θεσσαλονίκη 2009, σ.243-244.

[4] Ο.π. p. 58-60.

[5] Erich Von Manstein, Lost Victories: The War Memoirs of Hitler’s Most Brilliant General, Powell, London, 1982, Anthony G. (translation), p. 261-265.

[6]Steven H. Newton, Kursk: The German View, Eyewitness Reports of Operation Citadel by the German Commanders, USA, 2002, p.11.

[7] Erich Von Manstein, Lost Victories, p. 256-270.

[8] David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed, p. 60.

[9] Έτσι ονομάζεται η περίοδος στην αρχή της Άνοιξης, κατά την οποία ο καιρός γίνεται θερμότερος και λιώνουν τα χιόνια του χειμώνα, καθιστώντας το ήδη φτωχό σοβιετικό οδικό δίκτυο απροσπέλαστο.

[10] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ..243-247.

[11] Ο.π.σ.248.

[12] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 354.

[13] Clark, Lloyd, Kursk: The Greatest Battle: Eastern Front 1943, London, 2012, p. 186.

[14] David M. Glantz and Harold S. Orenstein, The Battle for Kursk 1943: The Soviet General Staff Study, London, 1999, p. 54-56.

[15] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.249.

[16] Heinz Guderian, Panzer Leader, New York, 1952, p. 276-283.

[17] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.241-243.

[18] David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed, p. 63.

[19] Clark, Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 187.

[20] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 25.

[21] Erich Von Manstein, Lost Victories, p. 280.

[22] Clark, Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 193.

[23] Ο.π. , p. 192.

[24] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 1-3.

[25] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, London, 2002, p.58.

[26] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.250.

[27] Ο.π. σ. 250.

[28] Heinz Guderian, Panzer Leader, p.307-312.

[29] Ο.π. p. 308-309.

[30] Clark, Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 223.

[31] Ο.π. p. 200.

[32] Erich Von Manstein, Lost Victories, p. 280-282.

[33] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 338.

[34] M. K. Barbier, Kursk, p.50-51.

[35] Ο.π. p. 172.

[36] Dennis E. Showalter, Armor and Blood: The Battle of Kursk, The Turning Point of World War II, New York, 2013, p.8.

[37] David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed, p. 63-66.

[38] Ο.π. p. 63-66.

[39] Δύο φορές η απόσταση Μαδρίτης- Μόσχας

[40] David M. Glantz and Jonathan M. House,The Battle of Kursk, p. 65.

[41] Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 211.

[42] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p.53-55.

[43] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 290-344.

[44] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.251-253.

[45] Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 478-484.

[46] David M. Glantz and Harold S. Orenstein, The Battle for Kursk 1943, p.14, 300-301.

[47] Dennis E. Showalter, Armor and Blood, p.9.M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p. 173.

[48] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p. 173.

[49] Ο.π. p. 59-71.

[50] David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 66.

[51] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.252 (χάρτης).

[52] Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 224-236.

[53]  David M. Glantz and Jonathan M. House, The Battle of Kursk, Kansas, 1999, p. 66.

[54]  Ο.π. p. 93-121.

[55]  Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 306-313.

[56]  M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p.75-87.

[57]  Το χωριό Πονίρι ήταν πολύ σημαντικό καθώς αποτελούσε σιδηροδρομικό κόμβο πού ένωνε τον Βόρειο τομέα με την πόλη του Κούρσκ.

[58]  Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 261-266.

[59]  Οι Σοβιετικοί επιτελείς είχαν παρατηρήσει κατά την γερμανική εισβολή το τρόμο που προκαλούσαν στους στρατιώτες τα εχθρικά τεθωρακισμένα όταν αυτά περνούσαν πάνω από τα χαρακώματα. Έτσι, προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον φόβο, εκπαιδεύοντας του Σοβιετικούς οπλίτες σε αυτές τις συνθήκες. Τους έκρυβαν λοιπόν σε χαρακώματα και βάζαν άρματα μάχης να περνούν από πάνω, έτσι ώστε να μάθουν οι στρατιώτες να τιθασεύουν τον πανικό τους.

[60] David M. Glantz and Harold S. Orenstein, The Battle for Kursk 1943, p.45-46.

[61] Ο.π. , p. 28.

[62] Erich Von Manstein, Lost Victories, p. 282-284.

[63] Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 237-260.

[64] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p. 89-105.

[65] Ο.π., p. 247-248.

[66] Ένα σοβιετικό Τ-34 για να εξουδετερώσει ένα Τάιγκερ, έπρεπε να το χτυπήσει, το πολύ από απόσταση 500 μέτρων, και σε αυτήν την περίπτωση από πλάγια, όπου η θωράκιση είναι ελαφρότερη. Αντίθετα, ένα Τάιγκερ μπορούσε να καταστρέψει ένα Τ-34, ακόμη χτυπώντας το και στην μπροστινή ισχυρή θωράκιση, από απόσταση δύο χιλιομέτρων.

[67] Ο στρατηγός Βατούτιν ήταν αξιωματικός που προτιμούσε την επίθεση από την άμυνα. Σχετικά μάλιστα με την ‘’επιχείρηση Ακρόπολις ή Φρούριο’’, είχε προτείνει λόγω της καθυστέρησης έναρξης της επιχείρησης από τους Γερμανούς να ξεκινήσουν οι Σοβιετικοί πρώτοι την επίθεση.

[68] Clark Lloyd, Kursk: The Greatest Battle, p. 287-288.

[69] David M. Glantz and Jonathan M. House, When Titans Clashed, p. 66-67.

[70] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.253-255.

[71] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p.122-141.

[72] David M. Glantz and Jonathan M. House,The Battle of Kursk, Kansas, p. 164-170.

[73] Η χρήση τόσο μεγάλου αριθμού τεθωρακισμένων σε μία σύγκρουση, κατέστησε την μάχη της Προχορόβκα, την μεγαλύτερη αρματομαχία στην ιστορία.

[74] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p. 142-187.

[75] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.221-229.

[76] David M. Glantz and Jonathan M. House,The Battle of Kursk, Kansas, p. 119-123.

[77] M. K. Barbier, Kursk: The Greatest Tank Battle Ever Fought 1943, p. 163-164.

[78] Erich Von Manstein, Lost Victories, p. 284-294.

[79] Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.255-257.

[80] David M. Glantz and Jonathan M. House,The Battle of Kursk, Kansas, p. 241-249.

[81]  Chris Bishop-David Jordan, Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σ.255-257.

[82] Η κατάληψη του Μπέλγκοροντ γιορτάστηκε στην Μόσχα με κανονιοβο

ΠΗΓΕΣ: http://clioturbata.com

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *