Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι: Μία μελέτη παρακμής

Το ιστορικό μυθιστόρημα έχει δύο λειτουργίες, μία εμφανή και μία όχι και τόσο: αφ’ ενός θέλει να πει μία ιστορία που διαδραματίζεται σε κάποια παλιότερη εποχή, να ζωντανέψει έναν κόσμο ο οποίος δεν υπάρχει πια. Το πως γίνεται αυτό εξαρτάται από τις προθέσεις και την επιτυχία του συγγραφέα, ο οποίος πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της διάπλασης ενός φυσικού και ζωντανού περιβάλλοντος, βασιζόμενος στα ιστορικά στοιχεία, και της δράσης πειστικών χαρακτήρων, οι οποίοι κινούνται από τα αιώνια ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα. 

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος

Υπάρχουν έτσι βιβλία όπου η ιστορική εξιστόρηση “καταπίνει” και εξαφανίζει την λογοτεχνία (ακραίο παράδειγμα το 1402 του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – λαμπρό ως ιστορικό δοκίμιο αλλά μόνον κατ’ ευφημισμόν μυθιστόρημα), καθώς και πάρα πολλά όπου το ιστορικό υπόβαθρο είναι εντελώς διακοσμητικό, και περιγράφονται ιστορίες και χαρακτήρες οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν κάλλιστα τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε εποχή. Το ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας δεν είναι πρωτεύον σε ένα μυθιστόρημα, προκαλεί όμως μεγάλη δυσφορία στον ιστορικό, όταν πρέπει να αντιπαλέψει με μακροχρόνια εδραιωμένες αντιλήψεις για μία εποχή ή ένα γεγονός, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται μεν στα δεδομένα, διαδόθηκαν όμως από ένα δημοφιλές μυθιστόρημα ή μία ταινία.

Η δεύτερη λειτουργία είναι η χρήση της ιστορίας με στόχο να γίνει κάποιος παραλληλισμός με φαινόμενα της εποχής του συγγραφέα. Είναι ένα πολύ θελκτικό αλλά και επικίνδυνο εγχείρημα, το οποίο εκτυλίσσεται ακόμη και εάν δε βρίσκεται στις άμεσες, συνειδητές προθέσεις του λογοτέχνη – η επιλογή, άλλωστε, να ασχοληθεί με το τάδε θέμα ή τη δείνα εποχή λέει πολλά για την δική του ιδιοσυγκρασία, τα ενδιαφέροντα, τους φόβους του κλπ. Ο άνθρωπος φυσικά κοιτάζει στο παρελθόν για έμπνευση, για συμβουλές ή με τον σκοπό της φυγής. Βεβαίως, η ιστορία δεν μπορεί να μπει στο “κρεβάτι του Προκρούστη” για να προσαρμοστεί στις προσδοκίες των συγχρόνων, ειδικά όταν οι αναλογίες δε γίνονται για λόγους μελέτης αλλά πολιτικής επικοινωνίας (Σπάρτη-εθνικοσιαλιστική Γερμανία, Αθήνα-ΗΠΑ, Περσικοί πόλεμοι-Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας). Από που να αρχίσει κανείς να απαριθμεί τους νοσταλγούς και διεκδικητές του ρωμαϊκού μεγαλείου, ή το πόσες κοινωνίες και στοχαστές είδαν στα προβλήματά τους το καθρέπτισμα της παρακμής της Ρώμης; Όσες επιφυλάξεις όμως και ενστάσεις και εάν υπάρχουν από αυστηρά ιστορικής πλευράς, ο παραλληλισμός είναι νόμιμος και δόκιμος στο πλαίσιο του στοχασμού, της φαντασίας και της κριτικής. Άλλωστε, σε ευρύτερο βέβαια πλαίσιο από το μυθιστόρημα,  η νοσταλγία και η διάθεση μίμησης του παρελθόντος τροφοδότησε μερικά από τα γονιμότερα και πλέον καρποφόρα ρεύματα της ιστορίας του πολιτισμού, όπως τις διαδοχικές Αναγεννήσεις, το διαφωτισμό, το ρομαντισμό κλπ.

Οι Γραικύλοι του Ρόδη Ρούφου (1966), που εκτυλίσσονται στην Αθήνα του Α’ Μιθριδατικού πολέμου (88-86 π.Χ),  πατούν εμφανώς και στις δύο όχθες. Ο συγγραφέας είχε ειδικό και μακροχρόνιο ενδιαφέρον για την μετακλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο της αρχαιότητας, είχε μάλιστα ξεκινήσει να εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα την αθηναϊκή επᾶνάσταση, όταν υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο Παρίσι. Στο τέλος του βιβλίου παραθέτει και ένα σύντομο σημείωμα, όπου παραπέμπει στις αρχαίες πηγές στις οποίες και βασίστηκε. Το έργο παράλληλα χρησιμοποιεί την Αθήνα του 1ου π.Χ. αιώνα για να σχολιάσει την Ελλάδα και τον κόσμο της εποχής του. Η σύγκρουση δημοκρατικών και ολιγαρχικών, Ρώμης και Μιθριδάτη, είναι προφανές ότι εικονίζει τη συγκαιρινή του Ρούόφου παγκόσμια ψυχροπολεμική διαπάλη ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης.

Η πλοκή του δράματος

Το βιβλίο ακολουθεί την Αθήνα καθώς ανατρέπει το ολιγαρχικό καθεστώς της και συντάσσεται με τον Πέρση βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ’, στον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Ακολουθεί την τροχιά των κοινωνικών συγκρούσεων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, από την επαναφορά της δημοκρατίας και τον εκφυλισμό της επανάστασης σε τυραννίδα και νέα ξενοκρατία, μέχρι την πολιορκία και καταστροφή της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα.

Βασικός πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Δίων, ένας νεαρός ιατρός και Αθηναίος ευπατρίδης. Στο πλευρό του βρίσκεται η Εβραία δούλη και ερωμένη του, Ρουθ, και φίλος του Ετεοκλής, ένας ορμητικός και ονειροπόλος γλύπτης. Ο Δίων έχει μία μάλλον αποστασιοποιημένη θέαση των γεγονότων: παρότι συμμετέχει σε σημαντικά στιγμιότυπα, ποτέ δεν πρωταγωνιστεί, και φαίνεται περισσότερο να παρατηρεί το δράμα να εκτυλίσσεται. Συμμετέχει πάντως στις ζυμώσεις για την αποτίναξη του ρωμαϊκού ζυγού και την παλινόρθωση της δημοκρατίας, με όχημα την συμμαχία με τον Μιθριδάτη του Πόντου. Οι Αθηναίοι τελικώς ανατρέπουν το φιλορωμαϊκό καθεστώς του Μήδειου, και οι ολιγαρχικοί (μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Δίωνος, Γλαύκος) φεύγουν εξόριστοι. Η δημοκρατία εγκαθιδρύεται σε ατμόσφαιρα γενικής ευφορίας, με πολλές ελπίδες όχι μόνο για αποκατάστασης της λαϊκής συμμετοχής στην εξουσία, αλλά για άρση των ποικίλων ανισοτήτων. Η επανάσταση διαπνέεται από ένα πνεύμα κοινωνικού ρτιζοσπαστισμού, μαζί με έναν ανανεωμένο πατριωτισμό της πόλεως, η οποία νοσταλγεί την προγονική ανεξαρτησία και δόξα. Κυριαρχεί αρχικώς ο δημαγωγός Αθηνίων, προσωπικότητα φιλόδοξη αλλά χωρίς σημαντικό βάρος. Οι δυσκολίες αρχίζουν από πολύ νωρίς, καθώς ο στρατηγός Απελικών (ένας επιπολαιος φιλόσοφος στην πραγματικότητα) στέλνεται να καταλάβει την υπό ρωμαϊκό έλεγχο Δήλο και να εξασφαλίσει τον μεγάλο της θησαυρό. Οι Αθηναίοι όμως συντρίβονται και ο Απελικών μόλις που διαφεύγει – μαζί του και ο Δίων, που ακολουθεί την εκστρατεία ως ιατρός. Καθώς ο πόλεμος κλιμακώνεται, ο Μιθριδάτης εμπλέκεται ενεργά στα αθηναϊκά πράγματα. Στέλνει στην πόλη τον επικούρειο φιλόσοφο Αριστίωνα ως κυβερνήτη και εκπρόσωπό του, και τον στρατηγό Αρχέλαο να πολεμήσει τους Ρωμαίους. Ο Αριστίων καθαιρεί τον Αθηνίωνα και με τη βοήθεια ριζοσπαστικών και εγκληματικών στοιχείων επιβάλλει καθεστώς απόλυτης τρομοκρατίας.

Η κατάσταση ολοένα δυσκολεύει καθώς φθάνει από την Ιταλία ο στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων. Οι Ρωμαίοι περισφίγγουν την Αθήνα και τον Πειραιά και ξεκινούν να πολιορκούν τις δύο πόλεις. Ο πειραιάς, υπό τον Αρχέλαο, αμύνεται σχετικά άνετα καθώς ανεφοδιάζεται από τη θάλασσα. Η Αθήνα όμως, ασφυκτικά αποκλεισμένη, βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν φρικτό λιμό. Οι πολίτες, μέχρι πρότινος περήφανοι και αισιόδοξοι, αρχίζουν να καταρρέουν ψυχικώς και σωματικώς, μετατρέπονται σε μία αποστεωμένη μάζα ζωντανών νεκρών, η οποία παραπαίει μεταξύ της παραίτησης και μιας ισχνής ελπίδας να λυτρωθεί. Τελικώς οι Ρωμαίοι μπαίνουν στην πόλη από ένα ευάλωτο σημείο των τειχών (θα φανεί παρακάτω πως) και ακολουθεί τρομακτική σφαγή του πληθυσμού. Η παρέμβαση των ολιγαρχικών Αθηναίων στο Σύλλα θα οδηγήσει τον σκληρό Ρωμαίο να προστάξει παύση της αιματοχυσίας, και ο Γλαύκος κατορθώνει να γλιτώσει τον Δίωνα και την οικογένειά του.

Μέσα στην ψυχή των Γραικύλων

Πρωταγωνιστές του έργου, πέρα από τον Δίωνα, είναι οι Γραικύλοι ως ομάδα. Είναι οι εκφυλισμένοι, φαντασμένοι, επιπόλαιοι και αδύναμοι Έλληνες της ρωμαϊκής εποχής, οι οποίοι έχουν χάσει την παλαιά τους ανεξαρτησία, δύναμη και υπερηφάνεια. Η φαντασίωση του αρχαίου μεγαλείου τους οδηγεί σε μία απερίσκεπτη εξέγερση κατά των Ρωμαίων και των ολιγαρχικών συνεργατών τους. Καταλήγουν όμως στην επιβολή μίας νέας ξενοκρατίας, εκείνης των Ασιατών του Μιθριδάτη, ένα τυραννικό καθεστώς απείρως χειρότερο από το προηγούμενο, και την τελική καταστροφή του ιοστεφούς άστεος από τον Σύλλα.

Οι περισσότεροι από τους Γραικύλους, με εξαίρεση τον διεστραμμένο και αδίστακτο Αριστίωνα και κάποια τσιράκια του, δεν είναι κακοί. Είναι όμως τραγικά κατώτεροι των περιστάσεων. Είναι αβαρείς, ελαφροί, ανεύθυνοι. Δεν μπορούν να δώσουν στις συνθήκες τη δέουσα σοβαρότητα, με τραγικά αποτελέσματα για τους ιδίους και την πόλη. Ο δημαγωγός Αθηνίων έχει αγαθά ελατήρια, όμως είναι ένας άνθρωπος άβουλος, αμήχανος, γεμάτος συμπλέγματα για την καταγωγή και την οικογενειακή του ζωή. Ο φιλόσοφος Απελικών είναι ακόμη πιο υπερφίαλος, απερίσκεπτος και φιλήδονος. Γίνεται στρατηγός δίχως κανένα προσόν, με αποτέλεσμα την παταγώδη αποτυχία στην Δήλο.[1]

Η τυραννίδα, η πολιορκία και η άλωση θα προσγειώσει τους Αθηναίους απότομα στην πραγματικότητα. Εκεί, οι Γραικύλοι βιώνουν μία απότομη, ακούσια ωρίμανση. Δεν γίνονται σώφρονες ή σοφοί βέβαια, αποδεικνύουν όμως πως μέσα στην ανοησία τους, κρύβουν και κάποιες αρετές, μία αγαθή προαίρεση, κάποιαν αξιοπρέπεια, στέκουν όρθιοι μπροστά στον θάνατο. Η αυτοκτονία του Αθηνίωνος (φυλακισμένου του Αριστίωνος πλέον, και θύματος ενός τρομερού παβλοφικού πειράματος), ο ηρωισμός του Ετεοκλή, ως και ο αγέρωχος, θεατρικός θάνατος των (γελοίων κατά τα άλλα) καλλιτεχνών στα χέρια των Ρωμαίων, δίνουν μία μερική κάθαρση, όχι δικαίωση αλλά ένα έντιμο τέλος σε αυτήν την αξιολύπητη τάξη ανθρώπων.

Έτσι φθάνουμε στον Δίωνα, τον βασικό χαρακτήρα και – το δίχως άλλο – alter ego του συγγραφέα.[2] Ο Δίων είναι εκλεκτικός, τόσο στις φιλοσοφικές όσο και στις πολιτικές πεποιθήσεις. Η μετοχή του στα δρώμενα είναι πάντοτε έμμεση και δευτερεύουσα. Αφήνει την κατ’  εξοχήν δράση στους άλλους, όσους είναι περισσότερο φιλόδοξοι ή ιδεαλιστές. Ξεκινά και αυτός με τα συνήθη ελαττώματα των Γραικύλων: είναι φιλήδονος, καλοζωισμένος, αμέριμνος, περήφανος, εγωιστής – ακόμη και στην Ρουθ, την Εβραία δούλα του που είναι σύντροφος της κλίνης και του νοικοκυριού του. Τα χτυπήματα της ιστορίας αρχίζουν να δρουν και στην δική του την ψυχή, καθώς συνειδητοποιεί την τραγικότητα και επικινδυνότητα της κατάστασης. Προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο των γύρω του, από την ανεξέλεγκτη τυραννία του Αριστίωνος και την πείνα που θερίζει, απελευθερώνει και νυμφεύεται την Ρουθ, με την οποία αποκτά ένα αγοράκι, τον Χαρμίδη.

Διάφορα όμως περιστατικά δείχνουν πως, μέχρι το τέλος, ο χαρακτήρας του Δίωνος μένει ατελής και προβληματικός – στο βαθμό που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ως σκόπιμη επιλογή του συγγραφέα, να φιλοτεχνήσει έναν ακόμη Γραικύλο σαν τους παραπάνω. Ένα δείγμα είναι η στάση του προς την Ρουθ, η οποία έχει συνεχείς μεταπτώσεις με φάσεις αλαζονίας και επιβολής. Η Ρουθ είναι ίσως ο ωριμότερος και σοβαρότερος χαρακτήρας του βιβλίου, μία ευαίσθητη, σεμνή ψυχή που έχει υποφέρει και δίνει απλόχερα την αγάπη και την φροντίδα στον σύντροφό της. Δεν είναι τυχαίο ότι λαμβάνει το όνομα της γνωστής ηρωίδας της Παλαιάς Διαθήκης και προγόνου του Ιησού Χριστού, η οποία διακρίθηκε για το δυναμικό και ανεξάρτητο πνεύμα της. Χαρακτηριστικά, ενώ η οικογένεια του Δίωνος, τσακισμένη ήδη από την πείνα, περιμένει τους Ρωμαίους να μπουν στην πόλη, η Ρουθ προσεύχεται θερμά τους ψαλμούς του Δαβίδ στον Θεό της, προκαλώντας την σιωπηρή αγανάκτηση του Δίωνος, που νιώθει απέχθεια και απογοήτευση για την πίστη της. Η ένταση μεταξύ του εβραϊκού μονοθεϊσμού και του ελληνικού πολυθεϊσμού (ή τον πανθεϊστικών ή αγνωστικών φιλοσοφιών της εποχής) είναι θέμα εξαιρετικά ενδιαφέρον και άξιο διερεύνησης σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά εδώ η αντιμετώπισή του είναι εντελώς ατυχής. Την ώρα του τέλους – με ευθύνη του Δίωνος, όπως θα δούμε παρακάτω – η στάση του Έλληνα ευπατρίδη είναι τουλάχιστον μικροπρεπής. Η Ρουθ, στο κάτω-κάτω, ήταν εκείνη που ενώ οι Αθηναίοι έσπευδαν αφρόνως στην επανάσταση, έβλεπε όνειρα για την καταστροφή της πόλης και την σφαγή των κατοίκων της, ο ίδιος ο συγγραφέας μάλιστα σχολιάζει επανειλημμένα την οικείωση της ίδιας αλλά και του όλου εβραϊκού λαού με την απώλεια και τα βάσανα. Που είναι η δικαίωση του προαισθήματός της, η εκτίμηση της αγάπης και της καρτερίας της, η ομοψυχία των συζύγων μπροστά στον βίαιο χαμό;

Τούτο το αταίριαστο και απρεπές κλείσιμο εκπορεύεται από την γενική αντιθρησκευτική διάθεση του Ρόδη Ρούφου.[3] Όπως γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας για την αντιπαράθεση Δίωνος και Ρουθ, “μέσω της σχέσης αυτής ο Ρούφος εισάγει στο έργο την πολιτισμική αντίθεση μεταξύ Ελληνισμού και Εβραϊσμού, παρουσιάζοντας τον Δίωνα ως την ενσάρκωση του ελληνικού ορθολογισμού και τη Ρουθ ως εκπρόσωπο της εβραϊκής θρησκευτικότητας. Η σχέση τους δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά χρησιμεύει ως επιχείρημα υπέρ της πολιτισμικής υπεροχής του Ελληνισμού μέσω της παρουσίασης του Δίωνα ως ανθρωπιστή και ανοιχτόμυαλου ανθρώπου“.[4] Θα μπορούσε βέβαια μία τέτοια στάση να έχει δόκιμη και πολύ ενδιαφέρουσα θέση στο μυθιστόρημα, όπου εμφανίζεται όμως είναι εξόφθαλμα φερτή και άκαιρη – ο αναγνώστης θα δει τους αρχαίους ιερείς να ονομάζονται… παπάδες (ευτυχώς όχι και δεσποτάδες!), πάντα με απέχθεια και υποτίμηση.

Κρίση και απόφαση

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Δίωνος όμως είναι η ασθενής βούληση και η αναποφασιστικότητα, η οποία τον ακολουθεί ως το τέλος. Διότι το τέλος αυτό δεν έρχεται δίχως την παθητική σύμπραξή του, που προοικονομείται από την αντίστοιχη στάση του αδελφού του, Γλαύκου. Ο Γλαύκος, που άφησε την επαναστατημένη Αθήνα ακολουθώντας του ολιγαρχικούς, είναι παρών στην πολιορκία της πόλης του στο πλευρό των Ρωμαίων. Καθ’ όλο το έργο είναι διχασμένος: αφ’ ενός θέλει την ανατροπή των επαναστατών και την παλινόρθωση της φιλορωμαϊκής τάξης στην Αθήνα, από την άλλη δεν θέλει να πολεμά τους συμπατριώτες του. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται την προσπάθεια κάποιων πολιορκημένων να επικοινωνήσουν με τους Ρωμαίους, και αποκαλύπτεται η προσπάθεια αποστολής μίας εφοδιοπομπής από τον Πειραιά προς την λιμοκτονούσα Αθήνα. Ο Γλαύκος λυπάται την πόλη (και τον αδελφό του) που πεινά και υποφέρει, αλλά σκέπτεται ότι τα τρόφιμα από τον Πειραιά μόνον θα παρατείνουν τα βάσανα των κατοίκων, ενώ η πείνα θα τους αναγκάσει να συμβιβαστούν. Νιώθει μεγάλη πίεση και δεν μπορεί να λάβει μόνος την απόφαση. Απευθύνεται λοιπόν στον πλέον υπεύθυνο: τον Μήδειο, τον αρχηγό των ολιγαρχικών, ο οποίος κρίνει πως πρέπει να ενημερώσει τον Σύλλα. Ο Γλαύκος δεν είχε ίσως το ανάστημα να λάβει την κρίσιμη, την τραγική απόφαση για την καταδικασμένη πολιτεία, τουλάχιστον όμως απευθύνθηκε στον αρμόδιο άρχοντα και “προϊστάμενό” του.

Λίγο αργότερα έρχεται η σειρά του Δίωνος. Επισκεπτόμενος τα τείχη, αντιλαμβάνεται πως σε ένα συγκεκριμένο ασθενές σημείο της άμυνας, Ρωμαίοι κατάσκοποι καιροφυλακτούν, και έχουν ήδη ακούσει πως η φρουρά είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σίγουρα θα το μάθει ο Σύλλας, και σε ελάχιστες ώρες θα διατάξει έφοδο σε αυτό ακριβώς τον τομέα των τειχών, που τον φυλάσσει μάλιστα ο αδελφικός φίλος του Δίωνος, ο Ετεοκλής – ο πιο αγνός, τίμιος και οραματιστής από τους επαναστάτες. Και ο Δίων νιώθει το βάρος της ευθύνης να τον καταπλακώνει. Αν ενημερώσει τον τύραννο Αριστίωνα, θα σπεύσουν ενισχύσεις και η επίθεση θα αποκρουστεί – για να παρατείνει μονάχα το μαρτύριο της πείνας, που έχει οδηγήσει τον αθηναϊκό δήμο μέχρι και στον κανιβαλισμό. Αν αδρανήσει και δεν πει τίποτε, νιώθει πως θα προσφέρει στην πόλη του μία κάποια ευθανασία, αφού το σπαθί των λεγεωνάριων θα φέρει τέλος στο άσκοπο βάσανο. Σκληρή απόφαση, αμφιλεγόμενη, πραγματική τραγική παγίδευση ενός τραγικού ήρωα. Πολλά μπορούν να ειπωθούν εναντίον της, όλα σωστά, αλλά “είναι κι αυτή μια στάσις, νιώθεται“. Ο Δίων λοιπόν γυρίζει στο σπίτι του δύσθυμος. Η Ρουθ αντιλαμβάνεται την ανησυχία του και τον πιέζει να της μιλήσει. Ο Δίων αρχικά προσπαθεί να το αποφύγει, εν τέλει όμως ομολογεί όλα όσα έμαθε. Η Ρουθ εκρήγνυται: πως μπορεί να κάθεται άπραγος, να καταδικάσει την πόλη σε θάνατο; Κι η οικογένειά τους; Εκείνη; Το μωρό παιδί τους, θα τους κατασπαράξουν οι Ρωμαίοι; Ο αναγνώστης εύκολα καταλαβαίνει πως ο ήσυχος και γρήγορος θάνατος που φαντασιώνεται ο Δίων δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, του τι συμβαίνει ειδικώς στις γυναίκες και στα παιδιά όταν μπει εχθρικός στρατός στην πόλη. Ο Δίων αρχικά επιμένει στην απόφασή του, οι φωνές της Ρουθ όμως τον κάμπτουν, και τρέχει έξω από το σπίτι να ειδοποιήσει τις αρχές. Μόλις βγει στο δρόμο όμως, βλέπει τις πρώτες φωτιές και ακούει τα πρώτα ουρλιαχτά. Οι Ρωμαίοι έχουν ήδη μπει στην πόλη.

Ο Δίων λοιπόν, όχι τραγικός ήρωας μα φτερό στον άνεμο, δεν μπορεί παρά να κλειστεί σπίτι του και να περιμένει το τέλος (γκρινιάζοντας για τις προσευχές της γυναίκας του). Σε αντίστιξη με τους εβραϊκούς ψαλμούς, ο λόγιος ιατρός ανοίγει τον Φαίδωνα του Πλάτωνος. Κι εκεί όμως, σε πλήρη αντίθεση με την θρησκευτική και φιλοσοφική ελπίδα, απορρίπτει την αθανασία της ψυχής και δίνει όλη του την προσοχή στην απέλπιδα παλληκαριά του Σωκράτους, που οδεύει στον θάνατο τολμηρά και αγόγγυστα. Όμως η στάση του Δίωνος δεν έχει τίποτε από την παλληκαριά του μεγάλου φιλοσόφου, τίποτε από την γρανιτένια σταθερότητά του απέναντι στην έχθρα του δήμου ή τον πειρασμό της δραπέτευσης.

Ποιου η στάση διασώζει τελικά, την τιμή του πνεύματος; Εδώ λάμπει ένας ελάσσων χαρακτήρας του βιβλίου, ο σκεπτικός φιλόσοφος Ερμείας. Αρχικώς, σε όλες τις αλληλεπιδράσεις του με τους πρωταγωνιστές, ο Ερμείας φαίνεται νομίμως αμφίθυμος, μοιάζει κι αυτός ένας Γραικύλος που δεν πιστεύει σε τίποτε και παίζει με τις λέξεις, δείγμα του ξεπεσμού της φιλοσοφίας εκείνον τον καιρό. Όμως την κρίσιμη ώρα της αψιμαχίας των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών στα Μεσόγεια, όπου σκέπτεται αν θα πρέπει να μιλήσει και να σώσει τους συμπολίτες του που θα πέσουν σε ενέδρα, επεμβαίνει και σώζει τον Ετεοκλή από τον θάνατο. Τηρεί στάση πραγματικά αποστασιοποιημένη, προσωπική και άμεμπτη, ώσπου θα επιλέξει τον εκούσια θάνατο από ασιτία, για να μην επιβαρύνει τις πενιχρές προμήθειες του Δίωνος.

Χάρτινη συμφιλίωση

Ο Δίων και η οικογένειά του θα σωθούν την τελευταία στιγμή. Ο Σύλλας είχε αρχικώς διατάξει την σφαγή σύσσωμου του αθηναϊκού πληθυσμού, και ολοπρόθυμοι οι λεγεωνάριοι ξεκινούν την τυφλή αιματοχυσία. Οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί όμως, κι οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι ύστερα, απελπισμένοι παρακαλούν τον αλύγιστο στρατηγό να λυπηθεί την πόλη με την τόσο λαμπρή ιστορία, να μετριάσει τον θυμό του, να δείξει ευσπλαχνία και σύνεση. Η τελική παρέμβαση της συζύγου του Μετέλας είναι καταλυτική, και ο Σύλλας προστάζει να παύσει το μακελειό. Ο Γλαύκος παίρνει μερικούς Ρωμαίους στρατιώτες για συνοδεία και σπεύδει αλλόφρων στο πατρικό του σπίτι, να προφτάσει να σώσει τον Δίωνα.

Στους δρόμους της Αθήνας οι νέες εντολές δεν έχουν φθάσει ακόμη και η σφαγή συνεχίζεται. Ένας Ρωμαίος στρατιώτης συνθλίβει το κεφάλι ενός βρέφους στον τοίχο, και τα μυαλά λερώνουν το χιτώνα του Γλαύκου. Ο νεαρός όμως τρέχει με τέτοια αγωνία που ούτε που το προσέχει. Τελικά η ομάδα φθάνει στο αρχοντικό, τα δύο αδέλφια συναντιούνται, η οικογένεια σώζεται. Η ιστορία μας έχει, έστω και μέσα στον τρόμο μιας αιματηρής αλώσεως, κάποιο αίσιο τέλος. Το τέλος όμως αυτό εκτυλίσσεται με τον πλέον βεβιασμένο τρόπο. Ο Δίων, συνειδητοποιώντας πως θα ξημερώσει για εκείνον – και την Αθήνα – μία νέα μέρα, στοχάζεται το πως θα επιβιώσει ο Ελληνισμός στο νέο περιβάλλον, όπου κάθε όνειρο ανεξαρτησίας έχει διαλυθεί και η ρωμαϊκή δυναστεία θεωρείται αυτονόητη:

Ο Δίων βυθίστηκε σε συλλογή. Η Αθήνα θα ζούσε λοιπόν ακόμα. Μικρή ρωμαϊκή επαρχία, πανεπιστημιακή πόλη. Ήσυχα, χωρίς πολιτικές φιλοδοξίες, καθώς ταιριάζει σ’ επιγόνους. Καλύτερα έτσι. Πολύ ακριβά είχε πληρώσει τα όνειρα του Ετεοκλή. Ναι, το πήραμε το μάθημα οι Έλληνες τούτοι τη φορά… Άλλοι κυβερνάνε πια την οικουμένη. Η ιστορία δεν πισωδρομεί. Όπως τα ‘λεγε από την αρχή ο Μήδειος – ο κόσμος όλος ενωμένος κάτω από το σκήπτρο της Ρώμης.

Κι εμείς; Πρέπει τάχα να γίνουμε μια ξεπεσμένη ράτσα κολάκων, ταπεινοί και περιφρονημένοι Γραικύλοι;
Όχι. Εδώ ερχόταν το δίδαγμα των προηγούμενων ωρών, η αλήθεια που είχε ξεπεταχτεί από το διάβασμα του Φαίδωνα: υπάρχουν κι άλλες διαστάσεις του μεγαλείου, χώρια από την πολιτική εξουσία. Υπάρχει το πνεύμα, η αλήθεια, η ομορφιά. Μπορούμε εμείς οι Έλληνες να μείνουμε οι λόγιοι, οι καλλιτέχνες, οι στοχαστές της καινούριας οικουμένης. Δε θα σβήσει ο ελληνισμός, γιατί είναι μια έννοια που ξεπερνάει τις εφήμερες τύχες των φυλών… Θα βρεθεί κάποιος τρόπος συμβίωσης με τη Ρώμη. Θα μπορέσουμε όμως ποτέ να συνεννοηθούμε πραγματικά, σαν άνθρωποι, μ’ αυτό τον τόσο διαφορετικό λαό;

-Ε, συ μικρέ, έκανε ο Κόιντος στον Χαρμίδη, έλα να σου δώσω κάτι.
Έβγαλε και του πρόσφερε ένα μήλο. Το τραχύ του χέρι χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού.
-Έχω ένα, στην Αόστη, που του μοιάζει… δικαιολογήθηκε αδέξια.
Ο μικρός τον κοίταξε σοβαρά και φιλικά, δαγκώνοντας το μήλο του.[5]

Ο προβληματισμός γύρω από το μέλλον του Ελληνισμού έπειτα από τον καταστροφικό μιθριδατικό πόλεμο και την άλωση των Αθηνών θα μπορούσε να είναι το νοηματικό αποκορύφωμα του βιβλίου, και μία μορφή συνύπαρξης και συμφιλίωσης με τον Ρωμαίο – θεμέλιο και πρόδρομος της μεγαλειώδους βυζαντινής σύνθεσης, πολλούς αιώνες μετά – θα έκλεινε το έργο με μία νότα ελπίδας. Ο συγγραφέας όμως κινείται τόσο άκομψα, γρήγορα και απότομα, που αυτό ακριβώς το κλείσιμο τορπιλίζει όλες τις ιστορικές και συναισθηματικές ζυμώσεις που διατρέχουν το μυθιστόρημα από την αρχή του. Όταν η πόλη ακόμη φλέγεται και ο πληθυσμός της σφαγιάζεται (και οι επιζώντες υποδουλώνονται, αν και αυτό παραλείπει να το αναφέρει ο Ρούφος), όταν σε ελάχιστα λεπτά η καρδιά του ανθρώπου έχει συνέλθει από την άβυσσο της παραίτησης ενός μελλοθάνατου στην ελπίδα του λυτρωμένου, δεν χωράνε μακροϊστορικοί στοχασμοί για την πορεία του ελληνικού πολιτισμού. Ούτε όταν το αίμα ρέει ζεστό στους δρόμους, και τα ενδύματα του Γλαύκου είναι ακόμη ματωμένα από τα μυαλά ενός μωρού, χωράνε λογισμοί… για το πως οι Έλληνες θα γίνουν οι καλλιτέχνες και οι φιλόσοφοι των Ρωμαίων κυριάρχων! Ξαφνικά με την χειρονομία του Ρωμαίου στρατιώτη σβήστηκαν όλα; 

Για να διατυπωθούν με φυσικό και δόκιμο τρόπο αυτοί οι στοχασμοί, της ιστορική πορείας του Ελληνισμού και της τελικής όσμωσης με τον Ρωμαϊσμό, θα χρειαζόταν κάποιος χρόνος, κάποια ακόμη επεισόδια. Ένα ακόμη κεφάλαιο, φερ’ ειπείν, όπου ο Δίων θα συζητούσε το θέμα με τον Γλαύκο ή την Ρουθ, λίγες εβδομάδες μετά, όταν θα είχε κατακάτσει ο κουρνιαχτός, θα ‘χαν σβήσει οι φλόγες, θα ‘χε στεγνώσει το αίμα. Θα υπήρχε η απόσταση και η ψυχραιμία για θεωρητικολογίες, η νηφαλιότητα ώστε να θυμηθεί ο ήρωας την ανθρωπινότητα του εχθρού. Έτσι όμως, η προσπάθεια υπερκέρασης της σύγκρουσης και ανοίγματος στο μέλλον μένει ψεύτικη.

Αρχαία φαινόμενα του 20ου αιώνα

Αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, πως η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος υπήρξαν εποχές παρακμής του πολιτισμού, ο Ρόδης Ρούφος εκτιμούσε πως κακώς η εποχή αυτή υποτιμάται, έχει μάλιστα πολλά κοινά στοιχεία με τον σύγχρονο κόσμο. Οι κοινωνικές και ηθικές μεταβολές μίας οικουμένης πρωτόγνωρα κοσμοπολίτικης και ανοικτής, δεν μπορούν παρά να είναι οικείες στον άνθρωπο του 20ου αιώνα. Γράφει αλλού ο Ρούφος:

Οι γυναίκες χειραφετήθηκαν κι άρχισαν να παίζουν ρόλο στα δημόσια πράγματα. Για πρώτη φορά αποτολμήθηκε η διατύπωση της θεωρίας, ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με τα ίδια δικαιώματα κι ότι ούτε η ιδιοκτησία ούτε η δουλεία αποτελούν θεσμούς αναπόσπαστους από την ανθρώπινη φύση. Η πάλη των τάξεων δεν εμφανίζει – μ’  εξαίρεση, και πάλι, την παλιάν Ελλάδα –  την οξύτητα, που είχε στους κλασσικούς χρόνους. Η απώλεια των πολιτικών ελευθεριών έχει ως αντίκρισμα, κατά ένα μέρος, την αύξηση της ιδιωτικής ελευθερίας, ιδίως στις μεγαλουπόλεις: στην Αλεξάνδρεια ή στην Αντιόχεια δε βάραιναν τον πολίτη οι χίλιες γραφτές κι άγραφες υποχρεώσεις που περιέπλεκαν το βίο στις αλλοτινές μικρές πόλεις, όπου ο καθένας ήξερε τους συμπολίτες του και μπορούσε να ελέγχει κάθε στιγμή τη συμπεριφορά, τα ήθη, τα φρονήματα και τις δαπάνες τους. (Δεν ξέρω νάχει μελετηθεί αρκετά ο ρόλος που έπαιζε στη ζωή των ελληνικών κλασσικών πόλεων ο “συμμορφισμός”, η απαίτηση να φέρεται ο καθένας όπως όλοι οι άλλοι· ρόλος που διαφαίνεται από πολλές ενδείξεις, αρχίζοντας από τις ανώδυνες κοινωνικές συμβάσεις που βρίσκουμε λ.χ. στο θεόφραστο και φτάνοντας στη μοίρα του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη).

Αυτά τα ελληνιστικά φαινόμενα έχουν κάποια “σύγχρονη” γεύση, Δεν είναι τα μόνα. Στους ίδιους χρόνους απαντούν, ανάκατα, κάμποσα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν, για καλό ή για κακό, και τη δική μας εποχή: γενικευμένη αμφισβήτηση παραδοσιακών δογμάτων κι αξιών, κοσμοπολιτισμός και χλιδή, ατομικισμός και χαλάρωση ηθών, μεγάλοι διοικητικοί και οικονομικοί οργανισμοί, βεντετισμοί καλλιτεχνών, συνδικαλιστική οργάνωση, [πληθώρα συλλόγων και λεσχών όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεχάσουν την καινούρια μοναξιά τους – κι ακόμη μια νοσταλγία της απλής ζωής και του “παλιού καλού καιρού” που εκδηλώνεται με τα ποιμενικά ειδύλλια των ποιητών, όσο και με τη συνειδητά αρχαΐζουσα τάση ορισμένης γλυπτικής. Όσο περισσότερο μελετάμε τους Αλεξανδρινούς εκείνους και τους Αντιοχείς, τους Έλληνες της Περγάμου ή τους ελληνίζοντες της Βακτρίας, τόσο περισσότερο τους βλέπουμε σα μακρινούς μας αδελφούς, ομοιοπαθείς, και συχνά ομοϊδεάτες: δίχως στέρεες ρίζες, σκεπτικιστές, φιλήδονους, μοιρολάτρες, ελεπτυσμένους, πότε-πότε παθιασμένους για δίκαιο και αρετή – κατά κανόνα όμως στην κλίμακα του ατόμου ή της οικουμένης, όχι πια της πόλης.[6]

Ο Ρόδης Ρούφος ήταν ένας ενεργός άνθρωπος της εποχής. Νεαρός στην Κατοχή, συμμετείχε στις αντιστασιακές και αντικομμουνιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου, ενώ κατέγραψε τις εμπειρίες του σε τρία μυθιστορήματα, τα οποία αργότερα συνενώθηκαν υπό τον τίτλο Χρονικό μιας Σταυροφορίας.[7] Ως διπλωμάτης στην Κύπρο συνέδραμε στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, στον οποίο και αφιέρωσε το μυθιστόρημά του Χάλκινη Εποχή (1960). Όταν εκδόθηκαν οι Γραικύλοι το 1966, η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ βαθιά πολιτική κρίση, έπειτα από τα Ιουνιανά και τη διαβόητη “αποστασία”, βάδιζε δε προς το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την επταετή δικτατορία. Ο Ψυχρός πόλεμος μαινόταν με προεξάρχον μέτωπο το Βιετνάμ, η ανάδυση της λαϊκής Κίνας προκαλούσε μεγάλες ανησυχίες, τα κοινωνικά και πολιτιστικά θεμέλια της Δύσης κλονίζονταν από πολλαπλά συγκλίνοντα κινήματα, ενώ με την κρίση της Κούβας το 1962 η ανθρωπότητα είδε με τρόμο την προοπτική ενός πυρηνικού πολέμου παγκόσμιας εξηολόθρευσης.  Στο βιβλίο είναι εμφανές ένα δίπολο μεταξύ ριζοσπαστών και καθεστώτος, με την Αθήνα παγιδευμένη μεταξύ δύο πόλων, ενός δυτικού και ενός ανατολικού.[8] Εμμέσως πλην πολύ σαφώς, ο Μιθριδάτης είναι η ΕΣΣΔ και η Ρώμη είναι οι ΗΠΑ. Οι ανατολικοί υπόσχονται έναν καλύτερο κόσμο ισότητας και δικαιοσύνης, όμως μαζί τους φέρνουν τυραννία και καταπίεση. Οι δυτικοί στηρίζουν ένα καθεστώς ανισότητας, υποτέλειας και ταπεινών κινήτρων, όμως έχουν και οργάνωση, αποτελεσματικότητα, σωφροσύνη. Το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί μία προειδοποίηση στους Έλληνες, να μην παρασυρθούν από τις σειρήνες της ουτοπίας.

Ο γλύπτης Ετεοκλής είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αριστερού ιδεολόγου. Είναι τίμιος, ανήσυχος και ευαίσθητος, όμως η προσήλωση στο όραμα τον οδηγεί στην συχνή παγίδα των διανοουμένων αυτής της παράταξης, να δικαιολογούν την οποιαδήποτε παρέκβαση και το κάθε έγκλημα, από τη στιγμή που εξυπηρετεί τον απώτατο σκοπό της ισότητας και της δικαιοσύνης. Ο ολοκληρωτισμός διαποτίζει υποδόρια τις συνειδήσεις, ο σκοπός αγιάζει κάθε (μα κάθε!) μέσον, στο όνομα ενός θολού μέλλοντος:

-Κανονικά, Ερμεία, θα πρέπει να σε διώξουμε από τη μελλοντική πολιτεία μας. Ο σκεπτικισμός σου οδηγεί στην απραξία, και κατά συνέπεια ευνοεί την διατήρηση του σημερινού καθεστώτος, δηλαδή της πλουτοκρατίας.
-Αύριο όμως θα ευνοεί το δικό σου καθεστώς, αποθαρρύνοντας τις ολιγαρχικές αντεπαναστάσεις.
-΄Εστω, έκανε ο γλύπτης. Εγώ όμως προτιμώ τους φιλοσόφους που πόνεσαν κι αγωνίστηκαν για την ανθρωπότητα, για τη δικαιοσύνη. Ο Ζήνων πρώτος πρώτος, που οραματίστηκε έναν κόσμο ενωμένο , μια μεγάλη μονοιασμένη πολιτεία με θεό τον Έρωτα…

Σήμερα έχουμε χρέος να ‘μαστε σκληροί”, είχε πει μια φορά του Δίωνα. “Δεν πρέπει να μας παρασύρει η ομορφιά του ονείρου στη ρέμβη και στη ρητορεία, ούτε να χαλαρώσει το χέρι μας όσο υπάρχουν αντίκρυ μας ανήλεοι εχθροί…” Έτσι ο γλύπτης, καλόκαρδος από τη φύση του, έφτανε να δεχτεί κάθε λογής απανθρωπία αν αυτή αποτελούσε αναγκαίο μέσο για τον ποθητό σκοπό.” [9]

Οι ασυνείδητοι και αιμοβόροι τύραννοι όπως ο Αριστίων στηρίζονται στην συνεργασία ή έστω ανοχή των ανιδιοτελών ιδεολόγων όπως ο Ετετοκλής.

Από την αντιπέρα όχθη, οι Ρωμαίοι είναι σκληροί και ανελέητοι, αλλά έχουν και αρετές, είναι μεθοδικοί, αφοσιωμένοι, μέχρι θανάτου σοβαροί – σε πλήρη αντίθεση με τους ελαφρόμυαλους Αθηναίους. Οι ολιγαρχικοί εμφανίζονται αρχικά ως ιδιοτελείς και συμβιβασμένες φιγούρες, εν τέλει όμως φαίνονται οι πιο υπεύθυνοι και σοβαροί, αγωνιούν ειλικρινά για το μέλλον της Αθήνας. Εκείνων η μεσολάβηση στον Σύλλα και την Μετέλα θα σώσει τον πληθυσμό από την ολοκληρωτική σφαγή.

Είναι λογική αυτού του είδους η παρουσίαση, σε ένα βιβλίο που θέλει να δείξει την επιπολαιότητα των ριζοσπαστών -σε μια εποχή ριζοσπαστισμού στις δυτικές χώρες. Όμως εδώ ελλοχεύει ένας κίνδυνος: να εκληφθεί ως δίδαγμα του βιβλίου η αποθέωση του κομφορμισμού και της υποταγής.[10] Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τολμηρού και του απερίσκεπτου; Του οραματιστή και του αποχαυνωμένου από το όνειρο; Του σώφρονος από τον εθελόδουλο; Δεν υπάρχει εύκολη και έτοιμη απάντηση.

Ο Ρόδης Ρούφος θέλησε να υπερασπιστεί την ελληνιστική εποχή και την ύστερη αρχαιότητα από την κατηγορία της παρακμής. Είναι αλήθεια ότι οι περίοδοι αυτές, γεμάτες πλούσιες εξελίξεις στην τέχνη, την επιστήμη και την πολιτική, είχαν επί μακρόν παραμεληθεί, καθώς τις σκέπαζε η δόξα της κλασικής Ελλάδος και οι μεγάλες προσωπικότητες της Ρωμαϊκής πολιτείας. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως η Αθήνα της εποχής του Σύλλα και του Μιθριδάτη είναι παρηκμασμένη, και παρακμιακό το πνεύμα των Γραικύλων της. Η συνάφεια με την Ελλάδα και την Ευρώπη της δεκαετίας του 1960 βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την παρόμοια συνθήκη. Υπήρχε βέβαια τότε μεγάλη κινητικότητα και επαναστατικότητα, κοινωνίες νεαρές ηλικιακά και πνευματικά ανήσυχες, ενώ η υπόσχεση μίας ανέμελης ατομοκεντρικής ζωής μακριά από την φρίκη του πολέμου και τα δεσμά πεπαλαιωμένων παραδόσεων συγκινούσε τον φιλελεύθερο διανοούμενο. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός όμως πως η Ευρώπη, ως υψηλός πολιτισμός και ως άθροισμα γεωστρατηγικώς σημαντικών δυνάμεων, είχε αμετάκλητα αυτοκτονήσει με τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Οι προσδοκίες ήταν ακόμη μεγάλες, και θα ήταν άδικο να κριθεί ο Ρούφος (ή ο Θεοτοκάς, ή ο Παπανούτσος) για την προοδευτική τους αισιοδοξία, υστερόχρονα και με τις πικρές διαπιστώσεις του 2025.

Το πνεύμα του Δίωνος, ο πεφωτισμένος σκεπτικισμός και η αποστασιοποιημένη παρατήρηση, παρά τις καλές του προθέσεις και τον πατριωτισμό του μένει ως σύμπτωμα κατάπτωσης και παραίτησης, ενός κόσμου που έχει κάνει τον κύκλο του. Τι μπορεί να μείνει στο σημερινό αναγνώστη, τον κάτοικο της μαζικής, μεταδημοκρατικής και τεχνοκρατούμενης κοινωνίας, η οποία είναι τόσο καλοζωισμένη, μηδενιστική και βιολογικώς γεροντική που ούτε να επαναστατήσει δεν μπορεί; Σίγουρα η προειδοποίηση για τους κινδύνους της ουτοπίας και της δημαγωγίας, που μένουν πάντα επικίνδυνες. Αλλά και η εγκαρτέρηση της Ρουθ, η οποία δεν είναι μεν ενεργός δρων αλλά μένει αήττητα θωρακισμένη με την πίστη και την αγάπη – το πνεύμα δηλαδή της μακροπρόθεσμης επιβίωσης ενώπιον ακατάβλητων αντιξοοτήτων. Και τέλος, η τραγική στάση του Ετεοκλή, του Γλαύκου και κυρίως του Ερμεία, οι οποίοι ξεπερνούν το σκεπτικισμό για να ακολουθήσουν γενναία και εμπρόθετα το μονοπάτι της δράσης.

Δεν θα ήθελα να κλείσει το άρθρο αυτό με την εντύπωση μία γενικά αρνητικής κριτικής στους Γραικύλους. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, έχει πολύ γρήγορο ρυθμό και πλούσια δράση. Ο Ρούφος φιλοτεχνεί τρομακτικά και επιδέξια τον χαρακτήρα του τυράννου Αριστίωνος, καθώς και το φρικαλέο πείραμά του πάνω στον Αθηνίωνα. Ο λιμός των Αθηνών περιγράφεται με τρόπο συγκλονιστικό, το δίχως άλλο επηρεασμένο από τις κατοχικές εμπειρίες του συγγραφέα. Ενώ οι σκηνές μάχης δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστικές (όπως π.χ. στους Εμπόρους των Εθνών του Παπαδιαμάντη ή τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου της Δέλτα), η σκηνή που ο Ετεοκλής αψηφά ένοπλα τον Αριστίωνα  είναι πραγματικά ανατριχιαστική, κόβεις την ένταση με το μαχαίρι. Το τραγικό τέλος της Λυσσίπης παγώνει πραγματικό το αίμα του αναγνώστη, είναι η πιο λυπηρή στιγμή μιας ετοιμοθάνατης και παράφρονος πολιτείας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Ρόδης Ρούφος, “Απολογία μιας παρακμής”, Οι Μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 135.
[2] Ο Ρούφος χρησιμοποιεί το όνομα Δίων για τον εαυτό του και στην Ρίζα του Μύθου. Σωτήρης Δημόπουλος, Ασύνθετος Ελληνισμός: Η ρηξικέλευθη σκέψη του Δήμη Πουλάκου, Περισπωμένη, Αθήνα 2025, σελ. 44.
[3] Η διάθεση αυτή διαπνέεται και από κάποιον ελιτισμό: “οι πολλοί χρειάζονται έτσι κι αλλιώς κάποια πίστη, κι όταν η παλιά φθαρεί την ανανεώνουν ή την αλλάζουν… Για τους ελάχιστους πάλι που αντέχουν στις γυμνές, ψυχρές κορφές του ορθολογισμού…“. “Απολογία μιας παρακμής”, Μεταμορφώσεις του Αλάριχου, σελ. 96.
[4] Δημήτρης Τζιόβας, Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας: από την ερμηνεία στην ηθική, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σ. σελ. 418.
[5] Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι, Το Βήμα βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008, σελ. 325.
[6] “Απολογία μιας παρακμής”, Μεταμορφώσεις του Αλάριχου, σελ. 95-96.
[7] Η ρίζα του μύθου (1954), Πορεία στο σκοτάδι (1955), Η άλλη όχθη (1958) Ενοποιήθηκαν το 1972.
[8] Γράφει αλλού ο Ρούφος: “Από τη Δύση ένα προμηθεϊκό αρχέτυπο, απ’ την Ανατολή ένα μεσσιανικό παλεύουν για την ψυχή της ανθρωπότητας. Στη μέση, μερικοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι προσπαθούν εναγώνια να βρουν τη μέση, συνθετική γραμμή“. “Παιχνίδια του ελεύθερου λόγου 1955-1966”, Μεταμορφώσεις του Αλἀριχου, σελ. 44.
[9] Οι Γραικύλοι, σελ. 183-184.
[10] Βλ. Τάκης Θεοδωρόπουλος, “Οι Γραικύλοι είναι πάντα εδώ”, The Books Journal, τ. 133, Αύγουστος 2022. με αναγωγή στην έριδα μνημονιακών και αντιμνημονιακών.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *