Εχουμε «εθνικές επετείους». Δύο. Τι ακριβώς «γιορτάζουμε» σε μια εθνική επέτειο; Ενα γεγονός, συγκεκριμένα χρονολογημένο, που δήλωσε – φανέρωσε αυτό που θέλουμε να είμαστε, τη συλλογική μας ταυτότητα. Τουλάχιστον ως επιθυμία και στόχο.
Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, ξαναθυμόμαστε και θυμίζουμε σε όσους τυχόν ασχολούνται με μας, τη θέλησή μας να μην είμαστε σκλάβοι, υπόδουλοι στους ασύγκριτα πολυπληθέστερους (και συχνά στην Ιστορία επιθετικούς) γείτονές μας, τους Τούρκους. Στην επετειακή αυτή υπενθύμιση περιλαμβάναμε κάποτε και τη διαβεβαίωση: ελευθερία ή θάνατος – προτιμάμε να πεθάνουμε παρά να σκλαβωθούμε. Ομως στην Κύπρο το 1974 (ίσως και στην Ιμβρο και στην Τένεδο) αποδείξαμε τον εκσυγχρονισμό μας: Οταν οι Τούρκοι μας απείλησαν, μπήκαμε στα Ι.Χ. μας και προσφύγαμε σε εδάφη που (ακόμα) δεν απειλούνταν. Σήμερα η ζωή του ανθρώπου δεν είναι συνάρτηση πατρώας γης, αλλά διεθνοποιημένων επενδύσεων σε ασφάλεια. Προσαρμοστήκαμε. Την προσαρμογή δεν τη γιορτάζουμε.
Στις 28 Οκτωβρίου, κάθε χρόνο, ξαναθυμόμαστε και θυμίζουμε τη θέλησή μας να μη γίνουμε σκλάβοι, υπόδουλοι, ούτε στους προηγμένους λαούς της Ευρώπης που τόσο θαυμάζουμε για τα επιτεύγματά τους, αλλά και τους φοβόμαστε για τις επίβουλες συχνά ορέξεις τους. Η μικρή σε όλα τα μεγέθη και αδύναμη Ελλάδα είπε «όχι» στην αναιδή αξίωση των πολεμικά και αριθμητικά πολύ υπέρτερων Ιταλών. Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτο: νίκησαν οι Ελληνες θριαμβικά.
Στις δυο «εθνικές επετείους» μας γιορτάζουμε, τιμούμε και προβάλλουμε δυο πραγματοποιήσεις αυτού που θέλουμε να είμαστε, πραγματοποιήσεις με βραχύτατη διάρκεια: Τόσο το 1821 όσο και το 1940 η επιθυμητή συλλογική μας ταυτότητα πραγματώθηκε και φανερώθηκε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – σαν αναλαμπή. Ακολούθησε, και τις δυο φορές, η φρίκη εμφύλιου σπαραγμού, όπως ακολούθησε έκρηξη πρωτογονισμού, με τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο», αμέσως μετά το θαύμα της κλασικής Ελλάδας.
Χειρότερη κι από τον εμφύλιο είναι η σχιζοφρένεια που συνοδεύει τον κρατικοποιημένο πια Ελληνισμό, διακόσια χρόνια τώρα, ανασταλτική της ιστορικής του συνέχειας: Θέλουμε να απολαμβάνουμε τον σεβασμό και την τιμή της υφηλίου σαν απευθείας απόγονοι και συνεχιστές της κλασικής Ελλάδας. Αλλά ο τρόπος του βίου μας (η κρατική μας οργάνωση, η οικονομία, η Δικαιοσύνη, η Παιδεία, τα πάντα) να είναι μεταπρατικός: Και μάλιστα να μιμείται, ώς την πιο παραμικρή λεπτομέρεια, τον κατεξοχήν μέσα στην Ιστορία αντίπαλο του Ελληνισμού τρόπο (πολιτισμό) – αυτόν της μετα-ρωμαϊκής Δύσης.
Σίγουρα ο Ελληνισμός ήταν πάντοτε ένα σταυροδρόμι συνάντησης πολιτισμών, χωνευτήρι ιδεών, παραδόσεων, νοοτροπιών – ποτέ ένα «γκέτο». Δεν δίσταζε να προσλαμβάνει οτιδήποτε από οπουδήποτε. Προσλάμβανε και αφομοίωνε. Η τραγωδία της σχιζοφρένειας άρχισε, όταν η πρόσληψη έγινε μίμηση, όταν κίνητρο της πρόσληψης δεν ήταν η ανάγκη αλλά η ξιπασιά.
Αρχισε ο Ελληνισμός να αντιγράφει θεσμούς, μεθόδους, πρότυπα, συμπεριφορές πιθηκίζοντας ειδωλοποιημένα παράγωγα άλλων αναγκών, άλλων συνθηκών και συγκυριών, με την παιδαριώδη αφέλεια των μετα-αποικιακών κοινωνιών, που πείσθηκαν να θεωρούν πρωτογονισμό τη σοφία των προγόνων τους και πολιτισμό την απάνθρωπη βαναυσότητα των προτεραιοτήτων της «αγοράς».
Πάντως, αν στις «εθνικές επετείους» γιορτάζουμε, τιμούμε και προβάλλουμε βραχυχρόνιες πραγματώσεις του τι θέλουμε να είμαστε, τότε η 5η Ιουλίου θα μπορούσε να αποτελέσει την τρίτη εθνική μας επέτειο. Σε αυτή την ημερομηνία το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε με δημοψήφισμα την έγκριση του λαού για τη ρήξη με την Ευρώπη. Και (γεγονός απίστευτο – κορυφαία στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας) ο λαός του έδωσε την εντολή για τη ρήξη, με ποσοστό 62%! Εντολή για τη ρήξη, δηλαδή για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, για τη διάσωση της ελληνικής ιδιαιτερότητας μέσα στην Ιστορία.
Σε ποιον έδωσε τη δημοψηφισματική εντολή ο λαός; Σε έναν από τους πιο θλιβερούς θιάσους του κομματικού κουκλοθέατρου, σε κόμμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς», που μέσα σε μια μόλις νύχτα ξεπούλησε και τον ριζοσπαστισμό και την Αριστερά. Για να πετύχει τι; Να μας λανσάρει σήμερα σαν «σωτηρία», ύστερα από τόση καταστροφή, απελπισία και εξευτελισμό, τη δυνατότητα να δανειστούμε και πάλι από τη διεθνή τοκογλυφία!
Το πώς «πούλησε» ο ΣΥΡΙΖΑ τη λαϊκή βούληση και με πόσο φτηνά ανταλλάγματα, θα το διαβάσει η σημερινή του ηγεσία στα μάτια των παιδιών και των εγγόνων της, στην περιφρόνηση και στην οργή τους. Εκείνο το 62% των Ελλήνων πολιτών έμεινε χωρίς πολιτική εκπροσώπηση – η Ν.Δ. και το κωμικά αφασικό «Κέντρο» ταυτίζονται, πολλά χρόνια τώρα, στην ίδια επαρχιώτικη ξιπασιά της καταναλωτικής και μόνο ευρωλιγούρας. Οι εθνικές επέτειοι είναι το ψυχολογικό αναλγητικό στο πένθος της απόγνωσης για το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού.
Οταν σε καμιά πτυχή του δημόσιου βίου δεν λειτουργεί αξιοκρατία, σε απολύτως καμιά, πώς να λειτουργήσει στην πολιτική;
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, από την εφημερίδα Καθημερινή 13/5/18