της Κατερίνας Κοφφινά, πολιτισμολόγου
Από την ιστοσελίδα Historical Quest
Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Η φτώχεια στον ύστερο μεσαίωνα είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις. Κατά τη μέση περίοδο του Μεσαίωνα συντελέστηκαν οικονομικές αλλαγές όπως η δημογραφική αύξηση, η οποία όμως υποδιαιρούσε τους αγροτικούς κλήρους τόσο πολύ με αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι. Παράλληλα οι συνεχείς σιτοδείες επιδείνωναν το πρόβλημα σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια οι πάντες σχεδόν ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Η λέξη «φτωχός» σήμαινε περισσότερο αδύναμος παρά οικονομικά στερημένος με την σημερινή έννοια. Στα εκκλησιαστικά έγγραφα της εποχής αναφέρονται συχνά νουθεσίες για αρωγή προς τους φτωχούς. Στις πόλεις η φτώχεια είχε γίνει μείζον πρόβλημα, οι σωζόμενες πηγές παραθέτουν ποσοτικά στοιχεία τα οποία μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε την έκτασή της.
Το ένα τρίτο του πληθυσμού των περισσοτέρων ευρωπαϊκών πόλεων βρισκόταν στα όρια επιβίωσης, ενώ σε πολλές πόλεις το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το πενήντα τοις εκατό. Το πρόβλημα γινόταν ακόμη πιο σύνθετο από τους ανειδίκευτους εργάτες της υπαίθρου οι οποίοι την άφηναν για να εγκατασταθούν και αυτοί στις πόλεις. Υπήρχαν δύο κατηγορίες φτωχών, οι φτωχοί που είχαν σταθερή εργασία και οι ευκαιριακά απασχολούμενοι φτωχοί. Η πρώτη ομάδα αναδύθηκε μέσα από τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τη γενική αποδιοργάνωση του ύστερου μεσαίωνα. Οι διακυμάνσεις των τιμών έπαιρναν εξωφρενικές διαστάσεις στις πόλεις και παράλληλα οι συντεχνίες έκλειναν, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στην αγορά εργασίας να στενεύει και οι ευκαιριακά εργαζόμενοι να μην μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο διαδόθηκε η μεγάλης κλίμακας φιλανθρωπία ως απάντηση στην εντεινόμενη φτώχεια. Στις αρχές του 14ου αιώνα οι περισσότερες φιλανθρωπικές οργανώσεις δεν είχαν τους απαραίτητους πόρους για τις ανάγκες των φτωχών, σταδιακά όμως μετά το 1348 η κατάσταση βελτιώθηκε και οι παροχές σε ρουχισμό και φαγητό άρχισαν να πραγματοποιούνται. Τα περισσότερα από τα φιλανθρωπικά ιδρύματα βρίσκονταν στις πόλεις και προσέφεραν ψωμί, σιτηρά, κρέας και υποδήματα στους άπορους. Καθιερώθηκαν «Φιλόπτωχα Ταμεία» και «Συσσίτια για Φτωχούς» πολλές φορές και από την εκκλησία. Επίσης ορισμένες συντεχνίες ίδρυσαν και αυτές φιλανθρωπικά παραρτήματα τα οποία στήριζαν τα άπορα μέλη τους και τους συγγενείς τους. Σημειωτέον ότι πολλά από τα νοσοκομεία ήταν μάλλον άσυλα βοήθειας των φτωχών παρά ιδρύματα νοσηλείας ασθενών. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι φτωχοί να συρρέουν σε κηδείες ή σε θρησκευτικές γιορτές μοναστηριών για να εξασφαλίσουν έστω και ελάχιστα τρόφιμα από τη διανομή που γινόταν.
Στις ευρωπαϊκές πόλεις του 14ου αιώνα οι περισσότερες «κοινωνικές» επαναστάσεις δεν ήταν εξεγέρσεις των μαζών απλώς διεύρυναν την εξουσία στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης ώστε να συμπεριληφθούν νέες οικονομικές τάξεις. Μετά την άνοδο των συντεχνιών στην εξουσία τον 14ο αιώνα, οι προύχοντες ή οι παλαιοί αριστοκράτες που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στο δημόσιο βίο έπρεπε να εγγραφούν επίσημα σε κάποια συντεχνία η οποία είχε το δικαίωμα να αντιπροσωπεύεται στο συμβούλιο της πόλης. Καμία «κοινωνική» εξέγερση του ύστερου μεσαίωνα δεν έφερε ευθέως αντιμέτωπους τους φτωχούς με τους πλούσιους, με εξαίρεση ίσως την εξέγερση των Τσιόμπι στη Φλωρεντία το 1378. Παρόλα αυτά ορισμένες ομάδες πλούσιων εκμεταλλεύονταν τη μαζική υστερία για να δημιουργήσουν έναν όχλο υποστηρικτών. Η ιδιωτική βία βρισκόταν σε ημερήσια διάταξη κατά τον ύστερο μεσαίωνα όπως και η αυτοδικία. Οι δημοτικές αρχές παρότι ενδυναμωμένες έναντι των εθνικών δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν τη βία Ο ανταγωνισμός μεταξύ πλούσιων και φτωχών στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καθοριστικός παράγοντας κοινωνικής σύγκρουσης. Είναι γεγονός ότι ο πλούτος στη διάρκεια του ύστερου μεσαίωνα βρισκόταν συγκεντρωμένος σε λίγους όμως αυτό δεν φαινόταν να αποτελεί αιτία δυσαρέσκειας των εξεγερμένων. Κάθε είδους βία δεν απέρρεε από την καταπίεση, πολλές αντιδικίες διεξάγονταν ανάμεσα σε ομάδες πλούσιων που επιδίωκαν να διατηρήσουν ή να κατακτήσουν την εξουσία. Αρκετές εξεγέρσεις ήταν πολιτικές και άλλες γίνονταν από φορολογούμενους. Στις γερμανικές πόλεις σε πολλές από τις εξεγέρσεις τα μέλη των συντεχνιών και οι πλούσιοι αστοί στρέφονταν ενάντια στους ευγενείς. Βέβαια αρκετές φορές συμμαχούσαν οι τεχνίτες με τους ευγενείς ενάντια στους αστούς. Ελάχιστες ήταν οι εξεγέρσεις των φτωχών κατά της οικονομικής κρίσης.
Οι πιο γνωστές εξεγέρσεις αγροτών κατά τον 14ο αιώνα συνδέονταν με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις πόλεις. Το 1323 ξέσπασε μία εξέγερση στην φλαμανδική ύπαιθρο όταν ο κόμης της Φλάνδρας κατάργησε προνόμια σε κάποιες περιοχές. Η ηγεσία πέρασε στους πιο εύπορους αγρότες υποστηρίχθηκε όμως και από τους πλούσιους. Στην συνέχεια όμως πήρε ριζοσπαστικό και εξισωτικό χαρακτήρα και απαιτούσε την κατάργηση των κοινωνικών διακρίσεων. Το 1328 ο κόμης κατέστειλε την εξέγερση με τη βοήθεια του Γάλλου βασιλιά. Η γαλλική εξέγερση ζακερί (όπως υποτιμητικά αποκαλούσαν οι αριστοκράτες τους αγρότες από το όνομα Ζακ) ξεκίνησε από ως άρνηση καταβολής αποζημίωσης σε ξένη δύναμη. Το 1356 ο Γάλλος βασιλιάς Ιωάννης Β’ αιχμαλωτίστηκε μαζί με αρκετούς ευγενείς από Άγγλους οι οποίοι ζητούσαν υπέρογκα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Οι αγρότες ταλαιπωρημένοι και οι ίδιοι από τις λεηλασίες των μισθοφόρων, αρνήθηκαν να επιβαρυνθούν οι ίδιοι για την καταβολή των λύτρων. Τον Μάιο του 1358 η κατάσταση γενικεύτηκε και οδήγησε σε εξέγερση γύρω από το Παρίσι στην περιοχή Ιλ ντε Φρανς, λίγο αργότερα στις 10 Ιουνίου οι «Ζακ» συνετρίβησαν και οι ηγέτες της ήρθαν σε συμφωνία με την κοινότητα του Παρισιού.
Το αγγλικό κοινοβούλιο επέβαλε το 1381 τον τρίτο κεφαλικό φόρο μέσα σε τέσσερα χρόνια, κατά την ίδια χρονιά ξέσπασε μία εξέγερση στο Έσσεξ ως αντίδραση απέναντι σε αυτή τη λαομίσητη πολιτική. Οι εξεγερμένοι προέλασαν στο Λονδίνο όπου δολοφόνησαν τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και τον καγκελάριο του βασιλιά. Στη συνέχεια απελευθέρωσαν κρατούμενους φυλακών, έκαψαν σπίτια και καρατόμησαν δεκαοκτώ άτομα. Οι επαναστάτες φαίνεται πως είχαν εμπνευστεί από τα θρησκευτικά δόγματα των Λολλαρδών (που κήρυτταν ότι η Εκκλησία ήταν διεφθαρμένη και τα υπάρχοντά της θα έπρεπε να παραδοθούν στην κοσμική εξουσία) και ζητούσαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας και τη μείωση των ενοικίων. Στο τέλος ο βασιλικός στρατός τους εκμηδένισε έξω από την πόλη στην αναμέτρηση που πραγματοποιήθηκε.
Η εξέγερση των Τσιόμπι της Φλωρεντίας ξέσπασε τον Μάϊο του 1378 όταν ο Σαλβέστρος των Μεδίκων έγινε μέλος του συμβουλίου της πόλης. Οι Τσιόμπι ήταν οι τεχνίτες που λανάριζαν το μαλλί, οι οποίοι εργάζονταν στην πόλη μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα διότι το καλοκαίρι ήταν απαραίτητοι ως εργάτες γης στα κτήματα. Η εξέγερση αρχικά ξεκίνησε ενάντια στις προτάσεις του Σαλβέστρου για διεύρυνση της πολιτικής εκπροσώπησης. Οι επαναστάτες προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα κυρίως όμως η δυσαρέσκεια εστιαζόταν στην επιρροή της συντεχνίας του μαλλιού. Οι Τσιόμπι απαιτούσαν αλλαγές στη φορολογία, κατάργηση του δημόσιου χρέους και την κατάργηση των επαγγελματικών προνομίων της συντεχνίας του μαλλιού σε βάρος των εργατών. Επίσης ζητούσαν την ίδρυση μιας νέας συντεχνίας του «μικρού λαού» της οποίας τα μέλη θα είχαν το δικαίωμα να κατέχουν αξιώματα. Το καθεστώς αυτό κράτησε ως το 1382 και μετά επανήλθε πάλι στην εξουσία η παλαιότερη ολιγαρχία.
ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ
Τα ίχνη των παλαιότερων λαϊκών θρησκειών στην Ευρώπη δεν εξαλείφθηκαν ποτέ εντελώς και μάλιστα μέχρι τον 12ο αιώνα ελάχιστες εκκλησιαστικές αρχές διανοήθηκαν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Τα φυλαχτά και τα ξόρκια, ορισμένα από τα οποία διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας είχαν πάρει μεγάλη έκταση ώστε να προκαλέσουν την ανησυχία των εγγράμματων κληρικών της εποχής. Η λατρεία και η διακίνηση των λειψάνων ενισχύθηκε στη διάρκεια της μέσης περιόδου του μεσαίωνα. Κατά κανόνα οι σοροί των ανθρώπων που είχαν φήμη αγίου διαμελίζονταν. Οι συλλογές των λειψάνων περιλάμβαναν τμήματα του σώματος και οτιδήποτε είχε ακουμπήσει το σώμα του αγίου, όπως τα ενδύματά του και σκόνη από τον τάφο του. Σχεδόν όλοι λαϊκοί και κληρικοί αδιακρίτως πίστευαν στα θαύματα. Η πίστη στη μαγεία ήταν καθολικό φαινόμενο ήδη από τον πρώιμο μεσαίωνα τα ξόρκια, η μαντεία και η επίκληση υπερφυσικών πνευμάτων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη αλλά μόνο κατά τον 11ο αιώνα η Εκκλησία άρχισε να συλλαμβάνει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι μάγισσες πετούσαν στον αέρα και ότι τις νύχτες καβαλούσαν ζώα ως ακόλουθοι της Άρτεμης της ειδωλολατρικής θεότητας.
Το 1661 στο Γκούτενχάγκ στη Στυρία (επαρχία της Ν. Α Αυστρίας) πολλοί άνθρωποι στραγγαλίστηκαν ή κάηκαν στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας. Ανάμεσά τους, ήταν κάποια Ούρσουλα Κολλαρίν, που στη δίκη της βεβαίωσε ότι «η γριά Βόλβερκθιν τις έτριψε όλες με μια μαύρη αλοιφή κάτω από τις μασχάλες. Το σώμα τους, γρήγορα καλύφθηκε με φτερά κι αμέσως πέταξαν μ’ αυτά στο βουνό Ρόχιτς, σαν σμάρι πελαργοί. Εκεί, αφού ήπιαν κρασί σ’ ένα συμπόσιο, «της φάνηκε πως είχε χάσει τα λογικά της». Ο εβδομηντάχρονος Μίκαελ Τσόττερ, ανέφερε ότι ήταν σα μεθυσμένος την περισσότερη ώρα και του ήταν δύσκολο ν’ ακολουθεί από κοντά τους άλλους όσο διαρκούσε η πτήση. Ακόμη, μια άλλη γυναίκα κατηγορούμενη κι αυτή, για μαγεία, θυμήθηκε πως ο ίδιος ο διάβολος της είχε τρίψει την αλοιφή στις μασχάλες και «μ’ αυτόν τον τρόπο, της είχε σκοτίσει τις αισθήσεις». Οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν συναντήσει τον Πονηρό για πρώτη φορά, καθώς έψαχναν για μανιτάρια στο δάσος ή την ώρα που δούλευαν στους αγρούς. Τα περισσότερα από τα δύστυχα πλάσματα που στην αρχή της σύγχρονης εποχής, έπεσαν θύματα αντίστοιχα σκληρών διωγμών οι πιο πολλοί ήταν απλοί χωρικοί ή αστοί αδραγμένοι απ’ το μηχανισμό ενός συστήματος τρομοκρατίας, που ζητούσε κάθε μέρα και περισσότερα θύματα για να δικαιώσει την ύπαρξή του. Ο ρόλος των παραισθησιογόνων φυτών είχε ολοκληρωτικά καταπνιγεί. Αν δεν γινόταν αυτό θα ήταν δυνατή μια φυσική ερμηνεία τέτοιων φαινομένων και ο Διάβολος θα είχε από ελάχιστη έως καμία σημασία. Στις περισσότερες δίκες ο κακός Εχθρός επιβαλλόταν στους κατηγορούμενους σαν στοιχείο εξ ολοκλήρου εξωτερικό στη διάρκεια της δίκης ή μετά από βασανιστήρια.
Ο κλήρος αφόριζε εκείνους που κατέφευγαν στη μαγεία αλλά πάντα με όρους που φανέρωναν ότι ακόμα και οι πιο νομιμόφρονες πίστευαν ότι οι μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις στις οποίες έπρεπε να αντισταθούν οι χριστιανοί. Οι σχολαστικοί θεολόγοι συνέδεαν ακόμα περισσότερο απ’ ότι πριν τη μαγεία με το γυναικείο φύλο. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ (1316-1334) πίστευε ότι οι εχθροί του προσπαθούσαν να τον βλάψουν καρφώνοντας βελόνες σε κέρινα ομοιώματά του. Το 1398 το πανεπιστήμιο του Παρισιού έκανε μια διάκριση μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής μαγείας. Και οι δύο είχαν αποτέλεσμα αλλά η δεύτερη ήταν προϊόν συμφωνίας με τους διαβόλους. Τον 15ο αιώνα παρατηρείται υπερπαραγωγή λογοτεχνικών κειμένων σχετικά με τη μαγεία.
Το Malleus Maleficarum (εγχειρίδιο των μαγισσών) αποτελούσε ένα σοβαρό βιβλίο το οποίο μελετούσαν και ανέλυαν ακόμη και επιστήμονες της εποχής οι οποίοι ήταν αναμεμειγμένοι στο κυνήγι των μαγισσών. Τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά αρχεία είναι γεμάτα από στοιχεία και αναφορές για μαζικές εκτελέσεις μαγισσών. Στη Γερμανία κατά τον 17ο αιώνα θανατώθηκαν 100.000 άνθρωποι. Η τελευταία εκτέλεση μάγισσας έγινε στη Γερμανία και σφράγισε αυτήν τη γεμάτη φρίκη περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Hans Peter Duerr, Oνειρικός Χρόνος, Γαβριηλίδης 1990.
2) Barbara Tuchman, A Distant Mirror , The Calamitous Fourteenth Century, Papermac, Kent.
3) David Nicholas, H Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, εκδ. ΜΙΕΤ, 2000.
4) Lady Stardust, Γυναίκες στην Πυρά, Κόκκινο Νήμα, Αθήνα Ιούλιος 2010.
5) Ε. Ρ Τσάμπερλιν, Η Καθημερινή Ζωή στην Αναγέννηση, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1995.