Η επανάσταση στην Κρήτη (1866- 1869)

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. Η κατάσταση στην Κρήτη:

Το δυσμενές κλίμα, που είχε δημιουργηθεί για τους υπόδουλους Έλληνες λίγο μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821, άρχισε να «υποχωρεί» μετά την παραχώρηση προνομίων μέσω των σουλτανικών διαταγμάτων, τα οποία έμειναν γνωστά ως «Χάρτης του Γκιουλ- Χανέ» (3 Νοεμβρίου 1839)[1] και «Χάττι Χουμαγιούν» (1856).

  Σε κάποιες περιοχές, όμως, δεν εφαρμόστηκαν άμεσα. Μία από αυτές υπήρξε η Κρήτη. Ο λαός του νησιού αντέδρασε και, τον Μάϊο του 1858, 8.000 Κρήτες συγκεντρώθηκαν στα Περιβόλια Χανίων και απειλούσαν σε προσφυγή στη βία, αν δεν εφαρμόζονταν σύντομα τα υπεσχημένα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προνόμια. Η στάση αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμ. Μαυρογένη, ο οποίος πρωτοστάτησε.

Στις 9 Νοεμβρίου, το ισχυρό πυροβόλο των Τούρκων έσπασε την μεγάλη πόρτα της μονής και, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην αυλή του μοναστηριού. Λίγη ώρα αργότερα, ένας νεαρός Κρητικός, ο Κ. Γιαμπουδάκης, έβαλε φωτιά σε μία πυριτιδαποθήκη, που βρισκόταν εκεί, και, από την έκρηξη, σκοτώθηκαν πολλοί από τους αντιμαχόμενους.
Στις 9 Νοεμβρίου, το ισχυρό πυροβόλο των Τούρκων έσπασε την μεγάλη πόρτα της μονής και, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην αυλή του μοναστηριού. Λίγη ώρα αργότερα, ένας νεαρός Κρητικός, ο Κ. Γιαμπουδάκης, έβαλε φωτιά σε μία πυριτιδαποθήκη, που βρισκόταν εκεί, και, από την έκρηξη, σκοτώθηκαν πολλοί από τους αντιμαχόμενους.

Β. Ο χαρακτήρας της επανάστασης:

  Το 1866, επικρατούσε στο νησί της Κρήτης το αίσθημα του «μεγαλοϊδεατισμού». Απετέλεσε την ύψιστη έκφραση του πόθου των Κρητών για την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Το «Κρητικό Ζήτημα» πήρε, όπως αναμενόταν, μεγάλες διαστάσεις και, απασχόλησε σοβαρά την ευρωπαϊκή διπλωματία.

  Τα αιτήματα των κατοίκων της Κρήτης προσέκρουσαν στην άρνηση των Μ. Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, η Αγγλία και η Γαλλία δεν επιθυμούσαν περαιτέρω διαμελισμό στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ούτε όμως και η Ρωσία, αν και ταπεινωμένη από τη Συνθήκη του Παρισιού, ήταν διατεθειμένη να εμπλακεί. Γενικότερα, όλες οι Μ. Δυνάμεις ανησυχούσαν από την αυξημένη- μετά τον αυστρο- πρωσσικό πόλεμο του 1866- ισχύ της Πρωσσίας στην Ευρώπη. Ας σημειωθεί πάντως, ότι η Αγγλία είχε «πρωτοβουλία κινήσεων» στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς όμως να επιθυμεί μία ενδεχόμενη σύγκρουση με την Πύλη.

  Η ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε «κατώτερη των περιστάσεων» για μία ακόμη φορά. Ο αγγλόφιλος πολιτικός Δημήτριος Βούλγαρης ήταν αρκετά διστακτικός, εν αντιθέσει με τον ρωσόφιλο Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος ήταν υπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Επιπλέον, η κυβέρνηση Μπ. Ρούφου ήταν «δέσμια» της περίπλοκης κατάστασης, η οποία είχε διαμορφωθεί από πλήθος «Πατριωτικών Επιτροπών» σε Κρήτη και Αθήνα.

  Παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, η πλειοψηφία των Κρητικών είχαν «καταληφθεί» από επαναστατικό «πυρετό». Στις 14 Μαΐου 1866, οι εκπρόσωποι της «Γενικής Συνέλευσης των Κρητών» υποβάλλουν αναφορά στην Πύλη, με την οποία απαιτούν την Ένωση. Το ίδιο αίτημα κοινοποιήθηκε και σε εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων.[2] Όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε και τους διέταξε να διαλυθούν. Επίσης, το αίτημα απορρίφθηκε και από τους προξένους της Αγγλίας και της Γαλλίας.

  Οι Κρήτες πληρεξούσιοι, στις 20 Ιουλίου αναγγέλλουν στις Μ. Δυνάμεις ότι θα καταφύγουν στα όπλα, με στόχο την ασφάλειά τους. Πράγματι, στις 21 Αυγούστου, στο χωριό Ασκύφου, λαμβάνει χώρα μία συνέλευση, η οποία κηρύττει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Μέσω μίας προκήρυξης, θεωρούσαν την νέα επανάσταση σαν μία «φυσική συνέχεια» του 1821.

«Κορωνίδα» της κρητικής αντίστασης αποτελεί το Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Ρεθύμνου (8- 9 Νοεμβρίου 1866). Την άμυνα του μοναστηριού, το οποίο είχε ονομαστεί «Τσανλί Μοναστέρ», ανέλαβαν ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο Ι. Δημακόπουλος, ένας εθελοντής υπαξιωματικός.
«Κορωνίδα» της κρητικής αντίστασης αποτελεί το Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Ρεθύμνου (8- 9 Νοεμβρίου 1866). Την άμυνα του μοναστηριού, το οποίο είχε ονομαστεί «Τσανλί Μοναστέρ», ανέλαβαν ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο Ι. Δημακόπουλος, ένας εθελοντής υπαξιωματικός.

  Η «έκρηξη» ενός νέου επαναστατικού κινήματος σε υπόδουλη περιοχή, προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο υπουργός Στρατιωτικών, Ζυμβρακάκης, κρητικής καταγωγής και, ο υπουργός Εξωτερικών, Δεληγιώργης είχαν αναπτύξει επαφές με πατριωτικές οργανώσεις, που βοηθούσαν τους επαναστάτες, στέλνοντάς τους όπλα, χρήματα και εφόδια. Συγχρόνως, στο νησί κατέφθαναν εθελοντές, για να πολεμήσουν κατά των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, η νέα, κυβέρνηση Βούλγαρη, είχε μετατραπεί σε «άθυρμα» της κοινής γνώμης.

   Από την τουρκική πλευρά, ο σουλτάνος ανέθεσε την επιχείρηση αντιμετώπισης των επαναστατών τον Μουσταφά πασά, ο οποίος είχε διατελέσει διοικητής της Κρήτης. Στον αντίποδα, παλαίμαχοι στρατιωτικοί και ιερωμένοι είχαν τον «συντονισμό» των επαναστατικών κινήσεων. Ας σημειωθεί, ότι, λόγω των συνεχών μετακινήσεων στους ορεινούς όγκους του νησιού, η «κυβέρνηση» των εξεγερμένων ονομάστηκε «Κυβέρνηση του Βουνού». Επιπλέον, εκδόθηκε η πρώτη ελληνόφωνη εφημερίδα, υπό τον τίτλο «Κρήτη».

  Παρά την γενναία αντίσταση των επαναστατών, ο Μουσταφά πασάς κυριεύει τις «εστίες» σε Χανιά και Ρέθυμνο, ενώ, στις 12 Οκτωβρίου 1866 συντρίβει τους Έλληνες επαναστάτες στο Βαφέ του Αποκορώνα. «Κορωνίδα» της κρητικής αντίστασης αποτελεί το Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Ρεθύμνου (8- 9 Νοεμβρίου 1866). Την άμυνα του μοναστηριού, το οποίο είχε ονομαστεί «Τσανλί Μοναστέρ», ανέλαβαν ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο Ι. Δημακόπουλος, ένας εθελοντής υπαξιωματικός.

  Στις 9 Νοεμβρίου, το ισχυρό πυροβόλο των Τούρκων έσπασε την μεγάλη πόρτα της μονής και, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην αυλή του μοναστηριού. Λίγη ώρα αργότερα, ένας νεαρός Κρητικός, ο Κ. Γιαμπουδάκης, έβαλε φωτιά σε μία πυριτιδαποθήκη, που βρισκόταν εκεί, και, από την έκρηξη, σκοτώθηκαν πολλοί από τους αντιμαχόμενους.

   Η πράξη αυτή προκάλεσε συγκίνηση όχι μόνο στο ελληνικό βασίλειο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Μεταξύ των προσωπικοτήτων, οι οποίες υποστήριξαν τον κρητικό αγώνα, ήταν και ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτορ Ουγκό. Συγχρόνως, ιδρύθηκαν φιλελληνικές επιτροπές σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ συνέρρεαν και ξένοι εθελοντές για να πολεμήσουν[3], όπως για παράδειγμα ο Αμερικανός φιλέλληνας S. G. Howe.

Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Ρεθύμνου (8- 9 Νοεμβρίου 1866).
Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι Ρεθύμνου (8- 9 Νοεμβρίου 1866).

  Την εποχή αυτή παρατηρείται μία «στροφή» της Γαλλίας ως προς το Κρητικό ζήτημα. Οι Γάλλοι, υπερασπιζόμενοι τις θέσεις των Ρώσων, αποδέχονται το αίτημα του νησιού για ένωση με την Ελλάδα. Επιπροσθέτως, αντιμετωπίζουν θετικά και το ενδεχόμενο προσάρτησης των Ηπείρου και Θεσσαλίας, αλλά όχι με περαιτέρω εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

  Την ίδια περίοδο, συμβαίνει μία πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Βούλγαρη αντικαθίσταται από κυβέρνηση Κουμουνδούρου, η οποία είχε ως Υπουργό Εξωτερικών έναν νεαρό πολιτικό, τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Τρικούπης, έχοντας την πεποίθηση ότι μόνο η σύμπραξη των υπόδουλων Βαλκάνιων μπορεί να δώσει λύση στο ανατολικό ζήτημα, έρχεται σε συνεννόηση με τους Σέρβους. Έτσι, τον Αύγουστο του 1867 υπογράφεται στην Αυστρία συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Όμως, για διάφορους λόγους, η συνθήκη μεταξύ των δύο αυτών χωρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ.[4]

Η ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε «κατώτερη των περιστάσεων» για μία ακόμη φορά. Ο αγγλόφιλος πολιτικός Δημήτριος Βούλγαρης ήταν αρκετά διστακτικός, εν αντιθέσει με τον ρωσόφιλο Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος ήταν υπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.
Η ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε «κατώτερη των περιστάσεων» για μία ακόμη φορά. Ο αγγλόφιλος πολιτικός Δημήτριος Βούλγαρης ήταν αρκετά διστακτικός, εν αντιθέσει με τον ρωσόφιλο Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος ήταν υπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.

  Όμως, και η Υψηλή Πύλη εργάστηκε σκληρά εκείνη την περίοδο. Στις αρχές του 1867, αποστέλλει στην Κρήτη απεσταλμένο, ο οποίος διατύπωσε δύο κύριες προτάσεις: Η πρώτη ήταν η λήξη των εχθροπραξιών και, η δεύτερη, η αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων, οι οποίοι θα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Επίσης, στη θέση του Μουσταφά πασά διορίστηκε ο Ομέρ πασάς, ένας από τους ικανότερους Τούρκους στρατιωτικούς της εποχής. Ο τελευταίος έφτασε στην Κρήτη τον Μάρτιο του 1867 και, προσπαθεί να καταστείλει την επανάσταση στο Λασίθι και τα Σφακιά, προβαίνοντας σε πρωτοφανείς ωμότητες εις βάρος των ντόπιων. Η επανάσταση, δυστυχώς, είχε εξελιχθεί σε τραγωδία, με κυριότερο θύμα τον άμαχο πληθυσμό.

  Συν τοις άλλοις, παρατηρείται μία ακόμη μεταστροφή των Μ. Δυνάμεων υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κουμουνδούρος παραιτείται και, με την έλευση του 1868, αναλαμβάνει την εξουσία πάλι ο Βούλγαρης, ο οποίος επίσης βοηθούσε τους εξεγερμένους Κρήτες, κάτι που προκάλεσε την οργή της Υψηλής Πύλης.

Σημαία που χρησιμοποιήθηκε κατά την πολιορκία του Αρκαδίου, με τα αρχικά: Κ (Κρήτη), Ε (Ένωσις), Ε (Ελευθερία), Θ (Θάνατος).
Σημαία που χρησιμοποιήθηκε κατά την πολιορκία του Αρκαδίου, με τα αρχικά: Κ (Κρήτη), Ε (Ένωσις), Ε (Ελευθερία), Θ (Θάνατος).

   Όλα έδειχναν ότι ένας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος βρισκόταν επί θύραις. Όμως, ο πόλεμος αυτός αποφεύχθηκε λόγω της επέμβασης των Μ. Δυνάμεων, οι οποίες αποστέλλουν στην Ελλάδα τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούν τη διακοπή βοήθειας προς τους επαναστάτες στην Κρήτη. Το αποτέλεσμα ήταν, το 1869, να «εκπνεύσει» η εξέγερση αυτή. Θέλοντας να προβούμε σε αποτίμηση, μπορούμε να πούμε ότι οι Κρήτες δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν την ένωση με την Ελλάδα. Είχαν κάνει, όμως, σημαντικά βήματα. Ας σημειωθεί, παράλληλα, ότι οιαδήποτε κυβέρνηση της εποχής δεν διέθετε σαφείς θέσεις επί του Κρητικού Ζητήματος.[5]

Βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλου, Α. (1984) «Νέα Ελληνική Ιστορία 1204- 1981», εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Βενέρη, Τ. (1938) «Το Αρκάδι διά των αιώνων», Αθήνα.

Βερέμη, Α. (1986) «Ελληνοτουρκικές σχέσεις», εκδ. Εξάντας, Αθήνα.

Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι. Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.

Εγκυκλοπαίδεια «του Ηλίου», Αθήνα.

«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), τ. ΙΓ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.

Η ιστορική Ιερά Μονή Αρκαδίου

[1]) Σημ: Ο χάρτης του «Γκιουλ- Χανέ» πήρε το όνομά του από το ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης.

[2] ) Βλ και Βακαλόπουλου, Α. (1984) «Νέα Ελληνική Ιστορία 1204- 1981»

[3] ) Bλ και Βακαλόπουλου, Α. (1984) «Νέα Ελληνική ιστορία. 1204-1981»

[4] )Βλ και Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια»

[5] )Βλ και Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια»

Ο Κότσης Παναγιώτης είναι ιστορικός.

eranistis.net

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *