(μετάφραση από τη σειρά άρθρων “The Age of Arthur” του Barry C. Jacobsen)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πρόκειται για το πρώτο μέρος σε μια πολυεπίπεδη εξέταση της ιστορίας της Βρετανίας από τις αρχές του 5ου ως τα μέσα του 6ου αιώνα. Είναι μια συναρπαστική περίοδος, με την κλασική εποχή της Ελλάδας και της Ρώμης να δίνει τη θέση της στους γερμανικούς “Σκοτεινούς Χρόνους”. Οι ήρωες αυτής της περιόδου και οι βάρβαροι πολέμαρχοι που τους αντιτάχθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο αυτής της μελέτης.
Εάν υπήρξε πράγματι ο Αρθούρος (και η γνώμη του συγγραφέα είναι ότι υπήρξε), ήταν ένας πολέμαρχος που οδήγησε με επιτυχία τη βρετανική αντίσταση στην απειλή των Αγγλοσαξώνων. Ζώντας στα τέλη του 5ου αιώνα, κυβέρνησε τη Βρετανία στις αρχές του 6ου. Χρησιμοποιώντας μία ιστορική ανάλυση των ποιημάτων, θρύλων και αρχαιολογικών τεκμηρίων που υποστηρίζεται από την πολύχρονη μελέτη της στρατιωτικής πρακτικής, θα προσπαθήσω να αναπτύξω μια θεωρία εργασίας για το ποιος ήταν καθώς και τα γεγονότα της ζωής του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Την πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα, η ρωμαϊκή Βρετανία (Britannia) εγκαταλείφθηκε από την Αυτοκρατορία για πρακτικούς λόγους και έγινε ανεξάρτητο κράτος μετά το 410.
Επρόκειτο για μία ευημερούσα, ως επί το πλείστον χριστιανική και (εκτός της ενδοχώρας) πλήρως εκρωμαϊσμένη επαρχία. Οι κάτοικοι των πόλεων μιλούσαν τη λατινική ως πρώτη γλώσσα. Σε ολόκληρη την επαρχία κυβερνούσαν εκλεγμένοι δικαστές που προέρχονταν από την τάξη των αριστοκρατών curiales. Στο νότιο τμήμα του νησιού, η ύπαιθρος ήταν γεμάτη από ευημερούσες βίλες, κατοικημένες από τη ρωμαιοβρετανική αριστοκρατία.
Η Βρετανία πρόσφερε στην Αυτοκρατορία οικονομικά και στρατιωτικά σε βαθμό εξάντλησης. Ήδη, τα ειδικά εκπαιδευμένα στρατεύματά της (comitanensis) που μεταφέρονταν σε προβληματικά σημεία, ήταν σχετικά λίγα και ταλαιπωρημένα από τον αυξανόμενο ρυθμό των στρατιωτικών αποστολών. Την πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα, οι δυνάμεις αυτές που στάθμευαν στη Βρετανία, χρειάστηκε να σταλούν στην Ιταλία για να τη σώσουν από ξένες εισβολές (εικ. το Durovernum Cantiacorum, σημ. Canterbury κατά τη ρωμαϊκή εποχή).
H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παγιδεύτηκε σε ένα αιματηρό σπιράλ αιτίων και αιτιατών που ξεκίνησε το 401 και συνεχίστηκε τα επόμενα 75 χρόνια. Αυτός ο καταστρεπτικός βρόγχος των γεγονότων ξεκίνησε με τους Βησιγότθους που υπό τον ηγέτη τους Αλάριχο (Alaric), εισέβαλαν στην Ιταλία για πρώτη φορά το 401. Έμμεσα, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει την αρχή του κακού στη νίκη τους επί των Ρωμαίων στην Αδριανούπολη (το 378) που οδήγησε σε μία ανεξάρτητη και δυνητικά απειλητική δύναμη στα Βαλκάνια για μια γενιά.
Οι Βησιγότθοι επέπεσαν στα Βαλκάνια τις επόμενες δεκαετίες μαστίζοντας την ανατολική ρωμαϊκή διοίκηση. Μια προσωρινή εγκατάστασή τους επετεύχθη το 397 στην Ιλλυρία και ο Αλάριχος επιβραβεύθηκε με τον στρατιωτικό τίτλο Magister Militum (Αρχιστράτηγος). Αυτή ήταν μια κοινή ρωμαϊκή πρακτική : να μετατρέπουν δυνητικούς ή πρώην εχθρούς σε υπόσπονδους (foederati) δίνοντας στους ηγέτες τους τίτλους, διακρίσεις και αποστολές στη ρωμαϊκή στρατιωτική δομή. Η ξαφνική και ταχεία εισβολή του Αλάριχου στην Ιταλία το 401 βρήκε τις ρωμαϊκές αρχές απροσδόκητα απροετοίμαστες και οι βάρβαροι παρά λίγο να αιχμαλωτίσουν τον νεαρό Αυτοκράτορα Ονώριο που κατέφυγε στο Μιλάνο…
H ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΛΙΧΩΝΑ
Η πραγματική εξουσία πίσω από τον Αυτοκράτορα της Δύσης ήταν ο Magister Militum (Αρχιστράτηγος) Στηλίχων (Stilicho). Για να αντιμετωπίσει την απειλή των Βησιγότθων κατά της Ιταλίας, αναγκάστηκε να αποσπάσει στρατεύματα από τις τοπικές φρουρές, αποδυναμώνοντας έτσι τα σύνορα της Παννονίας. Πράγματι, ο Αλάριχος νικήθηκε στις μάχες της Πολλεντίας και της Βερόνας (402) και οδηγήθηκε πίσω στην Ιλλυρία.
Όμως η απομάκρυνση στρατευμάτων από την Παννονία για τη διάσωση της Ιταλίας δεν ήταν χωρίς κινδύνους : ένας άλλος μέχρι τώρα μη ανιχνευμένος ετερόκλητος στρατός εμφανίστηκε στα σύνορα, οδηγούμενος από τον Οστρογότθο πολέμαρχο Ραδάγαισο. Οι βάρβαροι λεηλάτησαν καθ’ οδόν το νοτιοανατολικό Νωρικό και τη δυτική Παννονία δηλαδή τα μέρη που ο Στηλίχων είχε εγκαταλείψει για να αντιμετωπίσει τον Αλάριχο. Διασχίζοντας τις Άλπεις, οι νέοι επιδρομείς μπήκαν στην Ιταλία στις αρχές του 405.
Για να αποκρούσει τη νέα εισβολή, ο Στηλίχων αναγκάστηκε να περάσει τους επόμενους έξι μήνες συγκεντρώνοντας στρατεύματα από την Γαλατία και τα σύνορα του Ρήνου. Μια λεγεώνα (πιθανώς τα υπολείμματα της Legio ΙΙ Augusta) και αριθμός βοηθητικών συνταγμάτων τραβήχτηκαν ακόμη και από τη Βρετανία. Μέχρι τον Αύγουστο του 405, ο Ραδάγαισος μπλοκαρίστηκε και νικήθηκε στη Φλωρεντία. Η δύναμή του διασκορπίστηκε και 12.000 από τους στρατιώτες του ανέλαβαν υπηρεσία στον στρατό του Στηλίχωνα.
Η ξαφνική και απροσδόκητη εμφάνιση του Ραδάγαισου δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός. Η εισβολή του ήταν μόνο η πρώτη ριπή της επερχόμενης καταιγίδας. Τα γερμανικά έθνη ήταν εν κινήσει : αυτή ήταν η αρχή της περιόδου Völkerwanderung, η “Περιπλάνηση των Λαών”. Ο οιωνός των επερχόμενων Σκοτεινών Αιώνων.
Τέσσερις μήνες μετά την ήττα του Ραδάγαισου στην Ιταλία, η βαρβαρική καταιγίδα επανήλθε δριμύτερη αυτή τη φορά στα δυτικά σύνορα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 406, τρία έθνη : οι Βάνδαλοι, οι Σουήβοι και οι Αλανοί διέσχισαν τον παγωμένο ποταμό Ρήνο. Ενώ οι comitatensis (η εσωτερική δύναμη ταχείας επέμβασης) της Γαλατίας που υποστήριζαν τα σύνορα του Ρήνου, βρίσκονταν με τον Magister Militum Στηλίχωνα στην Ιταλία (για να αντιμετωπίσουν τον Ραδάγαισο), οι συνοριακές φρουρές ήταν πολύ αποδυναμωμένες για να σταματήσουν τη νέα διείσδυση. Έτσι, η Γαλατία που ήταν σχεδόν ανυπεράσπιστη, λεηλατήθηκε ανελέητα από την ορδή των βαρβάρων για δύο χρόνια.
Το ρωμαϊκό σύστημα άμυνας έμοιαζε με ένδυμα που ξηλωνόταν καθώς οι πολιτικές του Αυτοκράτορα Ονωρίου έφεραν την καταστροφή. Όπως συνέβαινε συχνά στη ρωμαϊκή ιστορία, όταν η κεντρική αρχή εμφανιζόταν αδύναμη ή ανόητη για να αντιμετωπίσει μια κρίση, φιλόδοξοι στρατηγοί δήλωναν υποψήφιοι για τον Θρόνο. Ο Στηλίχων όμως δεν ήταν ούτε αδύναμος ούτε ανόητος. Μόνο με την απομάκρυνση από τις επαρχίες όλων των διαθέσιμων στρατευμάτων ώστε να συγκεντρωθούν σε έναν «υπερστρατό», θα μπορούσε να εξαλείψει κάθε κρίση με τη σειρά της.
Στο μεταξύ, εξεγέρσεις ξέσπασαν στη Γαλατία και στη Βρετανία όπου ο στρατός στασίασε εναντίον του διοικητή του (ο τίτλος του οποίου ήταν “Comes Britanniae”) και επέλεξε ως διάδοχό του έναν στρατιώτη, τον Κωνσταντίνο. Αυτός ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα (Κωνσταντίνος Γ’) και αφού πήρε μαζί του τον κύριο όγκο του στρατού της Βρετανίας, διέσχισε το στενό της Μάγχης το 407 για να καταλάβει τον αυτοκρατορικό Θρόνο.
Η ΔΥΣΗ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ
Ο Στηλίχων πέτυχε να σβήσει τη βαρβαρική φωτιά στην Ιταλία πριν επεκταθεί αλλά δεν διέθετε χρόνο. Για να μπορέσει ο Magister Militum της Δύσης να αντιμετωπίσει την κατάρρευση του συνόρου στην Γαλατία (το 406), έπρεπε να είναι σίγουρος ότι η ανατολική πλευρά της Ιταλίας ήταν ασφαλής. Αυτό σήμαινε διαπραγμάτευση με τον Βησιγότθο ηγεμόνα Αλάριχο που είχε εγκατασταθεί στην Ιλλυρία. Μετά από κάποιες διαμαρτυρίες, συμφώνησε να τον αναγνωρίσει ως “Magister Militum per Illyricum” και να δοθεί στους Βησιγότθους ένα μεγάλο ποσό. Αυτή η διαπραγμάτευση προκάλεσε οργή στη Ρώμη και ο Στηλίχων (Βάνδαλος στην καταγωγή), κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέσθηκε τον Αύγουστο του 408 από τον Αυτοκράτορα Ονώριο που είχε υπηρετήσει τόσο καλά.
Ο θάνατός του πυροδότησε τη γενική σφαγή των ανυπεράσπιστων οικογενειών των Γερμανών που υπηρετούσαν στον Ρωμαϊκό Στρατό των επαρχιών και αποτελούσαν μεγάλο μέρος του (σε αντίθεση με τις συνοριακές φρουρές που αποτελούνταν από Ρωμαίους). Η οργή για τη σφαγή των οικογενειών τους, προκάλεσε γενική ανταρσία των βαρβάρων.
Ο Αλάριχος δεν έχασε χρόνο και εκμεταλλευόμενος το χάος εισέβαλε για δεύτερη φορά στην Ιταλία (408). Δύο χρόνια μετά (Αύγουστος 410), οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν την Ρώμη. Τα βαρβαρικά έθνη που είχαν διασχίσει τον Ρήνο το 406 (Βάνδαλοι, Σουήβοι και Αλανοί), ακολουθήθηκαν σύντομα από Φράγκους, Βουργουνδούς και Αλαμαννούς που εγκαταστάθηκαν δυτικά του ποταμού. Οι αρχικοί εισβολείς μετακινήθηκαν στην Ισπανία και (στην περίπτωση των Βανδάλων) στη Βόρεια Αφρική ενώ οι Βησιγότθοι πέρασαν στη νότια Γαλατία και στη συνέχεια στην Ισπανία. Χωρίς φορολογικά έσοδα και στρατολόγηση από τα χαμένα εδάφη, η δυτική Αυτοκρατορία αργοπέθαινε…
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Ο αυτοανακηρυχθείς Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Γ’ αναχώρησε από τη Βρετανία το 407, κατά την έναρξη της μεγάλης κρίσης παίρνοντας μαζί τους περισσότερους από τους comitatensis που ήταν ο πυρήνας της άμυνας της επαρχίας. Η φιλοδοξία του να μπει στη Ρώμη τελικά απέτυχε και σε λίγα χρόνια σκοτώθηκε (το 411, στην Αρελάτη της Γαλατίας). Το βασικό του “επίτευγμα” ήταν ότι άφησε τη Βρετανία ευάλωτη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επαρχία δεν είχε τους υπερασπιστές της. Οι φρουροί των ακτών και του Τείχους παρέμειναν καλλιεργώντας εδάφη γύρω από τα οχυρά τους αφού δεν πληρώνονταν από την κεντρική κυβέρνηση. Ήταν σαφώς δευτερεύουσες μονάδες, ικανές να κρατήσουν μόνο τα τείχη και τίποτε περισσότερο.
Τον 4ο αιώνα, το Τείχος του Αδριανού (βλ. εικ.) είχε υποβαθμιστεί και δεν αποτελούσε πλέον τη συνεχή αμυντική γραμμή που κάλυπτε τον ρωμαϊκό νότο από τον βαρβαρικό βορρά. Ήταν πλέον μια ασυντήρητη δομή ανάμεσα σε οχυρά που έμοιαζαν περισσότερο σαν ένοπλα και πυκνοκατοικημένα χωριά. Το ίδιο το Τείχος, οι πυργίσκοι και τα οχυρά εγκαταλείφθηκαν και κατοικούνταν από οικογένειες κληρονομικών συνοριακών φρουρών (βλ. David Nicolle, Ph.D., “Arthur and the Anglo-Saxon Wars”), οπότε ακόμη και αν η αυτοκρατορική κυβέρνηση στη Ραβέννα διέταζε την αποχώρησή τους από τη Βρετανία, οι φρουρές θα είχαν στασιάσει. Ενώ ο τακτικός στρατός είχε αποσυρθεί (ακολουθώντας τον Κωνσταντίνο Γ’), οι δυνάμεις αυτές παρέμειναν στις θέσεις τους και στη διάθεση μιας μελλοντικής βρετανικής ηγεσίας.
Ο “COEL HEN” ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τη ρωμαϊκή απόσυρση, η πολιτική κατάσταση στη Βρετανία ήταν σκοτεινή. Το ερώτημα που αναδύεται είναι ποιά θα ήταν η νέα αρχή. Ίσως ορισμένοι από τους ανώτερους Ρωμαίους αξιωματούχους που παρέμειναν στην επαρχία, διατήρησαν τη θέση τους στην μεταρωμαϊκή ιεραρχία. Στον Bορρά, πολλοί από τους μεταγενέστερους Κέλτες ηγεμόνες όριζαν την καταγωγή τους στον “Coel Hen” (ή “Παλαιός Βασιλιάς Cole”). Έχει προταθεί ότι αυτός ήταν ο τελευταίος “Dux Britanniarum” (σ.τ.Μ. : o Coilus ή Coelius Votepacus, Διοικητής του Τείχους του Αδριανού). Ως εκ τούτου, είχε σημαντική επιρροή και στις δύο πλευρές του Τείχους, άρα ήταν σε θέση να κυριαρχήσει στις υποθέσεις της βόρειας Βρετανίας τα χρόνια μετά τη ρωμαϊκή αποχώρηση. Μπορεί να ήταν ο κύριος ηγέτης στη χώρα μέχρι το 420 περίπου, αν και η επιρροή που είχε νότια από την έδρα του στο Eburacum (σημ. York) είναι άγνωστη. Οι πηγές δείχνουν ότι ένα “Συμβούλιο της Βρετανίας” που αποτελείτο από εκπροσώπους των διαφόρων φυλών, των πόλεων (civitates) και των στρατιωτικών διοικητών (όπως ο Coel), προσπάθησε να οργανώσει μια κοινή άμυνα. Αυτό το έργο βαλλόταν από τα γεγονότα καθώς η χώρα βυθιζόταν από καταστροφικές επιδρομές σε όλες τις πλευρές. Από τα βόρεια, πρώτοι οι Πίκτοι παρέκαμψαν την προστατευτική ζώνη των φρουρών του Τείχους και των φιλικών προς τη Ρώμη φυλών που βρίσκονταν βόρεια αυτού και ρίχθηκαν στα πλούσια βρετανικά εδάφη στο νότο.
Γιώργος Σοφικίτης