Του Τζιοβάνι Αρίγκι
Από το ardin-rixi.gr
νέος Λόγιος Ερμής τ.2
Ο Τζιοβάνι Αρίγκι (7 Ιουλίου 1937-18 Ιουνίου 2009) υπήρξε θεωρητικός της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνιολογίας. Μέχρι το 1998, διετέλεσε καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες.
Γεννήθηκε στην Ιταλία το 1937. Ξεκίνησε την καριέρα του διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο της Ροδεσίας (τώρα Ζιμπάμπουε) και, αμέσως μετά, στο πανεπιστήμιο του Νταρ ες Σαλάμ, στην Τανζανία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αφρική, μελέτησε το πώς η προσφορά εργατικών χεριών και η αντίσταση των εργατών επηρέασαν την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ενώ συνδέθηκε οργανικά με τα τελευταία. Εκεί, επίσης, γνώρισε τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν με τον οποίο συνδέθηκε αργότερα πραγματοποιώντας από κοινού διάφορες έρευνες. Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, το 1969, ο Αρίγκι ενεπλάκη στο εργατικό/φοιτητικό κίνημα της εποχής, ιδρύοντας την «Ομάδα Γκράμσι» στα 1971, ενώ παράλληλα δίδασκε σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια. Το 1979, δίδαξε στο Κέντρο Φερνάν Μπροντέλ για τη μελέτη των οικονομιών, των ιστορικών συστημάτων και των πολιτισμών (πανεπιστήμιο του Μπίνχαμπτον), ως καθηγητής κοινωνιολογίας μαζί με τον Βαλερστάιν και τον Τέρενς Χόπκινς. Κατά την περίοδο αυτή, το Κέντρο Μπροντέλ εξελίχθηκε σε επίκεντρο μελέτης των παγκόσμιων συστημάτων, προσελκύοντας διανοουμένους απ’ όλες τις χώρες.
Η πιο διάσημη εργασία του είναι μια τριλογία για τις καταβολές και τους μετασχηματισμούς του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία ξεκίνησε το 1994 με ένα βιβλίο που αναθεωρούσε την κατεστημένη αντίληψη για την εξέλιξη του καπιταλισμού, με τίτλο Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας: Χρήμα, Εξουσία και οι Καταβολές της Εποχής μας. Το βιβλίο αυτό είναι κλασικό στον τομέα του και έχει μεταφραστεί σε 10 γλώσσες. Το 1999, δημοσίευσε το έργο Χάος και Διακυβέρνηση στο Σύγχρονο Παγκόσμιο Σύστημα μαζί με την Μπέβερλι Σίλβερ, ενώ το 2007 εξέδωσε το τελευταίο βιβλίο της σειράς Ο Άνταμ Σμιθ στο Πεκίνο, Γενεαλογίες του Εικοστού Πρώτου Αιώνα, στο οποίο συγκρίνει τη δυτική με την ανατολική οικονομική ανάπτυξη και μελετά την ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας οικονομικής δύναμης.
Έχει επηρεαστεί από το έργο των Καρλ Μαρξ, Αντόνιο Γκράμσι, Μαξ Βέμπερ, Άνταμ Σμιθ, Καρλ Πολάνυι και Τζόζεφ Σουμπέτερ. Ο Τζ. Αρίγκι πέθανε τον Ιούνιο του 2009, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο. Το κείμενό του με τίτλο States, Markets, and Capitalism, East and West, που παρουσιάζουμε εδώ, πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2005 στη Βραζιλία, σε σεμινάριο για τις εναλλακτικές προτάσεις στην παγκοσμιοποίηση. (Ν.Λ.Ε.)
Α΄ Μέρος:
Η γένεση του δυτικού και του ανατολικού μοντέλου
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Τζέφρεϋ Μπάρακλοου έγραφε ότι, όταν η ιστορία του 20ού αιώνα –η οποία για τους περισσότερους ιστορικούς επικαθορίζεται ακόμα από τους ευρωπαϊκούς πολέμους και τα σχετικά ζητήματα– ιδωθεί κάτω από μια ευρύτερη σκοπιά, κανένα άλλο θέμα δεν θα αποδειχθεί σημαντικότερο από την «εξέγερση ενάντια στη Δύση» (Barraclough 1967: 153-4). Αντίστοιχα, σήμερα, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως, όταν γραφεί η ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα κάτω από μια ανάλογη ευρύτερη οπτική, είναι απίθανο να θεωρηθεί κάποιο ζήτημα σημαντικότερο από την οικονομική αναγέννηση της Ανατολικής Ασίας. Αυτή επιτεύχθηκε μέσω μιας αλληλουχίας οικονομικών θαυμάτων, δίκην χιονοστιβάδας, στις ασιατικές χώρες της Ανατολής -με αφετηρία την Ιαπωνία των δεκαετιών του ’50 και του’60-, που μετακυλήθηκαν στη συνέχεια στη Ν. Κορέα, την Ταϊβάν, το Χονγκ-Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και κάποιες άλλες χώρες του ASEAN, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’70 και ’80, για να καταλήξουν στη δεκαετία του ’90 και στις αρχές του 2000 στην ανάδειξη της Κίνας ως του επικέντρου της πλέον δυναμικής συσσώρευσης κεφαλαίου στον πλανήτη. Σύμφωνα με τον Τερουτόμο Οζάουα, «το κινέζικο θαύμα, αν και βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο εξέλιξης, θα καταστεί αναμφίβολα… το πιο δραματικό, όσον αφορά την επίδραση που θα έχει στον υπόλοιπο κόσμο» (Ozawa 2003: 700).
Λόγω των δημογραφικών της μεγεθών, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα αποδειχθεί περισσότερο ανατρεπτική για την τρέχουσα παγκόσμια ιεραρχία του πλούτου από όλα μαζί τα προηγούμενα «θαύματα» των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Σύμφωνα δε με πρόσφατες μελέτες για την ανισοκατανομή του εισοδήματος μεταξύ των χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανατροπή αυτή έχει ήδη ξεκινήσει. Πράγματι, η στατιστικά επιβεβαιωθείσα τάση για μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ χωρών κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 οφείλεται αποκλειστικά στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. (Arrighi, Silver and Brewer 2003).
Εξίσου σημαντικές είναι και οι πολιτικο-οικονομικές επιπτώσεις της εντυπωσιακής κινέζικης επέκτασης, όχι μόνον σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. «Η άνοδος της Ασίας είναι το μεγάλο οικονομικό γεγονός της εποχής μας», διακηρύσσει ο Μάρτιν Γουλφ των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς.
Εάν συνεχίσει στον ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών, θα σηματοδοτήσει το τέλος δύο αιώνων παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης και της γιγάντιας βορειοαμερικανικής της προέκτασης που την διαδέχτηκε. Έτσι, η Ιαπωνία δεν απετέλεσε παρά το προανάκρουσμα του ασιατικού μέλλοντος, διότι αποδείχθηκε πολύ μικρή και εσωστρεφής, ώστε να μετασχηματίσει τον κόσμο… Η Κίνα θα αποδειχθεί ότι δεν είναι τίποτε απ’ αυτά τα δύο… Η Ευρώπη ήταν το παρελθόν, οι ΗΠΑ το παρόν, και η, κυριαρχούμενη από την Κίνα, Ασία, το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας (Wolf 2003).
Όπως θα δούμε, το ασιατικό αυτό μέλλον που οραματίζεται ο Γουλφ μπορεί να μην είναι τόσο αναπόφευκτο όπως φαίνεται να υποστηρίζει. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις ότι, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο, αυτό το μέλλον βρίσκεται πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζαμε. Σε διάστημα μόλις λίγων χρόνων, η Κίνα μεταβλήθηκε σε οικονομική και δυνάμει πολιτική δύναμη, σε μια περιοχή όπου κάποτε οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά – από το Νέο Δελχί δυτικά, έως τη Νοτιοανατολική Ασία, το Τόκιο και τη Σεούλ στην Ανατολή… Ο νέος ρόλος της Κίνας πηγάζει, εν πολλοίς, από την ανάδειξή της σε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές δυνάμεις του κόσμου… Αλλά υπάρχει και μια σημαντική πολιτική διάσταση σ’ αυτή την ισχύ, καθώς οι νέοι ηγέτες του Πεκίνου δείχνουν έτοιμοι να αφήσουν στην άκρη παλιές διαφορές και να συνεργαστούν, αντί να εκφοβίζουν τα άλλα έθνη (Marshall 2003).
Ενώ τείνει ταχύτατα να υποκαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και ως ο τελικός αποδέκτης εξαρτημάτων συναρμολόγησης στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας, η Κίνα αρχίζει να τις επισκιάζει και στην προώθηση της πολυμερούς απελευθέρωσης του εμπορίου. Σε περιφερειακό επίπεδο, προωθεί την ενοποίηση μέσω του ASEAN, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί στενότερους οικονομικούς δεσμούς με την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα και την Ινδία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά τη συνδιάσκεψη του ΠΟΕ στο Κανκούν, το 2003, βρέθηκε μαζί με τη Βραζιλία και την Ινδία στην ηγεσία της ομάδας των χωρών που αντιτάχθηκαν στις απόπειρες των αναπτυγμένων χωρών του Βορρά να επιβάλουν την απελευθέρωση του εμπορίου στον Νότο, ενώ παράλληλα παραμένουν εξαιρετικά προστατευτικές για εκείνους τους παραγωγικούς κλάδους στους οποίους ο Νότος διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η στάση της Κίνας έρχεται σε ανοικτή αντίθεση με εκείνη των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν εγκαταλείψει τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις προς χάριν των διμερών συμφωνιών που στοχεύουν στη διάσπαση της συμμαχίας των χωρών του Νότου (η οποία επιτεύχθηκε στο Κανκούν) ή στο να εξασφαλίσουν την υποστήριξη στον πόλεμο της κυβέρνησης Μπους ενάντια στην τρομοκρατία. (Smith and Cooper 2003. Vatikiotis and Murphy 2003. Kwa 2003).
Οποιοδήποτε κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα –ένα ζήτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε στα συμπεράσματα του κειμένου– οι τάσεις αυτές θέτουν ζητήματα ερμηνείας που αμφισβητούν τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τις διαδικασίες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς και για τον ρόλο της στη διαμόρφωση κρατών και αγορών. Το πιο πολύπλοκο από αυτά τα προβλήματα είναι η αρχική κατάρρευση καθώς και η διαφαινόμενη σήμερα αναβίωση της Ανατολικής Ασίας και της Κίνας, ως κατ’εξοχήν επικέντρων της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως παρατήρησε ο Γκίλμπερτ Ρόζμαν, «Η Ανατολική Ασία υπήρξε στο παρελθόν μια πολύ ανεπτυγμένη περιοχή, η οποία βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της οικονομικής ανάπτυξης για τουλάχιστον 2.000 χρόνια, μέχρι τον 16ο, τον 17ο ή ακόμα και τον 18ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια βίωσε μια πολύ σύντομη, αλλά βαθύτατη υποβάθμιση» (Rozman 1991, σ. 6). Πώς σχετίζεται αυτή η έκλειψη με την παγκοσμιοποίηση του Δυτικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα; Και πρώτα απ’ όλα, ποια είναι η σχέση, εάν υπάρχει κάποια, μεταξύ της παρούσας οικονομικής αναγέννησης της Ανατολικής Ασίας και της θέσης που κατείχε προηγουμένως στην πρωτοπορία της παγκόσμιας ανάπτυξης;
Τα ερωτήματα αυτά μας καλούν να επανεξετάσουμε τη σχέση μεταξύ των διαδικασιών της συγκρότησης της αγοράς και της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των ιστορικών και των κοινωνικών επιστημόνων είναι ότι πρόκειται για μια σχέση αμοιβαίας ενίσχυσης. Πράγματι, οι δύο διαδικασίες συχνά αντιμετωπίζονται σα να είναι ταυτόσημες. Η οικονομική αναγέννηση της Ανατολικής Ασίας, όμως, προκάλεσε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση της θεμελιώδους ιστορικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες. Διότι φαίνεται πλέον ότι κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα το εμπόριο και οι αγορές ήταν πιο ανεπτυγμένες γενικά στην Ανατολική Ασία, και ειδικότερα στην Κίνα, απ’ ό,τι στην Ευρώπη, ενώ κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα η πρωτοκαθεδρία της Ανατολικής Ασίας στη συγκρότηση των αγορών υποσκελίστηκε από τα εντυπωσιακά επιτεύγματα του ευρωπαϊκού και κατόπιν του βορειοαμερικάνικου βιομηχανικού καπιταλισμού.
Υπό το φως αυτής της αναντιστοιχίας, τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω, και αφορούν αρχικά την πτώση και την μέχρι στιγμής διαπιστούμενη νέα ανάδυση της Ανατολικής Ασίας, μπορούν να ξανατεθούν ως εξής: Πρώτον, γιατί ο βιομηχανικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη και όχι στην Ανατολική Ασία, όπου οι διαδικασίες της συγκρότησης των αγορών ήταν πιο εξελιγμένες; Δεύτερον, γιατί η καθοδηγούμενη από τους Βρετανούς παγκοσμιοποίηση του βιομηχανικού καπιταλισμού συσχετίστηκε με την ταχύτατη οικονομική παρακμή της Ανατολικής Ασίας, και ειδικότερα του κινέζικου επικέντρου της για πάνω από έναν αιώνα (ας πούμε από τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου); Και γιατί αυτή η μακρά πτώση έδωσε τη θέση της σε μια ακόμα πιο αιφνίδια οικονομική αναγέννηση κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα; Τελικά, τι μας διδάσκει η συγκριτική ανάλυση της Δυτικής και της Ανατολικής εμπειρίας για τις αναμενόμενες συνέπειες της εν εξελίξει αναγέννησης της Ανατολικής Ασίας;
Η Σμιθιανή δυναμική και η Μεγάλη Απόκλιση
Οι πρόσφατες απόπειρες να εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους οι συγκρίσιμες διαδικασίες σχηματισμού των αγορών τροφοδότησαν τον βιομηχανικό καπιταλισμό στη Δυτική Ευρώπη αλλά όχι στην Ανατολική Ασία, περιστρέφονται γύρω από δύο βασικές θεματικές: Την έννοια της «σμιθιανής δυναμικής» και την συσχετιζόμενη με αυτή έννοια «της παγίδας ισορροπίας στο υψηλό επίπεδο», την οποία χρησιμοποίησε ο Μαρκ Έλβιν (Elvin 1973) για να περιγράψει την ύστερη αυτοκρατορική Κίνα, και την έννοια της «επανάστασης της μανιφακτούρας», την οποία χρησιμοποίησε ο Γιαν Ντε Βρις (de Vries 1994), για να περιγράψει την οικονομική επέκταση της Δυτικής Ευρώπης κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η έννοια της «σμιθιανής δυναμικής» αναφέρεται σε μια διαδικασία οικονομικής επέκτασης, τροφοδοτούμενης από την άνοδο της παραγωγικότητας που επιφέρει η επέκταση και εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας, και η οποία περιορίζεται μόνο από την έκταση της αγοράς. Καθώς η οικονομική ανάπτυξη ανεβάζει τα εισοδήματα και τη ζήτηση, η αγορά διευρύνεται, τροφοδοτώντας με τη σειρά της νέους γύρους εντονότερου καταμερισμού της εργασίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, αυτός ο «ενάρετος κύκλος» έρχεται αντιμέτωπος, στο πλαίσιο της αγοράς, με όρια που επιβάλλονται από τα μεγέθη της και το θεσμικό πλαίσιο. Όταν φτάσουμε σε αυτά τα όρια, η διαδικασία πέφτει σε μια «παγίδα ισορροπίας στο υψηλότερο επίπεδο».
Όπως έχουν υπογραμμίσει οι Μπιν Γουόνγκ (Wong 1997: 16), Αντρέ Γκούντερ Φρανκ (Frank 1998: 13) και Κένεθ Πόμερανζ (Pomeranz 2000: 17), αυτό που ο Ντε Βρις αποκαλεί «ευρωπαϊκή επανάσταση της μανιφακτούρας» είναι απλώς μια εκδοχή αυτής της σμιθιανής δυναμικής. Αυτοί οι συγγραφείς σημειώνουν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η κινέζικη εθνική αγορά ξεπερνούσε κατά πολύ οποιαδήποτε αγορά της Ευρώπης – γεγονός που γνώριζε ο Άνταμ Σμίθ αλλά λησμόνησε, στη συνέχεια, η δυτική κοινωνική σκέψη.
Το μεγαλύτερο μέγεθος και η πυκνότητα της κινέζικης εθνικής αγοράς δεν οφειλόταν μόνο στον πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό της Κίνας, αλλά και στα υψηλά επίπεδα εμπορευματοποίησης, στις υποδομές των μεταφορών, την αγροτική παραγωγικότητα, την πολυπλοκότητα της μεταποιητικής παραγωγής και τα κατά κεφαλήν εισοδήματα, τα οποία ήταν το ίδιο υψηλά ή και υψηλότερα από εκείνα των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Κατά συνέπεια, το προβάδισμα στη διαμόρφωση μιας εθνικής αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις αιτίες, –πόσο μάλλον ως η «κύρια αιτία»– για την οποία κατά τον 19ο αιώνα η Ευρώπη υποκατέστησε την Ανατολική Ασία και την Κίνα ως το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Πράγματι, η Κίνα έπεσε σε μια «παγίδα ισορροπίας υψηλού επιπέδου», ακριβώς εξ αιτίας των επιτυχιών της στην ανάπτυξη της εθνικής της αγοράς. Η ταχεία ανάπτυξη της παραγωγής και του πληθυσμού κατέστησε σπάνιους όλους τους πόρους εκτός από την εργασία, και αυτό, με τη σειρά του, έκανε εξαιρετικά προβληματικές τις καινοτομίες. Σύμφωνα με τον Έλβιν:
Με τη μείωση του πλεονάσματος στη γεωργία και τη συνακόλουθη πτώση στο κατά κεφαλήν εισόδημα και την κατά κεφαλήν ζήτηση, με την εργασία να φτηναίνει όλο και πιο πολύ αλλά τους πό-ρους και τα κεφάλαια να σπανίζουν, με την τεχνολογία της γεωργίας και των μεταφορών να είναι τόσο πολύ εξελιγμένη, ώστε να μην είναι εφικτή μια απλή αναβάθμισή τους, η ορθολογική επιλογή, τόσο για τους αγρότες όσο και τους εμπόρους, ήταν να στηριχτούν όχι τόσο στις μηχανές που εξοικονομούσαν εργασία όσο στην εξοικονόμηση πόρων και πάγιου κεφαλαίου. […] Όταν προέκυψαν προσωρινές ελλείψεις, η ευελιξία των εμπόρων, που βασίζονταν στις φθηνές μεταφορές, υπήρξε ταχύτερη και πιο σίγουρη λύση από τη χρήση των μηχανών. Αυτή η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί ως «παγίδα ισορροπίας στο υψηλό επίπεδο». (Elvin 1973: 314)
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι το πώς και γιατί η Αγγλία και η Ευρώπη κατάφεραν να ξεφύγουν από την παγίδα της «ισορροπίας στο υψηλό επίπεδο» κατά τη βιομηχανική επανάσταση, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εάν η κοινή, στις περιπτώσεις της ευρωπαϊκής και της κινέζικης οικονομίας, σμιθιανή δυναμική δεν μπορεί να εξηγήσει τη βαθιά διαφοροποίηση των δυνατοτήτων που δημιουργήθηκαν από τη μαζική χρησιμοποίηση των ορυκτών πηγών ενέργειας στην παραγωγή και τις μεταφορές, τότε τι θα μπορούσε να το κάνει; Ακολουθώντας τον Ε.Α. Ουΐνγκλεϋ, ο Γουόνγκ αντιλαμβάνεται αυτή την εξέλιξη ως ένα ιστορικό απρόοπτο που σχετίζεται ελάχιστα με ό,τι προηγήθηκε. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι τα κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας, που προκλήθηκαν από τη χρήση του άνθρακα ως νέας πηγής θερμότητας και του ατμού ως νέας πηγής μηχανικής ενέργειας, ξεπέρασαν ο,τιδήποτε θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί από τη σμιθιανή δυναμική: «Από τη στιγμή που συνέβη αυτή η θεμελιακή αλλαγή, η Ευρώπη εγκαινίασε μια νέα οικονομική διαδρομή». Αλλά η ρήξη, αυτή καθαυτήν, παραμένει ανερμήνευτη. Όπως οι «παραγωγικές δυνάμεις» στις μαρξιστικές αναλύσεις, οι «τεχνολογίες της παραγωγής» αποτελούν «την εξωγενή μεταβλητή που κατευθύνει τις υπόλοιπες οικονομικές αλλαγές» (Wong 1997, σσ. 48-52).
Ο Πόμερανζ (Pomeranz 2000) προσφέρει μια εξήγηση γι’ αυτό που αποκαλεί «Μεγάλη Απόκλιση», ανιχνεύοντάς την στο γεγονός ότι η Αμερική παρείχε στα κέντρα της Βορειοδυτικής Ευρώπης πολύ υψηλότερη προσφορά ακατέργαστων πρώτων υλών και ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων από όση θα μπορούσαν να αντλήσουν τα αντίστοιχα κέντρα της Ασίας από τις δικές τους περιφέρειες. Όπως και ο Γουόνγκ, υποστηρίζει ότι η ύπαρξη πλούσιων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απογείωση της βιομηχανικής επανάστασης στη Βρετανία. Αλλά σύμφωνα με την άποψή του, εάν εξέλειπε η προσφορά πρώτων υλών από την Αμερική, θα ήταν αδύνατο η ευρωπαϊκή τεχνολογία και οι επενδύσεις να αναπτυχθούν σε κατευθύνσεις που να εξοικονομούν εργασία και να εντατικοποιούν τη χρήση της γης και της ενέργειας, σε μια στιγμή μάλιστα που η κοινή σε όλα τα παραγωγικά κέντρα αυξανόμενη σπάνις των πόρων πίεζε την Ανατολική Ασία να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας και έντασης εργασίας.
Αν και αυτή η ερμηνεία για τη διαφοροποίηση των αναπτυξιακών κατευθύνσεων της Ασίας και της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα περιέχει ένα σημαντικό ποσοστό αλήθειας, ωστόσο παραθεωρεί και σημαντικές πλευρές της: Πρώτον, ενώ τα φθηνά ορυκτά καύσιμα της Βρετανίας μπορούν να προσφέρουν κάποια ερμηνεία του γεγονότος ότι η Βρετανία διέφυγε από τη σμιθιανή παγίδα μέσω της βιομηχανικής επανάστασης νωρίτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί η Κίνα –η οποία ήταν επίσης γνωστή για τα αποθέματά της σε άνθρακα– δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Επιπλέον, η ανατροφοδότηση και η επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας από την εξόρυξη, τη μεταφορά και την επεξεργασία του άνθρακα, καθώς και ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες από την Αμερική, απέβησαν αποφασιστικής σημασίας για τη Βρετανική/Ευρωπαϊκή εξέλιξη αργότερα μάλλον παρά στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως σημειώνει ο Πάτρικ Ο Μπράιεν, «δεν θα πρέπει να συγχέουμε το ζήτημα των αφετηριακών δυνάμεων της βιομηχανικής επανάστασης με τις δυνάμεις που επέτρεψαν την επιβεβαίωσή της» (O’Brien 2001: 360, 364, 367).
Δεύτερον, όπως υποστηρίζει ο Φρανκ, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για την εποχή πριν τη Μεγάλη Απόκλιση, οι μισθοί και η ζήτηση ήταν υψηλότεροι και το κεφάλαιο αφθονότερο στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Ασία, και αυτή η διαφορά πιθανόν συνέβαλε στο να καταστήσει τις τεχνολογίες έντασης σε ενέργεια και εξοικονόμησης εργασίας πιο συμφέρουσες στη Δύση απ’ ό,τι στην Ανατολή. Ωστόσο, ο Φρανκ δεν παρέχει καμία εξήγηση στο γιατί οι διαδικασίες συγκρότησης των αγορών που ήταν πιο αναπτυγμένες στην Ανατολή απ’ ό,τι στη Δύση, συσχετίζονται με το καθεστώς των υψηλότερων μισθών, της μεγαλύτερης ζήτησης και των αφθονότερων κεφαλαίων της Δύσης, αλλά όχι της Ανατολής. Κατά τη γνώμη του, πριν τη βιομηχανική επανάσταση το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν οι Ευρωπαίοι έναντι των Ασιατών συνίστατο στην εξόρυξη και τη μεταφορά του αμερικάνικου αργύρου, καθώς και στην επένδυσή του σε διάφορες εμπορικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένου του ενδοασιατικού εμπορίου. Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζει πως αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν βοήθησε τους Ευρωπαίους να κατακτήσουν ηγετική θέση στην παγκόσμια οικονομία, που συνέχισε να έχει ως επίκεντρό της την Ασία, επειδή καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η κυκλοφορία του αμερικάνικου αργύρου ωφελούσε περισσότερο τις ασιατικές οικονομίες απ’ ό,τι την Ευρώπη – κι η Κίνα παρέμενε η «καταβόθρα» των χρημάτων του πλανήτη. (Frank 1998: 283, 304, 356-7). Αλλά εάν έτσι ήταν η κατάσταση, όπως και πράγματι ήταν, τότε γιατί η Κίνα επηρεάστηκε από έλλειψη κεφαλαίων, ενώ η Δύση διέθετε περίσσευμα; Και γιατί η Ευρώπη είχε μεγαλύτερη ζήτηση εργασίας και υψηλότερους μισθούς από την Κίνα;
Τρίτον, το πολύπλοκο ζήτημα της ευρωπαϊκής διαφυγής από τη σμιθιανή «παγίδα υψηλού επιπέδου ισορροπίας» μέσω της βιομηχανικής επανάστασης θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με το ερώτημα γιατί η παγκοσμιοποίηση αυτής της επανάστασης συνοδεύτηκε για έναν περίπου αιώνα από την οικονομική παρακμή και εν συνεχεία την ταχύτατη αναγέννηση της Ανατολικής Ασίας. Ολοκληρώνοντας την κριτική αξιολόγηση των θέσεων του Πόμερανζ, ο Ο’ Μπράιεν ερωτά:
Αν η αγγλική οικονομία κατάφερε να ξεπεράσει (εξαιτίας του άνθρακα και της στενής της διασύνδεσης με την Αμερική) το Δέλτα του Γιανγκ Τσε, τότε γιατί χρειάστηκε τόσο πολύς χρόνος σ’ αυτήν την εμπορευματοποιημένη και ανεπτυγμένη περιοχή της Αυτοκρατορίας των Μαντσού, για να ανακτήσει τη θέση και το ρόλο που έπαιζε στην παγκόσμια οικονομία κατά τα μέσα του 18ου αιώνα; (O’Brien 2001: 367).
Εν ολίγοις, ένα μοντέλο για τη Μεγάλη Απόκλιση θα πρέπει να μας περιγράφει όχι μόνο τις καταβολές της, αλλά και το πώς εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο.
Ο Καόρου Σουγκιχάρα επεχείρησε να κατασκευάσει ένα τέτοιο μοντέλο. Ενώ ουσιαστικά συμφωνεί με την προσέγγιση του Πόμερανζ για τις καταβολές της Μεγάλης Απόκλισης, ο Σουγκιχάρα δίνει έμφαση στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι κυριότερες διαφορές ως προς την αναλογία πληθυσμού-γης μεταξύ των επικέντρων της Ανατολικής Ασίας και της Δυτικής Ευρώπης κατά την περίοδο πριν το 1800, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα αυτής της χωρίς προηγούμενο ασύγκριτης επανάστασης της μανιφακτούρας στην Ανατολική Ασία. Ισχυρίζεται ότι από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα η ανάπτυξη εργατοβόρων θεσμών και τεχνολογιών εντάσεως εργασίας, ως απάντηση στους περιορισμούς που έθεταν οι φυσικοί πόροι (και συγκεκριμένα η σπάνις της γης), επέτρεψαν μια μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση στα κράτη της Ανατολικής Ασίας, η οποία συνοδεύτηκε, όχι από επιδείνωση αλλά από μια μέτρια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αυτή η υπέρβαση των μαλθουσιανών ορίων υπήρξε αξιοσημείωτη ειδικά στην Κίνα, όπου ο πληθυσμός της –ενώ είχε ανέλθει αρκετές φορές στο παρελθόν σ’ ένα ανώτατο όριο των 100-150 εκατομμυρίων για να μειωθεί και πάλι–, προσέγγισε τα 400 εκατομμύρια περί το 1800. Αυτό το «Κινέζικο θαύμα» είχε επίπτωση στο Παγκόσμιο ΑΕΠ, που ξεπέρασε κατά πολύ αυτό της αγγλικής βιομηχανικής επανάστασης και επαναλήφθηκε εν μέρει αργότερα στην Ιαπωνία σε μικρότερη εδαφική κλίμακα, όπου η δημογραφική αύξηση ήταν μεν λιγότερο εκρηκτική απ’ αυτήν της Κίνας, αλλά η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σημαντικότερη. (Sugihara 2003: 79,82,89-90,117).
Σύμφωνα με τον Σουγκιχάρα, η επανάσταση της μανιφακτούρας στην Ανατολική Ασία καθιέρωσε έναν ιδιαίτερο τεχνολογικό και θεσμικό δρόμο, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των απαντήσεών της στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιούργησε η δυτική βιομηχανική επανάσταση. Ιδιαίτερα σημαντική ως προς αυτή την εξέλιξη ήταν η ανάπτυξη ενός θεσμικού πλαισίου εντάσεως εργασίας, επικεντρωμένου στα νοικοκυριά και, σε μικρότερο βαθμό, στην κοινότητα του χωριού. Αντίθετα με την παραδοσιακή αντίληψη που υποστηρίζει ότι η παραγωγή σε μικρή κλίμακα στερείται εσωτερικής δυναμικής, προωθητικής της οικονομικής ανάπτυξης, αυτό το θεσμικό πλαίσιο διέθετε σημαντικά πλεονεκτήματα απέναντι στο ταξικό μοντέλο της παραγωγής μεγάλης κλίμακας που κυριάρχησε στην Αγγλία.
Ενώ στην Αγγλία οι εργάτες είχαν στερηθεί τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη διεύθυνση και να αναπτύσσουν δεξιότητες διαπροσωπικής επικοινωνίας, που είναι απαραίτητες για την πολυειδίκευση, στην Ανατολική Ασία έδειχναν προτίμηση στην ικανότητα διεκπεραίωσης πολλαπλών δραστηριοτήτων αντί για την ειδίκευση σε μια από αυτές, ενώ παράλληλα ενθάρρυναν τη διάθεση συνεργασίας μεταξύ των μελών μιας οικογένειας αντί για την ενίσχυση των ατομικών δεξιοτήτων του καθενός ξεχωριστά. Πάνω απ’ όλα, θεωρούσαν σημαντικό να προσπαθεί κάθε μέλος της οικογένειας να προσαρμόζεται στο εργασιακό περιβάλλον του αγροκτήματος, να αντιδρά ευέλικτα στις συμπληρωματικές ή επείγουσες ανάγκες, να κατανοεί τα προβλήματα που συναρτώνται με τη διεύθυνση της παραγωγής, να προβλέπει και να προλαμβάνει πιθανά προβλήματα. Οι διευθυντικές δεξιότητες, παράλληλα μ’ ένα γενικό υπόστρωμα τεχνικών δεξιοτήτων, ήταν στοιχεία τα οποία ενθαρρύνονταν έντονα σε επίπεδο νοικοκυριών (Sugihara 2003: 87).
Επιπλέον, το συναλλακτικό κόστος του εμπορίου ήταν μικρό, ενώ το ρίσκο που συνεπάγονταν οι τεχνικές καινοτομίες σχετικά χαμηλό. Παρότι το θεσμικό πλαίσιο της Ανατολικής Ασίας άφηνε λίγο χώρο για μεγάλες καινοτομίες ή για επενδύσεις στο πάγιο κεφάλαιο και το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, παρείχε εξαιρετικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη τεχνολογιών εντάσεως εργασίας, οι οποίες είχαν μια αδιαμφισβήτητη συμβολή στην άνοδο του ετήσιου κατά κεφαλήν εισοδήματος, ακόμα και εάν δεν αύξαναν την παραγωγή ανά ημέρα ή ανά ώρα. Η διαφορά μεταξύ αυτού του τύπου της ανάπτυξης και της ανάπτυξης που ακολούθησε η Δύση «ήταν ότι κινητοποιούσε περισσότερο τους ανθρώπινους παρά τους μη ανθρώπινους πόρους» (Sugihara 2003: 88, 90).
Αυτή η προτίμηση για την κινητοποίηση των ανθρώπινων παρά των μη ανθρώπινων πόρων στην διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης συνέχισε να χαρακτηρίζει το μοντέλο της Ανατολικής Ασίας, ακόμα και όταν τα κράτη της επιχειρούσαν να ενσωματώσουν τις δυτικές τεχνολογίες στην οικονομία τους. Έτσι, από τη δεκαετία του 1880, η ιαπωνική κυβέρνηση υιοθέτησε μια στρατηγική «βιομηχανοποίησης μέσω της έντασης εργασίας», που ενθάρρυνε την ανάπτυξη ενός υβριδικού μοντέλου συνειδητής προσαρμογής των δυτικών τεχνολογιών στις συνθήκες της Ανατολικής Ασίας (Sugihara 2003: 94). Για λόγους που δεν γίνονται σαφείς στην ανάλυση του Σουγκιχάρα, η σύγκλιση των αναπτυξιακών προτύπων της Ανατολικής Ασίας με εκείνα της Δύσης παρέμεινε περιορισμένη μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, τρεις βασικοί παράγοντες τής επέτρεψαν να λάβει σάρκα και οστά με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Πρώτον, υπό το καθεστώς του Ψυχρού Πολέμου, ήθελαν από την Ιαπωνία να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ισχύ για να αποκρούσει την κομμουνιστική διείσδυση στην Ασία, και γι’ αυτό οι ΗΠΑ της παρείχαν πολύ ευνοϊκούς όρους, τόσο για τον εφοδιασμό της με όλες τις απαραίτητες πρώτες ύλες -του πετρελαίου συμπεριλαμβανομένου-, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, όσο και για τις πωλήσεις των βιομηχανικών της προϊόντων στις πλούσιες δυτικές χώρες. «Αυτή η αλλαγή στη διεθνή συγκυρία επέτρεψε στην Ιαπωνία κι αργότερα σε μια σειρά άλλων ασιατικών χωρών να επιδιώξουν τη συστηματική εισαγωγή βαριάς και χημικής βιομηχανίας εντάσεως ενέργειας και κεφαλαίων σε μια οικονομία φτηνού και πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού» (Sugihara 2003: 81).
Δεύτερον, οι ανάγκες του δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου σε κεφάλαια και πόρους εντάθηκαν εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης για τη διαμόρφωση ισχυρών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων, που βασίζονταν στη μεγάλης κλίμακας παραγωγή των βιομηχανιών χάλυβα, αεροσκαφών, όπλων, διαστήματος και πετροχημικών. Συνεπώς, νέες ευκαιρίες επικερδούς εξειδίκευσης δημιουργήθηκαν και αξιοποιήθηκαν από την Ιαπωνία, όχι μόνον στις βιομηχανίες εντάσεως εργασίας, αλλά και στους τομείς των βιομηχανιών εντάσεως κεφαλαίου που εξοικονομούσαν πόρους (Σουγκιχάρα 2003: 105-110, 112-14). Τέλος, η ανάδυση του εθνικισμού υπό το καθεστώς του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε προϋποθέσεις ισχυρότατου ενδοασιατικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών με βιομηχανίες σχετικά χαμηλού εργατικού κόστους και εκείνων με υψηλότερα εισοδήματα.
Από τη στιγμή που οι μισθοί ανέβαιναν, έστω και λίγο σε μια χώρα, [αυτή η χώρα] έπρεπε να αναζητήσει μια νέα βιομηχανία, η οποία θα παρήγε προϊόντα ακόμα υψηλότερης ποιότητας προκειμένου να επιβιώσει στον ανταγωνισμό, δημιουργώντας ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που προσομοιάζει με «σχηματισμό ιπτάμενων χηνών». Την ίδια στιγμή, η επιτυχημένη είσοδος χωρών με χαμηλούς μισθούς διασφάλιζε την επιμήκυνση της αλυσίδας των «ιπτάμενων χηνών» (Sugihara 2003: 110).
Η ιδέα του Σουγκιχάρα για τη διαχρονική σημασία ενός ιδιαίτερου, βασισμένου στην ένταση εργασίας και στην εξοικονόμηση πόρων, μοντέλου της Ανατολικής Ασίας, μας βοηθάει να εξηγήσουμε, γιατί η κατά Οζάουα διαδικασία της χιονοστιβάδας των διασυνδεδεμένων οικονομικών θαυμάτων, που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, εξελίχθηκε σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στην Ανατολική Ασία απ’ οπουδήποτε αλλού. Ωστόσο, ερμηνεύοντας την τελική επιτυχία τής υπό την ηγεμονία της Ιαπωνίας σύνθεσης των μοντέλων της βιομηχανικής επανάστασης και της επανάστασης της μανιφακτούρας, ο Σουγκιχάρα καταφεύγει σε γεωπολιτικές αποφάνσεις, που παραμένουν στο μοντέλο του ανεξήγητες και θέτουν δύο κρίσιμα ερωτήματα.
Πρώτον, είναι πιθανό το γεωπολιτικό περιβάλλον να υπήρξε τόσο σημαντικός παράγων στη δημιουργία των συνθηκών, που επέτρεψαν την απόκλιση των δύο αυτών μοντέλων κατά τον ύστερο 18ο και τον πρώιμο 19ο αιώνα; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι πιθανό αυτό που παραμένει ανερμήνευτο σε σχέση με τις καταβολές της Μεγάλης Απόκλισης στον Γουόνγκ, τον Φρανκ, τον Πόμεραντζ και τον Σουγκιχάρα να μπορεί να αναζητηθεί στις διαφορές του γεωπολιτικού περιβάλλοντος μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας; Και εάν όντως συμβαίνει έτσι, ποιες διαφορές έχουν μεγαλύτερη σημασία, ώστε να κατανοήσουμε τα αίτια τούτης της Μεγάλης Απόκλισης; Δεύτερον, ποια είναι η σχέση μεταξύ του γεωπολιτικού περιβάλλοντος και της συγκρότησης διακριτών εθνικών και περιφερειακών αναπτυξιακών μοντέλων; Είναι αυτά τα μοντέλα εν μέρει «προϊόντα» του περιβάλλοντος ή αποτελούν κύρια συστατικά της διαμόρφωσής του; Και εάν αποτελούν τέτοια συστατικά, πώς η Μεγάλη Απόκλιση συνεισέφερε στον μετασχηματισμό του ευρύτερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος από εχθρικό σε ευνοϊκό στην υβριδική σύνθεση της βιομηχανικής επανάστασης και της επανάστασης της μανιφακτούρας;
Η γεωπολιτική της Μεγάλης Απόκλισης πριν τη βιομηχανική επανάσταση
Το γεωπολιτικό περιβάλλον έχει πράγματι συμβάλει αποφασιστικά στην ανάδυση των αλληλεπιδρώντων, πλην όμως διακριτών, αναπτυξιακών μοντέλων Δυτικής Ευρώπης και Ανατολικής Ασίας. Έτσι, στην πορεία των τριών αιώνων που ο Φερνάν Μπροντέλ (Braudel 1984: 79) αποκαλεί «μακρό» 16ο αιώνα αναφορικά με την ευρωπαϊκή ιστορία (1350-1650), και η οποία αντιστοιχεί ακριβώς σχεδόν στην περίοδο της Δυναστείας των Μινγκ (1368-1643), η Δυτική Ευρώπη και η Ανατολική Ασία οργανώθηκαν γεωπολιτικά σε διακρατικά συστήματα, τα οποία είναι αρκετά όμοια, ώστε να μπορούν να συγκριθούν, αλλά και αρκετά διαφορετικά, ώστε να δημιουργήσουν δύο διαφορετικά αναπτυξιακά μοντέλα. Η ιδέα ενός διακρατικού συστήματος ως του γεωπολιτικού πλαισίου των εθνικών εξελίξεων διατυπώθηκε αρχικά για να περιγράψει το ευρωπαϊκό σύστημα κυριαρχίας, που αναδύθηκε στο πλαίσιο του εκτεταμένου αυτού 16ου αιώνα και τελικά θεσμοθετήθηκε στη Βεστφαλία το 1648 (Gross 1968). Πιο πρόσφατα, Ιάπωνες μελετητές που είχαν ειδικευθεί στη μελέτη του κινεζικού προτιμησιακού συστήματος ανταλλαγών απέδειξαν ότι το σύστημα αυτό παρουσίαζε επαρκείς ομοιότητες με το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα, ώστε να καθίσταται έγκυρη η σύγκριση μεταξύ τους (για μια επισκόπηση των μελετών, βλέπε Ikeda 1996). Και τα δύο ρυθμίζονταν από μια πληθώρα πολιτικών θεσμών που παρέπεμπαν σε μια κοινή πολιτιστική κληρονομιά, ενώ παράλληλα υπήρχαν έντονες εμπορικές δοσοληψίες στο εσωτερικό της ίδιας περιοχής. Αν και το διασυνοριακό εμπόριο υποβάλλονταν σε περισσότερους ελέγχους από πλευράς δημοσίου στην Ανατολική Ασία απ’ ό,τι στην Ευρώπη, όμως, από την εποχή της δυναστείας των Σονγκ (960-1276), το ιδιωτικό υπερπόντιο εμπόριο είχε αναπτυχθεί και είχε μεταβάλει τη φύση των προτιμησιακών συναλλαγών, ο κύριος σκοπός των οποίων, –διά στόματος Τακέσι Χαμασίτα– ήταν «η επιδίωξη κερδών μέσω του ανεπίσημου εμπορίου, το οποίο λειτουργούσε συμπληρωματικά προς το επίσημο σύστημα» (Hamashita 1993: 75-6).
Μπορούμε ακόμα να ανιχνεύσουμε αναλογίες στον ενδοκρατικό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τα δύο περιφερειακά συστήματα. Το σύστημα συναλλαγών μέσω προτιμήσεων παρείχε στα επιμέρους θεσμικά υποκείμενα ένα συμβολικό πλαίσιο αμοιβαίας πολιτικο-οικονομικής αλληλεπίδρασης, το οποίο ήταν αρκετά χαλαρό, ώστε να προσφέρει στις περιφερειακές του συνιστώσες σημαντική αυτονομία έναντι του κινεζικού κέντρου. Έτσι, η Ιαπωνία και το Βιετνάμ ήταν περιφερειακά μέλη του συστήματος, αλλά και ανταγωνιστές της Κίνας στη διεκδίκηση της ηγεμονικής θέσης (Hamashita 1994: 92, 1997: 114-124). Ο Σουγκιχάρα πηγαίνει ακόμα μακρύτερα, υποστηρίζοντας ότι η διάχυση της καλύτερης δυνατής τεχνολογίας και οργανωτικής τεχνογνωσίας στην Ανατολική Ασία μας «επιτρέπει να υποθέσουμε πως υπήρχε ένα ανατολικοασιατικό πολυκεντρικό σύστημα με πολλές αναλογίες προς το διακρατικό ευρωπαϊκό σύστημα» (1996: 38).
Αυτές οι ομοιότητες καθιστούν από άποψη θεωρητικής ανάλυσης ουσιώδη τη σύγκριση μεταξύ των δύο διακρατικών συστημάτων. Αλλά, όταν συγκρίνουμε τις δομές και τους τρόπους λειτουργίας τους, μπορούμε να διαπιστώσουμε δύο διαφορές που παρέχουν μια ευλογοφανή εξήγηση για τη Μεγάλη Απόκλιση που ακολούθησε. Πρώτον, ακόμα και πριν τον «μακρό» 16ο αιώνα στο σύστημα της Ανατολικής Ασίας, η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ισχύς ήταν πολύ πιο συγκεντρωμένη στο κέντρο (την Κίνα), απ’ ό,τι στο σύστημα της Δυτικής Ευρώπης, όπου ήταν πολύ δυσκολότερο να επισημάνουμε ένα πραγματικό οικονομικό και πολιτικό κέντρο. Στη διάρκεια του μακρού 16ου αιώνα, αυτή η διαφορά έγινε πιο ξεκάθαρη, από τη μια μέσα από τη θεσμοθέτηση της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων και από την άλλη εξαιτίας της αποτυχίας των ιαπωνικών προσπαθειών να αμφισβητήσουν στρατιωτικά τον κεντρικό ρόλο της Κίνας. Δεύτερον, τα δύο συστήματα διακρίνονταν όχι μόνο για τη διαφορετική κατανομή της ισχύος, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίον σχετίζονταν προς τον έξω κόσμο και μεταξύ τους. Παρόλο που το εμπόριο εσωτερικά, ανάμεσα και κατά μήκος των πολιτικών επικρατειών, ήταν ουσιώδες για τη λειτουργία και των δύο συστημάτων, η οικονομική και πολιτική σημασία του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων (συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου μεταξύ των δύο συστημάτων) σε σχέση με το τοπικό εμπόριο, ήταν πολύ μεγαλύτερη στο δυτικοευρωπαϊκό απ’ ό,τι στο σύστημα της Ανατολικής Ασίας (Arrighi, Hui, Hung and Selden 2003: 280-281).
Όποιες κι αν ήταν οι ιστορικές και οι γεωγραφικές αιτίες αυτών των διαφορών, η παγίωσή τους στο πλαίσιο του μακρού 16ου αιώνα οδήγησε στην απόκλιση των εξελικτικών διαδρομών μεταξύ Ανατολικής Ασίας και Δυτικής Ευρώπης. Στην Ανατολική Ασία, η Κίνα έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο σε μια διαδικασία εσωστρεφούς ανάπτυξης, επικεντρωμένης μάλλον στην κρατική συγκρότηση παρά στον πόλεμο και περισσότερο στο εσωτερικό απ’ ό,τι στο εξωτερικό (και ιδιαίτερα το απομακρυσμένο) εμπόριο. Το αποτέλεσμα ήταν το κινέζικο θαύμα που περιγράφει ο Σουγκιχάρα. Οι Ευρωπαίοι στοχαστές του 18ου αιώνα (συμπεριλαμβανομένου και του Άνταμ Σμιθ) ήταν αρκετά εντυπωσιασμένοι από αυτό το επίτευγμα. Η αξιοθαύμαστη ειρήνη, η ευημερία και η δημογραφική ανάπτυξη που βίωσε η Κίνα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τις σημαίνουσες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο Λάιμπνιτς, ο Βολταίρος και ο Κεναί, μεταξύ άλλων, «στρέφονταν προς την Κίνα για ηθική διδασκαλία, καθοδήγηση στη θεσμική ανάπτυξη και αναζήτηση ενισχυτικών στοιχείων για την υποστήριξη των θέσεών τους, δηλαδή της πεφωτισμένης δεσποτείας, της αξιοκρατίας και μιας εθνικής οικονομίας βασισμένης στη γεωργία» (Adas 1989: 79· βλέπε επίσης Hung 2003).
Αυτή η θετική εικόνα της Κίνας σταδιακά ξεθώριασε, όχι εξαιτίας των ευρωπαϊκών οικονομικών επιτευγμάτων καθεαυτών, αλλά λόγω της ευρωπαϊκής στρατιωτικής υπεροχής. Οι ευρωπαίοι έμποροι και τυχοδιώκτες είχαν προ πολλού διαπιστώσει τη στρατιωτική αδυναμία μιας αυτοκρατορίας που διοικούνταν από μια λόγια άρχουσα τάξη, ενώ διαμαρτύρονταν πικρόχολα για τα γραφειοκρατικά και πολιτιστικά προσκόμματα που συναντούσαν στις συναλλαγές τους με την Κίνα. Αυτές οι κατηγορίες και τα παράπονα εξελίχθηκαν βαθμιαία σε μια θεώρηση της Κίνας ως μιας γραφειοκρατικά καταπιεστικής και στρατιωτικά αδύναμης αυτοκρατορίας. Η αρνητική αυτή εικόνα συνέβαλε στη μετατροπή της Κίνας στο ευρωπαϊκό πολιτικό φαντασιακό από παράδειγμα προς μίμηση στο αντίθετο του βρετανικού μοντέλου που έτεινε να καταστεί ηγεμονικό στη δυτική σκέψη. (Adas 1989: 89-93, 124-25).
Πράγματι, το βρετανικό μοντέλο είχε εξελιχθεί σύμφωνα με μια αναπτυξιακή διαδρομή, της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά βρίσκονταν στον αντίποδα εκείνων της Ανατολικής Ασίας. Ενώ το μοντέλο της Κίνας και της Ανατολικής Ασίας πρόκρινε την κρατική οικοδόμηση αντί του πολέμου και τη συγκρότηση της εθνικής οικονομίας έναντι των υπερπόντιων εμπορικών δικτύων και εδαφικών αυτοκρατοριών, το βρετανικό/ευρωπαϊκό μοντέλο έκανε ακριβώς το αντίθετο. Από τον 14ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο πόλεμος, από κοινού με την οικοδόμηση υπερπόντιων αυτοκρατοριών, ήταν οι πλέον χαρακτηριστικές μορφές έκφρασης του ενδοκρατικού ανταγωνισμού στο ευρωπαϊκό σύστημα. Αποτελούσαν ολοκληρωμένες όψεις μιας διευρυμένης αναπαραγωγής της ισορροπίας δυνάμεων, αλλά και της εξωστρέφειας του Ευρωπαϊκού μοντέλου – δηλαδή της συνάρτησης της επιτυχημένης άσκησης εξουσίας εντός του συστήματος με την πρόσβαση σε πόρους (ανθρώπινους και υλικούς) που βρίσκονται εκτός συστήματος. Ο Ουίλιαμ Μακνήλ συνοψίζει αυτή τη διαδικασία στο εσωτερικό της Δυτικής Ευρώπης –με ιδιαίτερη αναφορά στην περίοδο 1600-1750–, αναφερόμενος σε «έναν βελτιωμένο μοντέρνο στρατό που διαγκωνίζονταν σκληρά με τους αντιπάλους του», και διετάρασσε την ισορροπία δυνάμεων μόνο τοπικά και προσωρινά. Το αποτέλεσμα, όμως, σε ό,τι αφορά στην περιφέρεια, ήταν μια συστηματική αποικιακή εξάπλωση που «συντηρούσε ένα διευρυνόμενο εμπορικό δίκτυο, αύξανε τον φορολογητέο πλούτο στην Ευρώπη και καθιστούσε τη συντήρηση της στρατιωτικής οργάνωσης λιγότερο δαπανηρή απ’ ό,τι θα είχε συμβεί σε διαφορετική περίπτωση». Η Ευρώπη, εν ολίγοις, παρήγαγε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο στο πλαίσιο του οποίου η στρατιωτική της οργάνωση συντηρούσε και συντηρούνταν από την οικονομική και την πολιτική επέκταση σε βάρος των υπολοίπων λαών και πολιτικών σχηματισμών του πλανήτη. (McNeill 1982: 143)
Κανείς αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος τέτοιου τύπου δεν θα μπορούσε να παρατηρηθεί στην Ανατολική Ασία. Μπορεί η Κίνα των Τσινγκ να επεξέτεινε τα σύνορά της προς τη Δύση και τον Βορρά, αλλά τα οικονομικά οφέλη αυτής της επέκτασης απείχαν πολύ από το κόστος που θα απαιτούσε μια κούρσα εξοπλισμών ευρωπαϊκού τύπου. Όπως σημειώνει ο Γουόνγκ, η λογική της πολιτικής οικονομίας, που στηρίζεται στον ανταγωνισμό με τα άλλα κράτη, είχε ελάχιστα κοινά με την έμφαση που έδινε η Κίνα στα αμοιβαία πλεονεκτήματα που προέκυπταν από τις εσωτερικές ανταλλαγές. «Αντί να αντλεί πόρους από τις περιφέρειες, το κινεζικό κράτος συνήθως πραγματοποιούσε επενδύσεις σ’ αυτές. Η πολιτική της επέκτασης για την ενσωμάτωση νέων εδαφών ανάγκαζε την κυβέρνηση να μεταφέρει πόρους στις περιφέρειες και όχι να τους αποσπά απ’ αυτές» (Wong 1997: 148).
Όπως τονίστηκε προηγουμένως, τα διακριτά πολιτικά υποκείμενα του διακρατικού συστήματος της Ανατολικής Ασίας ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Ο Σουγκιχάρα (1996: 37-8), για παράδειγμα, εντοπίζει μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ δύο αλληλοσυμπληρούμενων τάσεων, τυπικών στην Ιαπωνία των Τοκουγκάβα: της προσπάθειάς της να δημιουργήσει ένα σύστημα ανταλλαγών βασισμένων σε προτιμησιακό καθεστώς, με κέντρο την Ιαπωνία αντί για την Κίνα, και της εκτεταμένης απορρόφησης τεχνολογικών και οργανωτικών γνώσεων στη γεωργία, τη μεταλλουργία, και την παραγωγή, από την Κορέα και την Κίνα. Παρόλα αυτά, αυτού του είδους ο ανταγωνισμός απομάκρυνε αντί να φέρει πιο κοντά την αναπτυξιακή οδό της νοτιο-ανατολικής Ασίας με την ευρωπαϊκή: προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό των νοικοκυριών και των μικροπεριφερειών, και όχι προς τον διαχωρισμό μεταξύ των μητροπολιτικών κέντρων και των υπερπόντιων περιοχών της περιφέρειας· προς το εμπόριο μικρών αποστάσεων (ενδοπεριφερειακό) αντί αυτού των μεγάλων αποστάσεων (διαπεριφερειακού)· προς την κρατική οικοδόμηση και όχι προς τον πόλεμο.
Το εύρος αυτής της απόκλισης μπορεί να εκτιμηθεί από τις αντίθετες τάσεις του εξωτερικού εμπορίου στα δύο συστήματα κατά τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Κατ’ αυτή την περίοδο, ένας αυξανόμενος αριθμός από ποικίλους ευρωπαϊκούς κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς οργανισμούς έχτισαν υπερπόντιες εμπορικές αυτοκρατορίες σε μια αυξανόμενη κλίμακα μεγέθους, αρμοδιοτήτων και πολυπλοκότητας. Ως αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων, το ευρωπαϊκό εμπόριο όχι μόνο επεκτάθηκε πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι κατά τον 17ο αιώνα, αλλά και μεγεθύνθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εγκαθιδρύσει έναν καταμερισμό εργασίας με την Αμερική, επιτρέποντας στα ευρωπαϊκά κέντρα να εξειδικευθούν σε κατευθύνσεις εξοικονόμησης εργασίας και εντατικής χρήσης της γης και των ενεργειακών πόρων. Αντιθέτως, τα κράτη της Ανατολικής Ασίας δεν έδειξαν καμία διάθεση να δημιουργήσουν υπερπόντιες εμπορικές αυτοκρατορίες. Ακόμα και οι εμπορικές επαφές μεταξύ των ασιατικών χωρών «υποχώρησαν δραματικά από τις αρχές του 18ου αιώνα και δεν ανέκαμψαν μέχρι τη στιγμή που η Δύση ανάγκασε στα μέσα του 19ου αιώνα την Κίνα και την Ιαπωνία να ανοίξουν τα λιμάνια τους στο εξωτερικό εμπόριο». (Sugihara 1996: 38-9). Έτσι, ήταν η ίδια η επιτυχία της επανάστασης της μανιφακτούρας, ταυτόχρονα στην Κίνα και την Ιαπωνία, που επέτεινε την έλλειψη φυσικών πόρων, εξωθώντας πιεστικά και τις δύο χώρες προς κατευθύνσεις εξοικονόμησης ενέργειας και εντάσεως εργασίας.
Αυτή η διαφοροποίηση αποτυπώνεται εναργώς και στο μοντέλο της Μεγάλης Απόκλισης του 19ου αιώνα, που διατύπωσε ο Πόμερανζ. Αυτό που επί πλέον υποστηρίζεται εδώ είναι ότι αυτή η διάσταση μεταξύ βιομηχανικής και μανιφακτουρικής επανάστασης έχει βαθιές ρίζες σε μια προηγούμενη απόκλιση μεταξύ του γεωπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούσαν τα δυτικοευρωπαϊκά και τα κράτη της Ανατολικής Ασίας. Στο διακρατικό σύστημα της Ανατολικής Ασίας, μια πιο συγκεντρωτική και εσωστρεφής δομή ισχύος παρείχε ένα πιο ευνοϊκό γεωπολιτικό περιβάλλον για την εξέλιξη προς την κατεύθυνση μιας μανιφακτουρικής επανάστασης. Αλλά η πιο ισορροπημένη και εξωστρεφής δομή ισχύος του δυτικοευρωπαϊκού συστήματος προσέφερε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον –μέσω του εμπορίου και της χρήσης βίας– για την κινητοποίηση των εξωσυστημικών πόρων, που ήταν απαραίτητοι για να αποφευχθεί η παγίδευση στο υψηλό σημείο ισορροπίας, που απειλούσε ακόμα και τις πλέον επιτυχημένες εκδοχές της μανιφακτουρικής επανάστασης.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η λειτουργία του «αυτοτροφοδοτούμενου κύκλου» του Μακ Νηλ, όπου ο κλιμακούμενος ενδοευρωπαϊκός στρατιωτικός ανταγωνισμός συντηρούσε και συντηρούνταν εις βάρος των άλλων λαών και των χωρών της γης, δεν δημιούργησε απλώς το είδος των σχέσεων Κέντρου – Περιφέρειας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής που επέτρεψε στη Βρετανία να πάρει τον δρόμο της βιομηχανικής επανάστασης μέσα από την εντατική χρήση ενέργειας και γης. Έπαιξε, επίσης, αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνθηκών για την απογείωση της επανάστασης των βιομηχανιών των κεφαλαιουχικών αγαθών, η οποία υπήρξε ζωτικότερης σημασίας στη διαμόρφωση της Μεγάλης Απόκλισης απ’ ό,τι η προηγηθείσα επανάσταση στην παραγωγή των υφασμάτων.
Όπως τονίζει ο Μακ Νηλ, οι κυβερνητικές πολεμικές δαπάνες της περιόδου 1793-1815 δημιούργησαν μια βιομηχανία σιδήρου η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τις ανάγκες της ειρηνικής περιόδου. Αλλά παρέχοντας στους Βρετανούς σιδηροβιομήχανους έκτακτα κίνητρα, προκειμένου να βρουν νέες χρήσεις για τις μεγάλες υψικαμίνους τους, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική επέκτασή τους:
Η στρατιωτική ζήτηση έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταγενέστερων φάσεων της βιομηχανικής επανάστασης στη βρετανική οικονομία, επιτρέποντας τη βελτίωση των ατμομηχανών και καθιστώντας εφικτές κρίσιμες καινοτομίες στους σιδηροδρόμους και τα πλοία, οι οποίες δεν θα είχαν επιτευχθεί δίχως την ορμητική ώθηση που προσέφερε ο πόλεμος στην παραγωγή σιδήρου (1982: 211-12).
Αυτή η ερμηνεία ενισχύει την απόφανση του Γουόνγκ ότι οι τεχνολογίες της παραγωγής συνιστούν «την εξωγενή μεταβλητή που επιφέρει και άλλες οικονομικές αλλαγές». Αλλά υποδεικνύει, επίσης, πως ό,τι φαίνεται ως εξωγενές σε μια αυστηρά οικονομική προσέγγιση καθίσταται ενδογενές (δηλαδή συμπεριλήψιμο), σ’ ένα πολιτικό-οικονομικό μοντέλο που εντάσσει και τους διακρατικούς ανταγωνισμούς ισχύος μεταξύ των «μεταβλητών».
Εάν οι μακροχρόνιες διαφοροποιήσεις μεταξύ του γεωπολιτικού περιβάλλοντος των διακρατικών συστημάτων της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας μπορούν να εξηγήσουν πολλά από αυτά που φαίνονται ανεξήγητα στις θέσεις των Γουόνγκ, Φρανκ, Πόμερανζ, και Σουγκιχάρα για τη Μεγάλη Απόκλιση, δεν μπορούν όμως να τα εξηγήσουν όλα. Συγκεκριμένα, οι γεωπολιτικές διαφορές ως τέτοιες δεν μπορούν να εξηγήσουν το γιατί και το πώς η Βρετανία και η Δυτική Ευρώπη, σε σύγκριση και σε σχέση με την Κίνα και την Ανατολική Ασία, απέκτησαν αυτή την υπεραφθονία κεφαλαίων που κατέστησε την αναπτυξιακή οδό της βιομηχανικής επανάστασης βιώσιμη και οικονομικά σύμφορη. Διότι οι αδιάκοποι πόλεμοι, η κούρσα των εξοπλισμών και η οικοδόμηση υπερπόντιων αυτοκρατοριών απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίων σε προσωπικό και υλικά, ενώ τα κέρδη τους εμφανίστηκαν (αν εμφανίστηκαν ποτέ) μετά από μακρές χρονικές περιόδους. Αυτού του τύπου οι επενδύσεις μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε γιατί η Βρετανία/Δυτική Ευρώπη απολάμβανε υψηλότερους μισθούς και παρουσίαζε υψηλότερη ζήτηση, πράγμα που σύμφωνα με τον Φρανκ κατέστησε οικονομικά αποδοτικές τις επενδύσεις σε τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας εδώ, αλλά όχι στην Κίνα/Ανατολική Ασία. Κάνουν όμως ακόμα πιο ανεξήγητη την υπεραφθονία των κεφαλαίων που προσέφεραν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις. Με άλλα λόγια, εάν κατά τον 18ο αιώνα η Κίνα ήταν ο «τελικός προορισμός» των κεφαλαίων του πλανήτη –όπως σωστά σημειώνει ο Φρανκ– πού βρήκαν η Βρετανία και η Δυτική Ευρώπη όλα αυτά τα κεφάλαια που χρειάζονταν για να χρηματοδοτήσουν τους αλλεπάλληλους πολέμους, τις εξαιρετικά δαπανηρές κούρσες των εξοπλισμών και το χτίσιμο των ολοένα και μεγαλύτερων υπερπόντιων αυτοκρατοριών;