του Χρήστου Χατζηλία,
Ο πλούτος και η αλαζονεία των Βενετών προκαλούσε τον φθόνο των βυζαντινών, την κατάσταση επιδείνωνε και η αστάθεια της βενετικής συμπεριφοράς απέναντι στο Βυζάντιο ως συμμάχου της. Ο Ιωάννης Κίνναμος τους αποκαλεί διεφθαρμένους, χωρίς ίχνος γενναιοδωρίας που ήταν γεμάτοι με μία θαλασσινή χωριατιά, ο Νικήτας Χωνιάτης επίσης συμπληρώνει πως ήταν άνθρωποι θρεμμένοι από την θάλασσα ,περιπλανώμενοι σαν τους Φοίνικες και επιρρεπείς σε κάθε πανουργία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός σε επιστολή του στον δόγη της Βενετίας, τους κατηγορεί πως είχαν φερθεί ανόητα διότι είχαν φανεί θρασείς και εχθροί των αυτοκρατόρων που χάρη σε αυτούς είχαν γίνει πλούσιοι και ισχυροί. Η αρχή της άτυπης σύγκρουσης έγινε κατά την πολιορκία της Κέρκυρας (1148-1149) όπου οι Βενετοί και Βυζαντινοί σύμμαχοι προσπάθησαν να απελευθερώσουν το νησί από τους Νορμανδούς, παρόλο που το συμμαχικό στρατόπεδο ήταν χωρισμένο για την αποφυγή συγκρούσεων στην κοινή αγορά διεξήχθη μια αιματηρή σύγκρουση όπου χωρίς αποτέλεσμα προσπάθησαν να το καταστείλουν οι Βενετοί αξιωματούχοι. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός έστειλε με την σειρά του την προσωπική του φρουρά, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα πλοία τους και για να τον εκδικηθούν πυρπόλησαν μερικά βυζαντινά πλοία , έπειτα κατέλαβαν το αυτοκρατορικό πλοίο, το στόλισαν με χαλιά και μεταξωτά υφάσματα, μετέφεραν έναν μαύρο πάνω στο καράβι και του απέδιδαν αυτοκρατορικές τιμές διακωμωδώντας το αυλικό βυζαντινό τυπικό καθώς και τον αυτοκράτορα εξαιτίας του μελαχρινού χρώματος του. Ο Μανουήλ προσπέρασε την προσβολή αυτή διότι χρειάζονταν την βοήθεια τους, αλλά δεν την ξέχασε ποτέ.
Το Μάρτιο του 1171 σχεδιάστηκε με προσοχή μια επιχείρηση εναντίον των Βενετών και στάλθηκαν οδηγίες στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες, οι Βενετοί έκπληκτοι παρ’ όλες τις υποψίες τους αιχμαλωτίσθηκαν και κατασχέθηκαν τα υπάρχοντα τους. Ο αριθμός των αιχμαλώτων ήταν τόσο μεγάλος που δεν χωρούσαν άλλοι στις φυλακές και μεταφέρθηκαν σε μοναστήρια, μόνο μερικοί απέκτησαν ξανά την ελευθερία τους, ο έμπορος Romano Mairano κατάφερε την νύχτα μαζί με άλλους συμπατριώτες του να σαλπάρουν, ο αυτοκρατορικός στόλος τους πρόλαβε στην Άβυδο προσπαθώντας να τους κάψει με το υγρό πύρ χωρίς όμως επιτυχία με αποτέλεσμά οι Βενετοί να φθάσουν στο Άκρι.
Φυλακισμένοι Βενετοί βρέθηκαν επίσης στην Σπάρτη, καθώς και ένα βενετικό εμπορικό πλοίο που αιχμαλωτίσθηκε κατευθυνόμενο από την Κόρινθο στην Κωνσταντινούπολη, το πλήρωμα οδηγήθηκε στις φυλακές της Ραιδεστού και το φορτίο τους κατασχέθηκε. Οι Βενετοί του Αλμυρού στον κόλπο στο Βόλου με 20 πλοία κατάφεραν να ξεφύγουν από τον αυτοκρατορικό στόλο και να φτάσουν στην πατρίδα τους. Η είδηση της αιχμαλωσίας των Βενετών της αυτοκρατορίας τάραξε την πόλη και ο δόγης Michael δεν μπόρεσε να εξηγήσει την συμπεριφορά των συμμάχων του. Σκέφτηκε αρχικά να στείλει απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει εξηγήσεις, όμως η κατάσταση των προσφύγων που κατέφθασαν αύξησε την οργή των Βενετών και υπερίσχυσε η φιλοπόλεμη παράταξη.
Μετά από 5 μήνες προετοιμάστηκε ένας στόλος με 100 πολεμικά πλοία και 20 φορτηγά, τον Σεπτέμβριο σάλπαραν κατά της Κωνσταντινουπόλεως με αρχηγό τον ίδιο τον δόγη, κατά την διάρκεια του ταξιδιού ενώθηκαν με άλλες 10 γαλέρες και ο δόγης έστειλε 30 γαλέρες εναντίον του Τράου που άνηκε στην αυτοκρατορία, την κατέλαβαν λεηλατώντας την και προκάλεσαν μερική κατεδάφιση στα τείχη . Έπειτα κατευθύνθηκαν ενάντια στην Ραγούσα, οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδοθούν και ύψωσαν στα τείχη τα αυτοκρατορικά λάβαρα, κατά την διάρκεια της πολιορκίας οι Βενετοί κατέλαβαν μερικούς πύργους και αντικατέστησαν τις αυτοκρατορικές σημαίες με τον λέοντα του Αγίου Μάρκου, ο αρχιεπίσκοπος ύστερα από αυτό μαζί με τον κλήρο και τον λαό αποφάσισαν να παραδοθούν, ο δόγης στην συνέχεια διέταξε να γκρεμιστούν τα ναυτικά τείχη μαζί με έναν πύργο και πέτυχε την ανανέωση της υπηκοότητας που ίσχυε σε παλαιότερα χρυσόβουλα και εγκαταστάθηκε Βενετός κυβερνήτης στην πόλη, ο αρχιεπίσκοπος της Ραγούσας δήλωσε την υποταγή στον πατριάρχη του Grado. Ο Βενετικός στόλος φτάνει στην Εύβοια και λεηλατεί την πρωτεύουσα της, οι διοικητής της βυζαντινής φρουράς άρχισε να κάνει διαπραγματεύσεις με τον δόγη με την υπόσχεση της επιστροφής των αγαθών που είχαν κατασχεθεί αν η βενετική πλευρά έστελνε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη.
Ο δόγης πείστηκε και έστειλε σε διπλωματική αποστολή τον επίσκοπο του Ιέσολο Pasquale, ο οποίος γνώριζε ελληνικά καθώς και τον ευγενή Manasse Badoer. Στο μεταξύ ο βενετικός στόλος μεταφέρθηκε στην Χίο για να περάσουν τον χειμώνα υποτάσσοντας ολόκληρο το νησί, κατά την διάρκεια της παραμονής τους εκεί πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές ‘τιμωρίας’ ενάντια σε παραλιακές πόλεις της αυτοκρατορίας. Στην Κωνσταντινούπολη οι Βενετοί διπλωμάτες δεν κατάφεραν να συναντήσουν τον αυτοκράτορα και επέστρεψαν μαζί με έναν βυζαντινό πρέσβη, ο οποίος στάλθηκε για να κερδίσει χρόνο και να πληροφορήσει έπειτα τον Μανουήλ για την κατάσταση και την αντοχή του εχθρικού στρατοπέδου. Στην συνέχεια ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος κάλεσε στην πρωτεύουσα νέα διπλωματική αποστολή και μαζί με τους δύο προηγούμενους Βενετούς διπλωμάτες και έναν τρίτο επέστρεψαν πίσω, εν τω μεταξύ το βενετικό στρατόπεδο χτυπήθηκε από επιδημία και σε λίγο διάστημα πέθαναν χίλιοι άνθρωποι, γεμάτοι υποψίες έριξαν την ευθύνη στον αυτοκράτορα με την κατηγορία ότι δηλητηριάστηκαν τα πηγάδια και το κρασί με δική του παρότρυνση. Ο αυτοκρατορικός στόλος πλησίαζε και οι Βενετοί άφησαν το κατεστραμμένο από αυτούς νησί της Χίου παίρνοντας μαζί τους θησαυρούς και λείψανα και κατευθύνθηκαν στο νησί της Παναγιάς, όπου και εκεί η επιδημία τους ακολούθησε αυξάνοντας και πάλι τα θύματα.
Στο νησί της Παναγίας έφθασαν και οι απεσταλμένοι όπου και αυτοί την φορά ήρθαν με άδεια χέρια παίρνοντας μαζί τους και έναν αυτοκρατορικό αντιπρόσωπο, ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα επανέλαβε την πρόσκληση και ο Ερρίκος Δάνδολος και ο Φίλιππος Greco επισκέφθηκαν την Κωνσταντινούπολη. Η επιδημία συνεχίστηκε και οι Βενετοί αναγκάστηκαν να μεταβούν στην Λέσβο και στην Λήμνο,αλλά ο κακός καιρός τους ανάγκασε πάλι να κατευθυνθούν ,αυτή τη φορά στην Σύρο όπου πέρασαν εκεί το Πάσχα, η δυσκολία της κατάστασης λόγω της επιδημίας και του καιρού ανάγκασε τον δόγη να ανακαλέσει την ‘επιδρομή εκδίκησης’ και να γυρίσει με τους στρατιώτες που του έμειναν πίσω στην Βενετία συνοδευόμενος από βυζαντινά πλοία. Έτσι οι Βενετοί γύρισαν ταπεινωμένοι και ηττημένοι πίσω στην πατρίδα τους μεταφέροντας και την αρρώστια που κουβαλούσαν, η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη που λίγες μέρες αργότερα ο δόγης Μichael δολοφονήθηκε, όσο για την βενετική διπλωματική αποστολή απέτυχε και αυτή παταγωδώς και οι διπλωμάτες υβρίστηκαν από τον αυτοκράτορα και σύμφωνα με την παράδοση ο Ερρίκος Δάνδολος τυφλώθηκε από τον Μανουήλ, σειρά είχε το εμπόριο που λόγω των γεγονότων είχε πληγεί σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των Βενετών.
ΠΗΓΗ: BIXEΛΜΙΝΑ ΖΑΧΟΥ « Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ (11ος– 12ος ΑΙΩΝΑΣ)» Κεφάλαιο Τρίτο « Βυζάντιο και Βενετία κατά τον 12ο αιώνα» σελ.248-252. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΗ