Έκτασις και δύναμις του κράτους του Ιουστινιανού.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου.
Γράφει ο Παύλος Καρολίδης
Διά της νέας προς τους Πέρσας συνθήκης τα όρια του κράτους εξετείνοντο μέχρι του Καυκάσου. Αλλ’ ενώ ούτω το κράτος κατά την απ’ Ανατολών προς Δυσμάς διεύθυνσιν ελάμβανεν έκτασιν από του όρους Άτλαντος και του Ατλαντικού Ωκεανού μέχρι του Καυκάσου και της Κασπίας θαλάσσης, συγχρόνως και κατά την από Βορρά προς Νότον διεύθυνσιν εξέτεινε τεραστίως την πολιτικήν του δύναμιν. Ο Ιουστινιανός, εξήπλωσεν ειρηνικώς την εν τη βορείω (Πετραία) Αραβία επικράτειάν του μέχρι των ακτών της Ερυθράς θαλάσσης, προσθέσας διά του υποτελούς του Άραβος φυλάρχου Αβουχαράβου μεγάλην έκτασιν εις τας εν Αραβία κτήσεις του κράτους.
Προς τούτοις ο Ιουστινιανός συνήψε σχέσεις τινάς πολιτικάς προς τους Χριστιανούς ηγεμόνας της Αιθιοπίας (Αβησσυνίας) και της νοτίου Αραβίας (των Ομηριτών ή Αμοριτών, νυν Γεμέν), Ελλησθεαίον (της Αιθιοπίας) και Εσιμφαίον (των Ομηριτών). Ο πρώτος έπεμψε δύο των συμβούλων του εις την Αλεξάνδρειαν διά να ζητήση επισκόπους και ιερείς. Ο Ιουστινιανός εκπληρών την επιθυμίαν του Αιθίοπος ηγεμόνος έστειλε πρεσβευτήν μετ’ επιστολής αυτοκρατορικής. Ο βασιλεύς της Αβησσυνίας εδέχθη με μεγάλην πομπήν τον Έλληνα πρεσβευτήν ως να ήτο υποτελής του αυτοκράτορος, και ησπάσθη ευλαβώς την αυτοκρατορικήν επιστολήν, υπεσχέθη δε, κατά την επιθυμίαν του Ιουστινιανού, να μεταστρέψη την Ινδικήν εμπορίαν της μετάξης προς την Αβυσσηνίαν, διά να προμηθεύεται η αυτοκρατορία το πολύτιμον τούτο προϊόν εκείθεν και όχι εκ της Περσίας, η οποία εισπράττουσα εκ του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως πολλά χρήματα τα εχρησιμοποίει εις τον εναντίον του πόλεμον. Ο δε βασιλεύς των Ομηριτών ανέλαβε την υποχρέωσιν να εκστρατεύση από την Αραβίαν (διά της χώρας της Μασχάτης) εναντίον της Περσίας και να φέρη αντιπερισπασμόν υπέρ του Ελληνορρωμαϊκού στρατού πολεμούντος εναντίον των Περσών. Αλλ’ η μεν συμφωνία περί της μετάξης δεν επραγματοποιήθη, καθώς θα ίδωμεν κατωτέρω• η δε εκστρατεία του Ομηρίτου βασιλέως εις Περσίαν απέβη δυσχερής ένεκα της μεγάλης αποστάσεως. Ουχ ήττον, ότε μετ’ ολίγον η νότιος Αραβία κατεκτήθη υπό του Βασιλέως της Αβησσυνίας, εκείνος εξεστράτευσε χάριν του αυτοκράτορος εναντίον των Περσών. Ούτως η Αβησσυνία και η νότιος Αραβία ετέθησαν υπό την προστασίαν του εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως και αι σχέσεις αύται μεταξύ Αβησσυνίας και του κράτους επί του διαδόχου του Ιουστινιανού, ένεκα της εις την Αραβίαν εισβολής του Χοσρόου, επροκάλεσαν μέγαν μεταξύ Ελλήνων και Περσών πόλεμον αποβάντα εις όλεθρον του Χοσρόου.
Προς τας μετά της Αιθιοπίας σχέσεις συνδέεται και η επιτυχώς ενεργηθείσα υπό του Ιουστινιανού διάδοσις του χριστιανισμού μεταξύ βαρβάρων τινών Αφρικανικών λαών, Βλεμμύων και Νοβατών κατοικούντων την νυν Νουβίαν ή το δυτικόν Σουδάν το μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας. Ταυτοχρόνως δε περίπου, εφρόντισεν ο Ιουστινιανός όπως και οι εντός της Λιβύης κατοικούντες ιθαγενείς Λίβυες προσέλθουν εις τον Χριστιανισμόν. Οι λαοί αύτοι συνεδέθησαν έκτοτε θρησκευτικώς και πολιτικώς μετά του Χριστιανικού κράτους και απετέλεσαν ηθικόν δεσμόν ενώσεως μεταξύ του κράτους τούτου και της Αιθιοπίας. Αν δε ενθυμηθώμεν ότι και οι Γότθοι της Κριμαίας ήσαν υπήκοοι του κράτους και οι προς βορράν της χερσονήσου κατοικούντες ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του, εννοούμεν ότι το κράτος και η πολιτική δύναμις του Ιουστινιανού, εξαπλουμένη κατά πλάτος από του Ατλαντικού μέχρι της Κασπίας, εξετείνετο κατά μήκος από του εσωτερικού της σημερινής Ρωσίας μέχρι του Ινδικού Ωκεανού. Την τοιαύτην ακριβώς δύναμιν με πολλήν ευγλωττίαν εξέθεταν προς τον Χοσρόην οι Αρμένιοι οι σταλέντες ως πρέσβεις από εχθρικήν προς τον Ιουστινιανόν μερίδα λέγοντες• «Τι ουκ εκίνησε των καθεστώτων; ουχ ημίν φόρου απαγωγήν έταξε• και Τζάννους τους ομόρους ημών αυτονόμους όντας δεδούλωται και βασιλείς των αθλίων Λαζών άρχοντα Ρωμαίον επέστησε; Ου Βοσπορίταις μεν τοις Ούννων κατοικίοις στρατηγούς έπεμψε; ομαιχμίαν δε πεποίηται προς τας των Αιθιόπων αρχάς, ων και ανήκοοι Ρωμαίοι το παράπαν ετύγχανον όντες; Αλλά και Ομηρίτας τε και θάλασσαν την Ερυθράν περιβέβληται; αφίεμεν γάρ λέγειν την Λιβύην και Ιταλών πάθη». Εις ταύτα επρόσθεταν οι πρέσβεις τα εξής, με όλην την μεγάλην υπερβολήν και φοβεράν ποιητικήν έξαρσίν των, μαρτυρούντα τίνα ιδέαν είχε λάβει ο έξω κόσμος περί της δυνάμεως του Ιουστινιανού και περί των προς κοσμοκρατορίαν τάσεων αυτού: «Η γη τον άνθρωπον ου χωρεί σύμπασα• μικρόν εστιν αυτώ πάντων ομού των ανθρώπων κρατείν. Ο δε και τον αιθέρα περισκοπεί και τους υπέρ την οικουμένην περιποιείσθαι βουλόμενος».
Εις τοιούτον ανυπέρβλητον μέγεθος και ύψος δυνάμεως ανήλθεν επί του Ιουστινιανού το κράτος προ των οφθαλμών του έξω κόσμου. Αλλά, καθώς είπαμεν, κατά τρόπον εκ πρώτης όψεως παράδοξον, αλλά κατ’ ουσίαν λίαν ευνόητον, η Αυτοκρατορία, περιλαμβάνουσα σύμπαντα σχεδόν τον τότε πολιτισμένον κόσμον, ακριβώς διότι ήτο το μόνον πολιτισμένον εν τω κόσμω κράτος, περιεστοιχίζετο πανταχόθεν από έθνη βαρβάρων, εις την Ευρώπην δε ιδίως η συνάφεια προς το βαρβαρικόν ήτο τόσον πλησίον της καρδίας του κράτους, ώστε πολλάκις, ενώ τα στρατεύματα του αυτοκράτορος επολέμουν εις τα πέρατα του τότε κόσμου, βάρβαροι εισεχώρουν ληστρικώς εις τας κεντρικωτάτας χώρας του κράτους, απειλούντες ενίοτε και αυτήν την πρωτεύουσαν. Τοιαύτη μεγάλη ληστρική επιδρομή έγινε το 558 υπό των εκ της Νοτίου Ρωσίας ορμησάντων Κοτριγούρων Ούννων. Αυτοί εισέβαλαν εις τας εντεύθεν του Δανουβίου επαρχίας του κράτους, διηρημένοι εις τρεις μεγάλας μοίρας, εκ των οποίων η μεν ώδευσε προς την Μακεδονίαν, διά να εισβάλη εις την κυρίως Ελλάδα, η δευτέρα εις τον Ελλήσποντον διά να περάση εις την Μικράν Ασίαν, και η τρίτη, υπ’ αυτόν τον αρχηγόν Ζαβεργάν, προήλασε προς την Κωνσταντινούπολιν, αφού υπερέβη το μέγα προς το εσωτερικόν της Θράκης αμυντήριον της πρωτευούσης (το Μέγα Τείχος) εξασθενήσαν εκ των υπό του σεισμού γενομένων ρηγμάτων.
Οι κάτοικοι έντρομοι έβλεπαν τας πυράς των βαρβάρων στρατοπεδευόντων όχι μακράν της πρωτευούσης, καθόσον στρατός ενεργός δεν υπήρχεν εις την Κωνσταντινούπολη. Αλλ’ υπήρχεν ο γηραιός Βελισάριος, προ πολλού αποχωρήσας της ενεργού υπηρεσίας, και αυτός κατά πρόσκλησιν του Ιουστινιανού ανέλαβε την άμυναν της πρωτευούσης. Μετά στρατού πολύ μικρού εκ νέων εντελώς αγυμνάστων, ως επί το πλείστον αγροτών των περιχώρων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Βελισάριος ενίκησε και έτρεψεν εις φυγήν τους εχθρούς. Ωσαύτως κατεστράφησαν και οι μέχρι του Ελλησπόντου προελάσαντες βάρβαροι, αποκρουσθέντες υπό της φιλοπάτριδος αμύνης των εγχωρίων. Η δε προς τας κυρίως Ελληνικάς χώρας προχωρήσασα μοίρα έφθασε μεν, ερημώνουσα και λεηλατούσα, μέχρι των Θερμοπυλών, αλλ’ αποκρουσθείσα υπό της εκεί φρουράς, της αμυνομένης εκ των υπό του Ιουστινιανού κατασκευασθέντων οχυρωμάτων, ηναγκάσθη να τραπή προς τα οπίσω φέρουσα πλήθος αιχμαλώτων, τους οποίους ο Ιουστινιανός εξηγόρασε κατόπιν διά χρημάτων. Αι τοιαύται επιδρομαί ήσαν κυρίως μεγάλαι ληστρικαι επιδρομαί όχι μεν επικίνδυνοι εις το κράτος, αλλ’ εις τους κατοίκους ολέθριαι. Θα ίδωμεν πώς ειργάσθη συστηματικώτερον ο Ιουστινιανός προς απόκρουσιν των τοιούτων επιδρομών.
Πηγή: Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1905. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΑΡΙΘ. 71 — ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1905. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ.