Συνέχεια από μέρος Α΄: cognoscoteam.gr
του Αυγουστίνου Κομπαγιάσι, ιστορικού

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Μετά τον θάνατο του Μανουήλ το 1180, η πολυδάπανη δυναστεία των Κομνηνών κυριολεκτικά κατέρρευσε. Πολυετείς δαπανηροί πόλεμοι (όπου ο Μανουήλ υπέστη μια μεγάλη ήττα στο Μυριοκέφαλο το 1176 από τους Σελτζούκους) και διπλωματία επηρρέασαν αρνητικά τη βυζαντινή οικονομία και την ικανότητα της αυτοκρατορίας να ασκεί πολιτικό έλεγχο στην επικράτειά της. Η αυτοκρατορία ενεπλάκη σ’ έναν οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο, με τη δυναστεία να είναι διασπασμένη σε δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ο Αλέξιος Β΄ και ο Ανδρόνικος Α΄ ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον με σφοδρότητα και μένος. Ο Ισαάκ Κομνηνός ίδρυσε το δικό του βασίλειο αποσπώντας την Κύπρο από την αυτοκρατορία. Ο στόλος ήταν ακόμη εκεί, αλλά είχε πλέον καταντήσει ένα εργαλείο στην πάλη εξουσίας μεταξύ των ανταγωνιστών. Εξ’ αιτίας όλων αυτών των λόγων είχε παύσει να δρα ως υπερασπιστής της αυτοκρατορίας.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παράλυσης έκανε την επανεμφάνισή του ο νορμανδικός κίνδυνος. Τον Αύγουστο του 1185, οι Νορμανδοί της Σικελίας υπό τον βασιλιά Γουλιέλμο Β΄ έπεστρεψαν ως εκδικητές. Υποβοηθούμενοι από έναν μισθωμένο πειρατικό στόλο, πρώτα αποβιβάστηκαν στο Δυρράχιο και βάδισαν εναντίον της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιώντας την αρχαία Εγνατία Οδό.
Σε συνδυασμό με αυτή την κίνηση, ένας άλλος σικελικός στόλος έκανε τον περίπλου της Ελλάδας προς τη Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνοντας την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, χωρίς αντίσταση από τους Βυζαντινούς. Ο στόλος αυτός έφτασε στη Θεσσαλονίκη λίγες μέρες μετά την άφιξη των επίγειων δυνάμεων από το Δυρράχιο. Δέκα μέρες αργότερα η πόλη έπεφτε στα χέρια των Νορμανδών (24 Αυγούστου). Ακολούθησε εκτεταμένη σφαγή και λεηλασία. Μια άλλη δύναμη αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα, καταλαμβάνοντας την αυτή τη φορά οριστικά.
Επρόκειτο για μια επιδρομή μεγάλης κλίμακας από τον Γουλιέλμο Β΄, έναν βασιλιά που ωστόσο θεωρείτο αδύναμος. Ίσως ήθελε να αποδείξει ότι ήταν σε θέση να διεξάγει επιτυχώς πολεμικές επιχειρήσεις. Οι Νορμανδοί, στη συνέχεια, βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αλλά αυτή η επίθεση ξεθύμανε αφού οι Βυζαντινοί ήταν ακόμη σε θέση να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στη Θράκη.
Το έτος 1185 ήταν ένα κατακλυσμιαίο έτος για τις τύχες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι η Δ΄ Σταυροφορία ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια της ανατροπής της ισορροπίας στο Αιγαίο. Μόλις μια δεκαετία πριν, ο Μανουήλ είχε κτίσει έναν παντοδύναμο στόλο. Τώρα, το βυζαντινό ναυτικό ήταν απών από τα νερά αυτά που είχαν «μολυνθεί» από πειρατές της Δύσης. Συνήθως ήταν καιροσκόποι Ιταλοί και Νορμανδοί αλλά και μερικοί αγύρτες Βυζαντινοί.
Λόγω της απουσίας του βυζαντινού ναυτικού, οι Νορμανδοί και οι Ιταλοί αποθρασύνονταν ακόμη περισσότερο, προσβλέπωντας σε επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν στα σχέδια τους ήταν η κατάληψη της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Δεδομένου ότι τα πρωταρχικά σχέδια τους ήταν η απόκτηση πλούτου και ότι κάθε εχθρότητα μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων πήγαζε από οικονομικές διαφορές (από φθόνο οι Βυζαντινοί έσφαξαν τους Ιταλούς στην Κωνσταντινούπολη το 1182), κάθε σύγκρουση είχε οικονομικούς και εμπορικούς στόχους, χωρίς φαινομενικά να αποσκοπεί σε κατακτήσει εδαφών. Ωστόσο, αν είχαν την ευκαιρία, δεν θα δίσταζαν να κάνουν το αδιανόητο, ειδικά κάποιοι όπως ο φιλόδοξος και επίμονος δόγης της Βενετίας, Ενρίκο Δάνδολο, που λεγόταν ότι ήταν μνησίκακος απέναντι στους Βυζαντινούς. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια μικρή δικαιολογία, που δόθηκε από τους Βυζαντινούς κατά την διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ των μελών της δυναστείας των Αγγέλων το 1203, όπου εμφανίστηκαν περισσότεροι του ενός διεκδικητές του θρόνου.
Με την αυτοκρατορία κατακερματισμένη από εσωτερικούς πολέμους, ήταν πράγματι ζήτημα χρόνου ωσότου εμφανιστούν οι Δυτικοί πειρατές στον Βόσπορο, ακόμη και πριν την ύπαρξη ενός ικανού ηγέτη όπως ο Δάνδολο. Το καμάρι του Μανουήλ, ο αυτοκρατορικός στόλος, είχε τώρα καταντήσει ένα συνονθύλευμα από ελλειπώς εφοδιασμένα και επανδρωμένα πολεμικά πλοία με κακώς εκπαιδευμένα πληρώματα. Ακόμη και μερικοί κουρελήδες πειρατές σε ψαρόβαρκες θα μπορούσαν να τον νικήσουν. Ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει χαρακτηριστικά πως εξελίχθηκε μια μάχη.
‘ὡς δὲ καιρὸς ἐνειστήκει τοῦ βάλλειν καὶ βάλλεσθαι, αἱ μὲν μετὰ βυκάνων καὶ σαλπίγγων ἔξορμοι γίνονται, τὰ δὲ τῶν ἀσπαλιευτῶν πορθμεῖα σιγῇ, καὶ οἱ ἐπ᾽ αὐτῶν μένεα πνέοντες ἔτυπτον τὴν θάλασσαν ἐρετμοῖς καὶ συμβαλόντες ὑπερτεροῦσι τῶν ἀντιπάλων μεγίστων σκαφῶν καὶ ταῖς τῆς πόλεως ᾐόσι συγκλείουσι’.
Όταν οι Βενετοί έφεραν τελικά τους Σταυροφόρους μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 1203, δεν συνάντησαν καμία σοβαρή αντίσταση από τη θάλασσα. Οι ιστορικοί παραδοσιακά κατηγορούσαν τη δυανστεία των Αγγέλων ότι αμέλησαν τον στόλο και τη οικονομία παραδίδοντας εμπορικά προνόμια στους Ιταλούς (με πρώτο υπαίτιο τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό). Ωστόσο αυτή η παρακμή του στόλου ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων: κακή οικονομία, αποτυχημένη στρατηγική και αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να ελέγξει τους πόρους της αυτοκρατορίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ναυτικές βάσεις δεν είχαν παρηκμάσει τόσο πολύ, αφού οι Λατίνοι, αμέσως μετά τη διαμοίραση της αυτοκρατορίας το 1204, ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν τα ναυπηγεία των Βυζαντινών, τους ναύτες και τις εγκαταστάσεις για να ξανακτίσουν έναν δυνατό στόλο. Πράγματι, διάφορες περιστάσεις υποδεικνύουν ότι, χωρίς την ύπαρξη ισχυρής κεντρικής διοίκησης, έπαυσε η ροή εφοδίων και ανδρών από τις επαρχίες και αντίθετα, τα πλοία και οι ναύτες στρατολογήθηκαν από πειρατές, που ίσως και να πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην αυτοκρατορία ως μισθοφόροι αν πληρώνονταν καλά.
Στην κορυφή των πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων βρίσκεται η απουσία στρατηγικής και εφευρητικότητας των Βυζαντινών, που οδήγησε σε αυτή την καταστροφή. Για τους Βυζαντινούς, δεν ήταν άμεσα προφανές ότι η ναυτική στρατηγική τους χρειαζόταν ριζοσπαστική αναθεώρηση. Ο 12ος αιώνας σήμανε το τέλος του Δρόμωνα και την αρχή της εποχής της Γαλέρας. Δεν επρόκειτο για μια αλλαγή στην ορολογία που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι ιστορικοί. Αντιπροσώπευε την εξέλιξη της τεχνολογίας αντανακλώντας την αλλαγή του στρατηγικού περιβάλλοντος. Με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών οι Δυτικοί έγιναν πανίσχυροι αν και η πραγματική ισχύ τους έγινε εμφανής την εποχή της Αναγέννησης.
Για τους Βυζαντινούς, ο στόλος ήταν παραδοσιακά μέρος ενός συστήματος άμυνας που είχε ενσωματωμένες τις χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις. Εν τέλει, είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολές από την ανατολή, πέρα από τον Δούναβη ή από τις νότιες μεσογειακές ακτές. Οι Κομνηνοί, οι αριστοκράτες – πολεμιστές, στενά προσδεδεμένοι στη γη, αντιστάθηκαν με αποτελεσματικότητα εναντίον χερσαίων επιθέσεων αλλά δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν πως μια ομάδα από νεόπλουτος ναύτες, πειρατές και έμπορους από τη Δύση, που χωρίς αιδώ λεηλατούσαν πόλεις και νησιά, θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας εκτός και αν ήταν ενισχυμένη από ισχυρές χερσαίες δυνάμεις.
Η άνιση ισορροπία στη θάλασσα ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Δύση εκφράζεται μέσα από τον περιφρονητικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «πειρατές» από τους Βυζαντινούς. Επίσης οι Βυζαντινοί ήταν συνηθισμένοι στις πολυετείς πειρατικές επιδρομές και εισβολές των Αράβων. Η ασφάλεια των συνόρων και το κύρος της αυτοκρατορίας ίσως διακυβευόταν, αλλά ο πυρήνας της αυτοκρατορικής ισχύος είχε συνέλθει από ισχυρά πλήγματα στο παρελθόν. Ωστόσο αυτή τη φορά, η ικανότητα της αυτοκρατορίας να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς είχε σταθερά μειωθεί από τον ακήρυχτο guerre de course διεξήγαγε η Δύση. Παρεμποδιζόμενοι από την έντονη πολεμική δραστηριότητα, οι Βυζαντινοί απέτυχαν να συγκεντρώσουν αρκετές ναυτικές δυνάμεις, ώστε να εμποδίσουν τη χρήση των θαλασσών από τους Λατίνους, και να αναπτύξουν ισχυρή παράκτια άμυνα που θα μπορούσε να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις.
Φαίνεται ότι ο μεγάλος στόλος του Μανουήλ δίδαξε τους Νορμανδούς ένα οδυνηρό μάθημα. Πίστευε στα αλήθεια ο Μανουήλ ότι θα μπορούσε να αποτρέψει τις δυτικές επιθέσεις εξαπολύοντας τεράστιες επιθέσεις με το ναυτικό του; Ωστόσο, στην πραγματικότητα, παρόλα τα έξοδα και τις θυσίες, το μόνο που κατάφερε ήταν να κερδίσει μια εκεχειρία για κάποιο διάστημα, χωρίς να καταστρέψει ούτε τη θέληση ούτε την ικανότητα των Λατίνων να επωφεληθούν εις βάρος της αυτοκρατορίας. Παρά την φιλική στάση του απέναντι στους Φράγκους, η διπλωματία του Μανουήλ δεν κέρδισε τόσους πολλούς φίλους. Ένα μοιραίο λάθος της δυναστείας ήταν η αμέλεια της να επωφεληθεί του θαλάσσιου εμπορίου για να ενισχύσει το κράτος ακριβώς τη στιγμή που η δυτική οικονομία επεκτεινόταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάμε για επανάσταση στο εμπόριο.
Επίσης, η αυτοκρατορία απέτυχε να διαθέσει μικρές ναυτικές πολεμικές δυνάμεις, που θα περιπολούσαν, με στόχο την προστασία των θαλάσσιων εμπορικών αρτηριών, δίνοντας έτσι μια απάντηση στις πειρατικές επιθέσεις. Ελάχιστες ήταν οι προσπάθειες για την αναγέννηση ή βελτίωση του συστήματος πληροφοριών. Η αυτοκρατορία σίγουρα είχε τις δυνάμεις να το κάνει αυτό στο απόγειο της δυναστείας των Κομνηνών. Ωστόσο, οι πολεμιστές – αυτοκράτορες, λειτουργώντας ως πυροσβεστικές δυνάμεις, έτρεχαν από το ένα σημείο στο άλλο, κάνοντας επίδειξη ισχύος και ουσιαστικά εξασθενώντας τον εαυτό τους. Μετατρέποντας σχετικά μικρές αψιμαχίες σε μεγάλης κλίμακας πολέμους απλά πρόσθεταν επιπλέον, μη αναγκαίο βάρος στο βυζαντινό θησαυροφυλάκιο. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Λατίνοι δεν αισθάνονταν ιδιαίτερο δέος μπροστά στη δόξα της βυζαντινής ισχύος. Αν μη τι άλλο, αυτοί οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και δυναμική Δυτικοί πολεμιστές γίνονταν όλο και πιο μνησίκακοι απέναντι στους αλαζονικούς Ρωμαίους, των οποίων η αυτοκρατορία ήταν απλά μια ακόμη περιφερειακή δύναμη ανάμεσα στις τόσες παρά μια ηγεμονική υπερδύναμη.
Όπως κάθε μεγάλη δύναμη στην ιστορία, η Βυζαντινή αυτοκρατορία ακολουθούσε την αποδεδειγμένα σωστή στρατηγική όπως την είχε εμπεδώσει κατά την μακραίωνη παρουσία της και την εμπειρία της από τους αγώνες που είχε δώσει για να επιβιώσει. Το ζήτημα ήταν να βρεθούν τα κατάλληλα μέσα. Οι μεταρρυθμίσεις των Κομνηνών ήταν επιτυχημένες ως ένα βαθμό. Όμως, με την άνοδο της Δύσης, η ναυτική ισχύ άρχιζε να χρησιμοποιείται ως μέσο προβολής της αυτοκρατορικής δύναμης. Αυτό δεν ήταν φανερό στους Βυζαντινούς, καθώς ήταν ακόμη στην αρχή αυτών των επαναστατικών αλλαγών. Απέτυχαν να αντιδράσουν με φαντασία, καθώς το μόνο που έκαναν ήταν να απωθούν τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα.
Με την εμφάνιση των Τούρκων και των Λατίνων, ο τρόπος πολέμου στην ανατολική Μεσόγειο διερχόταν μέσα από μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση, που κατέστησε τους παραδοσιακούς τρόπους ανεπαρκείς. Οι Μουσουλμάνοι διαισθάνθηκαν τη μεταβολή στους συσχετισμούς των δυνάμεων στην περιοχή, καθώς είχαν ήδη υποστεί το βάρος του δυτικού επεκτατισμού και της βίας μέσω των Σταυροφοριών. Οι Βυζαντινοί, από την άλλη, έπεσαν θύματα της δικής τους διπλωματικής επιτυχίας διαχέοντας τη πίεση της Δύσης μέσω της ανακατεύθυνσης του ζήλου των Δυτικών στις προσπάθειες για κατάληψη των Άγιων Τόπων. Όμως, δυστυχώς, έδειξαν αμέλεια στην αντιμετώπιση των αληθινών, υφερπουσών απειλών.

ΣΥΝΟΨΗ
Η Άννα Κομνηνή ισχυρίζεται στην αρχή του έργου της Αλεξιάδα ότι η αυτοκρατορία ήταν στις τελευταίες μέρες της. Μια χρήσιμη ρητορική για να εμφανίσει ως ήρωα τον πατέρα της, τον Αλέξιο Α΄; Ωστόσο, ήταν σίγουρο ότι η αυτοκρατορία βάδιζε σε δύσβατα μονοπάτια, με τον πλούτο της και τους άνδρες της σε εξασθένιση. Ενώ οι νίκες του Αλέξιου έδιναν στους Βυζαντινούς μια αίσθηση ασφαλείας, η αυτοκρατορία ακόμη αγωνιζόταν να επιβιώσει. Αναγκάζονταν να αντιδράσουν σε κύματα απειλών εφαρμόζοντας στρατηγικές έκτακτης ανάγκης, ανίκανοι να εκτιμήσουν τις μεταβολές ισχύος γύρω από την αυτοκρατορία τους. Αυτή η υλική και πνευματική αστοχία ήταν η αληθινή τραγωδία της στριμωγμένης αυτοκρατορίας. Στο τέλος, κάθε ικανότητα να χρησιμοποιήσουν βία ή διπλωματική πονηριά εξανεμίστηκε. Ο μεγάλος στόλος του Μανουήλ αγόρασε χρόνο για την αυτοκρατορία. Δυστυχώς, οι Κομνηνοί (συμπεριλαμβανομένων των συμβούλων, των υπουργών και των αξιωματούχων τους) δεν μπόρεσαν να βρουν μια ευφάνταστη λύση για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια της αυτοκρατορίας στη θάλασσα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Το κόστος των περιορισμών και των ελλείψεων τους ήταν αρκετά υψηλό στο τέλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κόλιας, Τ. Γ. (Ed.). (2005). Ναυμαχικά. Αθήνα.
Καργάκος, Σ. Ι. (2007). Το Βυζαντινό Ναυτικό. Αθήνα.
Ahrweiler, H. (1966). Byzance et la Mer. A Marime de Guerre la Politique et les Institutions Maritimes de Byzance anx VIIe-XVi siecle. Paris.
Casson, L. (1971). Ships and Seamanship in the Ancient World. Baltimore and London.
Choniatae, N. (1975). Historia. (J. L. Dieten, Ed.) Walter de Guyer.
Comnena, A. (1969). The Alexiad of Anna Comnena. (E. R. Sewter, Trans.) London.
Eustathios of Thessaloniki. (1988). The Capture of Thessaloniki. (J. R. Jones, Trans.) Australian Association for Byzantine Studies.
Houben, H. T. (1997). Roger II of Sicily. A ruler between east and west. (G. A. Loud, & D. Milburn, Trans.) Cambridge.
Kinamos, J. (1976). Deed of John and Manuel Comnenus. (C. M. Brand, Trans.) New York.
Laiou, A. (Ed.). (2008). The Economic History of Byzantium (3 vol. set). Dumbarton Oaks Research Library and Collection.
Lyons, M. C., & Jackson, D. (1985). Saladin. The Politics of the Holy War. Cambridge.
Magdalino, P. (2002). The Empire of Manuel I Komnenos, 1143-1180. Cambridge.
Ostrogorsky, G. (1969). History of the Byzantine State. New Brunswick, New Jersey.
Pryor, J. H., & Jeffreys, E. M. (2006). The Age of Δρομων: the Byzantine Navy ca500-1204. Leiden and Boston.
Villehardouin, G. (1908). Memoirs of the Fourth Crusade and the conquest of Constantinople. (F. T. Marzials, Trans.) London.