Του Λεωνίδα Παππά, Πολιτικού Μηχανικού – MSc Monument Restoration
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Βρίσκεται στην κορυφή ενός εκ των δύο λόφων που καλύπτουν την παραλιακή πόλη του Ιωνίου από την ανατολική πλευρά, σε υψόμετρο 220μ και σε απόσταση 700μ από τη θάλασσα. Στον δεύτερο και ψηλότερο λόφο βρίσκονται τα ερείπια του Λυκουρσίου με το ομώνυμο κάστρο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα παλαιοτέρων, υπήρχε μονοπάτι που συνέδεε το μοναστήρι με την πόλη αλλά σήμερα δεν είναι ευδιάκριτο στο βραχώδες και απότομο πρανές.
Η ΚΑΚΗ ΤΟΥ ΜΟΙΡΑ
Μέχρι την δεκαετία του 40’ έστεκε όρθιος ο κύριος όγκος των περιμετρικών τοιχοποιιών του μεγάλων διαστάσεων (42x30m) ναού. Το 1944 βομβαρδίστηκε από αγγλικά αεροπλάνα, κατά τη διάρκεια επιχείρησης των συμμαχικών δυνάμεων κατά των Γερμανών, μετατρέποντας το σε ένα σωρό από πέτρες.
Σώζονται αρκετές φωτογραφίες, με σημαντικότερες αυτές του Ιταλού αρχαιολόγου Luigi Ugolini. Ο τελευταίος με εντολή της φασιστικής κυβέρνησης, ηγούνταν μίας μεγάλης αποστολής αρχαιολογικών ανασκαφών τη δεκαετία του 30’, στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου (Νότια Αλβανία). Το 1937, ο παππούς και η γιαγιά μου (Βαγγέλης και Αλεξάνδρα) συμμετείχαν στην τελευταία και μάλλον την πρώτη μετά από αιώνες λειτουργία που τέλεσε ο τότε Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμων Κοτόκος.
Η λαμπρότητα των άλλων μνημείων της περιοχής, όπως το Βουθρωτό, η αρχαία Φοινίκη, τα ψηφιδωτά της αρχαίας πόλης του Αγχιασμού (σήμερα Άγιοι Σαράντα) κ.α. άφησαν σε δεύτερη μοίρα το συγκεκριμένο μνημείο. Μάλιστα την περίοδο της κομουνιστικής δικτατορίας (1945-1990) ο χώρος είχε μετατραπεί σε στρατιωτικό στρατόπεδο καταστρέφοντας περαιτέρω σημαντικά αρχαιολογικά τεκμήρια.
ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΥΡΗΜΑ
Μια ομάδα ξένων αρχαιολόγων που επισκεφτήκαν το μοναστήρι την δεκαετία του ’90, παρατήρησαν κάτι που τους εντυπωσίασε και κατόπιν δικών τους συστάσεων η αλβανική αρχαιολογία το αναβάθμισε σε Μνημείο Α’ Κατηγορίας. Στο υπόγειο του μεγάλου ναού, στις πλευρές των εσωτερικών τοιχωμάτων (σε εσοχές) ήταν τοποθετημένα ανθρώπινα οστά. Κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για Άγια Λείψανα, μαρτύρων της χριστιανικής πίστης. Είναι η μοναδική κατακόμβη που υπάρχει όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά σε όλα τα ηπειρωτικά Βαλκάνια. Αντίστοιχες έχουμε στο νησί της Μήλου, στην Κύπρο και φυσικά οι πολλές της Ρώμης.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Για το μοναστήρι που έδωσε το όνομα στην πόλη των Αγίων Σαράντα, οι ιστορικές αναφορές είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Στο βιβλίο του Β. Μπαρά (1887-1964) «Το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου» φιλοξενούνται οι περιγραφές τριών χρονικογράφων της Ηπείρου, του Π. Αραβαντινού, του Κοσμά του Θεσπρωτού και του Δ. Ευαγγελίδη, χωρίς ιδιαίτερα ιστορικά στοιχεία. Περιορίζονται μόνο στην περιγραφή του μεγάλων διαστάσεων κτίσματος και την εκτίμηση τους για το χρόνο κατασκευής, τοποθετώντας το στους πρώτους μ.Χ. αιώνες.
Ο Δ. Ευαγγελίδης, επισκέφτηκε τους Αγίους Σαράντα το 1913. Σε κείμενο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων» (10,285-286,1913) κάνει μία πιο λεπτομερή περιγραφή, προσθέτοντας ένα σημαντικό ιστορικό στοιχείο, την πυρπόληση της μονής από τους μουσουλμάνους, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Λυκουρσίου το 1878.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Στην δυτική πλευρά, στις τοιχοποιίες του υπογείου, σώζεται μία επιγραφή με εντειχιζόμενα κεραμικά [ + ΕΒΟΗΘΙΤΩΔΟΥΛΟΣΟΥΚΥΡΙΑΚΟ ]. Ελληνικές κεραμικές επιγραφές εμφανίστηκαν μετά τους καθαρισμούς και στην δυτική πλευρά αλλά είναι φθαρμένες και δεν αποκρυπτογραφήθηκαν.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την ταυτοποίηση του μνημείου είναι οι αγιογραφίες των κελιών του υπογείου (κρύπτης).
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
Μετά την πτώση της κομουνιστικής δικτατορίας (1991), στις τρεις δεκαετίες που ακλούθησαν, έγιναν κάποιες περιοδικές και με πολύ αργούς ρυθμούς ανασκαφές.
Ο πρώην Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Μνημείων της Αλβανίας Gazment Muka δημοσίευσε στο επιστημονικό περιοδικό “Monumentet” (2002) μία μελέτη για το μνημείο στην οποία πρότεινε και μία αναπαράσταση. Η πρόταση αυτή κυκλοφορεί ευρέως, είναι και στην πινακίδα εισόδου του αρχαιολογικού χώρου, ωστόσο παρά την προσωπική εκτίμηση για τον αείμνηστο καθηγητή (Ιστορίας Τέχνης) δεν την αναδημοσιεύω θεωρώντας ότι έχει πολλές αυθαιρεσίες.
Στην περσινή προσκυνηματική επίσκεψη της ενορίας του Αγίου Χαράλάμους, ανήμερα της εορτής των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου), σε μία από τις εσοχές της κατακόμβης εντόπισα όνομα χαραγμένο σε πέτρα, πιθανών του μάρτυρα . Όσες φορές πήγα να τη φωτογραφήσω , το υπόγειο ήταν κλειδωμένο, η εξώπορτα του αρχαιολογικού χώρου ορθάνοιχτη και παρά τη σήμανση της πινακίδας για έκδοση εισιτηρίου 200λεκ (1.60 ευρώ) δεν υπήρχε ούτε ταμείο ούτε φύλακας.
Στην προ ημερών τελευταία επίσκεψη μου, το ίδιο σκηνικό ως προς την «υποδοχή», ωστόσο είχαν προχωρήσει αρκετά οι καθαρισμοί στο δάπεδο του ναού και του περιβάλλοντα χώρου. Εκτός από την κάτοψη του ναού που πλέον είναι ευανάγνωστη, εμφανίστηκαν νέα εντυπωσιακά στοιχεία:
1) Στο εσωτερικό του κυρίως ναού, διακρίνεται ένα ορθογώνιο κτίσμα 6.80x11m το οποίο μπορεί να προϋπήρχε και να ενσωματώθηκε στον μεγάλων διαστάσεων ναό 30x42m. Πιθανόν το κτίσμα αυτό να ήταν προχριστιανικός βωμός. Εκπληκτική η αναλογία των διαστάσεων του 11/6.8 = 1.6178, είναι η αναλογία της Χρυσής Τομής (φ=1.6180) που χρησιμοποιούσαν στο χτίσιμο των αρχαιοελληνικών ναών. Το διαφορετικό δάπεδο του, ενισχύει την άποψη του προγενέστερου κτίσματος, ωστόσο η ακριβής ενσωμάτωση του και ο ανατολικός προσανατολισμός δεν αποκλείει και την σύγχρονη κατασκευή με το ναό, λειτουργώντας ως εξέδρα μπροστά από το ιερό του ναού. Είναι ένα θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας.
2) Πίσω από το ιερό του ναού, εμφανίστηκε ένα κτίσμα κυκλικό προς οβάλ με διάμετρο 6-7m. Το γεγονός ότι ήταν γεμάτο με θραύσματα κεραμικών από μεγάλα πιθάρια δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι επρόκειτο για αποθήκη τροφίμων ή αφιερωμάτων . Αντίστοιχες αποθήκες έχουμε στην Κνωσό, τις Μυκήνες κ.α.
3) Το δάπεδο της δυτικής πλευράς του ναού είναι με πλίνθους (τούβλα), κάτι που δεν συνηθίζεται. Δάπεδο με πλίνθους έχουμε στο συγκρότημα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, δεν γνωρίζω να υπάρχει κάπου αλλού.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ
Σχεδόν όλες οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές, καλύπτονταν με ξύλινη στέγη και χωρίζονταν σε κλίτη με εσωτερικούς πεσσούς ή κιονοστοιχίες. Τον συγκριμένο ναό δεν μπορείς να τον χαρακτηρίσεις ούτε μονόχωρο ούτε τρίκλιτο. Το κεντρικό κλίτος πλαισιώνεται με τρείς μεγάλες κόγχες ανά πλευρά (νότια και βόρεια), με διάμετρο περίπου 9 μέτρα δημιουργώντας στην κάτοψη 7 ημικυκλικές κόγχες (3+3+1 του ιερού) που καλύπτονταν με τετρατοσφαίρια. Οι εσωτερική πεσσοί – σε σχήμα σταυρού – ενώνονταν με ημικυκλικά τόξα ενώ τα 3 μεγάλα τετράγωνα 9χ9 μ καλύπτονταν κατά πάσα πιθανότητα με σταυροθόλια. Πρόκειται για ένα μοναδικό αρχιτεκτόνημα που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία από τις δεκάδες άλλες βασιλικές της περιοχής αλλά και όλης της τότε αυτοκρατορίας.
Στην προαναφερθείσα μελέτη τους Gazment Muka, ο καθηγητής βλέπει κοινά στοιχεία (και μάλλον έχει δίκιο) με την μεγάλη Βασιλική της Ρώμης που ξεκίνησε να χτίζει ο Μαξεντίος το 308 και ολοκλήρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος μετά την εκθρόνιση του πρώτο από τον δεύτερο το 312.
Οι διαπιστώσεις των νέων ευρημάτων, όπως και όλο το κείμενο δεν διεκδικούν επιστημονική εγκυρότητα. Είναι συμπεράσματα προσωπικά που όπως αναφέρω πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις έχουν σκοπώ να κεντρίσουν το ενδιαφέρων σπουδαστών του τόπου μας και όχι μόνο.