16ος αι.: Η Ελληνική δημώδης λογοτεχνία στο τυπογραφείο

Γράφει η Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη

Ο 16ος αιώνας αποτελεί σταθμό στη δημώδη λογοτεχνία μας, καθώς η τελευταία τώρα μέσω της τυπογραφίας διαδίδεται σε πλατύτερα λαϊκά στρώματα του ελληνισμού. Όταν αρχίζει ο αιώνας, η νέα εφεύρεση έχει πίσω της μισόν αιώνα ζωής και στη Βενετία ο διάσημος ουμανιστής και τυπογράφος Άλδος Μανούτιος έχει ήδη ιδρύσει το τυπογραφείο του στα 1490· το τυπογραφείο αυτό θα δώσει μεγάλη ώθηση στις ελληνικές κλασικές εκδόσεις. Στα βενετσιάνικα τυπογραφεία, το δεύτερο πιο σημαντικό είδος εκδόσεων (μετά τα λειτουργικά βιβλία) ήταν τα βιβλιαράκια που αποκαλούνταν «φυλλάδες» ή «ριμάδες» και περιείχαν έργα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας προορισμένα για ευρύτερα στρώματα του ελληνικού κοινού (Layton 1994, 179). Το πρώτο έργο από αυτά που τυπώθηκε είδαμε ότι ήταν ο κρητικός Απόκοπος, στα 1509, ο οποίος γνώρισε πέντε ακόμη ανατυπώσεις μέσα στον 16ο αιώνα. Όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, «το γεγονός ότι άρχισε να εκδίδεται δημώδης λογοτεχνία είναι μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού», και αυτό γιατί «αυτά τα έργα, και τα λειτουργικά κείμενα, αποτέλεσαν για τους Έλληνες τα κύρια αναγνώσματα, αλλά και υλικό διδασκαλίας για την απόκτηση βασικών γνώσεων γραφής και ανάγνωσης, για τους επόμενους δύο-τρεις αιώνες» (Holton 1997 [2013], 8).

Επειδή η τυπογραφία ήταν ασφαλώς μία επιχείρηση στην οποία ο ιδιοκτήτης επένδυε χρήματα και κόπο, ήταν επόμενο να τίθενται κάποια κριτήρια με βάση τα γούστα του αναγνωστικού κοινού, τα οποία έπρεπε να τηρούν τα προς έκδοση δημώδη κείμενα για να μην αποβούν ζημιογόνα: να έχουν ομοιοκαταληξία («ρίμα»), να μην είναι πολύ μεγάλα και να είναι ωφέλιμα και διδακτικά. Το πρώτο κριτήριο ήταν μάλλον αυτό που έκανε ώστε κάποια δημώδη έργα να διασκευαστούν σε ομοιοκατάληκτα, όπως έχουμε αναφέρει ξανά, και να γνωρίσουν μια νέα ζωή ως έντυπα. Στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα αυτά ήταν: η Ριμάδα του Αλεξάνδρου, η Ριμάδα του Βελισαρίου, ο ομοιοκατάληκτος Ιμπέριος, ο ομοιοκατάληκτος Απολλώνιος (διασκευή δημοφιλούς μεσαιωνικής μυθιστορίας στα λατινικά και σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, της οποίας υπήρχε και ανομοιοκατάληκτη διασκευή στη δημώδη) και η Φυλλάδα του Γαδάρου. Το τρίτο κριτήριο, όπως αναφέραμε ήδη, ήταν ίσως αυτό που προκάλεσε τη συγγραφή του νόθου επιλόγου του Απόκοπου.

Πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε ότι και στα έντυπα δημώδη κείμενα ισχύει το φαινόμενο που είδαμε κατά την αντιγραφή χειρογράφων. Ούτε εδώ έχουμε την εξασφάλιση ότι το κείμενο που μας παραδίδεται είναι αυτό που βγήκε από τη γραφίδα του δημιουργού του, καθώς σπανιότατα ο ίδιος ο συγγραφέας επιμελούνταν το κείμενό του σε κάποιο τυπογραφείο και επιπλέον ήταν πολλά τα πρόσωπα που αναμειγνύονταν στη διαδικασία της εκτύπωσης, καμιά φορά χωρίς καν να γνωρίζουν ελληνικά ή δουλεύοντας με χειρόγραφα στα οποία το κείμενο είχε ήδη φθαρεί με τη διαδικασία που έχουμε αναφέρει (Κεχαγιόγλου 2009α, 129-169).

Είκοσι χρόνια μετά το πρώτο ποιητικό έργο στη δημώδη, τον Απόκοπο, τυπώθηκε και το πρώτο πεζό σε νεοελληνική γλώσσα, το Άνθος των χαρίτων, μια πολυδιαβασμένη συλλογή μικρών ιστοριών, ορισμών, «παραδειγμάτων» και γνωμικών, έργο ηθικοδιδακτικό που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς και ως σχολικό εγχειρίδιο. Από το γαλλικό πρωτότυπο των αρχών του 14ου αιώνα, προέκυψαν διάφορες μεταφράσεις-παραφράσεις στα ελληνικά (όπως και στο κυπριακό ιδίωμα), μία από τις οποίες έφτασε σε βενετσιάνικο τυπογραφείο το 1529 και συνέχισε να επανεκδίδεται με μεγάλη επιτυχία μέχρι τον 19ο αιώνα.

Επιπλέον, στα χρόνια αυτά (1520-1570) αξιόλογη είναι και η δράση μιας ομάδας επτανήσιων λογίων και λογοτεχνών που ζουν στη Βενετία και δραστηριοποιούνται στον εκδοτικό χώρο είτε τυπώνοντας τα δικά τους έργα είτε επιμελούμενοι έργα άλλων για εκτύπωση: ανάμεσά τους ο Ζακυνθινός Μάρκος Δεφαράνας, και οι Κερκυραίοι Ιάκωβος Τριβώλης και Ιωαννίκιος Καρτάνος. Η πολυπληθής ομάδα τους έχει χαρακτηριστεί ως «το πιο δραστήριο στοιχείο μέσα στην “ανοιξιάτικη” περίοδο της νεοελληνικής έντυπης λαϊκής λογοτεχνίας» (Κεχαγιόγλου 1982, 155). Ενδεικτικά ας αναφέρουμε ότι ο πρώτος τύπωσε το 1543 το έργο του Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, που αποτελεί συμπίλημα στίχων από διάφορα έργα και κυρίως από το ομότιτλο του Μαρίνου Φαλιέρου· ότι την ίδια χρονιά τύπωσε και ο δεύτερος την Ιστορία του ρε της Σκότζιας (δηλαδή του βασιλιά της Σκοτίας) και δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα την Ιστορία του Ταγιαπιέρα, ποίημα εγκωμιαστικό για τον ομώνυμο βενετό κυβερνήτη πολεμικού πλοίου, που είχε σώσει την Κέρκυρα από πειρατική επιδρομή· και ότι ο τρίτος εξέδωσε το 1536 ένα εκλαϊκευτικό διδακτικό απάνθισμα ιστοριών από την Αγία Γραφή, σε πεζό λόγο, την Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, η οποία προκάλεσε αντιδράσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή αντλούσε από δυτικές (άρα άλλου δογματικού προσανατολισμού) πηγές. Το 1543, ένας βενετός τυπογράφος ενδιαφέρθηκε να εκδώσει τη νεοελληνική μετάφραση των Μύθων του Αισώπου που είχε κάνει ο Ανδρόνικος Νούκιος († περ. 1556), επίσης Κερκυραίος, όπως οι προηγούμενοι δύο. Επρόκειτο για μία συλλογή 150 μύθων, η οποία γνώρισε μεγάλο αριθμό επανεκδόσεων ως λαϊκό βιβλίο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Τέλος, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή Γιούστου Γλυκού (1522), ο οποίος προερχόταν από έναν βενετοκρατούμενο θύλακα της Πελοποννήσου, την Κορώνη, εκδόθηκε, επίσης στη Βενετία, το ομοιοκατάληκτο ποίημά του Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή, ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, όπως και ο τίτλος του φανερώνει, και επανεκδόθηκε άλλες τέσσερις φορές μέχρι το 1600.

Ωστόσο, παρ’ όλη τη δραστηριότητα που περιγράφηκε παραπάνω, το έντυπο δεν εξοβελίζει ούτε παραγκωνίζει ακόμη το χειρόγραφο – είναι, άλλωστε, πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Έτσι, από τον αιώνα αυτόν προέρχονται, μεταξύ άλλων: τα τρία γνωστά χειρόγραφα έργων του Σαχλίκη· δύο από τους κώδικες (Neapolitanus και Scaligeranus) που μας διασώζουν τον Λίβιστρο· αλλά κυρίως ο γνωστότερος ίσως, και σπουδαιότερος χειρόγραφος κώδικας της δημώδους λογοτεχνίας, ο ελληνικός θεολογικός κώδικας της Βιέννης αρ. 244, που περιέχει τον μεγαλύτερο αριθμό υστεροβυζαντινών και πρώιμων νεοελληνικών δημωδών λογοτεχνικών κειμένων, καθώς και λίγα θεολογικά ή γενικώς θρησκευτικά κείμενα. Πρόκειται για μια συλλογή χειρογράφων αντιγραμμένων από διαφορετικούς γραφείς (εικάζεται ότι είναι τουλάχιστον έξι) σε διαφορετικούς χρόνους, που κάποια στιγμή μετά το 1525 αποφασίστηκε να δεθούν μαζί για να αποτελέσουν έναν τόμο ο οποίος θα έπιανε μια καλή τιμή στην αγορά. Εξάλλου, φαίνεται και από την πληθώρα των σχετικών χειρογράφων και από την εκδοτική δραστηριότητα που είδαμε πιο πάνω ότι κατά τον 16ο αιώνα η αγορά δημωδών κειμένων είχε διευρυνθεί πολύ και περιελάμβανε τον ελληνισμό όχι μόνο της Βενετίας και των κτήσεών της, αλλά και τους ελληνικούς πληθυσμούς των τουρκοκρατούμενων περιοχών (Vejleskov 2005, 179-214).

Από τα έργα που έχουμε δει μέχρι τώρα, στον κώδικα αυτόν βρίσκουμε σε κάποια μορφή –ή και στη μοναδική σωζόμενη εκδοχή τους– τα ακόλουθα έργα: Διήγησις Αλεξάνδρου, Απολλώνιος, ΠουλολόγοςΔιήγησις των τετραπόδων ζώωνΑπόκοποςΙμπέριοςΣπανέαςΣυναξάριον του τιμημένου ΓαδάρουΣπανόςΚοσμογέννησιςΕρωτοπαίγνιαΛίβιστροςΦλώριοςΠερί ξενιτείαςΠόλεμος της Τρωάδος και Ριμάδα κόρης και νιου. Γι’ αυτό λοιπόν, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες σε όποιον είχε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει αυτόν τον σύμμεικτο κώδικα (Vejleskov 2005, 201), ο οποίος ήρθε στη Βιέννη από την Κωνσταντινούπολη, μαζί με άλλα 240 περίπου χειρόγραφα, στις αποσκευές του αυστριακού πρέσβη, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του το 1564.

Δύο ξεχωριστές περιπτώσεις

Στη συνέχεια, πριν επικεντρώσουμε την προσοχή μας ξανά στην κρητική λογοτεχνία για να δούμε τον αιώνα της ακμής της (1570-1669), αξίζει να σταθούμε σε δύο κείμενα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ένα είναι ο γνωστός μας Στεφανίτης και Ιχνηλάτης, του οποίου τις δημώδεις μεταφράσεις-διασκευές βλέπουμε τώρα. Μέσα στον 16ο αι. γνωρίζουμε δύο τέτοιες, οι οποίες ωστόσο μπορεί να μην ήταν οι μόνες: από την πρώτη, που έγινε πριν από το 1540, σώζονται μόνο δύο μύθοι, ενώ τη δεύτερη την έκανε το 1584 ο διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, ο οποίος είχε γράψει ποικίλα έργα σε αρχαϊστική και λαϊκή γλώσσα. Η διασκευή του Ζυγομαλά είναι ένα παράδειγμα της δύναμης που εξακολουθούσε να έχει ακόμη η χειρόγραφη διάδοση των έργων: μπορεί να μην τυπώθηκε στην εποχή της, αλλά σώθηκε σε πολλά χειρόγραφα και μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες.

Το άλλο έργο μάς έρχεται από την Κύπρο των μέσων του 16ου αι. και είναι μία συλλογή λυρικών ερωτικών ποιημάτων («carmina amatoria» χαρακτηρίζονται στο μοναδικό τους χειρόγραφο) κατά το πρότυπο των «canzonieri» που κυκλοφορούσαν στην Ιταλία και ήταν συλλογές ποιημάτων του Πετράρχη ή πετραρχικών ποιητών. Πρόκειται για 156 ποιήματα, κατά πάσα πιθανότητα διαφορετικών ποιητών, οι οποίοι μεταφέρουν για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία στιχουργικές μορφές της ιταλικής ποίησης (σονέτα, τερτσίνες, μπαλάντες, οκτάβες κ.ά.), καθώς διασκευάζουν ή μεταφράζουν ποιήματα του Πετράρχη. Η συλλογή είναι γνωστή από την κριτική της έκδοση ως Ρίμες αγάπης ή αλλιώς ως «κυπριακά ερωτικά ποιήματα». Ωστόσο, η αξιόλογη αυτή πορεία σύνθεσης ποιημάτων στο νησί δυστυχώς θα ανακοπεί βίαια με την τουρκική κατάκτηση το 1571.

ΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΑΚΑ

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *