Χειμερινός Πόλεμος (Νοέμβριος 1939-Μάρτιος 1940): Οι Σοβιετικοί επιτίθενται στην Φινλανδία

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

Έχοντας αποκτήσει την ανεξαρτησία της μόλις 20 χρόνια νωρίτερα μέσα στον κυκεώνα των εμφυλίων και εθνοτικών συγκρούσεων που ακολούθησαν την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας, το 1939 η Φινλανδία ήταν μια φτωχή χώρα καλυπτόμενη από χιλιάδες λίμνες και απέραντες εκτάσεις παρθένων δασών και εκτεινόμενη σε έδαφος κατά το 1/3 βορείως του Αρκτικού Κύκλου, όπου οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες διαμόρφωναν την ζωή και τον χαρακτήρα των 4.500.000 κατοίκων της. Έχοντας ζήσει έναν σύντομο αλλά αιματηρό εμφύλιο το 1918 μεταξύ της υποστηριζόμενης από την Γερμανία “Λευκής Φρουράς” και των υποστηριζόμενων από τους Μπολσεβίκους “Ερυθρούς Φρουρούς” και έχοντας διεκδικήσεις στην περιοχή της Καρελίας δυτικά της λίμνης Λαντόγκα, οι Φινλανδοί έβλεπαν παραδοσιακά με δυσπιστία τον γιγαντιαίο γείτονά τους, επιδιώκοντας διπλωματικές σχέσεις με τις σκανδιναβικές χώρες, τα κράτη της Βαλτικής και την Γερμανία. Όμως, το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1939 μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ και χώρισε την ανατολική Ευρώπη σε μεταξύ τους ζώνες επιρροής, όπως και η σοβιετική κατοχή της Εσθονίας, της Λεττονίας και της Λιθουανίας που ακολούθησε κατά τους επόμενους μήνες υπό το πρόσχημα συνθηκών “αμοιβαίας βοήθειας” που υπεγράφησαν κατόπιν πιέσεων, έδωσαν τέλος στις ψευδαισθήσεις.

Σύντομα ακολούθησε απαίτηση εκ μέρους του Στάλιν προς τους Φινλανδούς για μεταξύ τους εδαφικό διακανονισμό. Η ΕΣΣΔ ζητούσε από την Φινλανδία την παραχώρηση μέρους της αρκτικής παραλίας της, μια ναυτική βάση στην χερσόνησο Χάνκο και μια ζώνη 10 χλμ στον ισθμό της Καρελίας ανατολικά της λίμνης Λαντόγκα προκειμένου να “ανασάνει” το Λένινγκραντ και να προστατευθεί ο ναύσταθμος της Κρονστάνδης που βρίσκονταν μόλις λίγα χλμ πιο νότια από τη μεθόριο. Σε αντάλλαγμα οι Σοβιετικοί θα παραχωρούσαν διπλάσια έκταση εδάφους σε άλλα μη ζωτικά τμήματα της μεθορίου.

Οι απαιτήσεις αυτές, που ουσιαστικά αποσκοπούσαν στο να θέσουν την μικρή σκανδιναβική χώρα υπό την στρατιωτική ομηρία του ισχυρότερου γείτονά της, δεν έγιναν δεκτές κι έτσι τον λόγο θα έπαιρναν τα όπλα.

Μετά από ένα στημένο συνοριακό επεισόδιο και την εγκατάσταση σε μια κωμόπολη της μεθορίου μιας κυβέρνησης-μαριονέτας υπό τον Φινλανδό κομμουνιστή Κουουζίνεν που κάλεσε τους Σοβιετικούς να “απελευθερώσουν” την χώρα, στις 30 Νοεμβρίου ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε την επιχείρηση κατάληψης της Φινλανδίας, με τους επιτελείς του να θεωρούν πως θα διεξήγαν έναν στρατιωτικό περίπατο. Όπως ανέφερε και ο Νικίτα Κρούτσεφ στο έργο του “Ο Κρούτσεφ θυμάται”:

“Το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να υψώσουμε λίγο τον τόνο της φωνής μας και οι Φινλανδοί θα υπάκουαν πειθήνια. Αν αυτό δεν είχε αποτέλεσμα, θα ρίχναμε έναν πυροβολισμό και οι Φινλανδοί θα ύψωναν τα χέρια και θα παραδίδονταν. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύαμε…”

Σύμφωνα με το σοβιετικό σχέδιο, στον ισθμό της Καρελίας θα επιχειρούσε η 7η Στρατιά υπό τον στρατηγό Μερετσκόφ (250.000 άνδρες οργανωμένοι σε 9 μεραρχίες ΠΖ και υποστηριζόμενοι από αρκετά άρματα) έχοντας ως αντικειμενικό σκοπό (ΑΝΣΚ) την κατάληψη της πόλης Βιιπούρι και το άνοιγμα του δρόμου προς την πρωτεύουσα της χώρας Ελσίνκι. Ο δεύτερος άξονας εισβολής βρισκόταν βορείως της λίμνης Λαντόγκα, όπου θα επιχειρούσε η 8η Στρατιά υπό τον Kαμπαρόφ (6 μεραρχίες ΠΖ και μια ταξιαρχία αρμάτων). Αυτή θα είχε ως ΑΝΣΚ την κατάληψη της πόλης Σορταβάλα και την δέσμευση στην περιοχή των φινλανδικών εφεδρειών. Πιο βόρεια η 9η Στρατιά του Ντουχάνοφ με 4 μεραρχίες θα κινείτο σε δύο άξονες (προς Σουομουσάλμι και Σάλλα στην Λαπωνία) με σκοπό να καταλάβει το Ουλού στον κόλπο της Βοθνίας και να κόψει την χώρα στα δύο. Τέλος στις αρκτικές εσχατιές η 14η Στρατιά του Φρολόφ (2 μεραρχιες ΠΖ και μία ορειβατική) θα καταλάμβανε το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο. Το σύνολο των σοβιετικών δυνάμεων, ανάλογα με την πηγή, κυμαινόταν μεταξύ 450.000 και 600.000 ανδρών.

Ο στρατάρχης Μάννερχαϊμ

Στην Φινλανδία από την άλλη, η επιμονή του Στρατάρχη Καρλ Γκούσταβ Μάννερχαϊμ, ήρωα του πολέμου της Ανεξαρτησίας και του Εμφυλίου, για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της χώρας είχε ως αποτέλεσμα την θεμελίωση μιας σειράς οχυρώσεων στον Ισθμό της Καρελίας (φυλάκια, ναρκοπέδια κλπ που συμπλήρωναν περίτεχνα τα φυσικά κωλύματα που συνιστούσαν οι λίμνες και τα έλη της περιοχής) και την θέσπιση ενός αξιόλογου συστήματος εφεδρείας. Στους 33.000 άνδρες του ενεργού Φινλανδικού Στρατού (Φ.Σ) θα έρχονταν να προστεθούν κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων άλλοι 300.000 σκληροτράχηλοι και γνώστες των μυστικών της χειμερινής διαβίωσης στα παγωμένα δάση της αρκτικής χώρας έφεδροι (7 μεραρχίες και 8 ανεξάρτητες ταξιαρχίες). Ο Φ.Σ υστερούσε δραματικά σε υλικό (διέθετε μόλις 60 άρματα μάχης και 162 παλαιά αεροσκάφη), δεν διέθετε επαρκή αντιαρματικά μέσα, ενώ και δομικά η φινλανδική μεραρχία υπολειπόταν σημαντικά σε ισχύ έναντι της αντίστοιχης σοβιετικής (κατά 20% μικρότερη). Το υποπολυβόλο Suomi όμως που χρησιμοποιούσαν οι Φινλανδοί θα τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στις εκ του σύνεγγυς μάχες έναντι των Σοβιετικών στρατιωτών, που δεν διέθεταν καθόλου υποπολυβόλα. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα σοβιετικά άρματα και με προτροπή του Στρατάρχη Μάννερχαϊμ, η κρατική Επιτροπή Λικέρ ετοίμασε 40.000 εμπρηστικές βόμβες με τις οποίες προμήθευσε το στράτευμα. Ενθουσιασμένοι οι Φινλανδοί στρατιώτες από το νέο εμπρηστικό “κοκτέιλ” θα ονόμαζαν σκωπτικά το νέο τους όπλο “κοκτέιλ Μολότωφ“, προς “τιμή” του υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ.

Σύμφωνα με το φινλανδικό σχέδιο μάχης, τον Ισθμό της Καρελίας θα προστάτευε η Στρατιά του Ισθμού (6 μεραρχίες). Οχυρωμένη πίσω από την Γραμμή Μάννερχαϊμ, η Στρατιά, υπό τον διοικητή Ούγκο Όστερμαν, αποτελείτο από δύο Σώματα Στρατού (ΣΣ), με το Α’ ΣΣ να καταλαμβάνει το δεξιό πλευρό και το Γ’ ΣΣ το αριστερό. Η ευθύνη για την άμυνα βορείως της λίμνης Λαντόγκα θα έπεφτε στο Δ’ ΣΣ (2 μεραρχίες) υπό τον Γιούχο Χεϊσκανεν, ενώ το Συγκρότημα της Βορείου Φινλανδίας (ΣΒΦ), ένα ετερόκλητο σύνολο από Λευκοφρουρούς, συνοριοφύλακες και εφέδρους υπό τον Τουόμπο, θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της υπεράσπισης της υπόλοιπης, μήκους 1600 χλμ, μεθορίου. Ενώ η Στρατιά του Ισθμού και το Δ’ ΣΣ προβλεπόταν να διεξάγουν στατικό αγώνα μέχρι την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και την παρέμβαση κάποιας ξένης δύναμης, αποστολή των ανδρών του Τουόμπο θα ήταν να χρησιμοποιήσουν το δασώδες έδαφος, το στρατηγικό βάθος της ανατολικής χώρας και ασύμμετρες τακτικές ώστε να εμποδίσουν τους Σοβιετικούς να φτάσουν στους ζωτικής σημασίας σιδηροδρομικούς και οδικούς κόμβους που βρίσκονταν δυτικότερα.

Η σοβιετική επίθεση ξεκίνησε στις 08:00 της 30ης Νοεμβρίου, όταν μετά από μισάωρο μπαράζ πυροβολικού σε βάθος 17 χλμ και σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό από 3.000 αεροσκάφη οι μεραρχίες του Μερετσκόφ με την υποστήριξη αρμάτων μάχης πέρασαν την μεθόριο. Μπροστά στον σοβιετικό οδοστρωτήρα, οι Φινλανδοί αναδιπλώθηκαν πίσω από την προστασία της “γραμμής Μάννερχαϊμ”, λίγα χλμ βορειότερα. Οι Σοβιετικοί είχαν επιλέξει την χειμερινή περίοδο για την επίθεσή τους υπολογίζοντας πως η πήξη των πάγων στις απειράριθμες λίμνες και τα έλη της χώρας θα διευκόλυνε την προέλασή τους. Όμως σύντομα θα άρχιζαν τα προβλήματα γι’αυτούς, καθώς θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν κατά την διάρκεια του σκληρότερου χειμώνα που έπληξε την περιοχή από το 1828, με την θερμοκρασία να πέφτει στους -40(!) βαθμούς Κελσίου. Ως αποτέλεσμα των εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών τα πυροβόλα όπλα πάγωναν, τα τρόφιμα γίνονταν σκληρά σαν πέτρα, οι κινητήρες των οχημάτων έπρεπε να είναι διαρκώς σε λειτουργία για να μην παγώνουν οι μηχανές, ενώ σταδιακά αυξάνονταν και οι απώλειες από κρυοπαγήματα. Οι Φινλανδοί από την άλλη, όντας καλύτερα προσαρμοσμένοι στις συνθήκες πολικού ψύχους, φρόντιζαν να καθαρίζουν τα όπλα τους τακτικά με μίγμα βενζίνης και λαδιού και χρησιμοποιούσαν αλκοολ και γλυκερίνη για να κρατούν σε λειτουργία τα πυροβόλα τους. Αν και δεν είχαν επάρκεια σε στρατιωτικές στολές ο χειμερινός πολιτικός ρουχισμός τους ήταν ιδανικός για τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας, ενώ το σύνολο των στρατιωτών διέθετε χιονοπέδιλα τα οποία είχε μάθει να χειρίζεται ήδη από την νηπιακή ηλικία.

Μετά την πρώτη του αποτυχία να διασπάσει την φινλανδική άμυνα, ο Μερετσκόφ ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και επανέλαβε από την 15η Δεκεμβρίου τις εφόδους προς την κατεύθυνση του Ταϊπάλε. Μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου αλλεπάλληλες έφοδοι από 3 σοβιετικές μεραρχίες είχαν αποκρουστεί, με τους Φινλανδούς να εξουδετερώνουν με νυχτερινές αντεπιθέσεις τα όποια μικρά προγεφυρώματα δημιουργούσαν με κόπο και αίμα οι Σοβιετικοί, ενώ ως τις 20 Δεκεμβρίου απέτυχε με σοβαρές απώλειες και μια σοβιετική προσπάθεια να τεθεί εκτός ισορροπίας η φινλανδική άμυνα με την μεταφορά του βάρους της επίθεσης δυτικότερα στους τομείς της Σούμα και της λίμνης Μουολάα. Η Γραμμή Μάννερχαϊμ έμενε ακλόνητη παρά τις ελλείψεις σε υλικά που αντιμετώπιζαν οι Φινλανδοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις ανανέωναν τα πυρομαχικά τους ξεπροβάλλοντας από τα χαρακώματα και περισυλλέγοντας τυφέκια, χειροβομβίδες και πυρομαχικά από τους νεκρούς εχθρούς τους.

Ενώ η 7η Στρατιά μάτωνε μέχρι θανάτου μπροστά από τα πολυβολεία της Γραμμής Μάννερχαϊμ, βόρεια της λίμνης Λαντόγκα οι δύο μεραρχίες του φινλανδικού Δ’ ΣΣ, πιεσμένες από τις τριπλάσιες σοβιετικές δυνάμεις της 8ης Στρατιάς, αναδιπλώνονταν άρον άρον. Αν και το πλήθος των εχθρών αιφνιδίασε αρχικά το φινλανδικό Επιτελείο και προς στιγμήν υπήρξε σκέψη για εγκατάλειψη της κεντρικής χώρας και αναδιοργάνωση πίσω από την γραμμή Ουλού-Βιιπούρι, σύντομα η κατάσταση ανατράπηκε. Ο Χεϊσκάνεν αντικαταστάθηκε από τον υποστράτηγο Χαγκλούντ στις 4 Δεκεμβρίου, ενώ στις 7 του μήνα το Δ’ ΣΣ έλαβε θέσεις πίσω από τα υψώματα που περιστοίχιζαν τον ποταμό Κολάα, όπου ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις. Στις εκεί μάχες διακρίθηκε και ο λεγόμενος “Λευκός Θάνατος” των Σοβιετικών, ο θρυλικός σκοπευτής Σίμο Χάιχα στον οποίο αποδίδονται 500(!) φόνοι Σοβιετικών στρατιωτών. Λίγο βορειότερα, σφοδρές συγκρούσεις λάμβαναν χώρα και στο χωριό Τολβαγιάρβι. Πέρα από την αναδίπλωση σε τακτικά ευνοϊκές γι’αυτούς περιοχές, οι Φινλανδοί άρχισαν να αξιοποιούν τις χιονοδρομικές τους δεξιότητες, τον ελαφρύτερο οπλισμό τους και την γνώση του πεδίου μάχης ώστε να παρενοχλούν, να ενεδρεύουν και τελικά να κατακερματίζουν σε μικρότερους θύλακες προς εξόντωση (motti) τις αργοκίνητες σοβιετικές φάλαγγες. Σε αυτές τις επιχειρήσεις φάνηκαν και οι συνέπειες των σταλινικών εκκαθαρίσεων των προηγούμενων ετών στο στράτευμα, καθώς οι Σοβιετικοί είχαν στείλει τις 11 βαριές μεραρχίες τους κατά μήκος των στενών δρόμων που διέσχιζαν το πυκνό φινλανδικό δάσος χωρίς να έχουν προβεί σε επαρκή αναγνώριση του πεδίου και χωρίς να έχουν διαθέσει δυνάμεις σε ρόλο πλαγιοφυλακής.

Προς ενίσχυση των πιεζόμενων στρατιωτών του ο Μάννερχαϊμ έστειλε τον συνταγματάρχη Ταλβέλα με τρεις ταξιαρχίες (9.100 άνδρες). Διερχόμενοι διαμέσου του παγωμένου δάσους, οι λευκοντυμένοι έφεδροι της ομάδας Ταλβέλα πλαγιοκόπησαν τις 139η και 75η σοβιετικές μεραρχίες που μάχονταν στο Τολβαγιάρβι σφυροκοπώντας τις αλύπητα. Ως τις 12 του μήνα η 75η είχε σαρωθεί κυριολεκτικά από τρία μόλις φινλανδικά τάγματα, ενώ ως τις 23 ο Ταλβέλα είχε απομονώσει και περικυκλώσει έναν μεγάλο εχθρικό σχηματισμό γύρω από την Κιτέλα. 4.000 Σοβιετικοί είχαν εξοντωθεί στις μάχες, με τίμημα μόλις 630 νεκρούς και 1.300 τραυματίες Φινλανδούς, ενώ μαθαίνοντας τα νέα για την καταστροφη των δύο ρωσικών μεραρχιών στο Τολβαγιάρβι, η 104η σοβιετική μεραχία που είχε καταλάβει το Πέτσαμο στον βορρά ανέκοψε την προέλασή της και οργανώθηκε αμυντικά. Παρομοίως και οι υπόλοιπες μονάδες της 8ης Στρατιάς αποκόπηκαν από τα μετόπισθέν τους και εμηδενίστηκαν. Στο Κούμο η σοβιετική 54η Μεραρχία (12.800 άνδρες, 120 πυροβόλα και 35 άρματα μάχης) κυκλώθηκε πλήρως από τους Φινλανδούς στα τέλη Ιανουαρίου. Παγιδευμένοι εντός των “motti” σε αραιά ξέφωτα και τοποθετώντας γύρω τους τα άρματά τους, οι στρατιώτες της θα αντιμετώπιζαν στωικά το πολικό ψύχος, την κατάθλιψη λόγω της ατέλειωτης αρκτικής νύχτας (η ημέρα κατά την διάρκεια του χειμώνα διαρκεί μόλις λίγες ώρες στην περιοχή) και τις ελλείψεις σε εφόδια μέχρι την λήξη των εχθροπραξιών. Στη Λιέκσα οι Σοβιετικοί εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση μετά από προέλαση μόλις 20 χλμ, ενώ στο Ιλομάντσι η 155η αφού “στραπατσαρίστηκε” από τους Φινλανδούς υποχώρησε και αυτή δυτικότερα.

Ανάλογη τύχη είχε και η διείσδυση της 9ης Στρατιάς στην κεντρική Φινλανδία. Αν και οι σοβιετικές 88η και 122η μεραρχίες προέλασαν γρήγορα και σε μεγάλο βάθος φτάνοντας πολύ κοντά στον ΑΝΣΚ τους στον κόλπο της Βοθνίας, το φινλανδικό Συγκρότημα Λαπωνίας που συστάθηκε στις 11 Δεκεμβρίου υπό τον διοικητή Κουρτ Βαλλένιους σύντομα πέρασε στην αντεπίθεση. Στις 17 του μήνα η 122η μεραρχία πλαγιοκοπήθηκε στον συγκοινωνιακό κόμβο της Σάλλα και εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση αφήνοντας πίσω μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού, ενώ μετά από αυτή την επιτυχία οι Φινλανδοί ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους που αμύνονταν σκληρά στο Κεμιγιάρβι. Μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις και αντεπιθέσεις οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν σε νέα θέση ανατολικότερα, όπου θα παρέμεναν μέχρι το τέλος του πολέμου.

Πολύ σκληρότερη όμως υπήρξε η εξέλιξη του πολέμου για τις σοβιετικές 44η και 163η μεραρχίες (48.000 άνδρες, 335 πυροβόλα και 100 άρματα μάχης). Oι Σοβιετικοί στρατηγοί Σελέντσοφ της 163ης και Βινογκράντοφ της 44ης διέπραξαν το λάθος να κατανείμουν τις δυνάμεις τους σε δύο σκέλη μιας λαβίδας: Η 163η θα συνέκκλινε προς το Σουομισάλμι από τον βορρά, ενώ η 44η θα έκλεινε την “λαβίδα” από τον δρόμο της Ραάτα στον νότο. Ενισχυμένοι από την πλευρά τους με 17.000 άνδρες της εφεδρείας, οι Φινλανδοί υπό την ηγεσία του ικανού συνταγματάρχη Σιιλασβούο πήραν την τολμηρή απόφαση να αντιμετωπίσουν τις δύο σοβιετικές μεραρχίες ξεχωριστά. Ενώ ένα τάγμα 350 ανδρών θα καθήλωνε την 44η στο στενό πέρασμα (μήκους 1 χλμ) μεταξύ των λιμνών Κουιβασγιάρβι και Κουομασγιάρβι ανατολικά του χωριού, ο κύριος όγκος των φινλανδικών δυνάμεων θα εφορμούσε κατά της 163ης μεραρχίας. Οι μάχες με τους μογγολικής καταγωγής στρατιώτες του Σελέντσοφ διεξήχθησαν σώμα με σώμα με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και σκαπανικά εργαλεία. Ως τις 11 Δεκεμβρίου η 163η υποχώρησε προς το Σουομισάλμι, όπου στην συνέχεια δέχτηκε την σφοδρή αντεπίθεση των Φινλανδών. Απλωμένη κατά μήκος του δρόμου από το χωριό προς τα σύνορα η σοβιετική φάλαγγα κατακερματίστηκε και τα αποκλεισμένα τμήματά της μετά από 17 μέρες σκληρών μαχών εξοντώθηκαν αφήνοντας 5.000 νεκρούς Σοβιετικούς στρατιώτες. Με την 163η να έχει πάψει να υφίσταται ως οργανωμένη μονάδα, σειρά είχαν οι Ουκρανοί της 44ης: Η φινλανδική αντεπίθεση ξεκίνησε την Πρωτοχρονιά του 1940 με τους Σοβιετικούς να οχυρώνονται επί τόπου. Αφού απομόνωσαν την εμπροσθοφυλακή της 44ης, οι Φινλανδοί πλαγιοκόπησαν τον υπόλοιπο σχηματισμό και τον διέσπασαν σε θύλακες κατά μήκος του δρόμου της Ραάτα. Ως τις 6 του μήνα οι 17.000 άνδρες του Βινογκράντοφ, αποκλεισμένοι σε μια περιοχή εύρους 8 χλμ και χωρίς υποστήριξη από την αεροπορία τους λόγω της κακοκαιρίας, τελικά υπέκυψαν: Οι Φινλανδοί συνέλαβαν μόλις 1300 αιχμαλώτους μαζί με πλήθος υλικού (43 άρματα, 46 πυροβόλα, 200 φορτηγά. 100 πολυβόλα. 6.000 τυφέκια και 1.170 ίππους), ενώ μετά από αυτές τις καταστροφές οι Σοβιετικοί δεν θα αποτολμούσαν να ξαναεισβάλλουν στην ανατολική Φινλανδία.

Τα νέα για τις ταπεινωτικές ήττες στην Καρελία και την ανατολική Φινλανδία προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στο σοβιετικό Επιτελείο. Επιπλέον, στις 14 Δεκεμβρίου και μετά από καταγγελία της Φινλανδίας η Κοινωνία των Εθνών απέβαλλε από τους κόλπους της την ΕΣΣΔ με την κατηγορία της επίθεσης χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου και την παραβίαση τόσο διμερών όσο και διεθνών συνθηκών. Οι διοικητές στρατιών που απέτυχαν στην αποστολή τους αποπέμφθηκαν και αντικαταστάθηκαν με νέους, ενώ στις 7 Ιανουαρίου η διεύθυνση του πολέμου ανατέθηκε στον στρατάρχη Σεμυόν Κονσταντίνοβιτς Τιμοσένκο, που μόλις είχε επιστρέψει από την Πολωνία όπου συμμετείχε στην κατάληψη του ανατολικού τμήματος της χώρας. Οι σοβιετικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν και ενισχύθηκαν και μια νέα Στρατιά, η 13η του στρατηγού Γκρόνταλ, παρατάχθηκε στο δεξιό της ταλαιπωρημένης 7ης.

Ταυτόχρονα στην Φινλανδία, αν και το ηθικό ήταν υψηλό λόγω των νικών στα μέτωπα, είχε αρχίσει να γίνεται εμφανής η κόπωση. Επίσης η διεθνής βοήθεια που έφτασε στην χώρα δεν ήταν τελικά αυτή που ίσως αναμενόταν. Η γειτονική Σουηδία περιορίστηκε να στείλει όπλα, χρήματα και ένα σώμα 8.000 εθελοντών, η Δανία και η Νορβηγία διέθεσαν από μόλις 800 άνδρες η καθεμιά, η Ουγγαρία 450 και η φασιστική Ιταλία 150. Ακόμα απογοητευτικότερη για τους Φινλανδούς ήταν η ανταπόκριση της Δύσης: η Γαλλία παραχώρησε οπλισμό εποχής Α’ ΠΠ που σάπιζε στις αποθήκες του γαλλικού στρατού, ενώ η Βρετανία έστειλε λίγα αντιαεροπορικά όπλα, φυσίγγια και 50.000 θερινές(!) στολές πλήρως ακατάλληλες για τον χειμερινό αγώνα που διεξαγόταν.

Η νέα σοβιετική επίθεση εκδηλώθηκε την 1η Φεβρουαρίου στον Ισθμό της Καρελίας με στόχο για ακόμα μια φορά το Βιιπούρι. Οι φινλανδικές θέσεις σφυροκοπήθηκαν με συγκεντρωτικά πυρά του πυροβολικού (300.000 οβίδες μέσα σε 24 ώρες) και 600.000 Σοβιετικοί στρατιώτες εξόρμησαν για την κατάληψη των ΑΝΣΚ τους εμπλέκοντας τους Φινλανδούς σε έναν εξοντωτικό πόλεμο φθοράς. Μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου οι Σοβιετικοί δημιούργησαν ρήγμα στην Γραμμή Μάννερχαϊμ, ενώ κατά την 1η Μαρτίου βρίσκονταν στα περίχωρα του Βιιπούρι. Οι Φινλανδοί που κατά το διάστημα αυτό έχασαν 30.000 άνδρες (συνολικά το 20% των δυνάμεών τους από τις αρχές του πολέμου) βρίσκονταν πλέον στα όρια της αντοχής τους. Έτσι μετά από μεσολάβηση της Σουηδίας στις 6 Μαρτίου μια φινλανδική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για να διαπραγματευτεί στην Μόσχα. Ταυτόχρονα, και παρά την πτώση του Βιιπούρι στις 11 Μαρτίου, πρόταση ενίσχυσης από τους Αγγλογάλλους με εκστρατευτικό σώμα 100.000 ανδρών απορρίφθηκε ως επικίνδυνη κλιμάκωση κι έτσι στις 13 του μήνα οι Φινλανδοί αποδέχτηκαν τους σοβιετικούς όρους υπογράφοντας ανακωχή.

Σύμφωνα με την υπογραφείσα συμφωνία η Φινλανδία εκχωρούσε στην ΕΣΣΔ το Βιιπούρι, το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο, την μισή χερσόνησο των Αλιέων, την περιοχή του Χάνκο, ολόκληρη τη λίμνη Λαντόγκα και τον Ισθμό της Καρελίας. Η Φινλανδία έχασε εδάφη όπου κατοικούσε το 12% του πληθυσμού της και που φιλοξενούσαν τα σημαντικά λιμάνια Κοϊβίστο και Ουούρα, το κανάλι Σαϊμάα, την βιομηχανία ξυλείας της Καρελίας, το 10% της βιομηχανίας χημικών, υφαντουργίας και μεταλλουργίας και περίπου 100 ενεργειακούς σταθμούς. Μετά την απώλεια 25.000 νεκρών και 55.000 τραυματιών, αν και η χώρα διατήρησε την ανεξαρτησία της, οι όροι που αναγκάστηκε να δεχθεί τελικά ήταν σαφώς βαρύτεροι από εκείνους που είχε απορρίψει πριν την έναρξη του πολέμου.

Από την άλλη οι Σοβιετικοί είχαν συνολικές απώλειες 320.000-400.000 ανδρών ανάλογα με την πηγή αναφοράς, ενώ έγινε φανερή η έλλειψη των ικανών αξιωματικών που είχαν πέσει θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων κατά τα έτη 1937-1938. Παρόλα αυτά έμαθαν από τα λάθη τους, εισάγοντας νέα δόγματα συνδυασμένων όπλων και την διεξαγωγή ενδελεχών αναγνωρίσεων πριν από κάθε επιχείρηση. Οι Γερμανοί από την άλλη ως παρατηρητές της σύγκρουσης μεταξύ των Σοβιετικών συμμάχων τους και του Φ.Σ οδηγήθηκαν σε μια λογική υποτίμησης του σοβιετικού στρατού. Ως συνέπεια αυτών θα ακολουθούσε η γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941.

Με τις δυνάμεις του Άξονα θα συμμαχούσαν και οι Φινλανδοί σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη τους κατά τον λεγόμενο Πόλεμο της Συνέχειας (Ιούνιος 1941-Σεπτέμβριος 1944).

Από την ομάδα ΦΒ Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *