Το θέατρο και το κιτς

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

Η ελλειπτική αξιοθρήνητα παιδεία μας, ειδικά σε ό,τι αφορά στην ιστορία των καλλιτεχνικών μορφών και των αισθητικών συρμών, είναι συχνά η αιτία που ακούμε και διαβάζουμε σημεία και τέρατα ασυναρτησίας και άγνοιας ακόμη και από κείνους που έχουν – τρομάρα τους! – την ευθύνη να καλλιεργούν το σύγχρονο κοινό με καλλιτεχνικά μορφώματα του παρελθόντος και κείνους που έχουν την ευθύνη να τα κρίνουν.

Υπάρχει πληροφοριακό κενό για περιόδους της ιστορίας του θεάτρου όπως π.χ. της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Αλλά και για τα σκοτεινά χρόνια της βυζαντινής ιστορίας, πάντα σε σχέση με τη μοίρα του θεάτρου και των περί τον Διόνυσον τεχνιτών. Πόσοι π.χ. από αυτούς που διαχειρίζονται την ενημέρωση του κοινού γνωρίζουν το μοναδικό (και για την πληρότητά του σε σχέση με τα άλλα ανάλογα ευρωπαϊκά μοναδικότατο) «Λεξικό των περί τον Διόνυσον τεχνιτών» του καθηγητή Στεφανή. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω αναλυτικά γι’ αυτό περίπου πριν τριάντα χρόνια σ’ αυτές εδώ τις σελίδες. Εκεί ο κάθε φιλομαθής περί τα θεατρικά πράγματα θα μάθαινε και την ποικιλία των επαγγελματιών του θεάτρου και τους τρόπους που μιμούνταν και τη θέση τους στην κοινωνία. Αφήνω βέβαια τα έξοχα ντοκουμέντα που προσκόμισαν στην έρευνα ο Ξανθουδίδης, ο Λάμπρου και άλλοι σημαντικοί ερευνητές για το βυζαντινό θέατρο και τα αναφέρει στο εκλεκτιστικό του βιβλίο ο Πλωρίτης περί «Βυζαντινού θεάτρου» και στο ειδικότερο για τους «Μίμους» των ελληνιστικών χρόνων. Επίσης, όσοι γνοιάζονται σοβαρά να μάθουν και εν συνεχεία να πληροφορήσουν το κοινό δεν μπορούν να αγνοούν το βιβλίο του Βάγγου Παπαϊωάννου για τη σάτιρα και το θέατρο στα ρωμαϊκά χρόνια και το εκλαϊκευτικό βιβλίο του Ξυπνητού για τη «Νέα κωμωδία» και το αλεξανδρινό τοπίο στο θέατρο.

Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν ποιος είναι ο προστάτης άγιος των ελλήνων ηθοποιών από τότε που τον συνέστησε ο θεατρόφιλος παπα-Πυρουνάκης; Είναι ο «Αγιος Πορφύριος ο εκ μίμων», ένας πρώην ειδωλολάτρης μίμος που έβγαζε το ψωμί του στα πανηγύρια των πρωτοχριστιανικών χρόνων γελοιοποιώντας το χριστιανικό βάφτισμα. Τότε δεν είχε ακόμη καθιερωθεί ο νηπιοβαπτισμός και οι νεοφώτιστοι, άνδρες και γυναίκες, πάσης ηλικίας βαπτίζονταν ημίγυμνοι. Ο Πορφύριος λοιπόν έκοβε μονέδα με το «νούμερό» του, ώσπου, λέει το συναξάρι του, την ώρα που ήταν μέσα στην κολυμπήθρα «φωτίστηκε» και άρχισε να ψάλλει ύμνους στον Θεό. Το λαϊκό κοινό διαμαρτυρήθηκε («τα λεφτά μας, τα λεφτά μας»!) και ο παρών αστυνόμος τον αποκεφάλισε κι έτσι άγιασε. Υπάρχουν δεκάδες άγιοι, όσιοι και μάρτυρες μίμοι στο αγιολόγιο της ορθοδοξίας και μόνο.

Φανταστείτε σήμερα ένα νούμερο με το συναξάρι του Πορφύριου και με εκτελεστή τον Στάθη Ψάλτη! Κιτς, θα αναφωνήσετε. Κιτς, βεβαίως, αν είστε διανοούμενοι (είδος που περίσσεψε λόγω φτήνιας και απλής δηλώσεως στους καιρούς μας), γιατί όπως απέδειξε ο μέγας Κούντερα το κιτς είναι εφεύρεση των διανοουμένων και όσων καμώνονται τους εγγράμματους και τους διανοούμενους όπως η αλήστου μνήμης Μαντάμ Σουσού. Ο τρόπος που στολίζεται και βάφεται ο μάγος της φυλής, ο τρόπος που οι χαροκαμένοι γονείς γεμίζουν παιχνιδάκια τους τάφους των πεθαμένων νηπίων τους, ο τρόπος που οι φορτηγατζήδες στολίζουν τις νταλίκες, ο τρόπος που με ό,τι περισσεύει από κουρέλια υφαίνουν τις κουρελούδες οι γυναίκες του χωριού, ο τρόπος που στολίζουν τη σκηνή τους οι έλληνες ατσίγγανοι με τον πολύχρωμο γιούκο, τα χράμια και τα βραχιόλια της θρονιασμένης στο κέντρο γιαγιάς της φαμίλιας, δεν είναι κιτς, ώς τη στιγμή που θα πέσει πάνω τους «η αισθητική» του ερευνητή διανοούμενου.

Η ένδοξη σειρά των μίμων που διέρχονται τον ευρωπαϊκό και τον βυζαντινό μεσαίωνα διωκόμενοι, αποσυνάγωγοι, άνομοι είναι αυτοί που διέσωσαν την τέχνη του θεάτρου κόντρα στην Ιερά Εξέταση και τις πυρές της, κόντρα στις «νεαρές» της νομοθεσίας του Βυζαντίου, κόντρα στις ιερεμιάδες του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Αλήθεια στοχαστήκατε ποτέ γιατί στο Βυζάντιο οι πόρνες ονομάζονταν «θυμελικές»; Σκεφτήκαμε τι τους καταμαρτυρούσαν των μίμων όταν τους απέκλειαν από τα δικαιώματα του κράτους δικαίου; Δεν είχαν στο Βυζάντιο το δικαίωμα να κληρονομούν, να κληροδοτούν, να παντρεύονται και να κηδεύονται εκκλησιαστικά, να προσφεύγουν στα δικαστήρια και να καταθέτουν ως μάρτυρες.
Πριν, στα χρόνια των αλεξανδρινών χρόνων, απευθύνονταν σε πολυεθνικά ακροατήρια ελλήνων, εβραίων, σύρων, αιγυπτίων στρατιωτών μισθοφόρων, στα θέατρα έως το Αφγανιστάν και τη Βακτριανή όταν η αρχαία πόλις διεσπάστη και ο Αλέξανδρος με το ξίφος διέδωσε το θέατρο στην τότε γνωστή οικουμένη.
Αλήθεια τι παίζαν οι μίμοι στην Αντιόχεια σε στρατιώτες και εμπόρους στα παζάρια, όταν οι περισσότεροι δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση και σολοίκιζαν τα ελληνικά;

Ξέρουμε από τους «Μιμίαμβους» του Ηρώνδα τα θέματα που παρουσίαζαν: πορνοβοσκοί, κυρίες που αντάλλασσαν τους ακαταπόνητους ερωτικά δούλους τους, ρουφιάνες που προσηλύτιζαν κοριτσάκια. Ο Λουκιανός εξάλλου στους «εταιρικούς διαλόγους» του καλύπτει θεματικά όλο το φάσμα από τον εκμαυλισμό και τη μύηση, ώς τη διδασκαλία της «μαμάς» στη νεοφώτιστη τεχνικώς νεαρή πόρνη. Εκεί προαγωγοί, τσάτσες, παραλήδες μουστερήδες και ερωτόληπτα μειράκια.

Την ίδια εποχή η «Παλατινή ανθολογία» μάς προίκισε με εκατοντάδες τολμηρά ερωτικά επιγράμματα και ολόκληρη συλλογή με την «Παιδική μούσα», δηλαδή παιδεραστικά ποιήματα.

Το θέατρο της εποχής μετά τον Μένανδρο έως τον Σενέκα και αργότερα στους σκοτεινούς αιώνες των διωγμών είναι λαϊκό, βωμολοχικό, αυτοσχεδιαστικό, τολμηρό θεματικά και βίαιο. Ναι, οι πληροφορίες αναφέρουν πως στη «Μήδεια» του Σενέκα ο μίμος που υποδυόταν τη βάρβαρη ξένη παιδοκτόνο έσφαζε παιδάκια χριστιανών ή δούλων. Αλλά γιατί πάμε μακριά, κάντε μια βόλτα στο θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη, εκεί όπου ξεκίνησε τον 6ο π.Χ. αιώνα το θέατρο και δοξάστηκε από Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, το σημερινό ερείπιο φέρει εμφανή τα σημάδια των πρωτοχριστιανικών χρόνων, αφού διαθέτει περιφερική υπόγεια δίοδο απ’ όπου εξαπολύονται τα λιοντάρια που κατασπάραζαν δούλους και χριστιανούς στον ίδιο χώρο, στην ίδια ορχήστρα που είχε ακουστεί η «Ορέστεια», η «Αντιγόνη» και οι «Βάτραχοι».

Οσον αφορά τους κατωιταλιάνικους φλύακες, ήταν παρωδίες σε πεζό γνωστών τραγικών μύθων. Εκαναν πλάκα με γνωστά έργα της κλασικής θεατρικής ιστορίας. Στα χρόνια μας φλύακα έγραψε στην Κατοχή ο Ψαθάς την «Ιφιγένεια εν μαύροις»… στη μαύρη αγορά και ο Ζιώγας «Τους κάφρους», παρωδία της «Ελένης» του Ευριπίδη.

Αλλά φλύακας ήταν και το νούμερο του μακαρίτη Σωτήρη Μουστάκα με τον «Αμλετ» αλλά και το «Μία ζωή Γκόλφω» του Ελεύθερου Θεάτρου.

Αλλά ένας μεγαλοφυής φλύακας ήταν και η παράσταση των μαστόρων του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ με τον μύθο της «Θίσβης και του Πύρρου».

Αρα, το κιτς είναι αισθητική κατηγορία των διανοουμένων, ενώ η ιστορία του θεάτρου υπακούει όπως η καθολική ιστορία στον νόμο της ανάγκης, των συνθηκών και της επιβίωσης.

Αλλά το θέατρο οφείλει να έχει στη θεματική του και το κιτς για να το γελοιοποιεί.

29 Ιουλίου 2011 – ΤΑ ΝΕΑ

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *