Συνέντευξη με τον Ηρακλή Καραμπάτο, συγγραφέα του βιβλίου «Μετακλασικός κόσμος και πρώιμος χριστιανισμός»

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε στην ιστοσελίδα μας ο συγγραφέας του βιβλίου «Μετακλασικός κόσμος και πρώιμος χριστιανισμός: Μετασχηματισμός, αναπροσαρμογή και μετάπλαση της αρχιτεκτονικής και της τέχνης της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας από την παλαιοχριστιανική τέχνη», Ηρακλής Καραμπάτος, ο οποίος είναι υποψήφιος διδάκτορας της Σχολής Αρχιτεκτόνων – Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αριστούχος απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Αθήνας και κάτοχος Μεταπτυχιακών Διπλωμάτων «Φιλοσοφίας» και «Ελληνορωμαϊκών Σπουδών» των Τμημάτων Φιλοσοφίας και Ιταλικής Φιλολογίας αντίστοιχα.

Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του βιβλίου, το θέμα της συζήτησης ήταν η μετάβαση που βλέπουμε από την ύστερη αρχαιότητα στον πρωτοχριστιανικό κόσμο μέσα από την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Σας παραθέτουμε τα όσα μας είπε ο κ. Καραμπάτος, τα οποία είμαστε σίγουροι ότι θα βρείτε πολύ ενδιαφέροντα.

Ακολουθεί η συνέντευξη:

Κε Καραμπάτε, τί ήταν αυτό που σας τράβηξε να ασχοληθείτε με ένα τόσο ιδιαίτερο θέμα όπως η σχέση της μετακλασικής τέχνης και αυτής του πρώιμου χριστιανισμού;

Στην Ελλάδα έχουν γραφτεί σημαντικές μελέτες για την τέχνη του πρώιμου χριστιανισμού και ως αντικείμενο έχει πλέον τη δική του θέση στα πανεπιστημιακά σεμινάρια. Οι πολιτισμικές ωσμώσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ της τέχνης της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και του χριστιανισμού είναι ένα ζήτημα που ίσως να μην αφήνει αρκετό «χώρο» για νέες, πρωτότυπες ιδέες. Μολονότι το θέμα έχει σχεδόν εξαντληθεί, θεώρησα (και ελπίζω να μην αυταπατώμαι) πως υπάρχουν ακόμη και τώρα κάποιες εύφορες πλευρές του για νέες διατυπώσεις. Θα ήθελα να μου επιτρέψετε να μην προβώ σε μια βάρβαρη, «καταλογική» παράθεση των πρωτοτυπιών που το βιβλίο αυτό ενδέχεται να κομίζει, παρά να αναφέρω απλώς πως θεώρησα ότι υπάρχουν κάποιες ιδέες που ίσως να αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες και έλαβαν τον ρόλο καινοφανών μορφοποιητικών αρχών για την παλαιοχριστιανική τέχνη, τόσο στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, όσο και σε άλλες μορφές τεχνών.

Γενικότερα βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο της όψιμης αρχαιότητας, όχι μόνο στο πεδίο της αισθητικής, αλλά και στο πεδίο της θρησκευτικότητας, των μορφών διακυβέρνησης κ.ο.κ. Υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία εξέτασης σε αυτή την περίοδο, όπως το ερώτημα με ποια κριτήρια έγιναν οι επιλογές αυτές από τον πρωτοχριστιανισμό. Γιατί υιοθετείται – για παράδειγμα – αυτός ο συγκεκριμένος τύπος ναοδομίας και όχι κάποιος άλλος, ή εξετάζεται, έστω κάπως εικοτολογικά, το αν η πρώιμη χριστιανική τέχνη θα μπορούσε τελικά να εξελιχθεί διαφορετικά από αυτό που πράγματι είναι. Στη μελέτη αυτή προσεγγίζονται επίσης ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τη μετάπλαση και τον ανασχηματισμό κάποιων ιδεών του μετακλασικού κόσμου από την interpretatio christiana. Η «χριστιανική προσληψιμότητα» είναι μια έννοια δύσκολη στο να προσεγγιστεί, υπό την έννοια ότι πρωτίστως δεν κατέχουμε το σύνολο των παρακείμενων πεποιθήσεων που συγκροτούν την οπτική και αναγνωστική κουλτούρα του πρώιμου χριστιανισμού και δευτερευόντως γιατί είναι μια έννοια αμιγώς αλληλένδετη με την ανθρώπινη προθετικότητα και δεν αντιπροσωπεύει ένα αυστηρά ορισμένο σώμα πιστών με τις ίδιες (ή έστω) παρόμοιες παραδοχές σε κοντινές  της θρησκευτικότητας περιοχές (όπως της αισθητικής).

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στην χρήση μορφών της εθνικής θρησκείας, όπως ο Ηρακλής, από την πρωτοχριστιανική ζωγραφική. Ποιος ήταν ο σκοπός της επιλογής αυτής;

Θα έλεγα πως η επιλογή αυτή σχετίζεται πρωτίστως με την προσέγγιση αυτού που παραπάνω ανέφερα ως «οπτική κουλτούρα» του αρχαίου κόσμου, καθώς η Αγία Γραφή δεν μπορούσε να αποτελέσει μορφοποιητικό, αλλά μόνο «περιεχομενικό» οδοδείκτη για την παλαιοχριστιανική τέχνη. ‘Έτσι, πρόσωπα όπως αυτό του Ορφέα ή του Βελλερεφόντη (και σύμβολα όπως ο φοίνικας, τα βουκολικά τοπία κ.ά) ανανοηματοδοτούνται, λαμβάνοντας πλέον ένα ευχαριστιακό περιεχόμενο με κηρυγματικό χαρακτήρα και εγγράφονται υπό αυτό το νέο status στην παλαιοχριστιανική τέχνη. Για παράδειγμα, ο Ηρακλής που αναφέρατε παραδειγματικά στην ερώτησή σας, γίνεται σύμβολο της καθόδου στον Άδη και της ηρωικής επαναφοράς στον κόσμο των ζωντανών. Ο Ηρακλής θαυμάστηκε για τις σωτηριολογικές προεκτάσεις που έλαβε ως ημίθεος και σε πολλές πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου λατρεύτηκε με το προσωνύμιο «σωτήρας» (θυμάμαι, εντελώς πρόχειρα, έναν αργυρό στατήρα που κόπηκε στη Θάσο του 4ου π.Χ., που αναγράφει «Ηρακλέους Σωτήρος»). Ένα άλλο πολύ διαδεδομένο στις χριστιανικές κατακόμβες σύμβολο είναι το παγώνι, το οποίο στο βλέμμα του εθνικού συμβόλιζε τη θεά Ήρα, ενώ στο βλέμμα του πρωτοχριστιανού εγκιβώτιζε την ιδέα της χριστιανικής αθανασίας.

Ταυτόχρονα, ίσως αυτή η υιοθέτηση συμβόλων του κόσμου των εθνικών να υποκρύπτει και μια έμμεση μορφή προσηλυτισμού και να δηλώνει στους εθνικούς παρατηρητές μια εικονολογική – θρησκευτική «εγγύτητα». Πως θα μπορούσαν αυτές οι συνοπτικές και σχεδόν κρυπτικές παραστάσεις να αποτυπωθούν στις θεασιακές κρίσεις ενός εθνικού; Κατά πάσα πιθανότητα λαμβάνοντας ένα θετικό πρόσημο. Ας μην λησμονούμε επίσης, πως ένα μεγάλο μέρος των πιστών του πρωτοχριστιανισμού είναι «επείσακτο», με την έννοια ότι προέρχεται από την εθνική λατρεία. Μεγάλη σημασία έχει επίσης το γεγονός ότι εικονολογική μήτρα της πρωτοχριστιανικής τέχνης δεν αποτελεί μόνο η ελληνορωμαϊκή μυθολογία∙ εικονοπλαστικά λειτουργεί το σύνολο των κειμένων της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, ακόμη και αυτά που σήμερα αποκαλούνται «απόκρυφα», όπως – για παράδειγμα – το Ευαγγέλιο του Θωμά. Εν κατακλείδι, ο λαϊκός χαρακτήρας της πρώιμης χριστιανικής τέχνης δεν διέφερε από εκείνον της όψιμης ρωμαϊκής τέχνης που χαρακτηριζόταν από την πληβειακή ερμηνεία των εικονογραφικών τύπων.

Η μελέτη σας αναδεικνύει την επιβίωση της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής μέσα στην χριστιανική ναοδομία. Θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό στοιχείο;

Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαιτέρως νευραλγικό για τη συνολικότερη κατανόηση της παλαιοχριστιανικής τέχνης αλλά και αρκετά πλούσιο σε περιεχόμενο και τα στοιχεία που θα σας παραθέσω θα είναι αναγκαστικά επιλεκτικά. Αναφέρθηκα προηγουμένως στο «δίκτυο πατρωνίας» που αποτελεί η Α.Γ. και την αδυναμία της να παράσχει κάποια πρότυπα για την ανάπτυξη της μορφής των έργων. Ειδικά το πεδίο της αρχιτεκτονικής, το οποίο ενέχει και τα ζητήματα των στατικοδυναμικών περιορισμών, ήταν αδύνατο να αποτελέσει πεδίο πειραματισμού, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση του αρτιγέννητου χριστιανισμού. Η ιδέα είναι λοιπόν παρόμοια με αυτή που παραπάνω αναπτύξαμε: χρησιμοποίηση των διαδεδομένων τύπων οικοδομικής δραστηριότητας για τις ανάγκες της νέα θρησκείας (κατά βάση χρησιμοποιείται ο τύπος της βασιλικής). Υιοθετείται, εν ολίγοις, ένας τύπος κτιρίου με την ταυτόχρονη ιεροποίησή του, η οποία επιτυγχάνεται με τον χριστιανικό ορναμενταλισμό (σημειώστε εδώ πως η χριστιανική εκκλησία «δυσφορεί» διαχρονικά, όταν της αποδίδεται κάποια διάθεση κοσμητικής δραστηριότητας στους ιερούς της χώρους, καθώς για εκείνη κάθε τι εντός του ναού έχει ακραιφνώς λειτουργικές προεκτάσεις).

Το βασικό στοιχείο που «γεννά» η αρχιτεκτονική θεωρία των Ρωμαίων και επιβιώνει στον χριστιανισμό δεν βρίσκεται τόσο στον τύπο (π.χ. βασιλική, οκταγωνικό ή άλλης μορφής περίκεντρο κτίσμα) ή στη μορφή (π.χ. δρομικότητα) αυτών των κτιρίων, όσο στη χρησιμοποίηση του εσωτερικού χώρου∙ αυτό το χαρακτηριστικό είναι που «απελευθερώνει» τη χριστιανική ναοδομία υστερογενώς. Ο χριστιανισμός δεν δημιουργεί ναούς για να κατοικούν οι θεοί, αλλά για να συνέρχονται στο εσωτερικό του οι πιστοί και μετατρέπεται έτσι στην κατ’εξοχήν θρησκεία που εκφράζει τη λατρεία της εντός ενός εσωτερικού χώρου. Κατά τα λοιπά, έχουμε την επιζήτηση μιας «αισθητικής του φωτός» εντός του δομημένου περιβάλλοντος, που λαμβάνει πλέον γνωσιολογικές προεκτάσεις, με μια ταυτόχρονη απομάκρυνση από τις βιτρουβιανές επιταγές αλλά και τις μαθηματικές – αισθητικές ποιότητες της αρχαίας φιλοσοφίας. Αυτές, εντελώς ακροθιγώς, αποτελούν τις ρωμαϊκές επιβιώσεις της χριστιανικής ναοδομίας.

Μεγάλη συζήτηση γίνεται ακόμη και σήμερα πάνω σχετικά με την σύγκρουση εθνικής και χριστιανικής θρησκείας και στο κατά πόσο οι πρώτοι χριστιανοί κατέστρεψαν ή διατήρησαν την αρχαία τέχνη. Σε ποια συμπεράσματα έχετε καταλήξει μέσα από την έρευνά σας;

Aυτό είναι ίσως το δημοφιλέστερο, αλλά και το πιο ακανθώδες σημείο μιας έρευνας που αξιώνει να προσεγγίσει διερευνητικά τη σχέση αυτή, τη σχέση δηλαδή μεταξύ της αρχαίας τέχνης από τη μία πλευρά και της χριστιανικής τέχνης από την άλλη. Επέλεξα να αναφερθώ κι εγώ στο ζήτημα αυτό, αναφορές για το οποίο ο αναγνώστης θα εντοπίσει περισσότερο στα τελευταία κεφάλαια. Θα ήθελα να είμαι όσο περισσότερο σαφής γίνεται: η ανάπλαση και ο ανασχηματισμός, η αποϋλοποίηση και η ιεροποίηση, το «κλείσιμο» ή η καταστροφή ενός ναού αποτελούν ως πρακτικές «κυματικά μήκη» ενός φάσματος∙ του φάσματος που σχετίζεται με την «αποποίηση» ή αποδοχή της κλασικής και μετακλασικής κληρονομιάς. Δεν υπάρχει μια ενιαία αντιμετώπιση στον χρόνο και στον χώρο, παρά κάποια παροντικά και καταστασιακά calculus που ορίζουν τι πρέπει να γίνει στο «εδώ και το τώρα». Θα αισθανόμουν λοιπόν ασφαλής, αν ισχυριζόμουν, πως ο χριστιανισμός εγκαταλείπει ένα μέρος της αρχαίας τέχνης και διασώζει ένα άλλο. Η υπερπροβολή των καταστροφών (όπως αυτές στις οποίες προέβη ο Ματέρνος Κυνήγιος ή ο Κύριλλος Αλεξανδρείας) δίδει μια πλασματική αίσθηση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, καθώς από τη φύση της εμπλέκει σε αυτή τη διαδικασία αποϋλοποίησης τις πολιτειακές αρχές και ως εκ τούτου μας είναι δύσκολο να συγκροτήσουμε μια «ποσόστωση», η οποία να καθορίζει αυστηρά ποιες από αυτές τις αποφάσεις τις έλαβαν οι πνευματικοί ταγοί και ποιες οι πολιτικοί αξιωματούχοι, αλλά επίσης μας δίνει και μια πλασματική εικόνα για την έκταση των καταστροφών, η οποία δεν είχε τελικά τέτοια ευρύτητα.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται περισσότερο ορθό το να κάνουμε λόγο για μια «ζωντανή εγκατάλειψη» ενός μέρους της κλασικής και μετακλασικής τέχνης παρά για μια άνευ όρων καταστροφή και νομίζω πως ήταν νομοτελειακό να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο χριστιανισμός συμβατικοποιείται εντός ενός αστικού συγκειμένου που παραμείνει εγγεγραμμένο στο συλλογικό χριστιανικό φαντασιακό ως «δαιμονοκρατούμενο» και αυτό θα αλλάξει μόνο αν γίνουν κάποιες απαραίτητες επεμβάσεις στον χώρο. Ας προσέξουμε το εξής: δυνητικά επικίνδυνη δεν θεωρήθηκε μόνο η θρησκευτική τέχνη και η παρακείμενή της αρχιτεκτονική που προοριζόταν για λατρευτικούς – τελετουργικούς σκοπούς, αλλά και οι κοσμικές ή πολιτικές εκφάνσεις της μετακλασικής τέχνης, στον βαθμό που οι δεύτερες εγκιβώτιζαν ηθικές ποιότητες που ο χριστιανισμός αναδρομικά μετασχημάτισε. Παραδειγματικά θα μπορούσα να αναφέρω την περίπτωση του Τατιανού. Ο Τατιανός, μαθητής του μάρτυρα Ιουστίνου, αναρωτιέται πως ένα πορτραίτο της ρωμαϊκής αρχαιότητας μπορεί να παρουσιάζει έναν άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από “pietas” χωρίς αυτή η αρετή να πλαισιώνεται από το σύνολο της χριστιανικής ηθικής. Eν ολίγοις, αυτός ο οποίος παρουσιαζόταν από μια προτομή ή ένα πορτραίτο να οιστρηλατείται από αυτές τις αρετές (π.χ. ένας αυτοκράτορας), δεν μπορούσε να καθοδηγηθεί όντως από αυτές, διότι μακριά από την υπερβατική προστακτική του χριστιανικού θεού αυτές οι αρετές δεν υπάρχουν.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως η κατάρρευση των ναών σχετίζεται περισσότερο με τον θρησκευτικό πλουραλισμό της αρχαιότητας. Όσο περισσότεροι θεοί, τόσο μεγαλύτερη η διασπαστικότητα. Ήταν περισσότερο ο πλουραλισμός που «σκότωνε» τους θεούς και τους ναούς τους πολύ πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Αν το σκεφτούμε αναλογικά, σταθερά από τον 2ο μ.Χ. αιώνα οι εθνικοί μειώνονται και αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα οι χριστιανοί. Σε κάθε περίπτωση, πολλές φόρμες από τις παραστάσεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής τέχνης επιβίωσαν ως εικόνες στην τέχνη της Αναγέννησης (μιμήσεις της κλασικής αλλά και ελληνιστικής κινησιολογίας θα μπορούσαν να εντοπιστούν σε γλυπτά του Μπερνίνι, του Μιχαήλ Αγγέλου, του Σανσοβίνο, του Μπορομίνι κ.ά.) ή και στον νεώτερο κόσμο (επιβιώσεις στοιχείων της ελληνιστικής πλαστικής θα μπορούσαν να εντοπιστούν στις «ροντενικές φόρμες»), το οποίο αποτελεί μια «αποχρώσα ένδειξη», ότι ο πρωτοχριστιανισμός απέδωσε τελικά αισθητική αξία σε αυτά τα έργα και επέλεξε να αποδώσει παγκοσμιότητα και ευρεία διάσταση σε κάποιες από αυτές τις μορφές της μετακλασικής τέχνης. Ο συμβατικοποιημένος χριστιανισμός του 4ου – 5ου μ.Χ. αι. δεν τοποθετήθηκε ποτέ με έναν πρόδηλο τρόπο απέναντι στην οικειοποίηση ή την «περιθωριοποίηση» της αρχαίας τέχνης. Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των ατόμων να την απορρίψουν (όπως ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’) ή να την προσεγγίσουν απολαυσιακά (όπως ο Μ. Χωνιάτης που αναρωτιέται από πού πηγάζει η «φωτεινότητα» του Παρθενώνα). Τέλος, οφείλω να αναφέρω πως η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ως οργανική συνέχεια της Δυτικής Ρώμης είχε ανάγκη την αρχαία τέχνη για την πλαισίωση των θεσμών που είχαν στο μεσοδιάστημα επιβιώσει. Έτσι αν και η – επιτρέψτε μου – «πολιτική πλαστική» ήταν για τον χριστιανισμό δυνητικά επικίνδυνη, δεν δέχθηκε επιθέσεις στον βαθμό που δέχθηκε η πλαστική, η οποία είχε εγγεγραμμένες θρησκευτικές ποιότητες. Το ζήτημα πρέπει να προσεγγιστεί περισσότερο ψύχραιμα, και σίγουρα με απόσταση από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοσυγκρασιακές αγκυλώσεις. Στη χώρα μας το ζήτημα αυτό χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, όπως σωστά αναφέρατε, με έναν a la carte και πολλές φορές χυδαίο τρόπο. Ακραία συντηρητικά, φιλελεύθερα αλλά και αριστερά κόμματα έχουν στο παρελθόν προσεγγίσει το ζήτημα για την ικανοποίηση συντεχνιακών επιθυμιών ή τη συγκρότηση μιας κομματικής «ατζέντας» (παρουσίαση του χριστιανισμού ως κάτι παντελώς «ξένου» ιστορικά από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, διαβρωτικές τάσεις του χριστιανισμού στην πορεία ανάπτυξης ταξικών συνειδήσεων, διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους κ.ο.κ.).

Τέλος, θα θέλαμε να μας πείτε ορισμένα στοιχεία για το πώς η νέα θρησκεία αντιμετώπισε το ανθρώπινο σώμα μέσα από το πρίσμα της τέχνης που ανέπτυξε.

Η χριστιανική τέχνη ήταν ab ovo ιδιαιτέρως προσεκτική απέναντι στην παρουσίαση του σώματος. Οι παραστάσεις της χαρακτηρίζονται από «φειδωλότητα» στην απόδοση της σάρκας και ιδέες όπως αυτές μιας ηρωικής ή ερωτικής γυμνότητας αρχίζουν να εκλείπουν. Η ένταση παρουσιάζεται πλέον δίχως να χρειάζονται συστροφές ή βίαιες κινήσεις των σωμάτων, αλλά ad intra. Έτσι, μια μορφή που «θέλει» να δηλώσει την αγωνία της δεν θα λάβει πλέον τη φόρμα ενός θνήσκοντος Γαλάτη ή μιας οκλάζουσας Αφροδίτης, αλλά αρκεί η δημιουργία μιας εκτατότητας που παρουσιάζεται με τον τρόμο των χεριών ή τη στροφή του βλέμματος στον ουρανό. Αυτό που έχει σημασία είναι πως το «βλέμμα» ή η «ματιά» της πρωτοχριστιανικής ορατότητας (οι όροι δεν έχουν εδώ συνδηλώσεις σχετιζόμενες με τη φυσιολογία, αλλά με την όραση ως πολιτισμικό φαινόμενο) δεν μπορούν να προσεγγίζουν πλέον απολαυσιακά την εικόνα της σωματικότητας, καθώς ο μόνος τρόπος που μπορεί αυτή να αποκαλυφθεί είναι μέσα από το μαρτύριο (αρκεί να σκεφτούμε πως ήδη από τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα η λατρεία του νέου θρησκεύματος «συσσωρεύεται» απέναντι σε ένα σύμβολο που παρουσιάζει μια γυμνή ανθρώπινη μορφή να ψυχορραγεί πάνω σε έναν σταυρό). Το σώμα δεν είναι πια ηδονοβλεπτικό αντικείμενο, όπως το ελληνιστικό ή το ρωμαϊκό σώμα.

Αυτό που ο χριστιανισμός είδε πάνω στα ελληνιστικά γλυπτά είναι ένα άγχος, το οποίο δεν είναι ένα συναίσθημα απέναντι σε ένα αποβλεπτικό αντικείμενο, αλλά μια κατάσταση που εδράζεται στο θυμικό της ελληνιστικής πολιτότητας, καθώς ως κατάσταση ήταν αμιγώς αλληλένδετη μαζί της. Αν κάποιος παρατηρήσει την εικονογραφία των πρώιμων χριστιανικών παραστάσεων δεν θα εντοπίσει πουθενά κανέναν σχετλιασμό και καμία αγωνία, παρά τη στωική αποδοχή του θεϊκού σχεδίου. Παρά τις κάποιες (αρκετά πρώιμες) επιφυλακτικές δηλώσεις ενός μέρους των πρώιμων χριστιανών διανοητών απέναντι στο ματεριαλιστικό status του, το σώμα στις χριστιανικές παραστάσεις μετατρέπεται σε εργαλείο μιας νέας εικαστικής γλώσσας και αρκετά γρήγορα αποτελεί αποχρών όρο για τη θέωση. Ο ίδιος, άλλωστε, ο χριστιανισμός, είναι μια θρησκεία που βασίζεται στο σώμα και συμπλέκεται πρωτογενώς με αυτό: ξεκινά με τη σάρκωση του θείου λόγου και καταλήγει με την ανάστασή της.

Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Καραμπάτο για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στο νέο του βιβλίο το οποίο μπορείτε να αγοράσετε από τις εκδόσεις Φιλίστωρ

Ηρακλής Καραμπάτος

Στο βιβλίο αυτό, το οποίο προλογίζει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Αραμπατζής, γίνεται λοιπόν μια προσπάθεια εύρεσης των πολιτισμικών ωσμώσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ της ελληνορωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής τέχνης. Ενδεικτικά τα περιεχόμενα:

  • Ελληνιστική πλαστική και ιουδαιοχριστιανισμός.
  • Η παρουσίαση της σωματικότητας στη μετακλασική τέχνη και στον πρώιμο χριστιανισμό.
  • Από τις κατακόμβες στη δημόσια σφαίρα: Eπιβιώσεις της ελληνιστικο-ρωμαϊκής οπτικής κουλτούρας στη χριστιανική ταφική ζωγραφική.
  • Ρωμαϊκές επιβιώσεις στην πρωτοχριστιανική τέχνη: το παράδειγμα της αρχιτεκτονικής.
  • Από τον διωγμό στη συμβατικοποίηση.
  • Η πρόσληψη της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής γραμματείας από τον πρωτοχριστιανισμό.
  • Ο θεός ως καλλιτέχνης: Η χριστιανική θέσμιση της τέχνης.
  • Μετασχηματισμός και αναπροσαρμογή.
, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *