Ένας από τους τελευταίους διαλόγους του Πλάτωνα, ο μόνος αφιερωμένος στον φυσικό κόσμο.
Δραματικό σκηνικό, πρόσωπα καιαντικείμενο του διαλόγου
Ο διάλογος αναπαριστά μια συζήτηση στην Αθήνα ανάμεσα στον Σωκράτη , τον αρχηγό των Τριάκοντα Κριτία, και δύο επισκέπτες από την Μεγάλη Ελλάδα, τον Συρακούσιο στρατηγό Ερμοκράτη, νικητή των Αθηναίων κατά τη Σικελική εκστρατεία, και τον Τίμαιο από τους Λοκρούς. Εκτός από τον Τίμαιο, που είναι φανταστικό πρόσωπο, οι υπόλοιποι συνομιλητές είναι διάσημα πρόσωπα του τέλους του 5ουαιώνα. Η συζήτηση θα πρέπει να τοποθετηθεί αρκετά πριν την πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία – πιθανόν στην πενταετία 525-520 π.Χ. Υποτίθεται ότι οι συνομιλητές συναντώνται για δεύτερη μέρα, για να ανταποδώσουν «με λόγους» στον Σωκράτη την έκθεση της ιδανικής του πολιτείας, στην οποία τους είχε μυήσει την προηγουμένη. Το κύριο βάρος της ανταπόδοσης θα το αναλάβει ο Τίμαιος, διηγούμενος σε μονολογική αφήγηση τη δημιουργία του κόσμου και των ανθρώπων. Η συζήτηση δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Η σκυτάλη της διήγησης θα περάσει στον Κριτία, ο οποίος όμως θα προλάβει απλώς στον ομώνυμο ημιτελή διάλογο να εκθέσει τον μύθο της Ατλαντίδας , κληροδοτώντας στους μεταγενέστερους μια ανεξάντλητη πηγήευφάνταστων υποθέσεων. Η συμπερίληψη στην εισαγωγή του Τίμαιου της σύνοψης της πλατωνικής Πολιτείας και του μύθου της Ατλαντίδας μας οδηγούν στον συμπέρασμα ότι ο διάλογος αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που θα είχε ολοκληρωθεί αν είχε τελειώσει ο Κριτίας και αν είχε γραφεί ποτέ ο Ερμοκράτης. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί ο Πλάτων ξεκινά θίγοντας κρίσιμα πολιτικάζητήματα σε έναν διαλόγο με καθαρά κοσμολογικό και φυσιοκρατικό περιεχόμενο. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο γιατί ο Πλάτων εγκατέλειψε αυτό το συγγραφικό σχέδιο.
Χρόνος συγγραφής
Καθολική είναι η πεποίθηση των ειδικών ότι ο Τίμαιος ανήκει στους τελευταίους διαλόγους του Πλάτωνα. Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στο φιλοσοφικό περιεχόμενο του διαλόγου, που φαίνεται να εμπεριέχει μια βελτιωμένη οντολογική θεώρηση σε σχέση με τους μέσους διαλόγους , ενώ ενισχύεται και από γλωσσικές και υφολογικές αναλύσεις του πλατωνικού corpus. Διατηρεί ουσιαστική φιλοσοφική συγγένεια με τον Φίληβο και τους Νόμους.
Δομή και περιεχόμενο του διαλόγου
Ο Τίμαιος καταχρηστικά ονομάζεται «διάλογος», αφού στην ουσία είναι ένας μονόλογος του ομώνυμου προσώπου. Όταν ο Τιμαιος λαμβάνει τον λόγο, ξεκαθαρίζει σε ένα σύντομο προοίμιο (27d-29d) τις βασικές του παραδοχές: (α) Αποδέχεται τον πλατωνικό οντολογικό διχασμό Ιδεών και αισθητών. (β) Συλλαμβάνει τον κόσμο ως έργο τέχνης, ως προϊόν δημιουργίας που προϋποθέτει έναν κατασκευαστή, ένα δομικό υλικό και ένα μοντέλο. (γ) Αντιλαμβάνεται ότι η έκθεση της δημιουργίας του κόσμου δεν διεκδικεί μερίδιο στην απόλυτη αλήθεια, αλλά έχει τη μορφή εικότος μύθου, αληθοφανούς εξιστόρησης [κείμενο 1]. Πρωταγωνιστής της μυθικής εξιστόρησης είναι ένας αγαθός Θεός-Δημιουργός, που υποτάσσει «κατά δύναμιν» το άναρχα κινούμενο υλικό του σύμπαντος προσβλέποντας σε ένα ιδεατό Υπόδειγμα . Ο κόσμος παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της θείας πρόνοιας, προϊόν έλλογης σκοπιμότητας, πεδίο κυριαρχίας της τάξης και της μαθηματικής αρμονίας. Ο Δημιουργός θα κατασκευάσει το σώμα και την ψυχή του κόσμου, θα τοποθετήσει τα άστρα και τους πλανήτες στις κυκλικές του τροχιές και θα θέσει το σύμπαν σε κίνηση δίνοντας «θεϊκή αφετηρία στην ατέρμονη έλλογη ζωή που καλύπτει την ολότητα του Χρόνου» (36e). Θα κατασκευάσει ακόμη το αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, και τη συνέχεια θα αποσυρθεί στην «οικεία γαλήνη του», παραδίδοντας τη σκυτάλη της δημιουργίας στους κατώτερους αστρικούς θεούς, που θα ολοκληρώσουν τη δημιουργία του ανθρώπινου γένους και των άλλων έμβιων όντων.
Στο επίπεδο του μύθου , απέναντι στον Δημιουργό τοποθετείται μια δεύτερη κοσμική δύναμη, η Ανάγκη. Η Αναγκη εκπροσωπεί το σύνολο των μηχανικών αλληλεπιδράσεων στο σύμπαν, τις κινήσεις που οφείλονται στην υλικότητα των αισθητών σωμάτων. Αποτελεί συμπληρωματικό παράγοντα, αλλά και αντίβαρο, στη δράση του Δημιουργού, συνεργάζεται μαζί του αλλά και του αντιστέκεται – αφού, ενώ ο Δημιουργός είναι ο φορέας της έλλογης σκοπιμότητας που διέπει το σύμπαν, η Ανάγκη είναι η έκφραση της τυφλής υλικότητάς του. Ο πλατωνικός φυσικός κόσμος είναι τελεολογικός, γιατί η εγγενής μηχανική αιτιότητα των σωμάτων υποτάσσεται στον έλλογο θεϊκό σχεδιασμό. Ο Τίμαιος χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος (29d-42e) περιγράφονται τα έργα του Δημιουργού∙ οι εξηγήσεις που δίδονται στο μέρος αυτό είναι αποκλειστικά τελεολογικές. Στο δεύτερο μέρος (47e-68d) ο Τίμαιος επιστρέφει σε ένα μυθικό προκοσμικό στάδιο, πριν την εμφάνιση του Δημιουργού, και περιγράφει την παραγωγή των αισθητών σωμάτων ως ένα καθρέφτισμα των Ιδεών στην αιώνια Χώρα. Η πλατωνική Χώρα είναι η έδρα ή η υποδοχή του γίγνεσθαι, και αποτελεί οντολογική καινοτομία του Τίμαιου. Οι ιδιότητες και οι αλληλεπιδράσεις των σωμάτων ανάγονται στην ατομική τους δομή, στα στοιχειώδη δηλαδή τρίγωνα από τα οποία αποτελούνται. Οι εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων στο δεύτερο αυτό μέρος είναι καθαρά μηχανιστικές. Στο τρίτο τέλος μέρος (69d-92c), ο ανθρώπινος οργανισμός αναλύεται, με πρωτόφανή πληρότητα, ως πεδίο συνεργασίας Νου και Ανάγκης. Το κάθε ανατομικό γνώρισμα και η κάθε δράση του ανθρώπου αιτιολογούνται με την κατάδειξη αφενός του σκοπού που επιτελούν και αφετέρου των υλικών παραγόντων που μηχανικά τα προκαλούν.
Το ερμηνευτικό πρίσμα
Ο Τίμαιος είναι ένα μανιφέστο της κοσμικής τελεολογίας.
Ο Πλάτων γράφει τον Τίμαιο όταν αισθάνεται ικανός να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στους ύστερους Προσωκρατικούς, και ιδίως στον Δημόκριτο , που είχαν αρνηθεί κάθε έννοια σκοπιμότητας στη φύση . Αντιτίθεται όμως και στον ηθικό σχετικισμό των Σοφιστών , αφού ένα σύμπαν χωρίς τάξη και σχεδιασμό είναι σαφώς πιο ευάλωτο στις θεωρήσεις τους. Η εισαγωγή της υποβλητικής μορφής του θείου Δημιουργού ή η αποκάλυψη της Κοσμικής Ψυχήςθα αρκούσαν για να αποδείξουν την ύπαρξη σκοπού στη φύση. Η πειστικότητα ωστόσο του Τίμαιου οφείλεται και στο γεγονός ότι ενσωματώνει στο εσωτερικό του την τελευταία λέξη της επιστήμης του καιρού του. Κανένα φυσικό φαινόμενο δεν παρακάμπτεται χωρίς εξήγηση, οι φυσικές επιστήμες ως «εικότες λόγοι» αποκτούν σημασία και γνωστική εγγυρότητα, ενώ τα μαθηματικά αποδεικνύονται κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του σύμπαντος. Ο Τίμαιος εισάγει ακόμη τον ισομορφισμό ανθρώπου και κόσμου, την ανάλογία μικρόκοσμου και μακρόκοσμου – μια από τις πιο ανθεκτικές συλλήψεις στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας. Ο ουρανός είναι το βασίλειο της έλλογης τάξης και μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την ανθρώπινη γνώση και ηθική. Ανοίγεται λοιπόν σε όλους τους ανθρώπους ένας προσιτός δρόμος για την κατάκτηση της άριστης ζωής [κείμενο 2]. Η μεταφυσική τέλος του Τίμαιου είναι μια βελτιωμένη εκδοχή της κλασσικής πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών , μια πλουσιότερη τριμερής οντολογία που περιλαμβάνει την Χώρα, τις Ιδέες και τα αισθητά – και μας εξοικειώνει με τα πλατωνικά αγραφα δόγματα [κείμενο 3]. Η κίνηση και η μεταβολή των αισθητών είναι ανεξάρτηση πλήρως από τις Ιδέες, οφείλεται στον συνδυασμό της υλικότητας που τους προσφέρει η Χώρα και της αιτιακής δράσης της κοσμικής Ψυχής.
Πώς όμως πρέπει να ερμηνεύσουμε τον κοσμικό μύθο που εκτίθεται στον Τίμαιο; Πιστεύει όντως ο Πλάτων ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από έναν θείο Δημιουργό στις απαρχές του χρόνου; Ή η δημιουργία του κόσμου είναι μια αφηγηματική σύμβαση, που αυξάνει απλώς την γοητεία και την πειστικότητα του πλατωνικού εγχειρήματος; Οι αποκλίνουσες ερμηνείες διατυπώθηκαν ήδη από την πρώτη γενιά των μαθητών του Πλάτωνα στην αρχαία Ακαδημία –ο Αριστοτέλης διαβάζει τον Τίμαιο κυριολεκτικά και ο Ξενοκράτης μεταφορικά-και διατηρούνται έως σήμερα . Η κυρίαρχη πάντως προσέγγιση, την οποία και εμείς υιοθετούμε, είναι ότι ο Πλάτων δεν εγκατέλειψε ποτέ την καθιερώμενη αρχαιοελληνική πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι αγέννητος και αιώνιος. Το πλατωνικό σύμπαν υπήρχε και θα υπάρχει σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, που μαρτυρεί την επικράτηση του έλλογου στοιχείου επί του ατάκτου και αλόγου, του ψυχικού επί του σωματικού, της σκοπιμότητας επί της τύχης. Από τη στιγμή που απορρίπτουμε την κυριολεκτική ανάγνωση της Δημιουργίας, είμαστε υποχρεωμένοι να αποκωδικοποιήσουμε το κείμενο του Τίμαιου: η γέννηση πρέπει να γίνει δομή. Το μυθικό προκοσμικό χάος και η συνακόλουθη γέννηση της τάξης και της αρμονίας εκπροσωπούν τις δύο βασικές συνιστώσες του σύμπαντος, που στην πραγματικότητα συνυπάρχουν διαρκώς, συνεργάζονται ή αντιμάχονται. Στο ουράνιο βασίλειο η Ψυχή του κόσμου υποτάσσει τη σωματική αταξία και επιβάλλει την κυριαρχία του Νου∙ στο ανθρώπινο όμως πεδίο η εκπρόσωπός της χάνει κατά κανόνα τη μάχη.
Η επιβίωση του Τίμαιου
Η ιστορική διαδρομή του Τίμαιου και η επίδραση που άσκησε από την αρχαιότητα ως σήμερα είναι ένα δαιδαλώδες κεφάλαιο της ιστορίας της φιλοσοφίας. Κανένα άλλο φιλοσοφικό κείμενο δεν διαβάστηκε ή σχολιάστηκε μέχρι τον 17ο αιώνα όσο ο Τίμαιος. Για 2000 χρόνια ο Τίμαιος ήταν στην ουσία όλος ο πλατωνισμός : ήταν το ευαγγέλιο του μυστικιστή, όταν στην ύστερη αρχαιότητα υποχωρεί η ορθολογική σκέψη, ο ισχυρότερος κρίκος που συνέδεε τον χριστιανισμό με την αρχαία ελληνική σκέψη, αφού είναι το μόνο μείζον φιλοσοφικό κείμενο της αρχαιότητας που μιλά για δημιουργία του κόσμου, αλλά και η έμπνευση όσων θεώρησαν, όπως ο Γαλιλαίος, ότι «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικούς χαρακτήρες». Η επικαιρότητα του Τίμαιου θα υποστεί σοβαρό πλήγμα με την επικράτηση του μηχανιστικού κοσμοειδώλου της νεότερης φυσικής κατά τον 17ο αιώνα.Κειμενικές ΠηγέςΚείμενο 1. «Η σχέση του γίγνεσθαι με το είναι είναι ανάλογη με τη σχέση της πεποίθησης προς την αλήθεια. Αν λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς λόγους για πολλά ζητήματα, για τους θεούς και για τη γέννηση του σύμπαντος, μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις, όταν αναλογιστούμε ότι τόσο έγώ που μιλώ όσο και εσείς ποτ κρίνετε έχουμε ανθρώπινη φύση, και συνεπώς πρέπει να αποδεχόμαστε την εύλογη εξιστόρηση [τον εικότα μυθον] και να μην ζητούμε τίποτε περισσότερο» (29cd).
Κείμενο 2. « Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών, μας οδήγησε στην επινόηση των αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος. Από αυτήν την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς ανθρώπους… Η εξοικείωση με τις ουράνιες περιφορές μάς επιτρέπει να κατανοούμε τη σύφυτη ορθότητα των μαθηματικών τους σχέσεων, οπότε μπορούμε να διορθώσουμε την πλάνη των εσωτερικών μας κινήσεων μιμούμενοι τις απλανείς θεϊκές τροχιές» (47ab).
Κείμενο 3. «Πρέπει τώρα να διακρίνουμε τρία είδη όντων: το πρώτο είναι αυτό που γεννιέται, το δεύτερο αυτό μέσα στο οποίο γεννιέται, και το τρίτο αυτό προς το οποίο εξομοιώνεται με τη γέννησή του. Μπορούμε επομένως να παρομοιάσουμε την Υποδοχή με μητέρα, το Υπόδειγμα με πατέρα και την οντότητα που αναφύεται ανάμεσά τους με παιδί» (50cd).
Συγγραφέας: Βασίλης Κάλφας
Βιβλιογραφία
- Taylor, A.E. Α Commentary of Plato’s Timaeus. Οξφόρδη, 1928.
- Καλφας, Β. Πλάτων, Τίμαιος. Αθήνα, 2013.
- Broadie, S. Nature and Divinity in Plato’s Timaeus. Καίμπριτζ, 2012.
- Cornford, F.M. Plato’s Cosmology. Λονδίνο, 1937.
- Owen, G.E.L. “The Place of Timaeus in Plato’s Dialogues.” The Classical Quarterly 47 (1953)
- Johansen, T.K. Plato’s Natural Philosophy. Καίμπριτζ, 2004.
- Vlastos, G. Plato’s Universe. Οξφόρδη, 1975.
- Zeyl, D. “Plato’s Timaeus.” Zalta, E.N ed. Stanford Encyclopedia of Philosophy http://plato.stanford.edu/entries/plato-timaeus/. .