γράφει ο Χρίστος Δαγρές,
Σε παλαιότερο σημείωμα του με τον τίτλο “Γιατί οι ΗΠΑ απέρριψαν την άμεση δημοκρατία” που δημοσίευσε το Cognosco Team το 2021, ο Π. Πλακογιάννης επικαλείται τη διαπίστωση του Antony Birch ότι οι “Πατέρες του Αμερικάνικου Έθνους” “απέρριψαν την άμεση δημοκρατία επειδή πίστευαν ότι θα οδηγούσε σε χαοτική αταξία” και γι’αυτό τους θεωρεί ως εφευρέτες της “αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας” επειδή “η επικοινωνία του κράτους με την κοινωνία θα γίνεται μόνο δια της αντιπροσώπευσης (Κογκρέσο)”. Πολύ εύστοχα στη συνέχεια o κ. Πλακογιάννης παραθέτει τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ για να απαντήσει στο ερώτημα αν αντιπροσώπευση και δημοκρατία συνδέονται με τη φράση: «Κάθε νόμος για τον οποίο δεν έχει αποφασίσει ο ίδιος ο λαός, είναι άκυρος· σε καμία περίπτωση δεν είναι νόμος. Ο αγγλικός λαός νομίζει πως είναι ελεύθερος, πλανάται οικτρά. Ελεύθερος είναι μόνο κατά την εκλογή των μελών του κοινοβουλίου· μόλις εκείνα εκλεγούν, είναι δούλος, δεν είναι πια τίποτα». (Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Βιβλίο ΙΙΙ. 15). [1]
Θα ήθελα να συνεχίσω από το σημείο αυτό και να επεκτείνω τον προβληματισμό περί αμεσοδημοκρατικών θεσμών και ΗΠΑ για να δώσω κάποιες άλλες διαστάσεις της σύγκρουσης της “αντιπροσώπευσης” με τη δημοκρατία στα συστατικά μέρη της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας (Πολιτείες) καθώς η σημερινή εικόνα είναι σαφώς πολύ πιο σύνθετη. Καταρχάς, είναι ξεκάθαρο ότι έως τα σήμερα δεν υπάρχουν αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί σε ομοσπονδιακό επίπεδο που να αφορούν το σύνολο των ΗΠΑ. Ωστόσο, από τις αρχές του 20ου αιώνα, εξαιτίας οξέων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων εξαιτίας των ανεπαρκειών του κοινοβουλευτισμού, αρκετές Πολιτείες προχώρησαν στη θεσμοθέτηση τους, με πρώτη τη Νότια Ντακότα το 1898 [περισσότερες λεπτομέρειες μπορούν να βρεθούν στο ενημερωτικό δελτίο “ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ” του Μαρτίου του 2016 (κατεβάστε το pdf εδώ), το οποίο κατά το ήμισυ είναι αφιερωμένο στις ΗΠΑ (σελ. 8-24)].
Αμερικάνικοι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί σήμερα
Σύμφωνα με τον Τζ. Ματσουσάκα, περισσότεροι απ’το 70% των Αμερικανών ζουν σε μία πόλη ή/και σε ομοσπ. πολιτεία που επιτρέπει τα δημοψηφίσματα πολιτών [πηγή: “For the Many or the Few”: University of Chicago Press (2004)]. Ειδικότερα για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες πολιτών, θεσμοθετημένες σε 24 Πολιτείες, μία πρόταση μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα εάν υποστηρίζεται από ποσοστό που κυμαίνεται από 2% έως 15% του εκλογικού σώματος (ποικίλει ανά πολιτεία) [πηγή: T. Besley & S. Coate “Issue Unbundling via Citizens’ Initiatives”]. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί περίπτωση κατάργησης ενός αμεσοδημοκρατικού θεσμού σε Πολιτεία που τον έχει υιοθετήσει. Αντιθέτως, έχει υπολογιστεί ότι μετά το τέλος του Β’ Παγκ. Πολέμου, ο αριθμός των Πολιτειών με αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς αυξάνεται με μέσο ρυθμό μία νέα Πολιτεία ανά δεκαετία [πηγή: A. Lupia & J.G. Matsusaka “Direct Democracy: New Approaches to Old Questions”. Annu. Rev. Polit. Sci. 2004. 7:463–82].
Στον παρακάτω χάρτη των ΗΠΑ εμφανίζονται με γκρίζο χρώμα οι Πολιτείες που έχουν τουλάχιστον έναν από τους 2 κύριους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς: το δημοψήφισμα πολιτών ή και την πρωτοβουλία πολιτών [πηγή: A. Lupia & J.G. Matsusaka (2004), ο.π.].

Μία σημαντική παράμετρος που αφορά τον τρόπο εφαρμογής των θεσμών αυτών στην πράξη είναι οι κανόνες που ορίζουν πως μία νομοθετική/συνταγματική πρόταση πολιτών ή η πρόταση για ένα ακυρωτικό δημοψήφισμα από τους πολίτες θα φτάσει στην κάλπη. Αυτό γίνεται με την υποχρέωση συγκέντρωσης ενός ελαχίστου ορίου έγκυρων υπογραφών πολιτών της συγκεκριμένης Πολιτείας. Οι κανόνες διαφέρουν ανά Πολιτεία. Καταρχάς, το όριο μπορεί να αφορά είτε ένα προκαθορισμένο αριθμό υπογραφών, είτε ένα προκαθορισμένο ποσοστό επί των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ή επί των ψηφισάντων στις τελευταίες γενικές εκλογές. Στις ΗΠΑ το ελάχιστο όριο είναι το 2% των εγγεγραμμένων με δικαίωμα ψήφου, στη Β. Ντακότα, και το μέγιστο είναι το 15% των ψηφισάντων στις τελευταίες γενικές εκλογές, στο Γουαϊόμινγκ. Επιπλέον, σε κάποιες Πολιτείες μπορεί να υπάρχουν και ποσοστώσεις για τον ελάχιστο ή μέγιστο αριθμό υπογραφών από συγκεκριμένες περιοχές/κομητείες εντός της Πολιτείας ώστε να αποφεύγεται η κατάθεση πολιτειακών δημοψηφισμάτων που να αφορούν πολύ συγκεκριμένα τοπικά συμφέροντα (π.χ. στη Μασαχουσέτη, οι υπογραφές απ’την ευρύτερη περιοχή της Βοστώνης δεν μπορούν να ξεπεράσουν το 25% του συνόλου των έγκυρων υπογραφών πολιτών). [πηγή: A. Lupia & J.G. Matsusaka (2004), ο.π.]
Εκτός απ’τον ελάχιστο αριθμό έγκυρων υπογραφών που απαιτείται, η κάθε Πολιτεία μπορεί να προσαρμόσει το θεσμό στις τοπικές ιδιομορφίες και ανάγκες με βάση άλλες σημαντικές παραμέτρους, όπως το μέγιστο διάστημα εντός του οποίου πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία υπογραφών, η αλληλεπίδραση μιας έγκυρης πρωτοβουλίας με τους άλλους θεσμούς της Πολιτείας (Βουλή, Κυβερνήτης κ.α.), το θεσμικό πλαίσιο και τα χρονικά περιθώρια ενσωμάτωσης μιας εγκεκριμένης απ’τους πολίτες πρωτοβουλίας στο νομικό σύστημα της Πολιτείας και άλλες. Η πολυμορφία αυτή ενώ φαινομενικά ξενίζει όσους είναι υπέρ των “καθαρών” λύσεων, τύπου “ένα-μοντέλο-για-όλες-τις-ανάγκες”, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα των αμεσοδημοκρατικών θεσμών, για 2 κυρίως λόγους: i) οι θεσμοί προσαρμόζονται στις ανάγκες και τα κοινωνικά πρότυπα της τοπικής κοινωνίας και ii) η κάθε Πολιτεία λειτουργεί ως ένα εν δυνάμει “εργαστήριο” όπου πολιτικές καινοτομίες δοκιμάζονται στην πράξη επάνω σε υπαρκτά πολιτικά προβλήματα και εάν φανούν επιτυχημένες μπορούν να υιοθετηθούν (αυτούσιες ή με προσαρμογές) και από άλλες.
Η γένεση μιας … “δημοκρατίας” (;)
Το “νεαρό έθνος” από την Επανάσταση μέχρι περίπου την ψήφιση του Συντάγματος το 1787 είχε μετατραπεί σ’ ένα δυναμικό εργαστήριο πολιτικών ιδεών, οι οποίες διακινούνταν μέσα από εκατοντάδες, σχετικά σύντομα κείμενα όπως διακηρύξεις, ψηφίσματα, επιστολές, άρθρα, φυλλάδια και μπροσούρες, που τυπώνονταν σε μεγάλους αριθμούς ενώ πολλές φορές διαβάζονταν δημοσίως για την ενημέρωση των αναλφάβητων πολιτών. Κεντρικό ζήτημα στα περισσότερα ήταν ο βαθμός της άμεσης λαϊκής κυριαρχίας και το ποσοστό εξουσίας που θα περνούσε στα χέρια των αντιπροσώπων των πολιτών. Πολίτες και ηγεσία είχαν εμπλακεί σε ένα ζωηρό δημόσιο διάλογο που κινούνταν επάνω στον άξονα της καλύτερης δυνατής ισορροπίας ώστε να αποφευχθούν δύο κρίσιμοι κίνδυνοι: από τη μία η αντικατάσταση της “τυραννίας” του βρετανικού στέμματος από νέους δυνάστες [2] και από την άλλη ο κίνδυνος της μη-κυβερνησιμότητας ενός κατακερματισμένου συστήματος εξουσίας. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία διελκυστίνδα μεταξύ της (άμεσης) Δημοκρατίας και της “Αντιπροσώπευσης” υπό το ερώτημα πως μπορεί να προκύψει ένα άριστο μείγμα των δύο.
Το βιβλίο που επιμελήθηκε και σχολιάζει ο Φιλήμονας Παιονίδης “Ο Λαός ο Άριστος Κυβερνήτης” (εκδόσεις Οκτώ, 2019) με επίκεντρο το σχετικό ανώνυμο φυλλάδιο [3] παρουσιάζει μια σειρά από κείμενα και πολιτικές αποφάσεις που εξέφραζαν την αγωνία των πολιτών για τη μεταφορά ισχυρών εξουσιών στους εκλεγμένους αντιπροσώπους και επιχειρηματολογούσαν υπέρ της ισχυρότερης κυριαρχίας των πολιτών, μία θέση αρκετά ριζοσπαστική την εποχή εκείνη. Αν και το κείμενο έχει ως αφορμή ένα τοπικό γεγονός της Πολιτείας [4], πραγματεύεται τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν ένα σύστημα εξουσίας, θεμελιώνοντας μια ισχυρή αντίληψη περί λαϊκής κυριαρχίας. H “δημοκρατική” πτέρυγα του δημόσιου διαλόγου είχε να παρουσιάσει ένα πλούσιο φάσμα ιδεών για την ενίσχυση των πολιτών και τον απεγκλωβισμό τους από τις πολιτικές ελίτ. Κάποιες από αυτές θα έπρεπε να εξεταστούν ως απάντηση πολλών σύγχρονων προβλημάτων νομιμοποίησης κοινοβουλευτικών αποφάσεων, όπως η απαγόρευση μεταβίβασης πολιτικών αρμοδιοτήτων από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους σε τρίτους (μη-εκλεγμένα πρόσωπα), τα αυστηρά καθορισμένα όρια και καθήκοντα της εντολής που αναλαμβάνουν οι εκλεγμένοι και η συνεχής εποπτεία των εκλεγμένους από τους εκλογείς τους με συνεχείς εντολές προς τους αιρετούς, ιδίως όταν ανακύπτουν ζητήματα για τα οποία δεν έχουν σαφή εντολή [5]. Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο των καιρών ήταν η πρόταση να υπάρχει ετήσια εκλογή αιρετών [6] ώστε να υπάρχει συνεχής ανανέωση της εντολής και συχνή λογοδοσία εφόσον αυτοί παραβούν την εντολή τους. [7]
Μία δημοφιλής ερμηνεία θέλει τους “Πατέρες” των ΗΠΑ να έχουν διιστάμενες απόψεις για το κατά πόσον το πολίτευμα πρέπει να έχει περισσότερο “δημοκρατικά” ή “ρεπουμπλίκανικα” χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ερμηνεία, ο Τζέφερσον έκλινε υπέρ μίας αμεσότερης μορφής δημοκρατίας. Αντίθετα οι Μάντισον, Χάμιλτον, Τζ. Άνταμς ήταν ξεκάθαρα ρεπουμπλικανοί. Ενδεικτικά, ο Χάμιλτον ήταν υπέρ μίας πατερναλιστικής διακυβέρνησης λέγοντας ότι όταν “… τα συμφέροντα του λαού δεν συμπίπτουν με τις διαθέσεις του, είναι υποχρέωση των ατόμων που τους έχει διορίσει ως φύλακες αυτών των συμφερόντων να αντισταθούν στην παροδική αυταπάτη, ώστε να του δώσουν χρόνο και την ευκαιρία για πιο ψύχραιμη και νηφάλια σκέψη” [πηγή: Φ. Παιονίδης (2019), ο.π., σελ.71]. Ομοίως, ο Τζ. Άνταμς εισηγούνταν τη μεταβίβαση όλων των εξουσιών στους “φίλους του λαού”, με πλήρη διάκριση των εξουσιών και αυξημένες αρμοδιότητες ακόμη και για την περίπτωση ένας Κυβερνήτης να αρνηθεί να συνυπογράψει νόμο που ψήφισε το νομοθετικό σώμα.
Το “Χταπόδι” και το δημοκρατικό αντίδοτο
Παρά τους (βάσιμους) φόβους για εκτροχιασμό των θεσμών σε μία νέα εκδοχή ελιτίστικης ολιγαρχίας, τελικά επικράτησε ο κυρίαρχος φόβος της στιγμής, αυτός της χαοτικής, “δημοκρατικής” ακυβερνησίας, με αποτέλεσμα το νέο πολίτευμα να είναι κατά βάση ρεπουμπλικανικό, ένα είδος Πατερναλιστικού Κοινοβουλευτισμού με μικρές επιμέρους παραχωρήσεις, όπως το ότι αρκετοί θεσμοί και των 3 κλάδων της εξουσίας απαιτούσαν άμεση εκλογή από τους πολίτες, π.χ. οι ομοσπονδιακοί γερουσιαστές και οι κυβερνήτες των πολιτειών και – κυρίως – ο Πρόεδρος των ΗΠΑ (έστω και διαμέσου του Κολεγίου των Εκλεκτόρων). Μεσοπρόθεσμα, χρειάστηκε λιγότερο από ένας αιώνας για να επιβεβαιωθεί ότι ο ρόλος των ελίτ ως “φύλακες” των συμφερόντων του λαού ήταν μία φενάκη. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου είχαν στιγματιστεί από το φαινόμενο των “ληστρικών βαρώνων” της επιχειρηματικότητας και τη σφιχτή διαπλοκή τους με πολιτικούς παράγοντες, ένα φαινόμενο που είχε περιγραφεί ως “το Χταπόδι”. [8]
Οι καπιταλιστές-βαρώνοι ήταν οι πολυεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες υποδομών που ήταν ζωτικές για την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εταιρείες τηλεφωνίας, μεγάλες τράπεζες, εταιρείες δημοσίων μεταφορών όπως, π.χ. τραμ, λεωφορεία και σιδηρόδρομοι κ.α. και οι οποίες ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτες. Η δωροδοκία και οι “εξυπηρετήσεις” πολιτικών ήταν από τα κυριότερα εργαλεία τους. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα ήταν αυτό της Southern Pacific, εταιρείας σιδηροδρόμων της Καλιφόρνια, η οποία ήταν γνωστό ότι δωροδοκούσε και καλόπιανε βουλευτές, δικαστές, και δημάρχους, ο ιδρυτής της Leland Stanford κάποια στιγμή εξελέγη Κυβερνήτης της Πολιτείας και διόρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας έναν από τους αδερφούς του συνιδρυτή της. Όπως έγραψε ένας δημοσιογράφος το 1896, δεν είχε σημασία εάν κάποιος πολιτικός ανήκε στο Δημοκρατικό ή Ρεπουμπλικάνικο κόμμα, η Southern Pacific έλεγχε και τα δύο και αυτός ή συνεργαζόταν ή έμενε εκτός παιχνιδιού. [9]
Η απάντηση στην ασυδοσία ήταν περισσότερες και αυστηρότερες κυβερνητικές ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν ισότιμη πρόσβαση στις βασικές υποδομές. Το 1876, το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση Munn v. Illinois (υπόθεση που αφορούσε την ισότιμη πρόσβαση των αγροτών σε σιλό αποθήκευσης δημητριακών) επιβεβαίωσε το δικαίωμα της κυβέρνησης να ρυθμίζει τις υποδομές κοινής ωφέλειας και δημοσίου συμφέροντος. “Όταν η ιδιωτική ιδιοκτησία συνδέεται αποκλειστικά με δημόσια χρήση, τότε υπόκειται σε δημόσια ρύθμιση”, έγραφε στην απόφαση. Το αντικείμενο κάποιων εταιρειών είναι τόσο στενά συνυφασμένο με το κοινό καλό και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας ώστε είναι αυτονόητο ότι η κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και ισότιμη πρόσβαση όλων.
Ωστόσο η στενή διαπλοκή μεγαλοεπιχειρηματιών και πολιτικών είχε πολλά πλοκάμια που απαιτούσαν πρακτικές απαντήσεις και έλεγχο από τους πολίτες, όχι μόνο γενικές διακηρύξεις από το Ανωτ. Δικαστήριο. Η απάντηση ήταν θεσμική και δόθηκε με την ισχυροποίηση του Λαϊκίστικου κινήματος [Populist Party] γύρω στο 1900, ένας από τους κύριους πυλώνες του οποίου ήταν η ενίσχυση των άμεσων εξουσιών των πολιτών. Πολιτικοί όπως ο Hiram Johnson, ένας από τους σημαντικότερους κυβερνήτες στην ιστορία της Καλιφόρνια, με τη βοήθεια της λαϊκής υποστήριξης πέτυχαν μια σειρά από αλλαγές στα πολιτικά συστήματα των πολιτειών τους που επέτρεψαν την επωφελή για τους πολίτες κανονικοποίηση της λειτουργίας των βασικών υποδομών. Κομβικό ρόλο στις αλλαγές αυτές έπαιξε η θεσμοθέτηση σε πολλές πολιτείες των αμεσοδημοκρατικών θεσμών που έκοψαν τον ομφάλιο λώρο που ένωνε πολιτικούς και μεγιστάνες.
Επίλογος
Οι ΗΠΑ ούσες ένα “νεαρό έθνος” επέλεξαν την “προστασία” του πατερναλιστικού Κοινοβουλευτισμού (με μικρές αλλά κρίσιμες αμεσοδημοκρατικές βελτιώσεις), ένα μοντέλο που μεσοπρόθεσμα έδειξε σοβαρές δομικές αδυναμίες. Το αποτέλεσμα ήταν σε λιγότερο από έναν αιώνα να θεριέψει ένα μαζικό λαϊκό κίνημα από τα κάτω που απαίτησε και πέτυχε (εν μέρει) τη θεσμοθέτηση κάποιων σημαντικών αμεσοδημοκρατικών εργαλείων που επέστρεψαν μέρος της εξουσίας στους πολίτες, αλλά μόνο σε επίπεδο δήμων και ομόσπονδων πολιτειών. Δεδομένης της αυξημένης αυτοδιοίκησης που χαρακτηρίζει την Αμερικάνικη Ομοσπονδία, οι βελτιώσεις αυτές αν και δεν μεταφράστηκαν τελικά σε ομοσπονδιακές μεταρρυθμίσεις, εντούτοις προσέφεραν σημαντικές λύσεις σε τοπικό/πολιτειακό επίπεδο και μετατόπισαν τις πολιτικές αποφάσεις πιο κοντά στις επιλογές των πολιτών [πηγή: J. Matsusaka (2004), ο.π.].
Η Ιστορία ωστόσο δεν έχει φτάσει στο τέλος της. Νέες προκλήσεις, όπως αυτές εκδηλώνονται με την αναζωπύρωση σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων σε συνδυασμό με ένα βαθύ πολιτικό ρήγμα που ωθεί μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας σε εκ διαμέτρου αντίθετες οδούς και τους απτούς κινδύνους του τεχνο-οικονομικού αυταρχισμού που κρύβει η πολιτική αυτονόμηση των μεγάλων εταιρειών και οι υπερ-εξουσίες που αποκτούν με τις νέες τεχνολογίες (προσεχώς και με την Τεχνητή Νοημοσύνη) [10], κάνουν πάλι επίκαιρο το αίτημα νέων μεταρρυθμίσεων. Ο Τζ. Ματσουσάκα στο πιο πρόσφατο βιβλίο του [“Let the People Rule”. Princeton University Press (2020)] υπογραμμίζει ότι “… το μήνυμα ότι η διακυβέρνηση έχει γλιστρήσει μακριά από “το λαό” και έχει περάσει στα χέρια των ελίτ βρίσκει ευήκοα ώτα” καθώς η “αίσθηση ότι χάνουν τον έλεγχο της κυβέρνησης οφείλεται στο γεγονός ότι όντως τον χάνουν”. Η αντίθεση των πολιτών στις κυβερνητικές αποφάσεις θέτει ένα σημαντικό ζήτημα νομιμοποίησης τους, η απάντηση στο οποίο μπορεί να είναι “η αύξηση του ελέγχου που ασκείται από το λαό στις κυβερνητικές πολιτικές μέσω των δημοψηφισμάτων”. Επί του παρόντος πάντως δεν φαίνεται να διαμορφώνεται σχετική τάση ούτε από τους πολίτες, ούτε (φυσικά) από τους αντιπροσώπους τους. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό για το μέλλον – εάν δεν υπάρξουν δραματικότερες εξελίξεις στο μεταξύ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σύμφωνα με μία λιγότερο προβεβλημένη αλλά μάλλον ορθότερη άποψη, η φράση “αντιπροσωπευτική δημοκρατία” (όπως και οι συνώνυμες “φιλελεύθερη” / “αστική δημοκρατία”) εκφράζει ένα οξύμωρο σχήμα καθώς κατ’ουσία αναφέρεται σε κάποια μορφή “Κοινοβουλευτισμού”. Ή οι πολίτες διατηρούν το δικαίωμα να έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν – άμεσα – οπότε το πολίτευμα είναι δημοκρατικό ή δεν έχουν αυτό το θεσμικό δικαίωμα, οπότε μιλάμε (στην καλύτερη περίπτωση) για Κοινοβουλευτισμό, το οποίο είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’τη Δημοκρατία. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι ο όρος “Άμεση Δημοκρατία” είναι πλεονασμός καθώς η Δημοκρατία μόνο ως δικαίωμα άμεσης άσκησης εξουσίας από το λαό μπορεί να νοείται. Ωστόσο, για λόγους σαφήνειας και καλύτερης κατανόησης από τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με την αυτονόητη σύνδεση αμεσότητας και δημοκρατίας, χρησιμοποιώ τους όρους “άμεση δημοκρατία” και “αμεσοδημοκρατικός/-η” στο κείμενο.
[2] Η εγκατάσταση νέων ελίτ και η σχέση τους με τις λαϊκές τάξεις (“μάζες”) που βοήθησαν στην αποκαθήλωση της προηγούμενης άρχουσας τάξης έχουν αναλυθεί θεωρητικά από τους Ιταλούς κοινωνιολόγους του 19ου αιώνα, όπως ο Γκαετάνο Μόσκα και – κυρίως – ο Βιλφρέδο Παρέτο. Πολύ ενδιαφέροντα σχετικά είναι τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία τους “Η Άρχουσα Τάξη” (εκδ. Έξοδος, 2022) και “Άνοδος και Πτώση των Ελίτ” (εκδ. Κουκκίδα, 2017), αντίστοιχα, ενώ πριν λίγες ημέρες οι εκδ. Έξοδος ανακοίνωσαν ότι σύντομα θα κυκλοφορήσουν το βιβλίο του Β. Παρέτο “Θεωρία και Πράξη των Ελίτ”.
[3] Συγγραφέας του πιθανολογείται ότι ήταν ο Bezaleel Woodward, διδάσκων, βιβλιοθηκάριος και διαχειριστής του νεοϊδρυθέντος κολεγίου Dartmouth στο Νέο Χάμσαϊρ, ο οποίος επίσης πιστώνεται με τη σύνταξη ενός παραπλήσιου κειμένου-διαμαρτυρίας 11 πόλεων του Νέου Χάμσαϊρ με αφορμή το προσωρινό Σύνταγμα της Πολιτείας (βλέπε επόμενη σημείωση).
[4] Την ψήφιση προσωρινού συντάγματος της Πολιτείας το 1776 από το 5ο Προσωρινό Κογκρέσο του Exeter στα πλαίσια της κλιμακούμενης ανυπακοής των πολιτών της αποικίας στους εκπροσώπους της βρετανικής κυριαρχίας, μετά την αναγκαστική απομάκρυνση του κυβερνήτη J. Wentworth. Στο προσωρινό σύνταγμα αντέδρασαν αρκετές μικρές συνοριακές πόλεις στα δυτικά της Πολιτείας (“οι 11 πόλεις”) επικαλούμενες ότι το προσωρινό κογκρέσο δεν είχε εκλεγεί με τέτοια εντολή και ότι η σύνθεση του δεν ήταν αντιπροσωπευτική του συνολικού πληθυσμού καθώς οι εκλογείς του ήταν μόνο οι πολίτες που είχαν ένα ελάχιστο περιουσιακό όριο, και οι οποίοι αντιπροσώπευαν μόλις το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Πολιτείας.
[5] “Επιπροσθέτως, η κοινότητα διαθέτει το αναπαλοτρίωτο και ακαταμάχητο δικαίωμα να μεταρρυθμίζει, να μεταβάλλει και να καταργεί την κυβέρνηση με όποιο τρόπο κρίνει πρόσφορο για την προαγωγή του κοινού αγαθού”. Άρθρο 5 του Συντάγματος της Πολιτείας της Πενσιλβανίας του 1776 [πηγή: Φ. Παιονίδης (2019), ο.π., σελ.28]
[6] Ακόμη και σήμερα σε αρκετές μικρές αμερικάνικες και ελβετικές κωμοπόλεις οι αιρετοί εκλέγονται στα δημοτικά συμβούλια για ετήσια θητεία, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στα δύο μικρότερα ελβετικά καντόνια κατά τη διάρκεια της ετήσιας ανοιχτής συνέλευσης των πολιτών (Landsgemeinde).
[7] Το Σύνταγμα της Μασαχουσέτης του 1780 είναι ένα καλό παράδειγμα πολιτικού κειμένου με νομική ισχύ που συνοψίζει πολλές από τις ιδέες αυτές.
[8] Περισσότερα στοιχεία για το “Χταπόδι” και την αντιμετώπιση του μέσω αμεσοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων σε πλήθος αμερικάνικων πολιτειών μπορείτε να βρείτε στα ενημερωτικά δελτία του “ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ” του Μαρτίου 2016 (αφιέρωμα για την Άμεση Δημοκρατία στις ΗΠΑ, σελ. 8-24) και Απριλίου 2016 (μεταφρασμένα αποσπάσματα του άρθρου του Economist “Origin of the species”, το οποίο αναφέρεται στις αμεσοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις των αρχών του 20ου αιώνα στην Καλιφόρνια).
[9] Ήταν κατά κάποιο τρόπο η εκδίκηση της Ιστορίας για την αφροσύνη των Πατέρων των ΗΠΑ να στηρίξουν το πολιτικό τους σύστημα επάνω στην υπόθεση ότι ο “φυσικός εκπρόσωπος” όλων των τάξεων του “νεαρού έθνους” στο Κοινοβούλιο ήταν ο “Έμπορος” [πηγή: Π. Πλακογιάννης (2021), ο.π.]. Ήταν θέμα χρόνου κατόπιν, ο “Έμπορος” με όλη αυτή την εξουσία στα χέρια του να μεταλαχθεί σε “Μεγαλοεπιχειρηματία- Βαρώνο”.
[10] Δείτε για παράδειγμα το άρθρο μου “Woke Καπιταλισμός: Ο Νάιτζελ Φάρατζ εναντίον της τράπεζας Coutts” που φιλοξένησε το Cognosco Team πριν λίγους μήνες.
Συγχαρητήρια για το άρθρο σας!