Το επόμενο κείμενο είναι από το βιβλίο του Frank G. Weber «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετάφραση: Εύη Νάντσου. Εκδόσεις Θετίλη, Αθήνα, 1979. Σελ. 25-29.
Ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το καλό παιδί της Ευρώπης» μπορείτε να το δείτε εδώ.
Κείμενο: Frank G. Weber
«Ένα κομμάτι της Ευρώπης πεθαίνει». Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν από έναν συνεργάτη του Κεμάλ Ατατούρκ και ήταν μία άποψη που συμμερίσθηκαν πολλοί παρατηρητές της τουρκικής πολιτικής, όταν πέθανε ο Ατατούρκ, στις 10 Νοεμβρίου 1938. Ως πρόεδρος της Τουρκίας, ο Ατατούρκ είχε σώσει την χώρα του από τον διαμελισμό, και εν συνεχεία την είχε αναδιοργανώσει σύμφωνα με την δική του αντίληψη. Ο Ατατούρκ εκθρόνισε τον σουλτάνο και κατάργησε το χαλιφάτο. Απαγόρευσε στους άνδρες της Τουρκίας να φορούν φέσι και έβγαλε από τις γυναίκες τον φερετζέ. Δίδαξε στον λαό του να γράφει με το λατινικό αλφάβητο και αντικατέστησε τους νόμους του Κορανίου με νομικούς κώδικες βασισμένους σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Περιόρισε τα σύνορα της Τουρκίας μέσα στην χερσόνησο της Μικράς Ασίας, την πόλη της Κωνσταντινουπόλεως, την οποία μετονόμασε σε Ισταμπούλ, και σε μία ενδοχώρα πίσω απ’ αυτήν την πόλη, για την άμυνά της. Υπήρξε μεγάλος επαναστάτης και μεγάλος πολιτικός, πολλοί μάλιστα τον θεωρούσαν ως τον μεγαλύτερο πολιτικό της εποχής του.
Κανένας επαναστάτης όμως δεν μπορεί ν’ αποκοπεί τελείως από το παρελθόν του. Αυτό φάνηκε έντονα στην τουρκική εξωτερική πολιτική της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του Ατατούρκ. Επίσημα, όπως πολλές φορές είχε δηλώσει ο Ατατούρκ, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποσκοπούσε στην ειρήνη, τη φιλία και το εμπόριο με όλα τα κράτη. Η Τουρκία δεν είχε καθόλου αλυτρωτικές ή εδαφικές βλέψεις. Δεν ήθελε ν’ ανακτήσει τις βαλκανικές και αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και μάλιστα θεωρούσε πλεονέκτημα το γεγονός ότι τις είχε χάσει. Ήταν μία υγιής πολιτική. Οι Τούρκοι όμως έπρεπε συνεχώς να θυμούνται ότι η πολιτική αυτή ήταν υγιής, παρόλον ότι τους υπαγορεύθηκε από ανάγκη και δεν την διάλεξαν.
Ο Μεγάλος Πόλεμος άφησε την Τουρκία ηττημένη και ταπεινωμένη. Κατά την διάρκεια των μαχών, Βρετανοί, Γάλλοι, Ρώσοι και Ιταλοί κατέστρωναν διάφορα σχέδια για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βρετανοί θα έπαιρναν την Παλαιστίνη και την Μεσοποταμία. Οι Γάλλοι τον Λίβανο και τη Συρία. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά προορίζονταν για την Ρωσία, ώσπου η επανάσταση των Μπολσεβίκων έβγαλε την Ρωσία από τον Πόλεμο. Στην Ιταλία είχαν υποσχεθεί τμήμα των νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας με κέντρο την πόλη της Αττάλειας. Ένα μέρος της περιοχής αυτής είχαν υποσχεθεί κατά καιρούς άλλοτε στους Άραβες εμίρηδες και άλλοτε στους Σιωνιστές πολιτικούς. Οι Σύμμαχοι όμως μόνο τότε άρχισαν να ανησυχούν γι’ αυτές τις αντιφάσεις όταν, με το τέλος του πολέμου, οι περιοχές για τις όποιες είχαν συνάψει μυστικές συμφωνίες, βρέθηκαν πράγματι στα χέρια τους. Ο Τούρκος Σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ’ απλώς διαμαρτυρήθηκε αδύναμα γι’ αυτές τις συμφωνίες, αλλά ο Στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, που τότε ήταν αρχηγός του Τουρκικού στρατού της Συρίας, απηύθυνε μήνυμα έντονης αμφισβητήσεως. Όπως είπε στον Στρατηγό Όττο Λήμαν φον Σάντερς, αρχηγό της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής που είχε βοηθήσει στην οργάνωση των πολεμικών προσπαθειών της Τουρκίας, ο πόλεμος ίσως να είχε λήξει για τους Συμμάχους, αλλά ο αγώνας των Τούρκων για ανεξαρτησία μόλις τότε άρχιζε.
Αρχικά, λίγοι μόνο πατριώτες συμμερίζονταν τις πεποιθήσεις του Κεμάλ. Η απόβαση όμως των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919, ξεσήκωσε όλους σχεδόν τους Τούρκους εναντίον των Συμμάχων. Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν με την κάλυψη βρετανικών, γαλλικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Εκείνοι που κυρίως ενεθάρρυναν αυτή την επιχείρηση ήταν οι Βρετανοί, που επεδίωκαν και να προστατεύσουν τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητος της Σμύρνης, και να εμποδίσουν μία ιταλική απόβαση εκεί. Οι μάχες υπήρξαν άγριες. Εν τω μεταξύ οι Σύμμαχοι, τον Μάρτιο του 1920, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και πίεζαν την κυβέρνηση του Σουλτάνου να περάσει τον Μάϊο, από στρατοδικείο ερήμην, τον Μουσταφά Κεμάλ. Οι Έλληνες όμως βαθμιαία έχασαν το ηθικό τους από την αργή προέλαση τους στην Μικρά Ασία, από την πείσμονα αντίσταση των Τούρκων, και από την διείσδυση στις γραμμές τους κομουνιστών που υπέσκαπταν το ηθικό των ανδρών. Τον Αύγουστο του 1921, στον ποταμό Σαγκάριο κοντά στην Άγκυρα, έγινε η πιο αιματηρή μάχη από την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη, και εκεί οι Έλληνες ηττήθηκαν. Η μάχη του Σαγκάριου ακολουθήθηκε από στρατιωτική στασιμότητα και διπλωματικές διαβουλεύσεις αρκετών μηνών. Όταν όμως είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος, ο Κεμάλ διέταξε νέα επίθεση που υποχρέωσε τους Έλληνες να εκκενώσουν την Σμύρνη και ολόκληρη την Μικρά Ασία τον Σεπτέμβριο του 1922. Στις 20 Νοεμβρίου 1922, συνήλθε στη Λωζάννη μία ειρηνευτική διάσκεψη. Εκ μέρους της Τουρκικής Δημοκρατίας, συμμετείχε ο Στρατηγός, Ισμέτ Ινονού. Όταν έληξε η Διάσκεψη το επόμενο καλοκαίρι, οι σύμμαχοι παρεχώρησαν στους Τούρκους ολόκληρη την Μικρά Ασία καθώς και την Κωνσταντινούπολη και μέρος της Ευρώπης που έφθανε μέχρι τον ποταμό Έβρο και τα σημερινά σύνορα με την Βουλγαρία.
Στην αρχή του πολέμου, οι Τούρκοι είχαν ακυρώσει όλες τις συνθηκολογήσεις που είχαν δεχθεί παλαιότερα. Η Συνθήκη παραδέχθηκε αυτές τις ακυρώσεις και διέγραψε κάθε αίτημα για αποζημιώσεις. Σε αντάλλαγμα όμως, η Τουρκία έπρεπε να αποστρατιωτικοποιήσει τα Στενά και να επιτρέπει τον διάπλου σκαφών όλων των κρατών, εκτός αν η ίδια η Τουρκία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι αραβικές επαρχίες δεν της επεστράφησαν, ούτε και τα Δωδεκάνησα, που είχαν καταληφθεί από την Ιταλία στον πόλεμο του 1911, των οποίων όμως ποτέ η Τουρκία δεν είχε παραδεχθεί την απώλεια. Για τον Ισμέτ Ινονού, που είχε μόνο μία προηγουμένη εμπειρία με διαπραγματεύσεις, η Λωζάννη υπήρξε σπουδαίο επίτευγμα. Πολλά όμως μέλη της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως, του Τουρκικού Νομοθετικού Σώματος, κατέκριναν τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις Διαπραγματεύσεις. Οι επικριτές αυτοί αντιτάχθηκαν σε οποιονδήποτε συμβιβασμό και απαίτησαν πλήρη κυριαρχία επί των Στενών και ευνοϊκότερα σύνορα εις βάρος της γείτονος Συρίας και του Ιράκ. Επέμειναν ν’ ανακτήσουν από το Ιράκ την Μοσούλη και τις πετρελαιοπηγές της, αλλά οι Βρετανοί διαπραγματευτές δεν δέχθηκαν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο πληθυσμός της Μοσούλης ήταν Αραβικός και Κουρδικός και όχι Τουρκικός, όπως ισχυριζόταν η κυβέρνηση της Αγκύρας. Τελικά, τον Αύγουστο του 1923, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση επικύρωσε την Συνθήκη της Λωζάνης με ψήφους 213 υπέρ και 14 κατά, μόνον όμως αφού ο Μουσταφά Κεμάλ είχε κάνει νέες εκλογές, στις οποίες κατατροπώθηκαν πολλοί από τους επικριτές του Ινονού και της Συνθήκης του. Έκτοτε, οι βουλευτές συμφώνησαν ν’ ασχοληθούν με την εσωτερική ανασυγκρότηση, με την οποία κατά την δεκαετία του 1920 υπήρχαν πολλά προβλήματα.
Οι ξένοι γνώριζαν την δυσαρέσκεια των Τούρκων για την λογοκρισία του Τύπου, για τις αυθαίρετες κυρώσεις κατά των διαφωνούν των εκδοτών, τους περιορισμούς του δικαιώματος συνδικαλισμού και απεργίας, και την γενική αποτελμάτωση των επιχειρήσεων, κυρίως στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Η Δημοκρατία από τις πρώτες της ημέρες αγωνιζόταν να γίνει αυτάρκης και η ναυσιπλοΐα δεν ευδοκίμησε. Πάνω απ’ όλα, οι χωρικοί ήταν δυσαρεστημένοι με τους υψηλούς φόρους που είχαν στόχο τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και την κατασκευή σιδηροδρόμων, παρόλο που ο πρόσφατος πόλεμος με τους Έλληνες είχε δείξει πόσο απαραίτητα ήταν τα μέτρα αυτά. Η απάντηση του Ατατούρκ σε όλα αυτά τα προβλήματα ήταν μία δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα. Με επιδεξιότητα έστρεφε τον ένα εχθρό του εναντίον του άλλου και, όποτε αυτός ο χειρισμός δεν αρκούσε, κατέφευγε στο στρατοδικείο, σε φυλακίσεις και σε εκτελέσεις. Πολλοί από τους αντιπάλους που παραμέρισε υπήρξαν παλαιότερα μέλη του Συνδέσμου Ενώσεως και Προόδου που είχε φέρει την Τουρκία στον Παγκόσμιο Πόλεμο, και που είχε προωθήσει μία επεκτατική, πανισλαμική και παντουρανική εξωτερική πολιτική.
Ο ηλικιωμένος δικτάτορας διαβεβαίωνε πάντα τους συνεργάτες του ότι η αυξανόμενη πολιτική ωριμότης θα μείωνε την κομματική ένταση και οι διαπραγματεύσεις θα πετύχαιναν τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ενέργειες όμως του Χίτλερ και του Μουσολίνι άρχισαν να δείχνουν στους Τούρκους ότι η συγκράτηση και η περίσκεψη δεν ήταν οι μόνοι τρόποι για να επιτευχθεί πλήρης εθνική ανασυγκρότηση, κυρίως αφότου οι αντιδράσεις της Βρεττανίας και της Γαλλίας είχαν γίνει τόσο αδύναμες. Ο Ατατούρκ, ενθυμούμενος τις εμπειρίες του κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αντιπαθούσε τους Γερμανούς, παραδεχόταν όμως ότι έτρεφε κάποιο θαυμασμό για τον Μουσολίνι. Όταν ένας από συνεργάτες του πρότεινε να εφαρμοστούν φασιστικές μέθοδοι την επίλυση των προβλημάτων της Τουρκίας, ο Ατατούρκ δεν αρνήθηκε ότι αυτές ίσως απέβαιναν αποτελεσματικές, είπε όμως ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο όταν εκείνος θα είχε αποσυρθεί. Μόνο τότε θα μπορούσε ο διάδοχος του να μιμηθεί τους Ευρωπαίους δικτάτορες, εφόσον το επιθυμούσε. Ο διάδοχος αυτός, όλοι σχεδόν το φοβόνταν, θα ήταν ο Ισμέτ Ινονού, ο πρωθυπουργός που αυτά τα τελευταία χρόνια του Ατατούρκ, διεκπεραίωνε όλο και συχνότερα τις κυβερνητικές υποθέσεις.
Ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το καλό παιδί της Ευρώπης» μπορείτε να το δείτε εδώ.