Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ
«Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»
Μετάφραση Αλέξανδρου Μωραϊτίδη
Φύση λεπταίσθητη και μοναχική, ο Γρηγόριος γεννιέται και πεθαίνει στην Αριανζό της Καππαδοκίας (329/330 – π. 390). Στενός φίλος του Βασιλείου, έχοντας συνδεθεί μαζί του κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στην Καισάρεια και κατόπιν στην Αθήνα, αποσύρεται μαζί του στην ερημία κι ασκητεύει στα ερημητήρια του Πόντου, μετά –και παρά– τις λαμπρές σπουδές του στα μεγάλα κέντρα της ελληνικής σοφίας (Καισάρεια Παλαιστίνης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα). Απροθύμως προσέρχεται στην ιερωσύνη ύστερα από την επίμονη ώθηση του πατέρα του και γίνεται επίσκοπος Ναζιανζού, εξού και ο τοπωνυμικός προσδιορισμός που έκτοτε τον συνοδεύει. Ανέρχεται εν συνεχεία στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλεύουσας πόλης, υπερασπιζόμενος την ορθοδοξία της Συνόδου της Νίκαιας έναντι του αρειανισμού που κυριαρχεί στην Κωνσταντινούπολη· από όπου με αποφασιστική προθυμία κι αυτόβουλη διάθεση θα παραιτηθεί, όταν φουντώνουν έριδες, αντιπαλότητες και φρατριασμοί, καθώς «ἐστερεῖτο τῆς ἀδαμάστου καρτερίας καὶ τῆς ἀκορέστου φιλαρχίας, ἥτις εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τὸν περὶ τὰ πολιτικὰ πράγματα ἀσχολούμενον ἄνδρα» (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Επέστρεψε για να ζήσει τον επίλοιπο βίο του στην άσημη γενέτειρά του, μέσα στην ησυχία της προσευχής και της ποιητικής συγγραφής, έχοντας βασανιστεί επί χρόνια από βαριά ασθένεια.
Βαθύνους και υψιπέτης θεολόγος, (προσωνύμιο μετ’ οριστικού άρθρου –ο θεολόγος– παγίως συνοδευτικό του ονόματός του, απονεμημένο από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο), διακήρυξε και υπεράσπισε την ορθόδοξη πίστη της Νίκαιας έναντι του αρειανισμού, με τα βαρυσήμαντα θεολογικά και δογματικά γραπτά του –ιδίως με την Πνευματολογία του– τα οποία καθοριστικά επέδρασαν και διαμόρφωσαν τις δογματικές αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Πολυγράφος συγγραφέας, με έντονη και βαθιά αποτυπωμένη την κλασική του παιδεία στα έργα του, αγωνίστηκε ώστε η κλασική παιδεία να γίνει κτήμα των χριστιανών και κατέλιπε πλήθος Λόγων δογματικών, Ομιλιών αγιολογικών, πανηγυρικών, ηθικών κι επιταφίων μα και πολλές Επιστολές. Ιδιαίτερη θέση στο όλο συγγραφικό του έργο κατέχει όμως η ποίησή του, η οποία περιλαμβάνει τα Επιγράμματά του, που αποτελούν το Η΄ βιβλίο της Ελληνικής (ή Παλατινής) Ανθολογίας, κυρίως όμως και πρωτίστως τα Έπη του (18000 περίπου στίχοι), κατανεμημένα σε Έπη θεολογικά και Έπη ιστορικά. Ο Γρηγόριος στα ποιήματά του «χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά […] τα αρχαία πρότυπα, δηλαδή το εξάμετρο, το ελεγειακό δίστιχο, το ιαμβικό τρίμετρο και (σπανίως) τα ανακρεόντεια. Κατά βάση τηρεί τους κανόνες της προσωδίας, με μερικές σποραδικές εξαιρέσεις, οι οποίες ήδη αντικατοπτρίζουν ελαφρώς τη γλωσσική εξέλιξη της εποχής. Είναι φυσιολογικό που μαζί με το μετρικό σχήμα έχει υιοθετήσει, ως ένα βαθμό, και το λεξιλόγιο των προτύπων: για τους εξαμέτρους το λεξιλόγιο του Ομήρου και για τα ιαμβικά τρίμετρα το λεξιλόγιο των τραγικών, κατά κύριο λόγο του Ευριπίδη» (Wofram Hörandner).
Ποιητής με βαθύτατα λυρικό και προσωπικό ύφος ο Γρηγόριος αποδέχεται το κάλεσμα της ποίησης (την ποιητική μανία των Ελλήνων) ως προφητική αποστολή, όπως αποτυπώνεται στην Παλαιά Διαθήκη κι ιδίως στον Δαβίδ. Παρά τον διδακτικό τόνο πολλών ποιημάτων του (κι ιδίως των θεολογικών), ο διάχυτος λυρισμός του διαφέρει από των αρχαίων αλλά και συγκινεί τους νεώτερους αναγνώστες ως τις ημέρες μας, καθώς εκφράζεται με μία θλίψη και μυστηριώδη μελαγχολία προσωπική (υποκειμενική), παντελώς σχεδόν άγνωστη στους αρχαίους (Παπαρρηγόπουλος), κυριαρχεί η αυτοπαρατήρηση (H.-G. Beck), η εκμυστήρευση και η εξομολόγηση. Διόλου τυχαία εξάλλου, στο πρόσωπο του Γρηγορίου έχουν αναγνωρίσει οι μελετητές την ενσάρκωση της στροφής της πρώιμης βυζαντινής λογοτεχνίας προς την αυτοβιογραφία.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, καταπιάστηκε ενωρίς να μεταφράσει εμμέτρως τμήματα από το ποιητικό έργο του Γρηγορίου, σε δύο τεύχη: το 1914 δύο μακρά ποιήματα περί Παρθενίας, και (πιθανότατα) το 1925 μία μεγαλύτερη εκλογή από τα Έπη. Τις αποδόσεις αυτές ξεκινούμε σήμερα, ανήμερα της μνήμης του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (του θεολόγου και ποιητή), να σταχυολογούμε στην ανθολογία μας.
~•~
Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
Πάσχων ἀπὸ τὰς θλίψεις μου χθὲς ἐκαθήμῃν μόνος
εἰς ἕνα ἄλσος σκιερὸν μὲ τὴν ψυχὴν θλιμμένην.
Καὶ γὰρ αὐτὸ τὸ φάρμακον, ὁπόταν ἔχω θλῖψιν,
παρὰ πολὺ τὸ ἀγαπῶ· μὲ τὴν ψυχήν μου μόνος
νὰ ὁμιλῶ μὲ σιωπήν. Αἱ πρωϊναὶ δὲ αὖραι
γύρω μου ἐψιθύριζον, κ’ ἐπάνω εἰς τοὺς κλώνους,
ἐπάνω ’ς τοὺς ἀκρέμονας τῶν δένδρων, ἐκελάδουν
πληθὺς ὀρνίθων ᾠδικῶν, ὁποῦ εἰς ἕνα ὕπνον
ὡραῖον μὲ παρέσυραν ἐκεῖ ὁποῦ τοσοῦτον
πονοῦσα κ’ ἔπασχον δεινῶς καὶ ὠλιγοψυχοῦσα.
Ἀπὸ τὰ δένδρα πέραν δὲ τέτιγγες φλυαροῦντες,
οἱ λιγηροί, στηθομελεῖς, οἱ φίλοι τοῦ ἡλίου,
ὁλόκληρον τὸ σκιερὸν ἄλσος συγκατεβόμβουν.
Ἐγγὺς μου δὲ ὕδωρ ψυχρὸν μοῦ ἔβρεχε τοὺς πόδας,
ἀνάμεσα ᾽ς τὸ δροσερὸν ἄλσος ἠρέμα ρέον.
Ὅμως ἐγὼ δὲ κρατερῶς ἀκόμη ἐκρατούμῃν
ἀπὸ τὸ ἄλγος μου χωρὶς κἂν ἄνεσιν καμμίαν·
᾽ς ὅλα δ᾽ ἐκεῖνα τὰ τερπνὰ περὶ ἐμὲ κ᾽ ἡδέα
καμμίαν ὅλως προσοχὴν δὲν ἔδιδα· διότι
ὁπόταν σκεπασθῇ ὁ νοῦς πυκνῶς μὲ τόσους πόνους,
δὲν θέλει τέρψιν καὶ χαρὰν διόλου ν᾽ ἀντικρύσῃ.
Ἐγὼ δ᾽ αὐτὸς μὲ τὰς στροφὰς νοῦ τοῦ ἑλισσομένου
συνωμιλοῦσα μὲ φωνὰς σφόδρα γὲ ἀντιμάχους.
Τίς ἔγεινα; Τίς δὲ εἰμι καὶ τί θὰ ἀπογείνω;
Δὲν τὸ γνωρίζω καθαρά. Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ κανένας
πολὺ ἐμοῦ σοφώτερος αὐτὸ καλοηξεύρει·
ἀλλὰ σἂν νὰ εὑρίσκωμαι πυκνὰ κεκαλυμμένος
μὲ σύννεφον, ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ οὕτῳ περιπλανῶμαι,
χωρὶς νὰ ἔχω τίποτε, οὐδὲ εἰς τὤνειρόν μου,
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ποθῶ. Καὶ γὰρ εἴμεθα πάντες
πολυπλανεῖς καὶ ταπεινοί, εἰς ὅσους γε νεφέλη
ἐπάνω τῆς παχείας των σαρκὸς ἐπικρεμᾶται,
νεφέλη καταμέλανος. Ἐκεῖνος δὲ τῶν ἄλλων
εἶνε ὄντως σοφώτερος, τὸ πολυλόγον ψεῦδος
ὅστις ἐκ τῆς καρδίας του ταχέως ἀπορρίπτει.
Εἶμαι. Τί εἶν᾽ αὐτὸ ποῦ εἶμαι; Ἕνα μέρος
ἀπὸ ἐμὲ παρέδραμε καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον,
ἄλλο δὲ τώρα εἶμ᾽ ἐγώ· καὶ ἄλλο εἰς τὸ μέλλον
θὰ εἶμαι, ἄν ποτε θὰ εἶμαι. Δὲν ὑπάρχει
ἔμπεδον καὶ στερρὸν κανέν. Ποταμοῦ ρεῦμα εἶμαι
θολοῦ ποὺ τρέχει ὀλονέν, οὐδὲν σταθερὸν ἔχων.
Καὶ διατί μὲ ἐρωτᾷς αὐτά; Εἰπὲ καὶ δίδαξόν με,
τί περισσότερον ἐγὼ τῳόντι θὰ σοῦ εἶμαι;
Καὶ τώρα δὲ μένων ἐδῶ, κύτταξε μὴ σοῦ φύγω.
Οὔτε δευτέραν δὲ φορὰν σὺ θὰ περάσῃς πλέον
τὸ ρεῦμα ὁποῦ πέρασες τοῦ ποταμοῦ. Ἀλλ᾽ οὔτε
θὰ ἴδῃς πλέον τὸν βροτὸν ἐκεῖνον ὁποῦ εἶδες
προτῄτερα. Εἰς τοῦ πατρὸς τὴν ὀσφὺν ἤμην πρῶτον,
ἡ μήτηρ δὲ μ᾽ ἐδέξατο κατόπιν. Κοινὸν κτῆμα
τῶν δύο ἤμην. Ἔπειτα δὲ κρέας ἐγενόμῃν
ὄγκος ἀσύντακτος, οὐδὲ κἂν ἄνθρωπος, ἓν αἶσχος
ἀνείδεον· οὔτε δὲ νοῦ μετέχον, οὐδὲ λόγου,
ἔχον δὲ τὴν μητέρα μου ὡς ἕνα τύμβον ὄντως.
Οἱ δισταφεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ εἰς φθορὰν ποὺ ζῶμεν.
Διότι τὴν ζωὴν αὐτήν, ὁποῦ τώρα ὁδεύω,
αὐτὴν τὴν βλέπω τῶν ἐτῶν καὶ χρόνων μου δαπάνην,
ἥτις μὲ περιέβαλε μ᾽ ὀλέθριον τὸ γῆρας.
Ἐὰν δὲ ἐκεῖ ποτε ποὺ ὄντως θὰ ὑπάγω,
ὑπὸ τῶν θείων μας χρησμῶν καθὼς ὁμολογεῖται,
ἕνας ἀτέλευτος αἰὼν θὰ μὲ δεχθῇ, ὤ! σκέψου,
μήπως καὶ ἡ ζωὴ αὐτὴ θάνατον ἔχῃ ὄντως,
ἢ μὴ ὁ θάνατος ζωὴ ὑπάρχῃ, τοὐναντίον
ἀφ᾽ ὅ,τι καὶ φαντάζεσαι. Οὐδὲν εἰμι τῳόντι.
Πλὴν διατί δαμάζομαι ἀπὸ τὰ τόσα πάθη
ὡσὰν νὰ εἶμαι στερεὸν καὶ συμπαγές τι σῶμα;
Καὶ γὰρ τῳόντι ἄτρεπτον αὐτὸ μόνον ὑπάρχει
ἀπὸ τοὺς φθειρομένους τε καὶ γεηροὺς ἀνθρώπους,
καὶ συμπαγὲς κι᾽ ἀκλόνητον κι᾽ ἀγήραστον. Ἀφότου
ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς μητρός εξολισθήσας δάκρυ
εὐθὺς ἀφῆκα καὶ κλαυθμὸν δι᾽ ὅσα καὶ ὁποῖα
νὰ συναντήσω ἔμελλον πάθη καὶ θλίψεις, κλαίων,
πρὶν ἔτι θίξω τὴν ζωὴν καλὰ καλὰ τῳόντι.
Ἠξεύρω χώραν ἄθηρον, ἤτοι χωρὶς θηρία,
καθὼς ὑπῆρχ᾽ ἕνα καιρὸν ἡ Κρήτη· καί τις ἄλλη
χωρὶς χειμῶνας καὶ χωρὶς ὁλοτελῶς χιόνας.
Κανένας ὅμως τῶν θνητῶν ἀνθρώπων δὲν ὑπάρχει,
ὅστις ἐντεῦθεν ἔφυγεν ἀδάμαστος ᾽ς τοὺς πόνους
τοὺς στυγερούς, χωρὶς δεινὰ καὶ ἄχθη γε καὶ θλίψεις.
Ἀδράνεια, πενία τε, τόκος, ὁ θάνατός τε,
ἐχθροὶ καὶ φαῦλοι, τῆς ξηρᾶς θηρία καὶ θαλάσσης·
Ἄλγη καὶ πόνοι, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶν᾽ ἡ ζωή μας ὄντως.
Πάθη μὲν λίαν θλιβερὰ ἐννόησα ἐκ πείρας,
ἐξ ὅλων δὲ τῶν ἀγαθῶν οὐδὲν εὗρον ἀκόμη
ἄμοιρον ὅλως θλίψεων, ἐπάνω μου ἀφότου
πικρὰν ποινὴν ἐτύπωσεν ἡ ὀλεθρία γεῦσις
καὶ τοῦ Σατὰν τοῦ πονηροῦ ὁ ἰοβόλος φθόνος.
Καὶ εἰς ἐσένα μέν, ὦ σάρξ, τοιαῦτα σοῦ συμβαίνουν
δυσίατα μὲ τὸν ἐχθρὸν τὸν κολακεύοντά σε,
καὶ μὲ τὸν ἀδιάκοπον κατὰ σοῦ πόλεμόν του,
ἕνα θηρίον φοβερὸν καὶ θελκτικὸν συνάμα,
μίαν πυρὰν δροσιστικὴν ποὺ εἶνε ἕνα θαῦμα.
Θὰ εἶνε δὲ καὶ δι᾽ ἐμὲ ἕνα μέγιστον θαῦμα,
τὴν πρὸς ἐμὲ ἐάν ποτε εὐμένειάν σου δείξῃς.
Ἀλλ᾽ ὦ ψυχή, καὶ διὰ σὲ θὰ εἴπω τώρ᾽ ἀμέσως
ὅσα ἁρμόζουν. Ποία τις καὶ πόθεν σύ; Τίς εἶσαι;
Ποῖος δὲ σὲ κατέστησεν ἐσένα νεκροφόρον,
καὶ μὲ τὰς τόσας στυγερὰς κι᾽ ἀποτροπαίους πέδας
τοῦ βίου σὲ ἐδέσμευσε πάντοτέ γε βαρεῖαν
κλίνουσαν κάτω εἰς τὴν γῆν; Πῶς ποτε συνεμίχθης
μέσα εἰς πάχος πνεῦμα σύ, καὶ νοῦς μέσα εἰς σάρκας;
Καὶ εἰς τὰ ἄχθη ἐλαφρά; Διότι ὅλα ταῦτα
μεγάλως ἀντιμάχονται συναναμεταξύ των.
Ἂν μὲν τῳόντι ἦλθες σὺ εἰς τὴν ζωὴν ὁμοία
καθόλου καὶ ὁμόσπορος καθὼς αἱ σάρκες, οἴμοι!
εἰς τὴν συνένωσιν αὐτήν, πρὸ χρόνον ὀλεθρίαν!
Εἰκὼν ἐγὼ εἶμαι τοῦ Θεοῦ κ᾽ αἴσχους υἱὸς ὑπῆρξα.
Αἰσχύνομαι τιμὴν μητρὸς τῇ μαργοσύνῃ νέμων.
Ἡ ρεῦσις σάρκα μ᾽ ἔκαμε καὶ τὸ τεχθὲν ἐφθάρη.
Τώρα μὲν ὄντως ἄνθρωπος καὶ μετ᾽ ὀλίγον ὄχι,
ἐλπίδες δὲ πανύσταται ἡ κόνις καὶ ἡ τέφρα.
Ἂν δ᾽ εἶσαι οὐρανία σύ, ποία καὶ πόθεν εἶσαι;
Ποθῶ νὰ μάθω. Ἂν Θεοῦ ἐμφύσημα ὑπάρχῃς,
καὶ μερὶς τούτου, ὡς φρονεῖς, ἀπόρριψον ἀμέσως
νῦν τὴν ἀτασθαλίαν σου καὶ πείθομαί σοί· ὅτι
ἀνάρμοστον καὶ ἀπρεπὲς σὺ ρυπαρὰ νὰ εἶσαι
οὐδὲ παραμικρόν ποτε, ἀφοῦ τοῦ καθαροῦ γέ
ὑπάρχῃς σὺ ἐμφύσημα. Καὶ γὰρ οὐδὲ τὸ σκότος
κλῆρος ὑπάρχει καὶ μερὶς τοῦ χρυσαυγοῦς ἡλίου·
ἀλλ᾽ οὔτε ἀπὸ πονηρὸν πνεῦμά ποτε ἐφάνῃ
ἀκτινοβόλον ἔκγονον ἐκλάμπρως ἐξαστράπτον.
Πῶς δὲ μὲ τὰ τινάγματα τοῦ σκοτεινοῦ Βελίαρ
τοσοῦτον σὺ προσβάλλεσαι, καίτοι ἐπουρανίου
μετέχεις ὄντως πνεύματος; Καὶ γὰρ ἂν τόσον μέγαν
ἔχουσα σὺ συναρωγόν, ᾽ς τὴν γῆν κάτω κυττάζεις,
ἀλλοίμονον ᾽ς τὴν φοβερὰν κακίαν σου! Ἐὰν δὲ
δὲν εἶσαι σὺ ἐκ τοῦ Θεοῦ, εἰπέ μου, ποία εἶνε
ἡ φύσις σου; Ἄχ! μέγιστος ὑπάρχει ὄντως φόβος
μήπως κ᾽ ἐπαίρομαι λοιπὸν εἰς δόξαν μου ματαίαν.
Πλάσμα Θεοῦ, Παράδεισος, Ἐδέμ, ἐλπὶς καὶ κλέος,
ὄμβρος ὁ κοσμοχαλαστής, ὄμβρος ὁ πυρσοπόλος,
ὁ Νόμος αὖθις ἔπειτα, γραπτὸν ἰατρικὸν δά.
Καὶ τέλος εἶτα ὁ Χριστός, κεράσας τὴν μορφήν του
μὲ τὴν ἰδίαν μας μορφήν. Ἵνα Θεὸς ὢν πάθῃ,
καὶ δώσῃ ἀνακούφισιν ᾽ς τὰ δικά μας πάθη,
καὶ καταστήσῃ με Θεὸν μὲ βρότειον τὸ εἶδος.
Καὶ ὅμως γε ἀδάμαστον ἀκόμη μένος ἔχω,
καὶ σπεύδομεν πάντες ἡμεῖς νὰ αὐτοφονευθῶμεν
᾽ς τὸν σίδηρον τὸν κοπτερὸν μὲ ἄκριτον μανίαν,
ὡσὰν οἱ ἀγριόχοιροι. Τί τέλος πάντων εἶνε
καλὸν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῇ; Θεοῦ τὸ φῶς; Ἀλλ᾽ ὅμως
καὶ ἀπὸ τοῦτο εἴργει με ἡ φθονερὰ σκοτία.
Οὐδὲν καὶ τοῦτο μ᾽ ὠφελεῖ. Ἀλλ᾽ ἀληθῶς ὑπάρχει
κανὲν εἰς ὅπερ οἱ κακοὶ νὰ μὴ μὲ ὑπερβάλλουν;
Εἴθε τὸ ἴσον μὲ αὐτοὺς νὰ εἶχον, καίπερ σφόδρα
μοχθῶν τε καὶ λιποψυχῶν ἐν ταῖς ταλαιπωρίαις.
Θεῖος δὲ φόβος μ᾽ ἔκαμψε καὶ δὴ καταπονοῦμαι
μὲ τόσας τε νυκτερινὰς κ᾽ ἡμερινὰς φροντίδας.
Αὐτὸς ὁ σκληροτράχηλος καὶ ὕπτιον ἀκόμη
μὲ ἀπωθεῖ καὶ λακπατεί. Σὺ δὲ εἰπέ μου ὅλα
τὰ δείματα τὰ φοβερά· τὸν Τάρταρον ἐκεῖνον
τὸν σκοτεινόν, τὰς Μάστιγας, τοὺς ποταμοὺς ἐκείνους
φεῦ! τοὺς Πυριφλεγέθοντας, τοὺς Δαίμονας δὲ αὖθις
τοὺς τῶν ψυχῶν μας πράκτορας. Ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε μῦθος
διὰ τοὺς φαύλους καὶ κακούς. Ὅ,τι δ᾽ ἐμπρός μας κεῖται
αὐτὸ εἶνε τὸ ἄριστον. Κανὲν δὲ ἡ κακία
κανὲν ἀπὸ τὰ βάσανα αὐτὰ δὲ λογαριάζει,
ὥστε καὶ νὰ μεταβληθῇ ἀπὸ τὸν φόβον τούτων.
Κάλλιον ἦτο οἱ κακοὶ κ᾽ οἱ φαῦλοι γε κατόπιν
νὰ μένουν ἀτιμώρητοι, παρὰ ἐγὼ νὰ τρέμω
τώρα καὶ νὰ ἀδημονῶ μὲ τῆς κακίας ταῦτα
τὰ φοβερὰ παθήματα.
Ὅμως πρὸς τί νὰ ψάλλω,
πρὸς τί τὰ ἄλγη τῶν βροτῶν ἐγὼ νὰ διηγοῦμαι,
τὰ πάμπολλα καὶ φοβερά; Γνωστὸν ὑπάρχει ὅτι
τὴν ἡμετέραν γενεὰν βαρύνει ἕνας πόνος.
Δὲν εἶν᾽ ἀκίνητος ἡ γῆ, ἀλλὰ κλονοῦσι ταύτην
οἱ ἄνεμοι. Αἱ ὧραι δὲ ἀπέρχονται βεβαίως
κ᾽ ὑποχωροῦσι διαρκῶς ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην.
Ἡ νύκτα τὴν ἡμέραν μας ἀμέσως καταπαύει,
καὶ ὁ χειμών ᾽σκοτείνιασε μ᾽ ὁμίχλην τὸν ἀέρα.
Σκεπάζει τἄστρα ὁ ἥλιος, τὸν ἥλιον τα νέφη·
τὸ κάλλος ἐξηφάνισται, ἀνέζησ᾽ ἡ σελήνη,
κ᾽ ἡμιφανὴς λοιπὸν ἰδοὺ ὁ οὐρανός μας πάλιν
ὁ ἀστερόεις. Ἤλλαξαν ἰδοὺ τὰ πάντα αὖθις.
Ἀλλὰ καὶ σύ, ὦ βάσκανε, καὶ σὺ ὁ Ἑωσφόρος
ἤσουν ποτὲ εἰς τοὺς χοροὺς τῶν φαεινῶν ἀγγέλων.
Ἵλεώς μοι, Βασίλισσα, Ἁγνὴ Τριάς! Καὶ Σύ γε
διόλου δὲν διέφυγες τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων,
τῶν ἐφημέρων καὶ μωρῶν. Πατὴρ τὸ πρῶτον ἦσο,
Παῖς δὲ κατόπιν μέγιστος, καὶ πάλιν εἶτα Πνεῦμα
Θεοῦ μεγάλου βάλλεται καὶ ἀναιδῶς κτυπᾶται
μὲ τὰς δεινὰς τῶν δυσσεβῶν ἀνθρώπων ἀκρισίας.
Ποῦ, μέριμνα κακοφραδὴς κι᾽ ἀστόχαστος τῳόντι
ἔχεις σκοπὸν μὲ ταύτας δὰ τὰς τόσας ἀπονοίας
νὰ μὲ ὠθήσῃς; Ἵστασο. Διότι ὅλα εἶνε
δεύτερα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὑπόκυψον τῷ λόγῳ.
Οὐχὶ ματαίως ὁ Θεὸς μὲ ἔπλασε βεβαίως.
Ὀπίσω. Παύω τὴν ᾠδήν. Αὐτὸ εἶνε ἕνα πάθος
τῆς ὀλιγοφροσύνης μας. Νῦν ζόφος, εἶτα λόγος,
καὶ ὅλα τότε τ᾽ ἄγνωστα αὐτὰ θὰ καταλάβῃς,
ἢ τὸν Θεὸν αὐτὸν ὀρῶν, ἢ μέσα εἰς τὰς φλόγας
ἐκείνας τῆς κολάσεως καιόμενος ἀσπλάχνως.
Καθὼς αὐτὰ μοῦ ἔψαλεν ὁ νοῦς ὁ φίλτατός μου,
κατέπεσε τὸ ἄλγος μου κ᾽ ἡ θλῖψις μου ἐκείνη.
Καὶ πρὸς ἑσπέραν ἐξελθὼν τοῦ ἄλσους τοῦ ὡραίου,
μετέβην εἰς τὸν οἶκον μου, ἄλλοτε μὲν πρὸς ταῦτα
τὰ ἐτερόφρονα γελῶν, ἄλλοτε κατατρύχων
βαθέως τὴν καρδίαν μου μὲ τὸν τοσοῦτον πόνον
τοῦ ἀγωνιζομένου νοῦ καὶ ἀντιμαχομένου.
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ τοῦ θεολόγου, Ποιήματα κατ’ ἐκλογὴν ἐκ τῶν Ἐπῶν αὐτοῦ ἐμμέτρως μεταγραφέντα εἰς τὴν νεοελληνικήν, ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδου, Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήναι (1925) σ. 81-88.
~•~
ΙΔʹ. Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Χθιζὸς ἐμοῖς ἀχέεσσι τετρυμένος, οἶος ἀπ’ ἄλλων
Ἥμην ἐν σκιερῷ ἄλσεϊ, θυμὸν ἔδων.
Καὶ γάρ πως φιλέω τόδε φάρμακον ἐν παθέεσσιν,
Αὐτὸς ἐμῷ θυμῷ προσλαλέειν ἀκέων.
Αὖραι δ’ ἐψιθύριζον ἅμ’ ὀρνιθέεσσιν ἀοιδοῖς,
Καλὸν ἀπ’ ἀκρεμόνων κῶμα χαριζόμεναι,
Καὶ μάλα περ θυμῷ κεκαφηότι. Οἱ δ’ ἀπὸ δένδρων
Στηθομελεῖς, λιγυροὶ, ἠελίοιο φίλοι,
Τέττιγες λαλαγεῦντες ὅλον κατεφώνεον ἄλσος.
Πὰρ δ’ ὕδωρ ψυχρὸν ἐγγὺς ἔκλυζε πόδας,
Ἦκα ῥέον δροσεροῖο δι’ ἄλσεος. Αὐτὰρ ἔγωγε
Τὼς ἐχόμην κρατερῶς ἄλγεος, ὡς ἐχόμην.
Τῶν μὲν ἄρ’ οὐκ ἀλέγιζον, ἐπεὶ νόος, εὖτε πυκασθῇ
Ἄλγεσιν, οὐκ ἐθέλει τέρψιος ἀντιάειν.
Αὐτὸς δὲ, στροφάλιγξιν ἑλισσομένοιο νόοιο,
Τοίην ἀντιπάλων δῆριν ἔχων ἐπέων·
Τίς γενόμην, τίς δ’ εἰμὶ, τί δ’ ἔσσομαι; Οὐ σάφα οἶδα.
Οὐδὲ μὲν ὅστις ἐμοῦ πλειότερος σοφίην.
Ἀλλ’ αὐτὸς νεφέλῃ κεκαλυμμένος ἔνθα καὶ ἔνθα,
Πλάζομαι οὐδὲν ἔχων, οὐδ’ ὄναρ, ὧν ποθέω.
Πάντες γὰρ χθαμαλοὶ καὶ ἀλήμονες, οἷσι παχείης
Σαρκὸς ἐπικρέμαται κυανέη νεφέλη.
Κεῖνος δ’ ἐστὶν ἐμεῖο σοφώτερος, ὃς πλέον ἄλλων
Ἤπαφεν ἧς κραδίης ψεῦδος ἑτοιμολόγον.
Εἰμί. Φράζε τί τοῦτο; Τὸ μὲν παρέθρεξεν ἐμεῖο·
Ἄλλο δὲ νῦν τελέθω, ἄλλ’ ἔσομ’, εἴ γ’ ἔσομαι.
Ἔμπεδον οὐδέν· ἔγωγε ῥόος θολεροῦ ποταμοῖο
Αἰὲν ἐπερχόμενος, ἑσταὸς οὐδὲν ἔχων.
Τίπτε με τῶνδ’ ἐρέεις; τί δέ σοι πλέον εἰμὶ, δίδαξον.
Καὶ νῦν τῇδε μένων, δέρκεο μή σε φύγω.
Οὔτε δὶς ὃν τοπάροιθε, ῥόον ποταμοῖο περήσεις
Ἔμπαλιν, οὔτε βροτὸν ὄψεαι, ὃν τοπάρος.
Ἦν πάρος ἐν χροῒ πατρὸς, ἔπειτά μ’ ἐδέξατο μήτηρ,
Ξυνὸν δ’ ἀμφοτέρων. Ἔνθεν ἔπειτα κρέας
Ἄκριτον, ἄβροτον, αἶσχος ἀνείδεον, οὔτε λόγοιο,
Οὔτε νόου μετέχον, μητέρα τύμβον ἔχον.
Δὶς ταφέες, ζώοντες ἐπὶ φθορᾷ. Ἣν γὰρ ὁδεύω
Ζωὴν, τήνδ’ ὁρόω τῶν ἐτέων δαπάνην,
Ἥ μοι γῆρας ἔχευεν ὀλοίϊον. Εἰ δέ με κεῖθι
Αἰὼν οὐ φθινύθων δέξεται, οἷα φάτις,
Φράζεο μὴ ζωὴ μὲν ἔχῃ μόρον, ἡ δὲ τελευτὴ
Ζωή σοί γε πέλῃ, ἔμπαλιν ἣ δοκέεις.
Οὐδὲν ἔφυν. Τί κακοῖσι δαμάζομαι, ὥς τι πεπηγός;
Τοῦτο γὰρ ἡμερίων ἄτροπόν ἐστι μόνον,
Συμφυὲς, ἀστυφέλικτον, ἀγήραον. Ἐξότε κόλπων
Μητρὸς ὀλισθήσας πρῶτον ἀφῆκα δάκρυ,
Ὁσσατίοις, οἵοις τε συναντήσασθαι ἔμελλον
Πήμασι, δακρυχέων πρὶν βιότοιο θίγω!
Χώρην μέν τιν’ ἄθηρον ἀκούομεν, ὥς ποτε Κρήτην,
Καί τινα καὶ κρυερῶν ἀλλοτρίην νιφάδων·
Θνητῶν δ’ οὔ ποτέ τις τόδ’ ἐπεύξατο, ὡς ἀδάμαστος
Τοῦδε βίου στυγερῶν ἔνθεν ἀπῆλθε μόγων.
Ἀδρανίη, πενίη τε, τόκος, μόρος, ἔχθος, ἀλιτροὶ,
Θῆρες ἁλὸς, γαίης, ἄλγεα, πάντα βίος.
Πήματα μὲν καὶ πάμπαν ἀτερπέα πόλλ’ ἐνόησα,
Τῶν δ’ ἀγαθῶν οὐδὲν πάμπαν ἄμοιρον ἄχους,
Ἐξέτι τοῦ, ὅτε μοι πικρὴν ἐπομόρξατο ποινὴν
Γεῦσίς τ’ οὐλομένη, καὶ φθόνος ἀντιπάλου.
Σοὶ μὲν δὴ, σὰρξ, τοῖα δυσαλθέϊ, εὐμενέοντι
Ἐχθρῷ, καὶ πολέμῳ οὔποτε λυομένῳ,
Θηρὶ πικρὸν σαίνοντι, πυρὶ ψύχοντι, τὸ θαῦμα!
Θαῦμα μέγ’, εἴ ποτ’ ἐμοί γ’ ὕστατον εὐμενέοις.
Ψυχὴ, σοὶ δ’ ἄρ’ ἔπειτα λελέξεται ὅσσ’ ἐπέοικε.
Τίς, πόθεν, ἢ τί πέλεις; τίς δέ σε νεκροφόρον
Θήκατο, καὶ στυγερῇσι πέδαις ἐνέδησε βίοιο,
Ἐς χθόνα βριθομένην πάντοθε; Πῶς ἐμίγης
Πνεῦμα πάχει, σαρξὶν δὲ νόος, καὶ ἄχθεϊ κούφη;
Ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις μάρναται ἀντιθέτως.
Εἰ μὲν δὴ σάρκεσσιν ὁμόσπορος ἐς βίον ἦλθες,
Ὤ μοι συζυγίης τηλόθεν οὐλομένης!
Εἰκών εἰμι Θεοῖο, καὶ αἴσχεος υἱὸς ἐτύχθην·
Αἰδέομαι τιμῆς μητέρα μαργοσύνην.
Ῥεῦσις γάρ μ’ ἐφύτευσεν, ὁ δ’ ἔφθιτο· νῦν βροτός· αὖθις
Οὐ βροτὸς, ἀλλὰ κόνις· ἐλπίδες ὑστάτιαι.
Εἰ δὲ σύ γ’ οὐρανίη, τίς, ὅθεν; ποθέοντα δίδαξον.
Εἰ μὲν ἄημα Θεοῦ καὶ λάχος, ὡς φρονέεις,
Ῥίψον ἀτασθαλίην, καὶ πείθομαι. Οὐ γὰρ ἔοικε
Τοῦ καθαροῦ ῥυπαρὴν ἔμμεναι, οὐδ’ ὀλίγον.
Οὐδὲ γὰρ ἠελίοιο λάχος σκότος, οὐδὲ πονηροῦ
Πνεύματος αἰγλῆεν ἔκγονον ἐξεφάνη.
Πῶς δ’ ὀλοοῦ Βελίαο τινάγμασι τόσσον ἐλαύνῃ,
Καί περ ἐπουρανίῳ Πνεύματι κιρναμένη;
Εἰ γὰρ τοῖον ἔχουσα βοηθόον ἐς χθόνα νεύεις,
Αἲ αἳ τῆς ἀκράτου σῆς ὀλοῆς κακίης!
Εἰ δ’ οὔ μοι θεόθεν σὺ, τίς ἡ φύσις; ἦ μέγα τάρβος,
Μή ποτε μαψιδίῳ κύδεϊ φυσιόω.
Πλάσμα Θεοῦ, παράδεισος, Ἔδεμ, κλέος, ἐλπὶς, ἐφετμὴ,
Ὄμβρος ὁ κοσμολέτης, ὄμβρος ὁ πυρσοπόλος,
Αὐτὰρ ἔπειτα νόμος, γραπτὸν ἄκος· αὐτὰρ ἔπειτα
Χριστὸς ἑὴν μορφὴν ἡμετέρῃ κεράσας,
Ὥς κεν ἐμοῖς παθέεσσι παθὼν Θεὸς, ἄλκαρ ὀπάζοι,
Καί με θεὸν τελέσῃ εἴδεϊ τῷ βροτέῳ.
Ἀλλ’ ἔμπης ἀδάμαστον ἔχω μένος, ἐς δὲ σίδηρον
Αὐτοφόνῳ μανίῃ σπεύδομεν, ὥστε σύες
Τίπτ’ ἀγαθὸν βιότοιο; Θεοῦ φάος; Ἀλλ’ ἄρα καὶ τοῦ
Εἴργει με φθονερὴ καὶ στυγερὴ σκοτίη.
Οὐδὲν πλεῖον ἔμοιγε. Τί δ’ οὐ πλέον ἐστὶ κακοῖσιν;
Αἴθε γὰρ ἶσον ἔχον, καὶ μάλα περ μογέων!
Κεῖμ’ ὀλιγοδρανέων· τάρβος δέ με θεῖον ἔκαμψε·
Τέτρυμ’ ἠματίαις φροντίσι καὶ νυχίαις.
Οὗτος ὁ βρισαύχην με καὶ ὕπτιον ὦσεν ὀπίσσω,
Λὰξ ἐπέβη. Σὺ δέ μοι δείματα πάντα λέγε,
Τάρταρον ἠερόεντα, πυριφλεγέθοντας, ἱμάσθλας,
Δαίμονας, οἳ ψυχῶν πράκτορες ἡμετέρων.
Μῦθος ἅπαντα κακοῖσι, τὸ δ’ ἐν ποσὶ μοῦνον ἄριστον·
Οὐδὲν ἐπιστρέφεται τῆς βασάνου κακίη.
Λώϊον ἦν ἀλιτροῖσιν ἐς ὕστερον ἔμμεν’ ἄτιτα,
Ἢ ἐμὲ νῦν κακίης πήμασιν ἀσχαλαᾷν.
Ἀλλὰ τί μοι, βροτέων τί δέ μοι τόσον ἄλγε’ ἀείδειν;
Ἡμετέρης γενεῆς πᾶσιν ἔπεστιν ἄχος.
Οὔ μοι χθὼν ἀτίνακτος, ἅλα κλονέουσιν ἀῆται.
Ὧραι δ’ ἀλλήλαις εἶξαν ἐπεσσύμεναι.
Νὺξ ἦμαρ κατέπαυσε, τὸ δ’ ἤχλυσεν ἠέρα χεῖμα.
Ἄστρασιν ἠέλιος, ἠελίῳ δὲ νέφος
Κάλλος ἀπημάλδυνε, παλίζωος δὲ σελήνη·
Αὐτὰρ ὅγ’ ἡμιφανὴς οὐρανὸς ἀστερόεις
Καὶ σύ ποτ’ ἀγγελικοῖσιν, Ἑωσφόρος, ἦσθα χοροῖσι,
Βάσκανε, νῦν δ’ ἔπεσες αἶσχος ἀπ’ οὐρανίων
Ἵλαθί μοι, βασίλεια κεδνὴ, Τριὰς, οὐδὲ σὺ πάμπαν
Γλῶσσαν ἐφημερίων ἔκφυγες ἀφραδέων.
Πρόσθε Πατὴρ, μετέπειτα Πάϊς μέγας, αὐτὰρ ἔπειτα
Πνεῦμα Θεοῦ μεγάλου, βάλλετ’ ἐπεσβολίαις.
Ποῖ στήσεις με φέρουσα κακοφραδὲς ἔνθε μέριμνα;
Ἵστασο. Πάντα Θεοῦ δεύτερα. Εἶκε λόγῳ.
Οὐ δέ με μαψιδίως τεῦξεν Θεός. Ἔμπαλιν ᾠδῆς
Ἵσταμαι· ἡμετέρης τοῦτ’ ὀλιγοφρενίης.
Νῦν ζόφος, αὐτὰρ ἔπειτα λόγος, καὶ πάντα νοήσεις,
Ἢ Θεὸν εἰσορόων ἢ πυρὶ δαπτόμενος.
Ὥς μοι ταῦτ’ ἐπάεισε φίλος νόος, ἄλγος ἔπεσσεν.
Ὀψὲ δ’ ἀπὸ σκιεροῦ ἄλσεος οἴκαδ’ ἔβην,
Ἄλλοτε μὲν γελόων ἑτερόφρονα, ἄλλοτε δ’ αὖτε
Κῆρ ἄχεϊ σμύχων, μαρναμένοιο νόου.