του Μιχάλη Τσιαουσίδη,
Το Μόσταρ είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη του κράτους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, και η μόνη μεγάλη πόλη στην γεωγραφική περιοχή της Ερζεγοβίνης, αποτελώντας ένα χωνευτήρι διαφορετικών εθνοτήτων, οι οποίες συμβιούσαν για αιώνες μαζί στην πόλη. Αυτή η πραγματικότητα διερρήχθη βίαια κατά τον προηγούμενο αιώνα. Κι αν στην περιοχή της Βοσνίας, η κόντρα είναι ανάμεσα σε Ορθόδοξους Σέρβους και Μουσουλάνους Βόσνιους, στην Ερζεγοβίνη είναι μεταξύ Καθολικών Κροατών και Μουσουλμάνων Βοσνίων, και αυτή η εθνική, πολιτική και θρησκευτική διαίρεση εκφράζεται πολύ παραστατικά, αν εξετάσουμε τις δύο ομάδες της πόλης: την Zrinjski και την Velez.

Η HŠK Zrinjski (=Κροατικός Αθλητικός Σύλλογος Ζρίνσκι) δημιουργήθηκε το 1905 από Κροάτες, ως Hrvatski Sokol (=Κροατικό Γεράκι). Ο σπόρος είχε πέσει 9 χρόνια νωρίτερα, από προεξάρχοντες Κροάτες της πόλης αλλά, στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία του 1896, αυτό δεν είχε καταστεί εφικτό. Το 1914, στις απαρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ομάδα αναγκάστηκε λόγω απαγόρευσης να αναστείλει την λειτουργία της, απαγόρευση η οποία διήρκησε έως το 1917, όταν και συγχωνεύθηκε με αθλητική ομάδα Κροατών εργατών, λαμβάνοντας το όνομα Herzegovac. Το 1922 επανήλθε το όνομα Zrinjski. Η σύνδεση της ομάδας με το κροατικό έθνος ήταν εμφανής εξαρχής, τόσο από τα χρώματα της ομάδας , όσο και από το όνομα, το οποίο παραπέμπει στο επίθετο κροατικής αριστοκρατικής οικογένειας του Μεσαίωνα, η οποία πολέμησε τους Οθωμανούς. Ακόμα και τώρα, ο ύμνος της ομάδας έχει σαφείς αναφορές στην κροατική ταυτότητα της ομάδας.

Αντίθετα, η Velez ιδρύθηκε το 1922, παίρνοντας το όνομά της από παρακείμενο βουνό και έχοντας ως σύμβολό της το κόκκινο άστρο, καθιστώντας από την πρώτη στιγμή εμφανή την συμπάθεια της προς σοσιαλιστικές-εργατικές ομάδες, όσο και την προσπάθεια των ιδρυτών της για την δημιουργία ενός συλλόγου φίλιου στους εργάτες, ο οποίος θα αναδείκνυε και θα δυνάμωνε τον αγώνα της εργατικής τάξης. Αυτός ο σκοπός των ιδρυτών της Velez ως προς την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων την έβαλε στο στόχαστρο του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (μέχρι το 1929, επίσημα ονομαζόμενο ως “Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων”).
Η πρώτη αναμέτρηση αυτών των δύο ομάδων ήταν σε ένα τουρνουά το 1925, μόνο που ο αγώνας δεν άρχισε ποτέ. Ο λόγος; Οι παίκτες της Zrinjski απαίτησαν από τους αντίστοιχους της Velez να αφαιρέσουν τα κόκκινα άστρα από τις φανέλες τους, κάτι το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, κι έτσι οι πρώτοι αποχώρησαν.
Οι αντιδράσεις των ομάδων για το τότε καθεστώς, με διαφορετικές αφετηρίες φυσικά, δεν ήταν λίγες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα έναν φιλικό αγώνα της Velez με ομάδα από το Μαυροβούνιο, το 1940, η οποία οδήγησε σε πορεία μετά τον αγώνα στους δρόμους του Μόσταρ, από τους παίκτες των δύο ομάδων και των θεατών, κατά του καθεστώτος. Η τοπική αστυνομία πυροβόλησε κατά των διαδηλωτών, ενώ μετά δύο ημέρες απαγορεύτηκε η λειτουργία της Velez. Αντίστοιχα, στην Zrinjski είχε απαγορευθεί λίγα χρόνια πριν η συμμετοχή σε ποδοσφαιρικό τουρνουά στο Ντουμπρόβνικ, λόγω των χρωμάτων που σαφώς παρέπεμπαν στην Κροατία.
Όταν οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλλαν στην Γιουγκοσλαβία και την κατέκτησαν τον Απρίλιο του 1941, τα εδάφη του Βασιλείου προσαρτήθηκαν από την Γερμανία, την Ιταλία,την Βουλγαρία και την Ουγγαρία, ενώ δημιουργήθηκε το “Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας” (NDH:Nezavisna Država Hrvatska) , τύποις μοναρχία, στην ουσία ένα φασιστικό κράτος-μαριονέτα του Άξονα, στο οποίο απόλυτο έλεγχο είχε το κόμμα των Ουστάζι, υπό την εξουσία του Άντε Πάβελιτς. Εντός των ορίων του ως άνω “κράτους” βρισκόταν και η πόλη του Μόσταρ, η οποία περιήλθε σε κροατικό έλεγχο. Το NDH συστηματικά διενήργησε εντός των ορίων του, πολλές φορές σε συνεργασία με την ναζιστική Γερμανία, γενοκτονική πολιτική έναντι των Εβραίων, των Ρομά και των Σέρβων, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτό του Γιασένοβατς (το λεγόμενο Άουσβιτς των Βαλκανίων). Οι πολιτικές των Ουστάζι, εντούτοις, δεν προέβλεπαν διώξεις και γενοκτονικές πολιτικές κατά των Βοσνίων, καθώς οι τελευταίοι θεωρήθηκαν “μουσουλμάνοι Κροάτες”. Απεναντίας, οι Σέρβοι του Μόσταρ και των γύρω χωριών βίωσαν τα πάνδεινα, αρχής γενομένης το 1941, υφιστάμενοι διωγμούς, βασανιστήρια, μαζικές σφαγές, ενώ πολλοί κατέφυγαν στην υπό ναζιστικό έλεγχο Σερβία. Από την προπολεμικά ακμαία κοινότητα Σέρβων, η οποία αριθμούσε περί τους 8.000, παρέμειναν στην πόλη μετά τις σφαγές ένας αριθμός γύρω στο 10 τοις εκατό. Η Zrinjski συμμετείχε στην ποδοσφαιρική λίγκα, η οποία διοργανώθηκε από το “Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας”, όπως και άλλες κροατικά εθνικές ομάδες από το Σαράγεβο και την Μπάνια Λούκα. Μάλιστα, υπήρξε φιλικό της Zrinjski με ομάδα επίλεκτων του Ιταλικού Στρατού. Από την άλλη, μέσα από τις τάξεις της Velez προέκυψαν πολλοί, οι οποίοι εντάχτηκαν στα παρτιζάνικα σώματα του Γιόζιπ Μπροζ (πιο γνωστού ως “Τίτο”), και σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια του αγώνα, ενώ σε 9 παίκτες της απονεμήθηκε το “παράσημο του Ήρωα του Λαού” από το κομμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας μετά τον Β’ Π.Π.
Με το τέλος του πολέμου, η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση απαγόρευσε τους συλλόγους, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί στα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα του “Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας”, ενώ και άλλοι δύο σύλλογοι του Μόσταρ, η Vardar και η JSK διαλύθηκαν, αφήνοντας την αριστερών καταβολών Velez, η οποία επανενεργοποιήθηκε, την μόνη υπάρχουσα ομάδα στην πόλη. Η Velez είχε στιγμές δόξης κατά την περίοδο του Κομμουνισμού, κατακτώντας δύο Κύπελλα Γιουγκοσλαβίας (γνωστά και με την τότε ονομασία “Κύπελλο Στρατάρχη Τίτο”), και, εν γένει, έχοντας τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας της, ακόμα και με αρκετές ευρωπαϊκές συμμετοχές.
Το κλίμα άλλαξε άρδην με την πτώση του Κομμουνισμού, καθώς η πόλη του Μόσταρ ήταν το κέντρο σκληρών συγκρούσεων, τόσο μεταξύ ενωμένων Κροατών και Βόσνιων έναντι Σέρβων κατά το 1992, όσο και Κροατών έναντι Βοσνίων από το 1993 έως το 1994. Αποτέλεσμα όλων αυτών των συγκρούσεων η ομογενοποίηση της πόλης, με τους Σέρβους κατά κύριο λόγο να αναχωρούν, τους Κροάτες να συγκεντρώνονται στην δυτική μεριά της πόλης, και τους Βοσνίους μαζί με τους εναπομείναντες Σέρβους στην ανατολική, όπως και μεγάλο μέρος της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης να καταστρέφεται. Το τοπόσημο της πόλης, η Παλαιά Γέφυρα, καταστράφηκε, ενώ ο ποταμός Νερέτβα που διαπερνά την πόλη είχε γίνει το νοητό σύνορο για τις εμπροσθογραμμές των αντιμαχόμενων.
Επακόλουθο της κατάρρευσης του προϋπάρχοντος ολοκληρωτικού καθεστώτος ήταν και η επανενεργοποίηση της Zrinjski αρχικά σε μία πόλη 25 χλμ. νοτιοδυτικά του Μόσταρ, δίπλα στα σύνορα με την Κροατία, ενώ το γεγονός ότι οι Κροάτες ζουν πλέον στην δυτική μεριά είχε ως συνέπεια την “κατάληψη” από την Zrinjski του ιστορικού γηπέδου της Velez.
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ώστε η χώρα να συνέλθει, κι αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι καθ΄ όλη την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, υπήρχαν τρία διαφορετικά πρωταθλήματα, ώστε να αγωνίζονται στο καθένα οι ομάδες, ανάλογα με την εθνικότητα, και μόνο από το 2002 και έπειτα το πρωτάθλημα έχει ομάδες, οι οποίες εκπροσωπούν και την βοσνιακή και την κροατική και την σερβική εθνότητα.
Καθώς η τελευταία αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν το 1939, πήρε 61 χρόνια ώστε να συναντηθούν ξανά, σε φιλικό αγώνα στο Σεράγεβο, το 2000. Από τότε, οι αναμετρήσεις ανάμεσα στις δύο ομάδες χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις ανάμεσα στους αντίπαλους οπαδούς ή και με την Αστυνομία, εισβολή οπαδών στον αγωνιστικό χώρο, και από μία αυξανόμενη ένταση, η οποία δεν δείχνει να κοπάζει.
Η αλλαγή του αναγλύφου της πόλης αποτυπώνεται πλήρως στις μεταπτώσεις που είχαν αφενός οι δύο αθλητικές ομάδες, αφετέρου οι εθνικές κοινότητες της πόλης. Έτσι, η Velez που κατά την διάρκεια της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας υποστηριζόταν από όλους τους κατοίκους του Μόσταρ, πλέον υποστηρίζεται από τους εθνικά Βόσνιους, κατά κύριο λόγο Μουσουλμάνους, οι οποίοι ζουν στην ανατολική μεριά της πόλης, και τείνουν προς τα αριστερά του πολιτικού τόξου (ο μεγαλύτερος σύνδεσμος οπαδών της Velez ονομάζεται Κόκκινος Στρατός), με έναν ιδιότυπο αριστερό εθνικισμό, αναρτώντας βοσνιακά εθνικά σύμβολα, χαιρετίζοντας με τον ισλαμικό τρόπο, ενώ παράλληλα υπάρχουν στο γήπεδο πανό με την εικόνα του Τίτο.
Οι οπαδοί της Zrinjski από την άλλη, όπως είναι προφανές, εκπροσωπούν το κροατικό στοιχείο, συχνά αναρτούν σημαίες της Κροατίας και της “Ανεξάρτητης Κροατικής Δημοκρατίας της Ερζεγοβίνης” (ορισμένες φράξιες οπαδών έχουν δείξει την συμπάθειά τους και προς τους Ουστάζι, με ανάρτηση σημαίας και φιλοναζιστικά graffiti), αντλούν την δυναμική τους από την δυτική μεριά του Μόσταρ, και εδράζονται στα τα δεξιά του πολιτικού τόξου . Οι εθνικά Σέρβοι του Μόσταρ, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποτελούσαν την δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στην πόλη όντας διπλάσιοι από τους Βόσνιους, εγκατέλειψαν ή εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη κατά την διάρκεια του πολέμου, απομένοντας ελάχιστοι, παράγοντας που συνέτεινε ούτως ώστε να καταστεί σαφέστερη η διαίρεση μεταξύ των δύο εναπομείνασων εθνικών κοινοτήτων της πόλης.
Στο σήμερα, η Zrinjski, η οποία έχει το παρατσούκλι “αριστοκράτες” λόγω του ονόματός της, εκφράζει σταθερά τους Κροάτες, όντας ο συνεκτικός δεσμός αυτής της εθνικής ομάδας. Είναι μία από τις πιο επιτυχημένες ομάδες του βοσνιακού ποδοσφαίρου τα τελευταία χρόνια, τερματίζοντας συνεχώς στις υψηλότερες θέσεις της βαθμολογίας.
Αντίθετα, η Velez, οι ονομαζόμενοι “ιθαγενείς”, η ομάδα με το εργατικό πρόσημο αντιμετωπίζει υπαρξιακό ζήτημα, απόρροια της εσωστρέφειας καθ’ ην εισήλθε στα μετακομμουνιστικά έτη και των φτωχών αγωνιστικών αποτελεσμάτων, τα οποία την οδήγησαν μέχρι και στον υποβιβασμό, σε μία εποχή που ιδιοκτήτης της ήταν ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Βοσνίας, το οποίο αντίστοιχα βασίζει την δύναμή του κυρίως σε Βόσνιους. Έτσι, η ομάδα που αντιπροσώπευε τα πολυεθνικά σοσιαλιστικά ιδεώδη, έχει απολήξει σε έναν πιο εθνοκεντρικό βοσνιακό χαρακτήρα, προσπαθώντας, παράλληλα, να μην απεμπολήσει τον πολιτικό της χαρακτήρα.