Ο «πολιτικός» Καβάφης

H κριτική που ασκήθηκε στον Κ.Π. Καβάφη από τους σύγχρονούς του, είτε θετική είτε αρνητική, αφορούσε κυρίως στη μορφή της γλώσσας και του στίχου καθώς και στη θεματολογία των ποιημάτων του. Ο ποιητής δημιούργησε μία νέα σχολή που βρισκόταν στους αντίποδες των λογοτεχνικών, ηθικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων που επικρατούσαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η διαφοροποίηση από τα επικρατούντα λογοτεχνικά ήθη επεκτείνεται και στο πολιτικό πεδίο. Είναι «πολιτικός» ο Καβάφης ; Ποια η θέση του στα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα της εποχής του ; Έχει κάποια σχέση η κριτική εναντίον του με την πολιτική του τοποθέτηση ;

      Σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα, πέρα από τον «ηδονικό», τον «ιστορικό» ή τον «φιλοσοφικό», υπάρχει ο πολιτικός Καβάφης, όχι βέβαια με την έννοια του πολιτευόμενου ή του «στρατευμένου», αλλά με εκείνη του ανθρώπου που συνεχίζει την οικογενειακή του παράδοση να ενδιαφέρεται για τα κοινά.[1] Μέσα από την ποίησή του, ο Αλεξανδρινός στοχάστηκε πολύ πάνω στις τύχες του Ελληνισμού και προσπάθησε, με τα ιστορικά του σύμβολα, να σκιαγραφήσει μία πολιτική για την επιβίωση του ελληνικού κόσμου και πρώτ’ απ’ όλα της ελληνικής λαλιάς.[2]

      Η πολιτική συνείδηση του Καβάφη διαμορφώνεται στην Αίγυπτο από το γεγονός της βρετανικής αποικιοκρατικής διείσδυσης και κατοχής της χώρας από τους Άγγλους, από το 1882. Ο Καβάφης θεωρεί ότι το βρετανικό κεφάλαιο και οι πράκτορές του αφαιρούν την πρωτοκαθεδρία από τον ελληνικό εμπορο-τραπεζικό κόσμο στις περιοχές της παραδοσιακής δραστηριότητάς του. Ο ίδιος ήταν ένας (ξεπεσμένος) Φαναριώτης, αριστοκρατικής δηλαδή καταγωγής, που βίωνε τη βρετανική αποικιοκρατική κυριαρχία και την αλλαγή των συσχετισμών οικονομικής ισχύος που αυτή επέφερε: η ελληνική αριστοκρατία – γόνος της οποίας ήταν ο Καβάφης – είχε αρχίσει να χάνει την οικονομική της κυριαρχία και να αποκτά δευτερεύοντα ρόλο. Πλέον, τα ηνία στην περιοχή είχαν αναλάβει οι Άγγλοι και οι αγγλόφιλοι «δευτεροκλασάτοι».[3] Ο Καβάφης ήταν απλά ένας δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου.

      Σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα, οι πολιτικές κατευθύνσεις του Καβάφη στα ελληνικά δίπολα της πολιτικής σκηνής (Τρικουπικό κόμμα εναντίον Δηλιγιαννικού και Βενιζελικό εναντίον Κωνσταντινικού) καθορίζονται από τα αντι-βρετανικά του αισθήματα.[4] Ο Καβάφης, βέβαια, δεν είναι παραταξιακά στρατευμένος και, όπως αναφέρει ο Edward Morgan Forster, ποτέ δεν θα συνθέσει έναν ύμνο βασιλικόν ή βενιζελικόν.[5] Ωστόσο, πλήθος μαρτυριών συνηγορεί ότι παραμένει σταθερά Κωνσταντινικός, από το 1912 μέχρι και τον θάνατό του.[6] Η θέση του μάλιστα στα ιδεολογικά ζητήματα παρέμενε συντηρητική, αντίθετη με εκείνη των κοινωνιολόγων και των σοσιαλιστών που ελάμβαναν μέρος στις συζητήσεις και τις διαλέξεις της παροικίας της Αλεξάνδρειας.[7]

      Ο  Αλεξανδρινός δεν ήταν θιασώτης της (βενιζελικής) Μεγάλης Ιδέας, καθώς έβλεπε στην επεκτατική διάθεση του ελληνικού κράτους την εξυπηρέτηση των βρετανικών και ανταντικών συμφερόντων και τη διακινδύνευση των εστιών του παροικιακού ελληνισμού. Ο Καβάφης, παρά τον θαυμασμό του για τον πολιτισμό των Βρετανών, θα εκφράσει συμβολικά, με την ποίησή του, την αποστροφή του προς τους Άγγλους ιμπεριαλιστές και τον πεσιμισμό του για τον κόσμο που ξημερώνει. Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε το ποίημα με τίτλο «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» που βρέθηκε στο αρχείο του Καβάφη, το οποίο σχετίζεται ευθέως με τα γεγονότα του Ντενσουάι και τον απαγχονισμό Αιγυπτίων από τις βρετανικές αρχές.[8] Η αντίθεση του ποιητή με τη νέα ηγετική τάξη της παροικίας, τους αγγλόφιλους «δευτεροκλασάτους», εκδηλώνεται μέσα στα συμφραζόμενα των ιστορικών ποιητικών του περιηγήσεων.[9] Σε αυτό το πλαίσιο, θα εκφραστεί, από πολύ νωρίς, υπέρ της επιστροφής των ελγίνειων μαρμάρων στην Ελλάδα και κατά της βρετανικής κατοχής της Κύπρου.[10]

      Με βάση τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι η αντίθεση του Καβάφη με την σχολή που κυριαρχεί στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους εντάσσεται και σε ιδεολογικο-πολιτικά συμφραζόμενα, πέρα από τα λογοτεχνικά. Ο Παλαμάς και η σχολή του εκφράζουν όλα αυτά τα στοιχεία από τα οποία ο Καβάφης αποστασιοποιείται: τον δημοτικισμό, τον ρομαντισμό, τη Μεγάλη Ιδέα, τον Βενιζελισμό.[11] Ο Δημήτριος Τσάκωνας, μάλιστα, θεωρεί πως η διαμάχη Παλαμά – Καβάφη αφορά εξίσου γλωσσικές, αισθητικές, κοινωνικές, ιδεολογικο-πολιτικές και ταυτοτικές διαφοροποιήσεις, και συγκροτεί ένα δίπολο στον χώρο της λογοτεχνίας αντίστοιχο της σύγκρουσης Ελευθέριου Βενιζέλου και Ίωνα Δραγούμη στο πολιτικό πεδίο.[12]

      Επιστρέφοντας στις εφημερίδες και στον σχολιασμό του θανάτου του Καβάφη (1933), παρατηρούμε ότι οι κριτικές κατά της καβαφικής ποίησης και τα μειωτικά σχόλια προς το πρόσωπο του ποιητή, λίγες ημέρες μάλιστα μετά τον θάνατό του, προέρχονται από εφημερίδες που πρόσκεινται παραδοσιακά στον Βενιζελικό χώρο (Έθνος, Εστία, Ελεύθερος Άνθρωπος). Αντίθετα, τα εγκωμιαστικά σχόλια για την αξία του καβαφικού έργου προέρχονται, κυρίως, από τον αντιβενιζελικό Τύπο (Η Καθημερινή, Η Βραδυνή, Η Πρωία, Η Εσπερινή). Επιπλέον, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στον Νέο Ριζοσπάστη, εφημερίδα που αποτελεί όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, δεν υπάρχει καν στήλη για την είδηση του θανάτου του Αλεξανδρινού.

      Μολαταύτα, τα κίνητρα της κριτικής στον Τύπο – είτε αυτή κλίνει προς την άρνηση είτε προς την αποδοχή του καβαφικού έργου – δεν φαίνεται να είναι κατά κύριο λόγο πολιτικά, με την παραταξιακή/κομματική έννοια· είναι κυρίως αισθητικά και ηθικολογικά και έχουν μάλλον να κάνουν με τον λογοτεχνικό και ιδεολογικό προσανατολισμό του εκάστοτε αρθρογράφου. Δεν υπάρχει ευθεία σύνδεση της πολιτικής/κομματικής γραμμής των εφημερίδων με την κριτική τους στην καβαφική ποίηση. Για παράδειγμα, η Βενιζελική Ακρόπολις αναφέρει τον Αλεξανδρινό ως έναν από τους πιο άξιους αντιπροσώπους της παγκόσμιας ποίησης.[13] Επίσης, τα επαινετικά σχόλια του Μάριου Βαϊάνου στη Βραδυνή σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αρθρογράφος υπήρξε ενθουσιώδης οπαδός της ποίησης του Καβάφη που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Αλεξανδρινού στην Αθήνα.[14]

      Επιπρόσθετα, τα περιφρονητικά σχόλια του Άριστου Καμπάνη στο Έθνος έναντι του Καβάφη μπορούν να αιτιολογηθούν στη βάση της εθνικιστικής ιδεολογίας και του ακραίου ιδεαλιστικού συντηρητισμού του αρθρογράφου· στοιχείων που επεκτείνονταν σε ζητήματα γλωσσικά και λογοτεχνικά.[15] Τέλος, η αρνητική διάθεση του Σωτήρη Σκίπη απέναντι στην καβαφική ποίηση, όπως εκφράστηκε στο άρθρο του στην Εστία, δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο συντάκτης του κειμένου ήταν θιασώτης της παλαμικής τεχνοτροπίας.[16]

      Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η πολιτική ταυτότητα του Καβάφη δεν αποτελεί βασικό στοιχείο πάνω στο οποίο δομείται η κριτική υπέρ του ή εναντίον του, αυτή δεν είναι άσχετη με την συνολική αντιδιαστολή του ποιητή από τις ιδεολογικές τάσεις στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο «πολιτικός» Καβάφης, δηλαδή, συγκροτείται μέσα σε ένα ιδεολογικό σύμπαν το οποίο καθορίζει τις λογοτεχνικές επιλογές του ποιητή με αντιθετικό τρόπο σε σχέση με τις ελλαδικές κατευθύνσεις, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1909. Έτσι, οι γλωσσικές και αισθητικές προτιμήσεις του Αλεξανδρινού βρίσκονται σε συνάφεια με τις ιδεολογικο-πολιτικές του συντεταγμένες· το ίδιο ισχύει και για την αντίπαλη σχολή. Ο «πολιτικός» Καβάφης επομένως, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ευρύτερων ιδεολογικών και αισθητικών διαθέσεων του ποιητή και, αναγκαστικά, συμπεριλαμβάνεται – έστω και υπόδηλα – στην κριτική που του ασκείται.


[1] Στρατής Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης (Αθήνα: Κέδρος, 1984), 13.

[2] Στο ίδιο, 13.

[3] Στο ίδιο, 96.

[4] Στο ίδιο, 96.

[5] Γ.Π. Σαββίδης, ‘Η πολιτική αίσθηση στον Καβάφη’, στο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003), 253.

[6] Για τις μαρτυρίες βλ. Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης, ό.π., 95-150.

[7] Παπαϊωάννου, ό.π., 269.

[8] Αναλυτικά, βλ. Στρατής Τσίρκας, ‘Ο Καβάφης και η σύγχρονη Αίγυπτος’, Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 108 (1963): 549–66, 740–42.

[9] Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης, ό.π., 27-38.

[10] Στο ίδιο, 151-158.                                

[11] Για μία σύνοψη των αντιθέσεων Καβάφη-Παλαμά βλ. Αρκουδέας, ό.π., 71-72.

[12] Δημήτριος Τσάκωνας, Λογοτεχνία και Κοινωνία στον Μεσοπόλεμο (Αθήνα: Κάκτος, 1987), 16–25.

[13] Ακρόπολις (2/5/1933), ό.π..

[14] Αλέξης Ζήρας και Χριστίνα Λύσσαρη, ‘Βαϊάνος, Μάριος’, ό.π., 236.

[15] Αλέξης Ζήρας, ‘Καμπάνης, Άριστος’, ό.π., 1005-6.

[16] Αλέξης Ζήρας, ‘Σκίπης, Σωτήρης’, ό.π., 2030.

Α.Ν. -Απόσπασμα μεταπτυχιακής εργασίας.

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *