Ἡ Ἑλληνικὴ Παράδοση – Γ´ ἔκδοση. Συλλογικὸς Τόμος ἐκδόσεων ΕΥΘΥΝΗ
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, πὼς ὁ αἰώνας ποὺ περνᾶμε εἶναι ἕνας αἰώνας ἀκατανοησίας. Ἂν ἤμουνα ἱστορικός, θὰ τὸν ὀνόμαζα «Αἰώνα τοῦ Βαβέλ». Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μπερδέψει τὸ νόημα τῶν λέξεων, ποὺ ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες ἐξέφραζαν μίαν ὁρισμένη ἔννοια καὶ δὲν γίνεται πιὰ νὰ συνεννοηθοῦν. Ὅλοι κουβαλᾶμε πέτρες γιὰ τὸν νέο πύργο τῆς Βαβέλ, ποὺ εἶναι ὁ μηχανικὸς πολιτισμός μας. Μεγαλοφυὴς καὶ θρασὺς πολιτισμός, ποὺ χτίζει τὸν πύργο του ἐνάντια στὸ Θεό. Τὸν πύργο τὸν πελώριο καὶ τρομερό, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ σωριαστεῖ πάνω στὰ ὑπεροπτικὰ κεφάλια τῶν κτητόρων του, καὶ ὅλοι ἀκοῦμε ἀπὸ τώρα νὰ τρίζουν τὰ ἀτσαλένια θεμέλια του. Ζοῦμε σὲ μίαν ἐποχὴ φουρτουνιασμένη ἀπὸ γεγονότα, ἰδέες καὶ πράξεις ἀντιφατικές, ποὺ συνταράζουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὴν γιομίζουν πότε μὲ φρίκη καὶ πότε μὲ αὐτοθαυμασμό. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων εἶναι πιὰ ἕρμαιο καὶ παιχνίδι στὰ χέρια τῶν φοβερῶν δυνάμεων, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀποσπᾶ μία πρὸς μία ἀπὸ τὸ ἀπέραντο μυστήριο τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, καὶ στὸ τέλος τὶς ἐξαπολύει ἐνάντια στὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη.
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ θύελλα τοῦ πνεύματος, τοῦ ἀτσαλιοῦ καὶ τοῦ αἵματος, κάθε ἄτομο, ὅπως καὶ κάθε ἔθνος, ἀγωνίζεται μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει νὰ κρατηθεῖ ὄρθιο, νὰ μὴ σαρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἀνεμοστρόβιλο, νὰ μὴν πέσει. Γιατί ἀλίμονο ἂν πέσει. Ξέρει τώρα πὼς ἀπὸ πάνω του θὰ περάσει ὁλόκληρη ἡ ἀγέλη τῶν ἔξαλλων ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀπάνθρωπων μηχανῶν, καὶ θὰ τὸν λιώσει. Θὰ τὸν ἐξευτελίσει πρῶτα ὡς τὸ τελευταῖο ὅριο τῆς ἀντοχῆς του, καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν ἐξαφανίσει.
Ὅμως ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας λαός, ἕνα ἔθνος, δὲν ἐξαφανίζεται μονάχα μὲ τὴ φωτιὰ καὶ μὲ τὸ σίδερο. Δὲν ἐξαφανίζεται μονάχα μὲ τὸ χάσιμο τῆς ζωῆς του. Ἐξαφανίζεται πιὸ σίγουρα, πιὸ τελειωτικὰ μὲ τὸ χάσιμο τῆς ψυχῆς του τῆς ἀτομικῆς, τῆς ψυχῆς του τῆς ὁμαδικῆς. Χάνω τὴν ψυχή μου θὰ πεῖ: χάνω τὴν οὐσιαστική μου ὕπαρξη. Χάνω τὴν αἴσθηση τῆς ἀτομικῆς μου τέλειας ψυχοπνευματικῆς σύνθεσης, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα μόριο ἀπὸ τὴν μεγάλη, τὴν πλατειὰ κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ σύνθεση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλῶ καὶ ἀνανεώνω ἀδιάκοπα τὰ φυσιογνωμικὰ στοιχεῖα τοῦ πνεύματός μου καὶ τῆς ψυχῆς μου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ φυλετικὴ ἰδιομορφία τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ μὲ ἐντάσσει φυσιολογικὰ μέσα στὴν πανανθρώπινη κοινωνικὴ σύνθεση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν ἑαυτό μου, πρέπει νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου. Τὸ «γνῶθι σαυτόν» εἶναι ἡ πλουταρχικὴ πηγὴ τῆς γνώσεως. Αὐτὸ λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς γενικῆς παιδαγωγικῆς προσπάθειας Ἔθνους, τοῦ ὁποίου ἐντολοδόχος εἶναι τὸ Κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὄργανα γι᾿ αὐτὴ τὴν συνειδητοποίηση εἴvaι τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, ὁ Κλῆρος, ὁ Τύπος, ὁ καλλιτέχνης ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐθνικὴ ψυχὴ καὶ ὁλόκληρη ἡ τάξη τῶν διανοουμένων, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὴν πνευματικὴ συγκρότηση τοῦ λαοῦ.
Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἑλληνικὸν ἑαυτό μας, πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε τὰ στοιχεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ἡ ψυχοπνευματική μας προσωπικότητα. Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε. Πῶς φτάσαμε νὰ εἴμαστε ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. Ποιὲς εἶναι οἱ δυνάμεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας. Καὶ ποὺ πηγαίνουμε. Κατὰ ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ πολιτιστικὴ ροπή, ποὺ κυβερνᾶ τοῦτο τὸ ἔθνος, ἀμετάκλητα, δίχως παρέκκλιση, ἐπὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ποὺ συνθέτουν τὴν ἑλληνικότητά μας τὴ σημερινὴ καὶ ἐμπλουτίζονται ἀδιάκοπα μέσα στὴν ἱστορικὴ πορεία της μὲ vὲo πλῆθος ἀπὸ βιώματα ἱστορικὰ καὶ βιολογικά, δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ τὰ καθορίσει κανεὶς μέσα στὰ στενὰ περιθώρια μιᾶς σύντομης μελέτης. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μόνο με ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, μόνο με μία ψηφίδα ἀπὸ τὸ θαυμάσιο ψηφιδωτό της ἐθνικῆς μας ψυχῆς. Ἡ ψηφίδα αὐτὴ εἶναι ἡ μουσικὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ εἰδικὰ ἕνα μέρος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μουσική. Ἡ θρησκευτικὴ Ἑλληνικὴ Μουσική. Ἡ προσευχητική. Ἡ λατρευτικὴ Μουσική. Βυζαντινή, γιατί ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ξεκίνησε ὀργανωμένη ἡ θρησκεία μας, στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς μας Αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅταν ἡ Πόλη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ κόσμου καὶ τὸ ἀπόρθητο κάστρο τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, ξεκίνησε ἡ θρησκεία μας, ὁπλισμένη καὶ στολισμένη μὲ τὶς περίλαμπρες τέχνες της. Μὲ τὴν ὑμνογραφική της λογοτεχνία, μὲ τὴν θρησκευτικὴ μουσική της, μὲ τὴν ἀρχιτεκτονική της, μὲ τὴ ζωγραφική της, μὲ τὴν ψηφιδογραφία καὶ ὅλη τη διακοσμητική της μεγαλοπρέπεια.
Αὐτὲς οἱ ἀδελφὲς ὡραῖες τέχνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δὲν εἶναι τυχαῖα καὶ συμπτωματικὰ φανερώματα ζωῆς. Ἀποτελοῦν κορυφώματα καλλιτεχνικῶν δημιουργιῶν, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ ὀργανικὲς ἐξελίξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ τὸν παρέλαβαν ἀπὸ τὴν Ἑλληνιστικὴ μεταλεξανδρινὴ παράδοση καὶ τὸν πλούτισαν μὲ νέα στοιχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ μετουσιώθηκαν στὸν καθαρὸν Ἑλληνοχριστιανικὸ ρυθμό, μέσα στὴ φλογερὴ χοάνη τῆς θεοκρατικῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Κλασσικὸς Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶχε ποτισθεῖ ἄφθονα ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς χυμοὺς τῆς Ἀνατολικῆς σοφίας, ποὺ τοὺς ἀφομοίωσε κατόπιν καὶ τοὺς ὑπέταξε ὀργανικὰ στὴν ἐθνικὴ ἰδιομορφία τῆς δικῆς του ἐκφράσεως. Καὶ ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἄρχισε νὰ μαραζώνει μέσα στὸν ἀσφυκτικὸν ὁρίζοντα τῆς αὐτάρκειάς του, πάλι ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἁπλωμένη δημιουργικὰ σὲ ὅλον τὸν γνωστὸ κόσμο, ἔνοιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναζωογονήσει τὸν μαραζωμένο ὀργανισμὸ μὲ νέες πνευματικὲς καὶ πολιτιστικὲς διασταυρώσεις, ποὺ ἀναζήτησε ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς τῆς κοσμοκρατορίας του. Ἔτσι ἡ Ἑλληνικὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου εἶναι συνυφασμένη ἀδιάσπαστα μέσα στὴ ζωή μας μὲ στοιχεῖα καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, ἠθικὰ καὶ ἠθογραφικά, κοινωνικὰ καὶ τυπολατρικά. Η Βυζαντινή μας Αὐτοκρατορία δὲν πρόκειται βέβαια νὰ ξαναζήσει σὰν σχῆμα πολιτιστικὸ καὶ κρατικό, ὅπως δὲν γίνεται νὰ ξαναζήσει σὲ δεύτερη ἔκδοση ἡ Ἀθηναϊκὴ Δημοκρατία ἢ ὁ Σπαρτιατικὸς ἐθνικιστικὸς ὀργανισμός. Κάθε ἐποχὴ βρίσκει τὶς πολιτικὲς ἐκφράσεις της, ποὺ εἶναι ἀνεπανάληπτες, ἀφοῦ ἀποτελοῦν τὴν συνισταμένη τῶν ἐπικαιρικῶν στοιχείων τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ ἡ θρησκεία;
Αὐτὴ εἶναι μιὰ μορφὴ τοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἢ ζεῖ, ὑφίσταται, καὶ ὑπάρχει μὲ ὅλες τὶς κύριες αἰσθητικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἐκφράσεις της, ἢ χάνεται καὶ σβήνει μαζὶ μὲ αὐτές, καὶ τότε ἀποτελεῖ ὑλικὸ μουσειακῆς καὶ ἐπιστημονικῆς μελέτης γιὰ τοὺς μεταγενέστερους. Ἔτσι, ἢ ἐξακολουθοῦμε νὰ ἤμαστε ἑλληνοχριστιανοί, ὅπως μᾶς ἔπλασε μὲ ἐπεξεργασία 1650 χρόνων τὸ Βυζάντιο, ὁπότε θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ ἔχουμε τὴ βυζαντινὴ θρησκευτικὴ τέχνη, καθὼς καὶ τὴν τελετουργικὴ πομπὴ καὶ τὰ ἄμφια καὶ τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα τοῦ Βυζαντίου, ἢ ἁπλῶς… θὰ πάψουμε νὰ ἤμαστε χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, ὁπότε ὁ καθένας θὰ εἶναι ἐλεύθερος νὰ κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του στὰ ζητήματα τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γίνεται μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἀναρχία τῆς ἀμερικανικῆς ἐθνολογικῆς πανσπερμίας. Ἐδῶ συμβιβασμός, ὕποπτα μίγματα καὶ νοθεῖες δὲν χωρᾶνε.
Εἶναι μοιραῖο γιὰ τὸ Ἔθνος μας, τὰ θρησκευτικά του ζητήματα νὰ εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεμένα μὲ τὴν ἱστορικὴ μοίρα τοῦ λαοῦ μας. Ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἔχει ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἐθνική μας ὑπόσταση, ἤγουν μὲ τὴν ἐλευθερία μας. Ἔχει γίνει δηλαδὴ ἐθνικὴ θρησκεία, ὅπως τὸ Δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου ἦταν ἡ ἐθνικὴ θρησκεία τῶν προγόνων μας. Καὶ ἡ ἐθνικὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ξέφτισε καὶ κατέρρευσε μαζὶ μὲ τὴν ἐθνική τους ἐλευθερία. Πάνω στὰ κατάρτια τῶν βαρβαρομάχων καραβιῶν τῆς Πόλης κυμάτιζαν τὰ χρυσὰ λάβαρα τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν γιὰ τὸ χριστιανικὸ Κράτος στρατηλάτης μαζi καὶ πολέμαρχος, σὰν τὴν Ἀθηνᾶ. Πρὸς Αὐτήν, πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, ἀποτείνεται τὸ θαυμάσιο βυζαντινὸ τροπάριο, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου. Καὶ σὰν ἐθνικό μας ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει καὶ ἡ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ πολιτικοὶ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν τὴν ὀξυδέρκεια νὰ καταλάβουν τὴν σημασία ποὺ παίρνει ἡ παράδοση στὴ ζωὴ τῶν Ἐθνῶν, καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν Κλασσικὴν Ἑλλάδα νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο Ἔθνος, ὅμως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς χιλιετίας, ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴν νέα μας Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση. Δεῖτε ὅμως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανε τὸ μεταεπαναστατικὸ Κράτος τὸ ἔκαμε μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ κάποιο μεγάλο ἐθνικὸ γεγονὸς τρικυμίζει στὴν ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ τροπάριο αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα, κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴν θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη». Καὶ προχτὲς ἀκόμα, ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔκαμε τὸ θαῦμα τοῦ 40-41, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἔβλεπαν τὴν Ὑπέρμαχον τοῦ Βυζαντίου νὰ πολεμᾶ ἐπὶ κεφαλῆς των τοὺς κτηνώδεις ἐπιδρομεῖς. Πῆγα καὶ τοὺς εἶδα, ἐκεῖ στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, αὐτοὺς τοὺς νεαροὺς ἥρωες τῶν ἡμερῶν μας καὶ ὅλοι εἶχαν κρεμασμένη στὸ στῆθος στὸν ὀρθοστάτη τοῦ παγωμένου τους ἀντίσκηνου τὴν εἰκόνα τῆς Βυζαντινῆς Ὑπερμάχου. Σὰν νὰ ἦταν ὄχι πολεμιστὲς τοῦ Γεωργίου τοῦ Β´, ἀλλὰ τοῦ Τσιμισκῆ, τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου ἢ τοῦ τελευταίου Παλαιολόγου. Ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἡ Ἐθνική μας ὑπόσταση εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Πόλης. Καὶ ἦταν πολὺ φυσικό.
Σὰν ἔπεσε τὸ Βυζάντιο, ἡ Ἐκκλησία ἀντικατέστησε τὸν τσακισμένο κρατικὸ ὀργανισμὸ σὰν ὑποκατάστατος μηχανισμὸς τῆς Ἐθνικῆς ἑνότητας. Τὰ σύμβολα τῆς Αὐτοκρατορίας τὰ κράτησε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ διατήρησε μέσα στοὺς μαύρους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς φοβεροὺς αἰῶνες, αὐτὴ στάθηκε τὸ πνευματικὸ καὶ ἐθνικὸ κέντρο τῆς μαρτυρικῆς φυλῆς. Ἐνάντια στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς ξέσπαγε κάθε ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν του Ἑλληνισμοῦ, τόσο ἀπὸ μέρους τῶν κατακτητῶν, ὅσον καὶ ἀπὸ μέρους τῶν Φράγκων. Καὶ σωστὰ τὰ εἴπανε, πῶς σὲ πολλὲς κρίσιμες ὧρες τὸ ράσο στάθηκε ἡ ἐθνικὴ σημαία τῆς Ἑλλάδας στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς. Σ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες χάθηκαν γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ ἐθνικὸ σύνολο. Ποιοὶ ἦταν αὐτοί; Ἦταν ὅλοι ὅσοι μὲ τὴ βία καὶ μὲ τὸ φόβο ἄφησαν τὴ θρησκεία τους; Συμπέρασμα ἀδιάσειστο. Ἂν ὑπάρχουμε σήμερα σὰν Ἑλληνικὴ φυλὴ εἶναι γιατί κρατηθήκαμε ἀπὸ τὰ ἄμφια τῆς θρησκείας μας ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Δὲν θὰ ἔβρισκε κανένας ἀρχὴ καὶ τέλος, ἂν ἔλεγε νὰ λογαριάσει τοὺς ἐθνικοὺς ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων ποὺ σφάχτηκαν στὴν Πόλη καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ πρὸ καὶ κατὰ τὴν ὑποδούλωση τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς τὸν Πρωτομάρτυρα τοῦ ‘21, τὸν Πατριάρχη, ὡς τοὺς κληρικοὺς ἐθνάρχες ἱερομάρτυρες τῆς Κυπριακῆς ἐπανάστασης τοῦ ‘21. Καὶ ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ ὡς τὸν Μητροπολίτη Σμύρνης. Καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὡς τοὺς 230 κληρικούς μας, ποὺ τοὺς σκότωσαν, τοὺς σταύρωσαν, τοὺς ἀνεσκολώπισαν καὶ τοὺς διεπόμπευσαν οἱ κατακτητὲς καὶ οἱ Ἐαμοσλάβοι. Ὅλοι αὐτοὶ ἔγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ «πιστεύω» τῆς ἐθνικοθρησκευτικῆς μας ἑνότητας. Εἶναι ἱστορία γεμάτη ἀπὸ ματωμένα ἄμφια, ἀπὸ ἐμπρησμένες ἐκκλησίες, ἀπὸ μαγαρισμένα εἰκονίσματα.
Εἶναι μία καταπληκτικὴ ἱστορία πολλῶν αἰώνων, τραγουδισμένη μὲ τροπάρια, μὲ ὕμνους, μὲ θρήνους καὶ μοιρολόγια. Και αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν Ἑλληνοχριστιανική μας παράδοση.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοβαροὺς φορεῖς αὐτῆς τῆς παραδόσεως στάθηκε ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Τὸ μοναδικὸ αὐτὸ Ἵδρυμα ἀσχολήθηκε μὲ σύστημα καὶ ἱερὴ προσήλωση μὲ τὴν Βυζαντινὴ Μουσική, ἱδρύοντας στὰ 1890 εἰδικὴ Σχολὴ στὴν ὁποία δίδαξαν σοφοὶ δάσκαλοι τὴν παραδοσιακὴ ἐθνική μας ἐκκλησιαστικὴ μουσική.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σχολή, ποὺ κρατήθηκε ὡς τὴν καταστροφὴ τοῦ ‘22, μεταφέρθηκε ὡς τὰ χρόνια μας ἡ σωστὴ Βυζαντινὴ Μουσική. Οἱ ἑκατοντάδες μαθητές της σκορπίστηκαν σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα μὲ καλλίφωνους καὶ μορφωμένους πρωτοψάλτες, περισώζοντας ἔτσι τὴν θαυμάσια αὐτὴ κληρονομιά.
Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νομίζω ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους τίτλους τιμῆς ποὺ ἔχει στὸ θαυμαστό της ἐνεργητικὸ ἡ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους, ποὺ στάθηκε τὸ προπύργιο τοῦ γνήσιου Ἑλληνικοῦ Πνεύματος στὰ πιὸ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Σχολὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἴσως φορέας αὐτοῦ ποὺ ὀνομάσαμε πρὶν Ἑλληνοχριστιανικὴ παράδοση.
Ὅλοι οἱ ἡμιμαθεῖς, οἱ σνόμπ, ὅλοι οἱ ξεθυμασμένοι φυλετικοὶ Ἕλληνες, συγχέουν εἴτε ἀπὸ ἀμάθεια, εἴτε ἀπὸ σκοπιμότητα προπαγανδιστική, τὴν ἔννοια «παράδοση» μὲ τὴν «ἀντίδραση», «ὀπισθοδρόμηση».
Ὑπάρχει, βέβαια, στὶς μέρες μας ἔκδηλο ἕνα ρεῦμα ξενομανίας καὶ ἐπίδειξης νεωτεριστικοῦ πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ὀνόμασα ἄλλοτε «πανικὸ τοῦ μοντερνισμοῦ». Οἱ ἄνθρωποι ποὺ πάσχουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ διαστροφή, τρέμουν μήπως περάσουν γιὰ καθυστερημένοι. Καὶ ἐκστασιάζονται πιὰ γιὰ κάθε τί, ποὺ τοὺς παρουσιάζεται ὡς νεωτεριστικό, καὶ παριστάνουν τὸν ἐνθουσιασμένο μπροστὰ σὲ κάθε ἀρλούμπα ἰδεολογικὴ ἢ καλλιτεχνική, ποὺ ἐμφανίζεται σὰν ἄρνηση καὶ σὰν ἐπανάσταση ἐνάντια σὲ κάθε μορφὴ ζωῆς, στοχασμοῦ ἢ τέχνης, ποὺ κινεῖται μέσα σὲ φυσικὲς καὶ ἀνθρώπινες ἀναλογίες.
Ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ οἱ ἀμόρφωτοι ῥωμηοί, ποὺ ντρέπονται, γιατὶ ἡ θρησκευτική μας μουσικὴ δὲν ἔχει τετραφωνίες, δὲν ἔχει τενόρους καὶ βαρύτονους καὶ μπάσους, δὲν ἔχει κορῶνες, πρίμο, τέρτσο καὶ σεγκόντο, ποὺ εἶναι πράγματα εὐρωπαϊκά. Καὶ βάλθηκαν, οἱ μωροί, νὰ τὴν ἐπισκευάσουν, νὰ τὴν διορθώσουν, νὰ τὴν μοντερνίσουν. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν δὲν εἶναι ἐπιτήδειοι παγκαροεπίτροποι, ποὺ μασκαρεύοντας τὴν Βυζαντινὴ μουσική, τὸ κάνουν γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸ πλῆθος τῶν σνὸμπ στοὺς δίσκους των, (καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ πῶς τὸ ἔκαμε ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος, βάζοντας στὶς ἀκολουθίες του «μέλη θυμελικά», δηλαδὴ μουσική του θεάτρου, γιὰ νὰ παρασύρει τοὺς ἐθνικούς, ποὺ τοὺς ἦταν ἀγαπητή) εἶναι συνήθεις τύποι δίχως στέρεη καὶ βαθειὰ ἱστορικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ μόρφωση, δίχως καμμιὰ καλλιέργεια τοῦ αἰσθήματος τῆς καλαισθησίας. Δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἱεροσυλία ποὺ κάνουν, βάζοντας βέβηλο χέρι πάνω σὲ ἕναν ἱερό, πατροπαράδοτο θησαυρό, ποὺ ὑπάγεται σὲ δικούς του αὐτοτελεῖς καλλιτεχνικοὺς νόμους, γιὰ νὰ τὸν μασκαρέψουν ἢ νὰ τὸν ἀνταλλάξουν μὲ φτηνοπράγματα κακοῦ γούστου. Ὅπως κάνουν οἱ ἐπιτήδειοι γυρολόγοι, ποὺ περιφέρονται στὰ χωριὰ καὶ ἀνταλλάσσουν τὰ βαρειὰ χρυσοΰφαντα πατρογονικὰ ροῦχα μὲ φανταχτερά, χρωματιστὰ φτηνοϋφάσματα τῆς βιομηχανίας, ξεγελώντας τὶς ἁπλοϊκὲς νοικοκυρὲς γιὰ νὰ τοὺς ἁρπάξουν γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς παλιᾶς ἀρχοντικῆς κασέλας τοῦ σπιτιοῦ. Οὔτε εἶναι ἱκανοὶ νὰ καταλάβουν αὐτοὶ οἱ ἐπικίνδυνοι μοντερνιστὲς τὴ βιολογικὴ σχεδὸν δύναμη, ποὺ ἔχει ἡ παράδοση πάνω στὴ συνέχεια καὶ τὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Καὶ θεωροῦν γιὰ ἠλίθιο ἔξαφνα τὸν ἀγγλικὸ λαό, ποὺ κρατᾶ μὲ πάθος τύπους καὶ παραδόσεις, ποὺ δὲν ἔχουν κἂν σήμερα κανένα νόημα σχετικὰ μὲ τὴν σύγχρονη ζωὴ τοῦ Ἀγγλικοῦ ἔθνους, κρατᾶνε ὅμως μέσα τοὺς ἄγρυπνο τὸ νόημα τῆς μεγάλης ἱστορίας του, τῆς ὁποίας ἁπλὰ καὶ ὁρατὰ μαρτύρια καὶ σύμβολα εἶναι αὐτὲς οἱ περοῦκες, αὐτὲς οἱ μεσαιωνικὲς στολές, αὐτὰ τὰ ἀναχρονιστικὰ ἔθιμα.
Κι ἐμεῖς ἔχουμε, ὄχι πιὰ σὰν μουσειακὸ ὑλικό, ὁλοζώντανο θησαυρὸ στὸ στόμα καὶ στὴν καρδιὰ τῶν ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων, τὰ ἱερὰ τροπάρια. Τροπάρια ποὺ τὰ ἔγραψαν, τὰ μελοποίησαν καὶ τὰ ἔψαλαν μέσα στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ μεγάλοι ποιητὲς καὶ μουσικοσυνθέτες, ποὺ ἀνάμεσά τους ἦταν ἀκόμη καὶ αὐτοκράτορες καὶ πρωθυπουργοὶ τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖοι τὰ ἔψελναν ἔτσι μαζὶ μὲ τὸν λαό. Ἔρχονται οἱ βραδιὲς τῶν Χαιρετισμῶν, ἔρχονται οἱ νύχτες τῆς ἑβδομάδας τῶν Παθῶν, καὶ οἱ ἐκκλησίες δὲν χωρᾶνε τοὺς ὀρθοδόξους, ποὺ ψάλλουν μαζὶ μὲ τοὺς αὐτοκράτορες τοὺς ἴδιους στίχους, τὴν ἴδια μουσική, τὰ ἴδια «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως τὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ μᾶς παράδωσαν στοματικὰ ὅλες οἱ γενεὲς τῶν φτωχῶν καὶ ἁπλοϊκῶν ψαλτάδων ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου ὡς τὰ χρόνια μας.
Αὐτὴ τὴ μουσικὴ παράδοση, τὴν ἱερὴ καὶ πανάρχαιη, ἀγωνίζονται νὰ διασπάσουν, νὰ παραποιήσουν οἱ διάφοροι ἀνόσιοι καὶ ἄμουσοι κανταδόροι, ποὺ ἀκούγονται, δυστυχῶς ἀκόμα νὰ παρεμβάλλουν τὶς φωνητικὲς ἐπιδεικτιάσεις τοὺς ἀνάμεσα στοὺς σεμνοὺς ὕμvoυς τῆς λειτουργίας σὲ μερικοὺς ναοὺς τῆς Ἀθήνας. Τοὺς ἀκοῦν ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο καὶ τὰ φτωχὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας, ποὺ ἔχουν ὡς πρότυπο καλαισθησίας τὴν Ἀθήνα, καὶ ἀρχίζουν νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι πολιτισμὸς αὐτὴ ἡ γελοιοποίηση τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, ὅταν παρουσιάζεται μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς προσευχῆς, κουνώντας τοὺς τετραφωνικοὺς φραμπαλάδες της πάνω ἀπὸ τὰ σεμνὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ της ἄμφια.
Ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ προσθέσω σὰν κατακλείδα, εἶναι τοῦτο. Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν ἡ ἐθνικὴ θρησκευτική μας μουσικὴ εἶναι καλὴ ἢ κακή. Τὸ θέμα εἶναι ἂν οἱ ἐκτελεστές της εἶναι καλοὶ ἢ κακοὶ ψάλτες. Διότι καὶ ὁ Μπετόβεν στὰ χέρια μιᾶς πρωτάρας πιανίστριας εἶναι ἀνυπόφορος. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐξαναγκάσουμε, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, τοὺς διάφορους ναούς, νὰ ἀποκτήσουν ἀληθινές, μόνιμες καὶ καλοπληρωμένες χορωδίες ἀνδρικῶν καὶ παιδικῶν φωνῶν. Καὶ νὰ τὸ καταλάβουν, καταλάβουν καλά, πὼς ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι μονοφωνικὴ ἡ ὁμοφωνικὴ ὅπως ἡ ἀρχαία καὶ ὅπως ἡ δημοτική μας μουσική(…).