Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθ. Λαογραφίας ΔΠΘ – 13/09/2023 – ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΟΔΞΙΑΣ
Μιλούμε συχνά για τη λαϊκή θρησκευτικότητα και σχεδόν πάντοτε αυτό γίνεται με φράσεις κλισέ. Φράσεις που αναφέρονται εμβληματικά στον «ευσεβή» και «φιλακόλουθο» λαό, φράσεις που ωστόσο δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, όπως δείχνει η ενδελεχέστερη μελέτη του ζητήματος. Εννοώ με αυτό ότι περιπτώσεις εκκλησιαστικώς καταρτισμένων και ευλαβών ανθρώπων, όπως τους περιγράφει για παράδειγμα ο Αλ. Παπαδιαμάντης, αφενός δεν αποτελούσαν ποτέ τον κανόνα του σώματος των πιστών, αφετέρου δε όλο και περισσότερο σπανίζουν στις μέρες μας.
Υπάρχει πράγματι και αυτό παρατηρείται σε όλες τις θρησκείες που έχουν αναπτυγμένο δογματικό και τελετουργικό σκέλος, ευρεία συχνά συμμετοχή του κόσμου στις θρησκευτικές τελετουργίες, κατά κανόνα όμως αυτή γίνεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της «λαϊκής θρησκευτικότητας». Με άλλα λόγια, συνήθως οι πιστοί έχουν δημιουργήσει μια δικής τους κατασκευής τελετουργική πραγματικότητα, στην οποία συμμετέχουν και δια της οποίας προσλαμβάνουν και ερμηνεύουν -συχνά κατά το δοκούν- όσα η θρησκεία τους παραδέχεται και προβάλλει.
Το διαπιστώνει κανείς αυτό και στα καθ’ ημάς εύκολα, παρατηρώντας για παράδειγμα τις αντιστάσεις που οι κάθε είδους λαϊκές δεισιδαιμονίες, οι οποίες έχουν παρεισφρήσει στην παραδοσιακή θρησκευτική καθημερινότητα, παρουσιάζουν όταν κάποιος ιερέας δοκιμάσει να τις ξεριζώσει. Το φαινόμενο των διαφωνιών και των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στον ιερέα που επιμένει σε αυτό που η Εκκλησία διδάσκει και στους πιστούς που εμμένουν σε όσα κακώς κείμενα διδάχθηκαν από τους γονείς και τους προγόνους τους, στα πλαίσια μιας κακώς -από την εκκλησιαστική οπτική- νοούμενης ευσέβειας, είναι συχνό και επαναλαμβανόμενο. Η ρητορική που θέλει όσα μάθαμε από τους γονείς μας να είναι σωστά, έστω κι αν αυτά είναι καταφανώς αντίθετα με την πρακτική διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι συνήθης, καθώς αποδίδει στους ιερείς που επιμένουν σε όσα πρέπει να διδάξουν, είτε άγνοια, είτε κακόβουλες προθέσεις δήθεν αλλοίωσης της τοπικής παράδοσης.
Στην πραγματικότητα, πίσω από παρόμοιες αντιστάσεις, που συχνότατα συναποτελούν αυτό που χαρακτηρίζουμε στη θρησκευτική λαογραφία ως «λαϊκή θρησκευτικότητα», κρύβονται εγωϊσμοί, άγνοιες, δεισιδαίμονες απόψεις και πρακτικές, καθώς και προσωπικές ή οικογενειακές στρατηγικές προσπορισμού κοινωνικού κύρους μέσω της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ζωής, όπως λ.χ. συμβαίνει με την εμμονή στην προσφορά αρτύσιμων εδεσμάτων σε πανηγύρεις αγίων που συμπίπτουν με νηστήσιμες μέρες. Υποκρύπτεται η πάγια και παλαιά τάση του Ελληνα να βρει την κοινωνική καταξίωση μέσα στον χώρο της ενορίας, που παραδοσιακά ταυτιζόταν με τον συμβολικό χώρο της κοινότητας, ακολουθώντας όχι τις εκκλησιαστικές, αλλά τις δικές του αρχές και επιλογές.
Αυτή η αντίθεση είναι που κυριαρχεί στη λαϊκή θρησκευτικότητα. Την αντίθεση αυτή δοκίμασε από τους πρώτους κιόλας αιώνες να αναστρέψει η Εκκλησία και με την ακύρωσή της ασχολήθηκαν πλείστοι όσοι Πατέρες στο πέρασμα των αιώνων, μέχρι και την εποχή μας σχεδόν, αλλά επί ματαίω. Ο λαϊκός άνθρωπος κατά κανόνα επιθυμεί να φέρει την εκκλησιαστική ζωή στα μέτρα του και όταν επιχειρείται από την Εκκλησία το αντίστροφο -όπως και είναι σωστό αφού σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής και της ενοριακής δράσης είναι να γίνει ο κόσμος Εκκλησία και όχι η Εκκλησία κόσμος- αντιδρά, αντιπαρατάσσεται και συχνότατα απέχει ή αυθαιρετεί, πιστεύοντας μάλιστα ότι κάνει το σωστό. Και όλα αυτά γίνονται εν ονόματι της «παράδοσης» την οποία οι άνθρωποι επικαλούνται, μιας έννοιας για τους πολλούς θολής και απροσδιόριστης που μάλλον συνδέεται με τα όποια βιώματα των παιδικών τους χρόνων, παρά με την ουσία της έννοιας και της πρακτικής της πραγματικής παραδοσιακής ζωής.
Τα φαινόμενα αυτά γίνονται βεβαίως συχνότερα στις μέρες μας, αφού διάφοροι παράγοντες, με πρώτιστο εκείνον της τεχνολογικής εξέλιξης και της συνακόλουθης διευκόλυνσης στη διάχυση των όποιων πληροφοριών, οδηγούν στην όλο και μεγαλύτερη εκδήλωση φαινομένων απείθειας και πνευματικής αποστασίας. Και βέβαια τα φαινόμενα αυτά, που κατά βάση τα μελετά ο κλάδος της θρησκευτικής λαογραφίας, πρέπει να είναι γνωστά στους ιερείς μας, οι οποίοι καλούνται μέσα στο περιβάλλον αυτό να ασκήσουν το πνευματικό και ποιμαντικό τους έργο.
Ένα έργο, στον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του οποίου δεν πρέπει να παραβλέπουν την έννοια και την ουσία της λαϊκής θρησκευτικότητας, αλλιώς είναι καταδικασμένο να αποτελεί προνομιακό πεδίο των λίγων ευσεβών και υποψιασμένων και όχι όχημα σωτηρίας των πολλών, των «εν γνώσει ή εν αγνοία» παρακουόντων.