του Μιχάλη Τσιαουσίδη,
Η πολιτική ζωή της Ισπανίας την δεκαετία του 1930 ήταν κάτι παραπάνω από ασταθής. Η εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1931, με την εκδίωξη του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ’, οι εντεινόμενες αναταραχές και η πόλωση της πολιτικής ζωής ήταν φανερό ότι οδηγούσαν την Ισπανία στον εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο οι παρατάξεις της Αριστεράς και της Δεξιάς υποδαύλιζαν λόγω και έργω.
Τον Ιούλιο του 1936, συντηρητικά στοιχεία εντός της χώρας διοργάνωσαν πραξικόπημα προκειμένου ν’ ανατραπεί η νεοεκλεγείσα αριστερή κυβέρνηση. Η αποτυχία των πραξικοπηματιών να επιβληθούν στο σύνολο της χώρας, αλλά και η αποτυχία της νόμιμης δημοκρατικής κυβέρνησης να επιβάλει την τάξη, ενεργώντας διστακτικά, οδήγησαν σε έναν από τους πιο αιματηρούς εμφυλίους πολέμους στην ανθρώπινη ιστορία, ενός πολέμου ο οποίος αποτέλεσε το πρελούδιο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο οποίος έφερε στην επιφάνεια τις τεράστιες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις οι οποίες ταλάνιζαν επί δεκαετίες την χώρα της Ιβηρικής.
Η επανάσταση των Εθνικιστών έναντι της Κυβέρνησης, των Ρεπουμπλικάνων, εξαπλώθηκε γρήγορα, καταλαμβάνοντας καίριες περιοχές της χώρας, φτάνοντας σύντομα στα πρόθυρα της πρωτεύουσας Μαδρίτης. Καταλυτική στην τάχιστη επέκταση της εξέγερσης στην ισπανική ενδοχώρα υπήρξε η αρωγή της Γερμανίας, καθώς τα αεροπλάνα της Luftwaffe ήταν αυτά τα οποία μετέφεραν την Στρατιά της Αφρικής (το τμήμα του ισπανικού στρατού, το οποίο ήταν τοποθετημένο στις αφρικανικές κτήσεις της αυτοκρατορίας και αποτελούνταν κατ’ αρχήν από υποστηρικτές των εθνικιστών) στην Ισπανία, μιας που η πλειοψηφία του Ναυτικού είχε μείνει πιστή στην Δημοκρατία και δεν υπήρχε άλλος τρόπος μεταφοράς των στρατευμάτων.
Στην συντονισμένη προσπάθειά τους να επιβάλουν τον έλεγχο στις περιοχές τους, οι Εθνικιστές προέβαιναν σε μία εκτεταμένη πολιτική τρόμου, εκτελώντας δίχως δεύτερη σκέψη αντιφρονούντες (υπαρκτούς και μη). Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικάνοι προέβησαν, ιδίως στην αρχή του Πολέμου, σε αντίστοιχες αγριότητες, όπως την εκτέλεση χιλιάδων αντιφρονούντων, υποστηρικτών της Δεξιάς, στο Paracuellos, έξω από την Μαδρίτη.
Από την αρχή της εξέγερσης, ο συνεχής φόβος περί “πέμπτης φάλαγγας”, ενός κρυπτόμενου εσωτερικού εχθρού, απαρτιζόμενου από υποστηρικτές των εθνικιστών, έτοιμους να επαναστατήσουν, πυροδότησε μία κατάσταση ψύχωσης στους πολιορκημένους Μαδριλένους. O φόβος αυτός για την “πέμπτη φάλαγγα”, η οποία ετοιμαζόταν να καταλύσει την τάξη στην Μαδρίτη, “δίνοντας” την πόλη στους επαναστάτες αποτυπώνεται και σε ομιλίες επιφανών στελεχών των ρεπουμπλικάνων, όπως η κομμουνίστρια Dolores Ibárruri, που τόνιζαν την ανάγκη “η πέμπτη φάλαγγα να εξουδετερωθεί άμεσα, ούτως ώστε να μην μας μαχαιρώσει στην πλάτη” (sic). Στην πραγματικότητα, παρά τις εκατέρωθεν δηλώσεις για κρυπτόμενους οργανωμένους υποστηρικτές των εθνικιστών (με διασημότερη ιστορικά αυτήν του στρατηγού των εθνικιστών Mola), η δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου ήταν ανύπαρκτη και έπρεπε να φτάσουμε στο 1937 για να οργανωθεί στην πραγματικότητα η πέμπτη φάλαγγα.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης και με τον στρατό των πραξικοπηματιών να προχωρά, η νόμιμη κυβέρνηση εγκατέλειψε την Μαδρίτη στις 5 Νοεμβρίου του 1936, προκειμένου να εγκατασταθεί στην ασφαλέστερη Βαλένθια. Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η εκκένωση των φυλακών. Έτσι, με τον στρατό των Εθνικιστών ante portas και την Κυβέρνηση στην Βαλένθια , η πλειονότητα των σωμάτων ασφαλείας ανατίθεται στην διοίκηση του ελεγχόμενου από τους κομμουνιστές 5ου Συντάγματος, στο οποίο επικεφαλής είναι ο νεαρός πολιτικός Santiago Carrillo. Ο Carrillo, υπεύθυνος για την δημόσια τάξη στην πρωτεύουσα, αποφασίζει την μεταφορά των αντιφρονούντων φυλακισμένων (ο αριθμός τους κυμαίνεται από 8 έως 10 χιλιάδες) στο Paracuellos de Jarama, υπό τον φόβο της εξέγερσης και ένωσής τους με τον στρατό των εθνικιστών.
Aποφασίζεται ο διαχωρισμός των κρατουμένων σε 3 ομάδες:
1η ομάδα: φασίστες, άμεση εξόντωση και συγκάλυψη της ευθύνης
2η ομάδα: μη επικίνδυνοι φυλακισμένοι, μεταφορά σε άλλη φυλακή
3η ομάδα: μη εγκληματίες κρατούμενοι, άμεση απελευθέρωση προκειμένου να προβληθεί ο ανθρωπισμός της ρεπουμπλικάνικης πλευράς
Ούτως, από την αυγή της 7ης Νοεμβρίου, οι κρατούμενοι οδηγούνται στο Paracuellos, όπου παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις για απελευθέρωσή τους, εκτελούνται και θάβονται σε ομαδικούς τάφους.
Οι εκτελέσεις συνεχίζονται με γοργό ρυθμό μέχρι τις 10 του μηνός, διακοπτόμενες από τον διορισμό του αναρχικού Melchor Rodrigues ως νέου διευθυντή των φυλακών, έναν από τους ελάχιστους εντός του ρεπουμπλικάνικου στρατοπέδου που τόλμησαν να καταγγείλουν την, υποκινούμενη από τους κομμουνιστές, πράξη. Συνεχίστηκαν στις 14 Νοεμβρίου, με την παραίτηση του Rodrigues από το πόστο του και δεν σταμάτησαν παρά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου όταν ο Rodrigues ανέλαβε και πάλι υπεύθυνος.
Οι σφαγές που οργάνωσαν οι Ρεπουμπλικάνοι κατά των αντιπάλων τους στο Paracuellos (κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως στο γειτονικό Torrejón de Ardoz) αποτέλεσαν την μεγαλύτερη φρικαλεότητά τους κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο . Αρκετοί ιστορικοί θεώρησαν κατανοητή την πράξη , ως αποτέλεσμα του τρόμου και της ηττοπάθειας τα οποία επικρατούσαν στην ισπανική πρωτεύουσα . Εντούτοις , παρότι σίγουρη η ύπαρξη πολλών υποστηρικτών των Εθνικιστών εντός της πρωτεύουσας , η απομάκρυνση των κρατουμένων από τις φυλακές και η ακόλουθη εκτέλεσή τους στο Paracuellos de Jarama αποτέλεσαν το κυλώνειο άγος των Ρεπουμπλικάνων. Ιδίως αν αναλογιστούμε ότι δεν είχε προηγηθεί καμία νόμιμη δίκη και οι φυλακισμένοι εκτελούνταν επί τη βάσει αόριστων υποψιών με έτοιμες λίστες-προγραφές. Οι πιο μετριοπαθείς πηγές εκτιμούν το σύνολο των θυμάτων ανάμεσα στις 2.000 και τις 3.000 (μέσα φίλα προσκείμενα στην Δεξιά επικαλούνται 8 με 12.000 θύματα), με την πλειοψηφία να αποτελείται από πολίτες, στρατιώτες ή καθολικούς ιερείς. Το πιο λυπηρό της υπόθεσης είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις ίσχυσε η οικογενειακή ευθύνη, η οποία επεκτάθηκε και σε ανηλίκους.
Ευθύνες σίγουρα αποδίδονται και στην NKVD, η οποία ήταν ο ηθικός αυτουργός του εγκλήματος . Μάλιστα, μετά λίγες ημέρες, το αεροπλάνο το οποίο μετέφερε τον Georges Henry, απεσταλμένο του Ερυθρού Σταυρού, προς την Γαλλία, όπου θα παρουσίαζε την έκθεσή του για την σφαγή, στην διάσκεψη της ΚτΕ, στην Γενεύη, καταρρίφθηκε. Παρά τις κατηγορίες των Ρεπουμπλικάνων για “χτύπημα” των Εθνικιστών, αποδείχτηκε ότι το αεροπλάνο καταρρίφθηκε από σοβιετικό αεροσκάφος.
Το Paracuellos αποκλήθηκε και ως ισπανικό Κατύν ήδη από την δεκαετία του 1940, παραλληλίζοντας τους “αντιδραστικούς” εθνικιστές με τους εκτελεσθέντες από την NKVD 22.000 Πολωνούς στρατιωτικούς, αστυνομικούς και διανοούμενους.
Με την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και καθ’ όλη την διάρκεια της φρανκικής διακυβέρνησης, αποτέλεσε για τους νικητές σύμβολο αντίστοιχο της Guernica για τους Ρεπουμπλικάνους , ενώ η πόλη μετονομάστηκε σε Paracuellos de los Mártires, για να τιμήσει τους εκτελεσθέντες “μάρτυρες”. Παράλληλα, οι κάτοικοι της πόλης έφεραν για χρόνια το στίγμα, καθώς ήταν αυτοί οι οποίοι (αναγκασμένοι από τους ρεπουμπλικάνους πολιτοφύλακες) έσκαψαν τους ομαδικούς τάφους.
Μετά 87 χρόνια, οι ιστορικοί διαφωνούν ακόμα για τους ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος και τις ευθύνες τους. Από την μία, οι ευθύνες καταλογίζονται στους πολιτικούς της Δημοκρατίας, όπως ο Santiago Carrillo, οι οποίοι εξέθρεψαν την κόκκινη τρομοκρατία με την βοήθεια της NKVD, από την άλλη η αριστερή ιστοριογραφία τείνει να απαλλάσσει τους πολιτικούς από τις ευθύνες τους, παρουσιάζοντας το Paracuellos ως έργο ανεξέλεγκτων ακραίων στοιχείων, οι οποίοι λειτουργούσαν εντός του ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου.
Σήμερα, το Paracuellos είναι μία πόλη των 25.000 κατοίκων. Η μικρή πλατεία με το σιντριβάνι και το δημαρχείο δεν θυμίζει σε τίποτα τον ταραγμένο Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1936.