Ο Henri Grégoire αποφεύγει τον σκόπελο γράφοντας για «επικά τραγούδια», ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου, στην μελέτη του «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του υιού του Ανδρόνικου», αναφερόμενος στην συλλογή του Πολίτη, μιλά για ηρωική ποίηση, χωρίς κατ’ ανάγκην να την ταυτίζει με τον θεσμό των ακριτών.
Αλέξης Γκλαβάς (ραδιοφωνικός παραγωγός – ερευνητής) από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 16
Ο νεοελληνιστής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και του Εθνικού Καποδιστριακού των Αθηνών Guy Saunier, σε μια μελέτη του που πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας το 1993 στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του King’s College του Λονδίνου, με τον προκλητικό τίτλο Υπάρχουν καθόλου Ακριτικά τραγούδια;, συμφωνεί με τους προηγουμένους, προσθέτοντας:
…στερείται ενδιαφέροντος το να εξακριβωθεί αν πρέπει να παραδεχθούμε την ύπαρξη 2, 3, 5, ή περισσοτέρων ακριτικών. Μόνον η κάπως απίθανη εκδοχή της πλήρους ανυπαρξίας του ίδιου του είδους θα είχε ενδιαφέρον…
για να καταλήξει στο συμπέρασμα:
Έξω από τον κύκλο του Διγενή, μόνον τρία τραγούδια μπορούν να θεωρηθούν ως Ακριτικά: «του Αρμούρη», «του γιου του Αντρονίκου», και «του Θεοφύλακτου»… Τα υπόλοιπα, ανεξάρτητα ακριτικά, «Ο Αντρόνικος κι ο μαύρος του», «Χήρας γιος και άλογα», «Χήρας γιος κι ο μαύρος του», είναι θέματα σχετικά δευτερεύοντα, με εξαίρεση το τραγούδι «Tου μικρού Βλαχόπουλου».
ολοκληρώνοντας με την προτροπή:
Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει συστηματική επανεξέταση της κατάταξης των αφηγηματικών τραγουδιών [δηλαδή, του συνόλου των θεμάτων που συμπεριλαμβάνονται στις «παραλογές» και στα «ακριτικά» των παραδοσιακών συλλογών] με βάση τη θέση και τη μορφή του μύθου, του μυθικού στοιχείου στα τραγούδια αυτά… Σε μια τέτοια κατάταξη, τα ακριτικά θα αποτελούσαν απλώς μια ειδική μορφή των μυθικών ηρωικών τραγουδιών.
Μεγάλη είναι επίσης η συζήτηση του γνωστού σοφίσματος περί της κότας και του αυγού, αν δηλαδή το έπος συνετέθη με ερέθισμα άσματα της εποχής, ή αν αυτό παρήγαγε τα ακριτικά τραγούδια και ιδιαίτερα αυτά του Διγενή.
Πρώτος ο Κρουμπάχερ, στο έργο του Ιστορική Βυζαντινή λογοτεχνία, υποστήριξε την ύπαρξη παλαιότερων λαϊκών τραγουδιών, για να τον ακολουθήσει ο Βέλγος ελληνιστής Henri Grégoire, ο οποίος και επεχείρησε ταυτίσεις των πρωταγωνιστών του ακριτικού έπους με υπαρκτά, ιστορικά πρόσωπα του Βυζαντίου, μια ταύτιση που σήμερα θεωρείται μάλλον αποτυχημένη. Ο Στίλπων Κυριακίδης αναφέρει, χαρακτηριστικά:
Οι ήρωες των περισωθέντων τραγουδιών του ποιητικού κύκλου τούτου έχει γίνει μέχρι τούδε προσπάθεια να ταυτισθούν προς ιστορικά πρόσωπα του 9ου και του 10ου αιώνος, ως ο Αρμούρης προς τον εξ Αμορίου αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, εκδικητήν της καταστροφής του Αμορίου το 838, ο Αρέστης προς τον εκ Καππαδοκίας ήρωα Ορέστην, στρατηγόν του θέματος Μεσοποταμίας περί το 913, ο Πορφύρης με τον Κωνσταντίνον Δούκαν, ο Ανδρόνικος προς τον Ανδρόνικον Δούκαν περί το 906, ο Σκληρόπουλος προς τον Ρωμανόν Σκληρόν (11ος αι.), το τραγούδι της αλώσεως του κάστρου της Ωριάς προς την καταστροφήν του Αμορίου το 838. Αυτός δε τέλος ο Διγενής προς τον τουρμάρχην των Ανατολικών Διογένη, όστις έπεσεν ηρωικώς το 788 εις Κλεισούραν του Ταύρου, μαχόμενος κατά των Σαρακηνών…
Για το θέμα δε της ύπαρξης παλαιοτέρων τραγουδιών σημειώνει:
Εκ της αντιστοιχίας ταύτης ασμάτων προς σκηνάς του Έπους ετέθη από πολλού το ζήτημα περί της μεταξύ τούτων σχέσεως και μάλιστα περί του εάν τα σχετικά δημώδη άσματα είναι παλαιότερα, οπότε εχρησιμοποιήθησαν υπό του συνθέτου του έπους ή απέρρευσαν εκ τούτου. Το θέμα τούτο συνεζητήθη κατ’ αρχάς υπό των πρώτων εκδοτών του έπους (διασκευής Τραπεζούντος) Κωνστ. Σάθα και Ém. Legrand, σήμερον δε (1962), υπάρχει έτι ασυμφωνία μεταξύ των ειδικών ερευνητών, των μεν δεχομένων την άποψιν ότι ο συνθέτης αυτού έλαβεν υπ’ όψιν του και δημώδη άσματα και επομένως ότι τα σωζόμενα τραγούδια είναι αρχαιότερα του έπους, των δε υποστηριζόντων την γνώμην ότι τα τραγούδια, τα οποία έχουν ομοιότητας προς επεισόδια του έπους, επήγασαν και διεμορφώθησαν εκ τούτου κατά τους κατόπιν χρόνους, ότε το έργον τούτο ανεγινώσκετο ευρέως υπό του λαού.
Το ζήτημα τούτο δεν έχει ακόμη λυθή, φαίνεται όμως ότι θα υπήρχε παλαιοτέρα επική ύλη την οποίαν εγνώρισεν οπωσδήποτε και παρέλαβεν εξ αυτής ο συνθέτης του έπους περί τον Διγενή, του οποίου η φήμη τον 10ον αιώνα είχεν ήδη διαδοθή και εις τους απέναντι του Ευφράτου ισλαμικούς πληθυσμούς. Εις το αραβικόν μυθιστόρημα του Sayyid Battal αναφέρεται ο Akrates, δηλαδή ο Ακρίτης, με τα χαρακτηριστικά παλληκαριού όπως ο Διγενής Ακρίτας εις το έπος και τα δημώδη άσματα. Ούτω το Ακριτικόν έπος βοηθεί εις την χρονολόγησιν των ακριτικών τραγουδιών…
Ο Henri Grégoire αναφέρει επίσης ότι ένας άλλος ήρωας των ακριτικών τραγουδιών, ο Πορφύρης, αναφέρεται από τον Πέρση επικό ποιητή Firdousi ως ένας Έλλην ο οποίος εισβάλλει στην Περσία με το (εκλατινισμένο) όνομα Farfourious.
Ο Νικόλαος Πολίτης υποστηρίζει την άποψη ότι χρησιμοποιήθηκε αρχική ύλη, αναφέροντας:
Η φαντασία του λαού εγκατέπλεξε μύθους, ών τους πλείστους παρέλαβεν ανακαινίσασα, εκ της πλουσίας μυθικής κληρονομίας της αρχαιότητος και απήρτησεν τον ιδεώδη τύπον ήρωος, νεαρού ως ο Αχιλλεύς, κραταιού ως ο Ηρακλής και ενδόξου ως ο Αλέξανδρος…
Στα Νεοελληνικά κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου ανθολογούνται, υποστηρικτικά προς την άποψη του Πολίτη, δύο κυπριακές παραλογές του άσματος του Διγενή, στη μία εκ των οποίων («Ο Διγενής κι ο κάβουρας») μεταφέρεται μύθος περί συναντήσεως του στρατού του Μεγ. Αλεξάνδρου μ’ έναν γιγάντιο κάβουρα, ενώ στην δεύτερη («Ο Διγενής και ο Σαρακηνός») η περιγραφή του Σαρακηνού παραπέμπει ευθέως στην Γιγαντομαχία:
…και μέσα στα ρουχούνια του, φοράες χιχινίζουν
και μέσα εις τ’ αυκιά του περτίκια κακαρίζουν
πάνω εις την ραχούλαν του ζευκάρια διωλίζουν
πάνω στην κεφαλούαν του νερόμυλοι γυρίζουν
πάνω στα χεροπάλαμα, σκύλοι λα’ούς κ’ άι τρέχουν…
Ο Guy Saunier σημειώνει στην προαναφερθείσα μελέτη του:
Καταχρηστική φαίνεται να είναι η κατάταξη ανάμεσα στ’ ακριτικά, των τραγουδιών που διηγούνται την πάλη του Διγενή με διάφορα τέρατα. Με τον κάβουρα πρώτον. Το έπος δεν περιέχει κανένα ανάλογο επεισόδιο, και αντίστροφα. Το τραγούδι δεν φέρει κανένα χαρακτηριστικό ακριτικό στοιχείο. Το επεισόδιο προέρχεται άμεσα από την μυθολογία του Μεγαλέξανδρου, χωρίς ίχνη εξακριτισμού και ο ήρωας Διγενής δεν ταυτίζεται με κανέναν τρόπο με τον Ακρίτα.
Ο Άγις Θέρος αναρωτιέται στην μελέτη του Τα τραγούδια των Ελλήνων: «Και ο πολύαθλος Διγενής Ακρίτας, ο μεγάλος ήρωας του εθνικού έπους, τι άλλο είναι, παρά ημίθεος, γεννημένος από κάποιο Δία, άλλος Ηρακλής;», ενώ παραθέτει μια παραλλαγή από την Ρόδο, όπου αντιμέτωπος του γιγάντιου κάβουρα είναι κάποιος Κωνσταντής. Όσον αφορά δε στο ζήτημα της προέλευσης του έπους, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο δασκαλισμός και ο καλογερισμός του Μεσαίωνα, που, όπως ξέρουμε, περιφρονούσε την γλώσσα του λαού και μαστίγωνε τους λόγιους όσους την έγραφαν, σοφίστηκε να μεταχειριστεί το επικό υλικό των ακριτικών λαϊκών τραγουδιών και την ηρωική παράδοση του Διγενή και άλλων ακριτών και να κατασκευάσει έπος πολύστιχο σε γλώσσα “λόγια” της εποχής», ενώ παραθέτει υποστηρικτικά προς την άποψή του σκόρπιους λαϊκούς στίχους που υπάρχουν κυρίως στα χειρόγραφα της Άνδρου και της Γκροτταφερράτα, όπως π.χ.:
εσύ δεν καρδιοπόνεσες ούτ’ αιματοφλογίσθεις…
Ο Πέτρος Καλονάρος και ο Γιώργος Βελουδής τόνισαν την στενή συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στον μύθο του Διγενή και σ’ αυτόν του Μεγαλέξανδρου, ενώ ο Ηλίας Αναγνωστάκης, στην μελέτη του Η γεωγραφία των τραγουδιών του ακριτικού κύκλου και του τραγουδιού του Διγενή Ακρίτη, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1983, καταγράφει τους διγενήδες –με μικρό «δ»– με την διττή έννοια του «γεννημένου δύο φορές» αλλά και «του γεννημένου από δύο καταγωγές»: τον ήρωα Dhou l-Qarnain στο χρονικό Tha ‘alibi του 10ου αιώνα, που στην ουσία ταυτίζεται με τον Μεγαλέξανδρο, τον άγιο Γεώργιο, γεννημένο από πατέρα παγανιστή, Αρμένιο ή Πέρση, και μητέρα Καππαδόκισσα, πολλούς βασιλείς Σασσανίδες στο ποίημα του Firdousi, τον Antar, ήρωα ομότιτλου προϊσλαμικού αραβικού ποιήματος, απ’ όπου προέρχεται το μυθιστόρημα Delhemma, από το οποίο προέρχονται το τουρκικό μυθιστόρημα Sayyid Batal και το παραμύθι τού Omar el Noman στις 1000 και 1 νύχτες, ενώ το ίδιο μοτίβο του διγενή βρίσκεται και στο αρμενικό έπος τού David de Sassoun, καθώς και στην ιρανική αγιογραφία του 12ου Ιμάμη. Κλείνω με το σχόλιο τού Guy Saunier, στο κείμενό του που προανέφερα:
Πρόκειται για σειρά έργων που αντλούν από έναν θησαυρό κοινών μύθων, αλλά είναι κεφαλαιώδες για την Ελληνική παράδοση το ότι ο Αλέξανδρος και ο Διγενής, οι οποίοι έχουν τόσα κοινά σημεία μεταξύ τους, βρίσκονται ο ένας στην αρχή κι ο άλλος στην κατάληξη μιας σειράς γραπτών έργων και θρύλων…
Το έπος του Διγενή
Ας δούμε, λοιπόν, τον βασικό μύθο του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη όπως εξελίσσεται παραδομένος ώς τις μέρες μας, με βάση το θεωρούμενο πιο πλήρες και παλαιότερο κείμενο του έπους, αυτό του Εσκοριάλ, για το οποίο ο Νικ. Πολίτης σημείωνε το 1907:
Η διασκευή του Εσκοριαλείου χειρογράφου, εφ’ όσον είναι δυνατόν να κρίνομεν εκ των δημοσιευμένων αποσπασμάτων, έργον αμαθούς και ατέχνου στιχοπλόκου, ανόθευτον σχεδόν και ανεπηρέαστον από της γραμματικής παιδεύσεως, μεταχειριζομένου δημώδην γλώσσαν, διατηρεί την ακμήν και την δρόσον αδράς ποιητικής εμπνεύσεως και πολλά παρουσιάζει ψήγματα απέφθου χρυσίου. Διότι, ως η Ήρα του αρχαίου μύθου, λουομένη εις τα ύδατα της Κανάθου ανεκτάτο το παρθενικόν κάλλος και την νεότητα, ούτως εις τοιαύτην τινά αείρρουν και διαυγήν πηγήν [το δημοτικό τραγούδι], αι διασκευαί του ακριτικού έπους απέλουον την σκωρίαν της απειροκαλίας και της ατεχνίας.
Το οποίο ακριτικό έπος περιλαμβάνει 7 μέρη, αρχής γενομένης από «Το άσμα του αμιρά».
Οι –χαμένοι– πρώτοι στίχοι του κειμένου εξιστορούν μια εκστρατεία του Σύρου αμιρά κατά της Βυζαντινής Μικράς Ασίας, κατά την οποία αιχμαλώτισε μια νέα από την οικογένεια των Δουκάδων. Οι αδελφοί της νέας επιλέγουν τον νεώτερο αδελφό, τον Κωνσταντίνο, να μονομαχήσει με τον αμιρά, συμβουλεύοντάς τον:
Κρότοι και κτύποι και απειλαί, μη σε καταπτοήσουν
μην φοβηθείς τον θάνατον παρά μητρός κατάραν
μητρός κατάραν φύλαττε και μη πληγάς και πόνους…
Με αυτούς τους στίχους ξεκινά το σωζόμενο κείμενο. Ο Κωνσταντίνος μονομαχεί με τον Αμιρά, ο οποίος, μετά από σκληρή μάχη με πολλαπλά χτυπήματα εκατέρωθεν, ρίχνει το κοντάρι του και, σύμφωνα με το παλαιό έθιμο, υψώνει το δάχτυλο αποδεχόμενος την ήττα:
…έριψεν το κοντάρι του και δάχτυλον του δείχνει
και μετά του δαχτύλου του τοιούτον λόγον λέγει:
«Να ζεις καλέ νεώτερε, εδικόν σου έναι το νίκος»…
Στην συνέχεια οι 5 αδελφοί αναγκάζουν τον αμιρά να τους παραδώσει την αδελφή τους και αυτός τους δηλώνει πως την έχει αγαπήσει και πως είναι πρόθυμος ν’ αλλαξοπιστήσει και να την παντρευτεί, ενώ στην συνέχεια της αφήγησης πείθει την μητέρα και τους συγγενείς του να γίνουν κι αυτοί Χριστιανοί και εγκαθίστανται σε περιοχή της Χριστιανικής Μικράς Ασίας.
Το 2ο μέρος έχει μια αυτοτέλεια, καθώς δεν αποτελεί συνέχεια του 1ου ούτε συνδέεται με το 3ο, και εξιστορεί την πρώτη επαφή του Διγενή με τους ληστές απελάτες, κατά την οποία γνωρίζεται με τον γέροντα αρχηγό τους Φιλοπαππού. Εκεί τους προκαλεί ν’ αναμετρηθούν σ’ ένα ίσιωμα με τα ραβδιά, όπου ο Διγενής τους κατανικά με γυμνά χέρια.
Στο 3ο μέρος, το οποίο ξεκινά με μα εισαγωγή-ύμνο στην δύναμη του έρωτα και μια περίληψη της ιστορίας του αμιρά, εξιστορείται η νεότητα του Διγενή, οι άθλοι του και ο γάμος του. Σκότωσε σε εφηβική ηλικία μια αρκούδα με τα χέρια του, κατόπιν ένα λιοντάρι, ενώ στην συνέχεια περιγράφεται λεπτομερώς η αρπαγή της κόρης ενός Βυζαντινού στρατηγού του θέματος της Λυκανδούς. Η φρουρά του θέματος καταδιώκει τον Διγενή με επικεφαλής έναν Σαρακηνό, τον οποίο και θανατώνει ο Διγενής, ενώ στην συνέχεια κατανικά ολόκληρη την φρουρά των 300 ανδρών μόνος, αναγκάζοντας τους 5 αδελφούς της κόρης να του δηλώσουν υποταγή. Εμφανίζεται ο στρατηγός κλαίγοντας και ο Διγενής σταυρώνει τα χέρια και τον προσκυνά δηλώνοντάς του ότι δεν θα βρει καλύτερο γαμπρό. Ένα μεγάλο μέρος του αφορά στον γάμο του Ακρίτη και την προίκα που δίνει ο στρατηγός στην κόρη του, η οποία είναι: 300.000 χρυσά νομίσματα, μούλες φορτωμένες με υφάσματα, κυνηγετικές λεοπαρδάλεις της Συρίας, κοσμήματα από χρυσάφι και σμάλτο, δούλες και δούλους για βάγιες και σωματοφύλακες, τις εικόνες των τριών αρχαγγέλων (Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ) σμαλτωμένες και διακοσμημένες με πολύτιμες πέτρες, το σπαθί του Πέρση βασιλιά Χοσρόη και ένα εξημερωμένο λιοντάρι, ενώ η όλη διαδικασία του εορτασμού διαρκεί 3 μήνες.
Στο 4ο μέρος ο Διγενής αντιμετωπίζει με την σειρά έναν τρικέφαλο δράκο, ο οποίος του δηλώνει ότι δεν θέλει να παλέψει μαζί του αλλά θέλει να «χαρεί» την γυναίκα του, και τον οποίο ο Διγενής κατατροπώνει και αποκεφαλίζει, στην συνέχεια ένα άγριο λιοντάρι, το οποίο, ακούγοντας τον θόρυβο της σύγκρουσης, βγαίνει από έναν καλαμιώνα και επιτίθεται, και το οποίο ο ήρωας σκοτώνει, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να του ζητήσει να παίξει λαούτο για να τραγουδήσει για την νίκη του. Το τραγούδι της κόρης, όμως, ακούγεται πάνω στα βουνά, όπου και υπάρχουν οι απελάτες, στους οποίους γεννιέται η επιθυμία να την κλέψουν. Επιτίθενται εναντίον τους, αλλά ο Διγενής με το ραβδί του τους εξοντώνει έναν προς έναν[1].
Στην συνέχεια, ο Φιλοπαππούς και οι δύο υπαρχηγοί του φτάνουν στο πεδίο της μάχης, προκαλούν τον Διγενή και αναγκάζονται να υποχωρήσουν για μία ακόμα φορά. Και για μία ακόμα φορά προτείνουν στον Διγενή να γίνει απελάτης, αλλά αυτός αρνείται. Οι απελάτες καταφεύγουν στην αμαζόνα Μαξιμώ (Μαξιμού κατά τον Αλεξίου) και ζητούν να τους βοηθήσει. Αυτή συγκεντρώνει τους απελάτες της και επιλέγει τους 100 καλύτερους και μαζί τους εκστρατεύει εναντίον του Διγενή. Εξαιρετική είναι η περιγραφή της έφιππης Μαξιμώς στο έπος:
Φαρίν εκαβαλίκευσε, πολλά ήτον ωραίον
η χύτη και το ουράδιν του με την χινέα βαμμένα,
τα τέσσερά του ονύχια ασήμιν τσαπωμένα
το χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια.
Κι η φορεσία της θαυμαστή ήτον, παραλλαγμένη:
λουρίκιν (θώρακα) αργυρόν φορεί διά λίθων πολυτίμων,
και το κασίδιν (περικεφαλαία) χυτευτόν ήτον παραλλαγμένον (σμαλτωμένη)
με τα χρυσά μετώπια, με τους χρυσούς τους κόμπους
τουβία οξυκάστορα (καστόρινες περικνημίδες), με το μαργαριτάριν
και τα ποδιματίτσια της χρυσά διακεντισμένα…
Ο Διγενής –φυσικά– νικά και την Μαξιμώ, η οποία και τον παρακαλεί να την παντρευτεί, γιατί είναι ο μόνος άνδρας που την νίκησε. Ο Διγενής αρνείται, αλλά δεν την απορρίπτει τελείως. Πεζεύει, βγάζει τον θώρακά του και κάνει έρωτα μαζί της. Η Μαξιμώ, με την απώλεια της παρθενίας της, χάνει και την ανδρεία της, ενώ το σώμα των απελατών διαλύεται από τον φόβο του ήρωα.
Στο 5ο μέρος ο Διγενής, δοξασμένος πια και ξακουστός, αποσύρεται δίπλα στον Ευφράτη, όπου κατασκευάζει ένα παλάτι με βεράντες, τεράστιους κήπους, ζώα και πουλιά, ενώ το κρεβάτι του έχει χρυσά και λιθοκόλλητα πόδια με σμαράγδινες βάσεις και οι πλευρές του είναι από κρύσταλλο. Το κρεβάτι είναι στρωμένο με μαβί μετάξι κι έχει ένα σωληνωτό χρυσοκέντητο πάπλωμα. Μαζί του είναι και 300 από τους άντρες του, οι πιο αντρειωμένοι. Στον ποταμό χτίζει μια γέφυρα μονότοξη, και πάνω της τέσσερα τόξα από άσπρο μάρμαρο, που πατούν σε πράσινες μαρμαροκολώνες και στηρίζουν έναν ημισφαιρικό θόλο. Κάτω απ’ αυτόν τοποθετείται η νεκρική πέτρινη λάρνακα του Ακρίτη:
Εποίησεν γέφυραν τερπνήν απάνω εις τον Ευφράτην,
βαστά την μονοκέρατον από πέρα ώς πέρα
κι έκτισε τετρακάμαρον εις την γέφυραν απάνω,
υπόθολον, πανθαύμαστον μετά λευκών μαρμάρων,
βαστούν το κιόνια πάντερπνα, πράσινα, πανωραία,
και κάτωθεν υπέστησεν κιβούριν του θανάτου,
ευθύς ίνα αποτεθή το σώμα του νεωτέρου…
Στο 6ο μέρος περιγράφεται ο θάνατος του ήρωα:
«Επειδή πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου
θάνατος τα υποκρατεί και Άδης τα κερδαίνει,
κατέφθασεν και σήμερον του Διγενή Ακρίτη.
…..
εις νόσον γαρ θανάσιμον, έπεσεν κι αποθνήσκει».
Ακολουθεί η τελευταία ομιλία του στους άντρες της φρουράς του, στους οποίους αφήνει ένα άλογο, τρεις θώρακες, ένα σπαθί κι ένα ραβδί στον καθένα, καλώντας τους να μην αναζητήσουν άλλον αφέντη, συζητά με την γυναίκα του και με τον άγγελο που έρχεται να πάρει την ψυχή του.
Στο 7ο μέρος, που είναι ένας μικρός επίλογος, ο οποίος και θεωρείται πρόσθετος, λόγω της διαφορετικής γλώσσας και στιχουργίας, δεν προστίθεται τίποτα, πλην του γεγονότος ότι η γυναίκα του, βλέποντάς τον να ψυχομαχεί, λιποθυμά και πεθαίνει.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσω την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον τρόπο του θανάτου του Διγενή στο έπος, και στον θάνατό του στο Δημοτικό τραγούδι. Αναφέρω και την εκδοχή του χειρογράφου της Άνδρου:
Νόσω γαρ περιπέπτωκε πολλά χαλεπωτάτη
και επί κλίνης έκειτο, ωραίας, χρυσοστρώτου,
καλέσας δε των ιατρών πολλούς ενδοξοτάτους
και πάσαν δοκιμάσαντες πείραν της επιστήμης
ουκ ωφελήσαι ίσχυσαν τω Διγενή Ακρίτη
Στο Δημοτικό τραγούδι, όμως, ο Διγενής δεν πεθαίνει σαν κοινός θνητός αλλά όπως αξίζει σ’ έναν αντρειωμένο. Επιλέγω, χαρακτηριστικά, τις εκδοχές της Εύβοιας και της Κρήτης. Στην πρώτη:
«Τώρ’ είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένι’ αλώνια
κι όποιος νικήσει από τους δυο, να παίρνει την ψυχή του».
Κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμ’ αυλάκι κάνει
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Και στην δεύτερη:
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σιέτ’ ο πάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει.
…..
Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει
και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Στο Δημοτικό τραγούδι, ο Διγενής παραμένει δυνατός μέχρι το τέλος, ψυχομαχεί και γίνεται χαλασμός κόσμου, ακόμα και η φύση συμμετέχει στο τέλος του. Ο ποιητής-λαός είχε ανάγκη από ένα σύμβολο στους δύσκολους καιρούς. Έτσι λοιπόν, με τον θάνατο του Διγενή, «…ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο … και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν…». Γιατί, στο πρόσωπο του Διγενή, ήταν ο ίδιος ο Ελληνισμός που είχε ανάγκη να πιστέψει και να υψωθεί περήφανος και νικητής. Και δεν είναι τυχαίο (ακόμα και αν δεχθούμε την εκδοχή ότι προϋπήρχε το έπος των τραγουδιών) ότι το έπος ξεχάστηκε, σε αντίθεση με τα τραγούδια.
Βασική Βιβλιογραφία:
- Ν.Γ. Πολίτης: Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων, «τύποις Σακελλαρίου» (1906).
- Ν.Γ. Πολίτης: Εκλογαί από τα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λαού, Εστία (1914).
- Ν.Γ. Πολίτης: Λαογραφικά σύμμεικτα, τχ. Α΄, Ακαδημία Αθηνών (1920).
- Στίλπ. Κυριακίδη, Δημ. Πετροπούλου και Γεωργ. Μέγα: Δημοτικά τραγούδια, Ακαδημία Αθηνών (1962).
- Στυλιανός Αλεξίου: Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του υιού του Ανδρόνικου, ΕΡΜΗΣ (1985).
- Άγις Θέρος: Τα τραγούδια των Ελλήνων, Αετός (1952).
- Κ.Θ. Δημαράς: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος (1949).
- Guy Saunier: Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Συναγωγή μελετών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη (2001).
- Σκαρτσή – Μπελεζίνη – Φιλιππάτου: Τεύχος 4 των φυλλαδίων Νεοελληνικά κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, πολυγραφημένη ιδιωτική έκδοση (1965).
- Σάββας Ιωαννίδης: Έπος μεσαιωνικόν εκ του χειρογράφου Τραπεζούντος. Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ο Καππαδόκης, Κωνσταντινούπολη (1887).
- Μαρία Μιρασγέζη: Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα (1978).
[1] Μικρή παρένθεση εδώ: Στο τεύχος 4 των φυλλαδίων Νεοελληνικά κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου [πολυγραφημένη έκδοση 1965] των Σκαρτσή – Μπελεζίνη – Φιλιππάτου, διαβάζουμε: «Βασικό χαρακτηριστικό των ακριτικών τραγουδιών είναι ότι τραγουδούν σπουδαία παλικάρια και για να καταδείξουν την ανδρεία τους φτάνουν σε υπερβολές, που είναι πιο πολύ παραμυθιακές, παρά οι κανονικές υπερβολές του Δημοτικού τραγουδιού. Γι’ αυτό, οι ήρωες αυτοί καταλήγουν να μην έχουν τίποτε ανθρώπινο. Οι ακρίτες είναι αντρειωμένοι… Οι κλέφτες είναι ήρωες». Κλείνει η παρένθεση.






