Η ανάρτηση αυτή μπορεί να ιδωθεί ως συνέχεια του προσχεδίου ανθολογίας για το Βυζάντιο και την Ελληνική Γεωπολιτική σκέψη, από την διδακτορική διατριβή του Ι. Ε. Κωτούλα, “Ιστορία της ελληνικής γεωπολιτικής“. Στόχος είναι να επεκταθεί ο προβληματισμός γύρω από τη γεωγραφική διάσταση της Βυζαντινής ιστορίας, με στόχο την καλύτερη κατανόηση αυτής και του χώρου στον οποίο εκτυλίχθηκε – του αυτού χώρου στον οποίο διάγει τον βίο του ο διαχρονικός Ελληνισμός.
Το ακόλουθο απόσπασμα από το έργο του Αυστριακού καθηγητή Βυζαντινών σπουδών, Johannes Koder, “Το Βυζάντιο ως Χώρος” [Johannes Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος: Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή (μετάφραση: Διονύσιος Χ. Σταθακόπουλος), εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 18-23], αναζητεί τις περιοχές ενδιαφέροντος του Βυζαντίου στην ανατολική Μεσόγειο, και εντός κάθε μίας την περιοχή πυρήνα, ο έλεγχος της οποίας ήταν ζωτικός για την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας.
Η Β.Α. δε δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός». Στις απαρχές της δεν θα βρούμε για παράδειγμα την επέκταση ενός αρχικά μικρού (λ.χ. φυλετικά οργανωμένου) οικιστικού κυττάρου εν μέσω φυσικών τοπίων, αλλά μια σταδιακή, εν μέρει μόνο συνειδητή, μεταμόρφωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που εμπεριείχε το μεγαλύτερο τμήμα της οικουμένης της αρχαιότητας, που με τη σειρά του περιελάμβανε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, σε ένα μεσαιωνικό, χριστιανικό κράτος της ανατολής.
Το κράτος αυτό βρισκόταν από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του υπό την πίεση μιας διττής πολιτικής και στρατιωτικής αναμέτρησης: από τα βορειοδυτικά και τα βόρεια στις ευρωπαϊκές του κτήσεις και από τα ανατολικά και νοτιοανατολικά στην Ασία. Αξιοσημείωτη είναι και η τραγική εξέλιξη που έφερε σταδιακά το πρώην δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας σε επιπλέον αντίπαλο αυτού του κράτους, γεγονός που εντέλει έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην κατάλυσή του.
Το ιδεολογικό και γεωγραφικό σημείο αναφοράς στη διάρκεια των ένδεκα αιώνων βυζαντινής ιστορίας υπήρξε το αυτοκρατορικό κέντρο, η Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας τη θέσπισε στις αρχές του 4ου αιώνα μετά από ώριμη σκέψη ως «Νέα» ή «Δεύτερη Ρώμη» και την ανοικοδόμησε κατόπιν σχεδίου ως αυτοκρατορική έδρα. Η Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε από την αρχή σε διαρκή ανταγωνισμό προς την «Παλαιά Ρώμη» ως το νέο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της Αυτοκρατορίας στην εκάστοτε έκτασή της. Η εξέλιξη αυτή ενισχυόταν ολοένα και πιο πολύ όσο η Δύση (το δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α’ το 395) και η Ανατολή (η Β.Α. που σταδιακά αποσχιζόταν από τον κορμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αποκτούσε κύρος με βάση τις δικές της δυνάμεις) απομακρύνονταν η μία από την άλλη. Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε περίπου για 1500 χρόνια η μοναδική πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου.
Με σημείο αναφοράς της Κωνσταντινούπολη ως κέντρο πολιτικής εξουσίας μπορούμε να διακρίνουμε τρεις μεγάλες περιοχές ενδιαφερόντων της Β.Α., των οποίων τα εξωτερικά σύνορα, που βρίσκονταν στη μέγιστη απόσταση, ήταν μεταβλητά ως κάποιο βαθμό. Η έστω και τμηματική κατοχή αυτών των περιοχών, τις οποίες στο εξής θα ονομάζουμε «πυρήνες» του κράτους, αποτελούσε κατ’ αρχήν απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της Β.Α. (πρβλ. Εικ. 1):

1. Η ανατολική Μεσόγειος (με συμβατικό σύνορο τον σικελικό πορθμό) και η Μαύρη θάλασσα, με το σύνολο των ακτών, της ενδοχώρας και των νήσων. Το Αιγαίο με περίπου 60 διαρκώς κατοικήσιμα ή και κατοικημένα νησιά, η θάλασσα του Μαρμαρά με τα στενά και η είσοδος της Μαύρης θάλασσας αποτελούν τον πυρήνα αυτής της περιοχής.
2. Η Μικρά Ασία και τα γειτονικά τμήματα της Αρμενίας, της Γεωργίας, της Μεσοποταμίας και του Λεβάντε στα ανατολικά. Η δυτική Μικρά Ασία καθώς και οι παράκτιες περιοχές στα βόρεια και νότια της χερσονήσου που εφάπτονται σε αυτήν αποτελούν τον πυρήνα αυτής της περιοχής.
3. Η Βαλκανική Χερσόνησος με σύνορα που οριοθετούνται περίπου από τους ποταμούς Σαύο και Δούναβη. Η Θράκη, τα τμήματα της Ελλάδας που είναι στραμμένα προς το Αιγαίο και η Πελοπόννησος αποτελούν τον πυρήνα αυτής της περιοχής.
Από αυτές τις μείζονες περιοχές οφείλουμε να αποδώσουμε πρωταρχική σημασία στην πρώτη κατηγορία και ιδίως στο Αιγαίο, όπως αναφέρεται παραστατικά και στο χρονικό των Συνεχιστών του Θεοφάνη (Σε χωρίο που αργότερα χρησιμοποίησε εκ νέου ο Ιωάννης Σκυλίτζης) συγκρίνοντας τα διάφορα τμήματα του βυζαντινού κράτους. Γράφοντας για την κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (περίπου το 825) ο συγγραφέας ονομάζει τα ασιατικά τμήματα της Β.Α. ως κεφαλή, τα ευρωπαϊκά ως ουρά και τα νησιά ως μέση ενός ολόσωμου οργανισμού:
[…] ἁλλὰ τῶν δύο ἠπείρων, Ἀσίας φαμὲν καὶ Εὐρώπης, ἐν θυμω κυρίου οἷον τινος κεφαλῆς καὶ οὑρᾶς, […] τέλος καὶ ταῖς ταλαιπώροις νήσοις, οἷον τινα μέσην, ἵν’ ὁλόσωμος εὔη ἡ πληγή […].
(Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών,
Μιχαήλ ο Τραυλός 16, σ. 41).
Η σημασία του Αιγαίου αναλογεί στην κατ’ εξοχήν έντονη σχέση της Β.Α. με τη θάλασσα, που, αν και δεν φτάνει στην ακραία περίπτωση της Βενετίας, καθώς η Β.Α. κατείχε και μεγάλα ηπειρωτικά τμήματα, ωστόσο ήταν ιδιαιτέρως αισθητή σε σχέση με τα περισσότερο συγκρίσιμα κράτη της Ευρώπης και της Ασίας (όπως π.χ. τα βασίλεια των Βουλγάρων και των Αβάρων, οι αυτοκρατορίες των Κατολιδών και των Σασσανιδών, ή το Χαλιφάτο). Αυτή η τροπη προς τη θάλασσα της Β.Α. δεν εξαντλείται σε μια παθητικά, αξιοκρατικά ουδέτερη αποδοχή της γεωγραφικής θέσης των κρατικών της εδαφών. Αυτό το γεγονός γίνεται σαφές σε σύγκριση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, που υπήρξε ο άμεσος διάδοχος της Β.Α., αν και είχε την αφετηρία της σε μια εδαφικά συγκρίσιμη κατάσταση, σε γενικές γραμμές υπήρξε πολύ περισσότερο προσανατολισμένη προς τις ηπειρωτικές περιοχές σε σχέση με την πολιτική της συμπεριφορά. Η Β.Α. αντίθετα διαμόρφωσε το ζωτικό και πολιτισμικό της χώρο συμπεριλαμβάνοντας ενεργά όλες τις δυνατότητες της θάλασσας, των ακτών και των νήσων.
Δίπλα σε αυτές τις περιοχές-πυρήνες του κράτους που αναφέραμε υπήρχαν και κάποιες άλλες που ανήκαν σε διαφορετική κλίμακα στο περιθώριο του ενδιαφέροντος της Β.Α., καθώς αποτελούσαν τμήμα της μόνο κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, ενώ αργότερα δεν ήταν σημαντικές για την ύπαρξη του κράτους. Αυτές ήταν η Ιταλία (ιδιαιτέρως, η Νότια Ιταλία) και η Σικελία, η λεγόμενη δηλαδή «Βυζαντινή Ιταλία», όπως επίσης και οι χώρες των νοτίων ακρών της Μεσογείου, ιδίως η Αίγυπτος, καθώς και τα νότια τμήματα της Ισπανίας.
Μετά τον 6ο αιώνα και πριν τις Σταυροφορίες, στην περίοδο κατά την οποία η Β.Α. αποκτά και είναι σε θέση να συντηρήσει χωρίς απώλειες τη μεσαιωνική της μορφή, τα πεδία ενδιαφερόντων της περικλείουν τα εδάφη των εξής σημερινών κρατών: πρώην Γιουγκοσλαβία (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), Μαυροβούνιο, Σερβία, Δαλματία με τα παρακείμενα νησιά), Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία (Δοβρουτζά), Κριμαία και παραλιακά τμήματα της Ουκρανίας, Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος. Η περιοχή αυτή βρίσκεται περίπου μεταξύ της 35ης και 45ης μοίρας βορείου γεωγραφικού πλάτους και της 17ης και 45ης μοίρας ανατολικού γεωγραφικού μήκους. Τα εδάφη αυτά περικλείουν μια περιοχή περίπου 1.200.000 χλμ2.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι η Β.Α. δεν κατείχε ορισμένες από αυτές τις περιοχές για κάποιο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεσαιωνικής περιόδου (λ.χ. τμήματα της Μικράς Ασίας, Βουλγαρία), ενώ αντιθέτως κατείχε κατά διαστήματα άλλες που δεν αναφέρονται πιο πάνω (λ.χ. τη Σικελία, Κάτω Ιταλία, τη μεσογειακή, δυτική πλευρά της Συρίας). Ωστόσο, ο υπολογισμός της έκτασης του βυζαντινού κόσμου με εδάφη που περικλείουν περίπου ένα (έως 1,2) εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα αποτελεί μια ρεαλιστική προσέγγιση.
Η προσαρμοστικότητα του κράτους σε σχέση με την έκταση των περιοχών-πυρήνων διαφαίνεται στο γεγονός ότι μια παροδική ελάττωση αυτών των εδαφών εξαιτίας εξωτερικών δυνάμεων δεν απειλούσε σοβαρά το κράτος σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο η ολοκληρωτική απώλεια μιας από τις τρεις δεν ήταν δυνατό να αντισταθμιστεί μακροπρόθεσμα. Η συγκέντρωση ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού σε ένα πολιτικό, οικονομικό, θρησκευτικό, πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, που ήταν η έδρα του αυτοκράτορα, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και όλων των πνευματικά και οικονομικά (ως τον 12ο αι.) σημαντικών θεσμών, αποτελούσε ταυτόχρονα το ισχυρό και το αδύνατο σημείο της αυτοκρατορίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ο γεωπολιτικός πυρήνας στην ιστορία: Το παράδειγμα της Ρώμης, της Ρωσίας και της Τουρκίας
Κωνσταντίνος Άμαντος: Το Αιγαίο ως καρδιά και ως πρόβλημα της Ελληνικής ιστορίας
1 thought on “Johannes Koder: Γεωγραφικοί πυρήνες του Βυζαντινού κράτους”