Κατά την διάρκεια του 19ου Αιώνα η πολιτική της Γαλλίας αλλά κατ΄εξοχήν της Αγγλίας στην Ανατολή πρότασσε ως βασική προτεραιότητα την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως βασική ανάσχεση της Ρωσικής καθόδου στην Μεσόγειο. Αντιθέτως η Ρωσία είχε προαιώνιο πόθο την συντριβή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την κάθοδο της στο Αιγαίο. Για τρεις αιώνες η Ρωσία επεδίωκε τον στόχο αυτό προσεταιριζόμενη όλους τους Χριστιανικούς λαούς και κυρίως τους Έλληνες. Η πολιτική αυτή θα άλλαζε το 1860 όταν η Ρωσία (δυστυχώς για την Ελλάδα και τα συμφέροντα του Ελληνισμού) θα ενστερνιζόταν την Θεωρία του Πανσλαβισμού.
Την εξιστορούμενη εποχή Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια σειρά σοβαρών προβλημάτων με κυριότερο την οικονομική χρεοκοπία και τις αντίπαλες φατρίες μέσα στην Υψηλή Πύλη. Αυτό την καθιστούσε αδύναμη πολιτικά και στρατιωτικά (ο περίφημος “μεγάλος ασθενής”) και έσπρωχνε την Ρωσία του τσάρου Νικολάου Α΄ να αναζητά μια αφορμή για να επέμβει εις βάρος της.
Αυτή δόθηκε στις αρχές του 1850 με το πρόβλημα της ιδιοκτησίας του πανάγιου Τάφου της Βηθλεέμ στα Ιεροσόλυμα και την διένεξη μεταξύ των Ορθοδόξων και των Καθολικών. Η διένεξη αυτή σοβούσε επί δύο αιώνες και πλέον, με τον εκάστοτε Σουλτάνο να εκδίδει διαδοχικά αντιφατικά φιρμάνια για το καθεστώς ιδιοκτησίας. Με αφορμή μια Γαλλική επέμβαση στον Σουλτάνο υπέρ των Καθολικών, ο Ρώσος απεσταλμένος του Τσάρου στην Κωνσταντινούπολη Μεντσίκωφ επέδωσε τελεσίγραφο στον Σουλτάνο στις 23 Απριλίου 1853 με το οποίο όχι μόνο ζητούσε να αποδοθεί η ιδιοκτησία του τάφου στους Ορθοδόξους, αλλά ζητούσε ο Σουλτάνος να αναγνωρίσει με επίσημο φιρμάνι τους Ρώσους ως προστάτες των Ορθοδόξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι δύο πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας ώθησαν τον Σουλτάνο να απορρίψει το τελεσίγραφο υποσχόμενοι αμέριστη υποστήριξη σε περίπτωση ένοπλης αναμέτρησης. Η Ρωσία προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με την Αγγλία και την Αυστρία πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες, αλλά μάταια. Αντιθέτως σχηματίστηκε μια πανίσχυρη συμμαχία εναντίον της στην οποία συμμετείχαν και οι 2 άλλες υπερδυνάμεις της εποχής Αυστρία και Πρωσία. Στις 18 Νοεμβρίου 1853 ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ρώσων και Τούρκων στον Δούναβη και ο Ρωσικός στόλος κατέστρεψε μοίρα του Τουρκικού στόλου που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Σινώπης. Ακολούθησε απόβαση των όψιμων συμμάχων της Οθ. Αυτοκρατορίας στην χερσόνησο της Κριμαίας και έναρξη εχθροπραξιών που περιορίστηκαν πλέον σε Ρωσικό έδαφος.
Τα νέα του Ρωσοτουρκικού πολέμου συγκίνησαν σφοδρά τους Έλληνες και τον Βασιλιά Όθωνα που στην κυριολεξία εκείνη την εποχή φλέγονταν από τον πυρετό της “Μεγάλης Ιδέας” του Κωλέττη και της απελευθέρωσης των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό Οθωμανικό ζυγό. Ο ίδιος ο Όθων αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις των ξένων πρεσβευτών στην Αθήνα, συγκέντρωσε μυστικά μεγάλα ποσά από πλούσιους ομογενείς και οργάνωσε μια σειρά από επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο στην Θεσσαλία και στην Μακεδονία, τα οποία εμψύχωσε με τους καλύτερους μόνιμους Έλληνες αξιωματικούς και άλλους τοπικούς οπλαρχηγούς (Σπυρίδων Καραϊσκάκης, Θεόδωρος Γρίβας, Κίτσος Τζαβέλας στην Ήπειρο), (στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Καταραχιάς, αδελφοί Μπασδέκη, Καραούλης στην Θεσσαλία) εκ των οποίων οι περισσότεροι απόγονοι των Αγωνιστών του 1821. Τα κινήματα αυτά παρουσιάστηκαν στους ξένους ως δήθεν αυθόρμητα και αρχικά σημείωσαν κάποιες ασήμαντες τοπικές επιτυχίες καθώς οι Τουρκικές δυνάμεις ήταν αποσπασμένες στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Τα νέα των Ελληνικών εξεγέρσεων καταθορύβησαν την Αγγλία και την Γαλλία, όχι τόσο γιατί θεωρούσαν το μικρό Ελληνικό Βασίλειο επικίνδυνο στρατιωτικά, αλλά επειδή υπήρχε φόβος για έναν γενικό ξεσηκωμό των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ίσως είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ο Άγγλος πρεσβευτής Ουάιζ και ο Γάλλος Ρουάν πίεζαν τον Όθωνα να μην υποθάλπτει τα κινήματα αυτά, απειλώντας ανοιχτά με συμμαχική στρατιωτική επέμβαση (όπως είχε ήδη γίνει μια φορά στο παρελθόν). Μάλιστα κλιμάκωσαν τις απειλές τους όταν μαθεύτηκε πως ο Όθων σκόπευε να μεταβεί στην Θεσσαλία και να ηγηθεί ο ίδιος προσωπικά των επαναστατών. Την πρόθεση του Όθωνα που στήριζε αποφασιστικά η Βασίλισσα Αμαλία και θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες αν μετουσιωνόταν σε πράξη, εμπόδισαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή ο υπουργός Προβελέγγιος και ο υπουργός στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτζος. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Νέσελροντ με διακοίνωση του στήριξε την Ελληνική εξέγερση, αλλά αυτό δεν είχε κανένα πρακτικό αντίκρυσμα.
Στην Γαλλία ο Ναπολέων Γ΄ υπό το βάρος των εξελίξεων, αποφάσισε την άμεση εκθρόνιση του Όθωνα δια της βίας, ενώ από κοινού με την Αγγλία αποφασίστηκε ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά. Έτσι, στις 13 Μαΐου 1854 γαλλικά πολεμικά πλοία εμφανίστηκαν στον Πειραιά και αποβίβασαν στρατεύματα υπό τον στρατηγό Φορέυ. Οι πρέσβεις των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων επέδωσαν τελεσίγραφο με τις αξιώσεις τους στον Όθωνα, επιβάλλοντας του να κηρύξει ουδετερότητα έναντι των εμπολέμων και να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Μαυροκορδάτο (το περίφημο “υπουργείο κατοχής”), πρόσωπο που εμπιστεύονταν και ο οποίος θα αναλάμβανε να εκπληρώσει όλες τις Ελληνικές υποσχέσεις. Έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Μαυροκορδάτο και μέλη του Αγγλικού και Γαλλικού κόμματος όπως ο Ρήγας Παλαμίδης (Εσωτερικών), Δημήτριος Καλλέργης (Στρατιωτικών), της οποίας άλλαξε πολλές φορές η σύνθεση καθώς πολλοί υπουργοί παραιτούνταν λόγω της απροκάλυπτης αποδοκιμασίας της Ελληνικής κοινής γνώμης στο έργο τους. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την παραμικρή ανεξαρτησία, αλλά αντιθέτως οι αποφάσεις της ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής υπαγορεύονταν άμεσα και χωρίς να τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα από τους πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων στην Αθήνα.
Μάλιστα τα Γαλλικά στρατεύματα κατοχής υπό τον “γενναίο” στρατηγό Τινάν, προσπαθώντας να εξευτελίσουν τον Όθωνα παρήλαυναν επιδεικτικά σχεδόν καθημερινά μπροστά από τα Ελληνικά ανάκτορα. Αλλά ο στρατός κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο σε περιπάτους. Κατά διαταγή του “γενναίου” στρατηγού Τινάν, Γάλλοι στρατιώτες κατέστρεψαν το τυπογραφείο της εφημερίδας “Αιών” και συνέλαβαν και απήγαγαν στον Πειραιά τον διαπρεπή δημοσιογράφο Ιωάννη Φιλίμωνα, οπαδό του Ρωσικού κόμματος, που είχε στηλιτεύσει με άρθρα του την αποικιακή πολιτική των Αγγλογάλλων. Η γενικότερη αυθάδης συμπεριφορά των Γάλλων στρατιωτών προς τους Αθηναίους είχε αυξήσει την λαϊκή δυσαρέσκεια στο κατακόρυφο, και η τάξη εντός της πόλης διατηρείτο με μεγάλη δυσκολία. Η τελευταία τραγική συνέπεια της παρουσίας των στρατευμάτων κατοχής ήταν η διάδοση της χολέρας στους πολίτες των Αθηνών και ο θάνατος εκατοντάδων από την μεταδοτική αυτή ασθένεια. Υπό την πρόφαση της επιδημίας ο στρατός κατοχής ζήτησε την μεταστάθμευση του στα Πατήσια (έτσι ώστε να σκληρύνει περαιτέρω το καθεστώς κατοχής), αλλά συνάντησε την αποφασιστική στάση του Μαυροκορδάτου ο οποίος απείλησε με την παραίτηση του. Ο Μαυροκορδάτος ήταν και ο μοναδικός ο οποίος διασώθηκε στην συνείδηση του λαού, καθώς όρθωσε το ανάστημα του σε κάποιες πρωτοφανείς απαιτήσεις των ξένων, ενώ έδιωξε από το γραφείο του τον γραμματέα της Αγγλικής πρεσβείας γιατί μίλησε απρεπώς για τον Βασιλιά.
Η Βασίλισσα Αμαλία
Ο βίος του “υπουργείου Κατοχής” ήταν βραχύς και διήρκεσε ως τον Σεπτέμβριο του 1855, καθώς τότε η κυβέρνηση αναγκάστηκε σε παραίτηση υπό το βάρος ενός μεγάλου κοινωνικού σκανδάλου που αφορούσε τον Καλέργη και την Βασίλισσα Αμαλία. Ακολούθησε νέα κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη με τα ίδια υποτελή χαρακτηριστικά. Ο στρατός κατοχής αποχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Φεβρουαρίου 1857, μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και την οριστική συντριβή όλων των εστιών επανάστασης στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνόρευαν με την Ελλάδα.
Το Ελληνικό Βασιλικό ζεύγος υπέμεινε τους συνεχείς εξευτελισμούς από τα στρατεύματα κατοχής και τους πρεσβευτές με καρτερία και υπερηφάνεια και η γενναία τους στάση, τους είχε καταστήσει ιδιαίτερα αγαπητούς σε όλους τους Έλληνες. Η δημοτικότητα του Όθωνα άγγιξε το απόγειο της στους δημόσιους πανηγυρισμούς για την εικοσιπενταετία της Βασιλείας του στις 25 Ιανουαρίου 1858. Στους πανηγυρισμούς συμμετείχαν με ανυπόκριτο ενθουσιασμό όλοι οι Έλληνες επιβραβεύοντας την ανδροπρεπή στάση του Όθωνα στην μεγάλη κρίση του Κριμαϊκού πολέμου που μόλις είχε τερματιστεί. Παρά το πανηγυρικό κλίμα, η κρίση για τον Θρόνο του Όθωνα πλησίαζε….
Ι. Β. Δ.
Πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, συλλογικό έργο, Εκδοτική Αθηνών
Επαμεινώνδας Κυριακίδης, Ιστορία του νέου Ελληνισμού