Τα ελληνοτουρκικά σύμφωνα φιλίας του 1930 και ο Ελευθέριος Βενιζέλος

Γράφει ο Χονδρογιάννης Αλέξης, Δάσκαλος, μεταπτυχιακός φοιτητής στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Ο Βενιζέλος είχε κατανοήσει ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης η Ελλάδα έπρεπε να παραιτηθεί από την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι, η Ελλάδα ήταν αναγκαίο να εγκαταλείψει οριστικά τον μεγαλοϊδεατισμό. Ο Βενιζέλος θεωρούσε πως το συμφέρον της χώρας ήταν να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με την γειτονική Τουρκία. Αυτές οι σχέσεις θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα τα οποία ήταν: α) η απαλλαγή της χώρας από την στρατιωτική πίεση που δεχόταν εξ Ανατολών και η εστίαση της προσοχής της προς τον βορά και β) η δημιουργία οικονομικών σχέσεων και ειρηνικής συμβίωσης με την Τουρκία. Για την επίτευξη αυτού του σχεδίου έπρεπε να διευθετηθούν τα οικονομικά ζητήματα [1] που αφορούσαν τις περιουσίες των προσφύγων που είχαν προκύψει με την ανταλλαγή. Αυτό ήταν το βασικό τροχοπέδη στην άμεση διασύνδεση των δύο γειτονικών λαών.

Στις 30 Αυγούστου 1928 ο Βενιζέλος μετά την εκλογή του ως πρωθυπουργός της Ελλάδας απέστειλε επιστολή προς τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού και προς τον Υπουργό Εξωτερικών Ρουσδή Βέην. «Δια της επιστολής αυτής ο Ελευθέριος Βενιζέλος επρότεινεν εις την Τουρκίαν υπογραφήν ελληνοτουρκικού συμγώνου φιλίας και μη επιθέσεως, εφ’ όσον απεδεικνύετο ότι η Τουρκία δεν είχε βλέψεις επί ελληνικών εδαφών και η Ελλάς επί τουρκικών» [2]. Ο Βενιζέλος επεσήμανε ότι για να υπογραφεί με την Τουρκία σύμφωνο φιλίας έπρεπε να υπάρξει διακανονισμός σχετικά με τις εκκρεμότητες της ανταλλαγής πληθυσμών. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1928 ο Ινονού και ο Βέην έστειλαν απαντητική επιστολή προς τον Βενιζέλο. Οι επιστολές αυτές εξέφρασαν χαρά και ενθουσιασμό για την πρόταση του Βενιζέλου για υπογραφή συμφώνου φιλίας. Όμως, ανέφεραν ότι θα έπρεπε να επιλυθούν τα ζητήματα που εκκρεμούσαν. Παρατηρείται ότι οι πρώτες επαφές Βενιζέλου και Ινονού πραγματοποιήθηκαν το 1928 με προσωπικές επιστολές μέχρι οι δύο χώρες να φτάσουν στην υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου το 1930.

Μετά τις επιστολές ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις προκειμένου να επιλυθούν οι εκκρεμότητες της ανταλλαγής πληθυσμών που διήρκησαν είκοσι μήνες. Η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων κατέληξε στην υπογραφή του οικονομικού ελληνοτουρκικού συμφώνου στις 10 Ιουνίου 1930 που ρύθμισε τα εκκρεμή ζητήματα που είχαν προκύψει από την ανταλλαγή των πληθυσμών και κυρίως τις εκκρεμότητες που αφορούσαν την περιουσία των προσφύγων. Αυτή η συμφωνία ονομάστηκε Συμφωνία της Άγκυρας και με βάση αυτήν οι περιουσίες των προσφύγων συμψηφίστηκαν. Οι δύο χώρες αποφάσισαν ότι έπρεπε να παραιτηθούν από τις διεκδικήσεις [3] των κτημάτων και των υπόλοιπων περιουσιών.

Ακόμα με βάση αυτή την σύμβαση ορίστηκαν άλλα τρία ζητήματα. Πρώτον, ρυθμίστηκαν οι περιουσίες των ανθρώπων που δεν είχαν συμμετάσχει στην ανταλλαγή αλλά «είχον καταληφθεί υπό των δύο κυβερνήσεων διά την εγκατάστασιν προσφύγων» [4]. Οι περιουσίες αυτές δεν δόθηκαν στους δικαιούχους, αλλά οι απαιτήσεις των δύο χωρών συμψηφίστηκαν [5]. Δεύτερον, με βάση την σύμβαση ρυθμίστηκαν τα κτήματα των Ελλήνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Τουρκία θα αναλάμβανε να δώσει στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης τα καταληφθέντα κτήματά τους εντός της περιφέρειας της πόλης. Από την άλλη η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν να πληρώσει 150.000 αγγλικές λίρες «προς αποζημίωσιν των κτημάτων των Ελλήνων υπηκόων των κειμένων εκτός της πόλεως καταληφθέντων υπό της τουρκικής κυβερνήσεως» [6]. Τρίτον, η σύμβαση διευθέτησε την θέση των «εταμπλί»[7]. Ουσιαστικά πρόκειται για τους ελληνορθόδοξους που είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή. Τέλος, με αυτή τη σύμβαση τακτοποιήθηκε η θέση των Ελλήνων, οι οποίοι ανέκτησαν την κυριότητα των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.

Εικόνα 1: Το οικονομικό σύμφωνο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας υπογράφηκε στις 10 Ιουνίου του 1930 και ρύθμιζε τα ζητήματα των υπηκόων, ανταλλάξιμων, κτημάτων και αποζημιώσεων. Εφημερίδα Καθημερινή, 12 Ιουνίου 1930. Ανακτήθηκε από: https://www.kathimerini.gr/k/100yk/1016817/ellinotoyrkiko-oikonomiko-symfono/ (Τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 09/03/2024).

Στη συνέχεια, ο Βενιζέλος με τον Ινονού υπέγραψαν ένα ακόμη ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας στις 30 Οκτωβρίου 1930 στην Άγκυρα, παρουσία του Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Βενιζέλος μετέβη στην Τουρκία στις 25 Οκτωβρίου συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Ανδρέα Μιχαλακόπουλο. Η θερμή υποδοχή του Έλληνα πρωθυπουργού τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στην Άγκυρα επιβεβαίωσε το καλό κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στις δύο χώρες. Μετά από αυτό το σύμφωνο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν βελτιωθεί σημαντικά. Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο περιελάμβανε τρεις συμφωνίες: α) το «σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας», β) το «πρωτόκολλο για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών» και γ) την «σύμβαση εμπορίου, εγκατάστασης και ναυτιλίας».

Εικόνα 2: Η υποδοχή του Βενιζέλου στην Άγκυρα τον Οκτώβριο του 1930. Ανακτήθηκε από: https://www.newsbreak.gr/stories/43966/san-simera-ypografike-to-ellinotoyrkiko-symfono-filias-to-1930/ (Τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 09/03/2024).

Πιο συγκεκριμένα, το «σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας» μεταξύ άλλων απαγόρευε την συμμετοχή των δύο χωρών σε οποιαδήποτε οικονομική ή πολιτική συνεννόηση που θα στρεφόταν εναντίον του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επίσης, περιελάμβανε την αμοιβαία υποχρέωση των δύο χωρών στην τήρηση αυτής της συμφωνίας, ενώ επισήμανε ότι θα επιλύονταν οι διαφορές τους σε αυτά τα ζητήματα υποχρεωτικά μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Επιπλέον, το «πρωτόκολλο για τον περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών» ανέφερε τους ναυτικούς εξοπλισμούς της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτό το πρωτόκολλο τα δύο κράτη υποχρεώθηκαν «εις ουδεμίαν παραγγελίαν προσκτήσεως ή ναυπηγήσεως πολεμικών μονάδων ή εξοπλισμών προβαίνωσιν, άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεως του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, έξ μήνας πρότερον […]»[8]. Η τρίτη συμφωνία αφορούσε την ρύθμιση του εμπορίου και της ναυτιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Σύμφωνα λοιπόν με τη «σύμβαση εμπορίου, εγκατάστασης και ναυτιλίας» τονώθηκαν οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Εικόνα 3: Ο Ελευθέριος και η Έλενα Βενιζέλου μαζί με τον Μουσταφά Κεμάλ την προηγούμενη της υπογραφής του ελληνοτουρκικού συμφώνου κατά την δεξίωση που έγινε στην Άγκυρα. Ανακτήθηκε από: https://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/foreign_policy/institutions/06.html (Τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 09/03/2024).

Με αυτές τις συμφωνίες οι σχέσεις των δύο κρατών αναβαθμίστηκαν και δημιουργήθηκε ένα καλό κλίμα. Επίσης, αποκλιμακώθηκε η ένταση των προηγούμενων ετών με την Τουρκία και φάνηκε ότι καλλιεργήθηκε ένα πνεύμα αμοιβαίας συνεννόησης σε ζητήματα που ταλάνιζαν και τις δύο χώρες. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα την χάραξη κοινής πολιτικής στα θέματα που αφορούσαν και τις δύο χώρες σε διεθνές επίπεδο. Οι παραπάνω συμφωνίες διευκόλυναν τις σχέσεις και με άλλες χώρες. Για παράδειγμα η Τουρκία διαμεσολάβησε για την επίλυση των ελληνοβουλγαρικών διαφορών, ενώ η Ελλάδα με τη σειρά της πρωταγωνίστησε στην είσοδο της Τουρκίας στην Κοινωνία των Εθνών το 1932. Μια νέα περίοδος των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαίνεται πως εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. Τέλος, ο Βενιζέλος προσπάθησε να θέσει τα θεμέλια για την οικοδόμηση ισχυρών δεσμών φιλίας με την γειτονική Τουρκία μέσω αυτών των δύο συμφώνων.

Σημειώσεις

[1] «Υπήρχον εκατέρωθεν απαιτήσεις προς αποζημίωσιν δια τα εγκαταλειφθέντα κτήματα. Διάφοροι συμφωνίαι, ως η του Ιουνίου 1924 και του Δεκεμβρίου 1926, είχον υπογραφή χωρίς να εφαρμοστούν» (Δαφνής, 2009:477).
[2] (Δαφνής, 2009:477).
[3] «Τούτο εσήμαινεν ότι η Ελλάς απέκτα την κυριότητα επί των εγκαταλειφθέντων υπό των Τούρκων κτημάτων εις Ελλάδα και η Τουρκία επί των εγκαταλειφθέντων υπό των Ελλήνων εις Τουρκίαν κτημάτων, θεωρουμένου ότι τα κτήματα ταύτα ήσαν ίσης αξίας» (Δαφνής, 2009:478).
[4] (Δαφνής, 2009:478).
[5] Από τον συμψηφισμό αυτόν βγήκε κερδισμένη η Τουρκία εφόσον οι περιουσίες της Ελλάδας ήταν μεγαλύτερης αξίας αναγκάστηκε «να πληρώσει εις την Τουρκίαν 125.000 αγγλικές λίρες» (Δαφνής, 2009:478). Ακόμα, η Ελλάδα θα πλήρωνε 150.000 αγγλικές λίρες «διά τα κτήματα των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, τα οποία επίσης είχον καταληφθεί προς εγκατάστασιν προσφύγων» (Δαφνής, 2009:478).
[6] (Δαφνής, 2009:478).
[7] «Συνεφωνήθη ότι ως «εταμπλί» θα εθεωρούντο όλοι όσοι την 10ην Ιουνίου 1930 θα ήσαν παρόντες εν τη περιφερεία της Κωνσταντινουπόλεως Έλληνες την καταγωγήν, Τούρκοι υπήκοοι και εν Δυτική Θράκη Μουσουλμάνοι, την καταγωγήν Έλληνες υπήκοοι οιαδήποτε και αν υπήρξεν η ημέρα της αυτόθι αφίξεώς των» (Δαφνής, 2009:478). Επιπλέον, ως «εταμπλί» αναγνωρίστηκαν όσοι από τους μη ανταλλάξιμους έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη ή τη Δυτική Θράκη με διαβατήρια και είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν.
[8] (Δαφνής, 2009:482).

Βιβλιογραφία

-Βακαλόπουλος Α. Κωνσταντίνος, «Το νέο ελληνικό έθνος (1204-2000). Νέα ελληνική ιστορία από τη Φραγκοκρατία ως τις μέρες μας», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2001.

-Δαφνής Ε. Γρηγόρης, «Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο επίκεντρο της Ιστορίας», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Το Βήμα-Alter Ego A.E., Αθήνα 2020.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *