Του Γιώργου Σιβρίδη
Η φαινομενολογία έχει ένα κακό, ότι φτειάχνει μία ιδιαίτερη γλώσσα-jargon για να δομήσει τους συλλογισμούς της με αποτέλεσμα οι ακόλουθοι του Husserl, του Heidegger ή ακόμη του von Mises να επαναλαμβάνουν τους διάφορους όρους χωρίς να μπορούν να τους εξηγήσουν, που σημαίνει ότι είναι παγιδευμένοι εντός του συστήματος αν δεν καταλαβαίνουν πράγματι τι λένε (το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στην εγελιανή φαινομενολογία, μύριοι οπαδοί, λίγοι να εξηγήσουν τις έννοιες). Ο Γιανναράς απεναντίας επειδή ακριβώς ήθελε να μεταχειρισθή τον Husserl και τον Heidegger στην μελέτη των πατερικών συγγραφών, δείχνει ότι καταλαβαίνει την σημασία των όρων, όπως όταν μεταφράζουμε από μία γλώσσα στην άλλη, αφύκτως πρέπει να βρούμε πρώτα τις σημασίες των λέξεων που μεταφράζουμε. Παρομοίως ο Schütz όταν μεταφέρει τον Husserl στην μικροκοινωνιολογία μάς δείχνει ακριβώς τι σημαίνει το χουσσερλιανό alter ego. Ή αν θέλεις να καταλάβεις τι είναι το offene (άνοιγμα) του Heidegger, διάβασε την εξήγηση που δίνει κάπου ο Wittgenstein με δικά του λόγια. Και τον Hegel τον γνώρισε στους Γάλλους ο Kojève αντικαθιστώντας το μυστηριώδες Geist με το désir.
Ο Γιανναράς λοιπόν καταλάβαινε πολύ καλά τι διάβαζε αντιθέτως με πολλούς καθηγητές φιλοσοφίας που δεν ξέρουν περί τίνος μιλούν. Και αυτό γιατί έψαχνε κάτι και όταν ψάχνεις κάτι έχεις σημείο προοπτικής να κοιτάξεις. Και για αυτό είναι προτιμότερο αν θέλει κανείς να πάρει μια ιδέα από φιλοσοφία, να διαβάσει το βιβλίο ενός φιλοσόφου που έχει θέση ―ασχέτως αν είναι ο ίδιος οπαδός της, παρά ενός ιστορικού της φιλοσοφίας ο οποίος θα τον κάνει να βαρεθή κιόλας. Τέτοιο είναι πχ η ιστορία της ηθικής του McIntyre, ο Διαφωτισμός του Κονδύλη ή του Cassirer, ή το σχεδίασμα εισαγωγής στην φιλοσοφία του ίδιου του Γιανναρά. Γιατί η θέση που έχει ο φιλόσοφος κάνει συγκρισίμους τους φιλοσόφους που μελετώνται, για να το πούμε φαινομενολογιστί, τους θέτει ως προς τι, υπό έναν ορίζοντα (φαινομενολογικός όρος).
Λοιπόν ο Γιανναράς είχε θέση άρα και θέα των πραγμάτων, που δεν έχει πχ εκείνος που αξιώνει επιστημονική ουδετερότητα (υπάρχει ένα χαριτωμένο κείμενο του Leo Strauss περί του θέματος), που ούτε αμερόληπτος είναι τελικώς, ουδέ βλέπει. Θεωρώ μειονέκτημα το ότι έφτειαξε και αυτός δική του γλώσσα με αποτέλεσμα να φαίνεται σε όποιον δεν έχει εντρυφήσει στο πρόσωπο και ο έρως, ακατανόητος ει μη μπουρδολόγος. Αλλά όμως και προς τούτο, άφησε τα δοκίμια του όπως πχ το σχόλιο στο άσμα ασμάτων, όθεν κανείς μπορεί να καταλάβει τι λέει, γιατί όπως είπα, ήξερε (ήτοι είχε την εμπειρία) τι έλεγε. Επίσης προσπάθησε να έλθει σε διάλογο με όλους όσους ήταν της μόδας στην φιλοσοφία στην εποχή του, τον κοινωνιολόγο Marx (των χειρογράφων του 1844), τον Lacan, τον Popper και τον Wittgenstein, την σχολή της Φραγκφούρτης, στο ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική. Δεν νομίζω ότι τον ενδιέφερε να είναι πρωτότυπος όσον μάλλον να μας δείξει κάτι. Πχ εκείνο που έλεγε για την αντίσταση της ύλης, το λέει και ο Hobbes, η τριάς ως κοινωνία που χρησιμοποιεί για την σημασία της δογματικής τριαδικότητος είναι ο ορισμός της κοινωνίας κατά Simmel (δύο, είναι διαπροσωπική σχέση όχι κοινωνείν) όσον για την βασική έννοια της αποφατικής μεθόδου, είναι η εσωτερική μέθοδος του Leo Strauss, απλώς ο μεν Γιανναράς την ανακαλύπτει στην ορθόδοξη θεολογία ενώ ο Strauss στους Έλληνες και την ισλαμοϊουδαϊκή θεολογία. Σφαλματάκια; Ναι, είχε αλλά με τόση σημασία όσο μία ορθογραφική παρατυπία. Πχ. λέει κάπου ότι η σύνταξη των καθισμάτων στην ορθόδοξη εκκλησία είναι περικέντρος πράγμα που δείχνει την κοινή μετοχή των πιστών στο τελετουργικό δρώμενο. Στις προτεσταντικές εκκλησίες υπάρχουν πλευρικοί εξώστες, στην Δρέσδη μάλιστα είναι κυκλικοί και τριώροφοι, όμως αφού τελετή δεν έχει ο προτεσταντισμός, είναι μάλλον εξώστης αίθουσας διαλέξεων. Αν δούμε ότι και τα pews-έδρανα σχημάτιζαν δωμάτια όπου οι οικογένειες απομονώνονταν μεταξύ τους εντός του ναού, τελικά έχει δίκαιο ο Γιανναράς ασχέτως αν ήταν ελαφρός στο σχηματισμό του παραδείγματός του. Άλλο οιονεί σφάλμα είναι σε μία υποσημείωση που θεωρεί τον Hayek ατομικιστή, λαμβάνοντας την αίσθηση από το τίτλο ενός βιβλίου του, ενώ μόνον τέτοιον δεν λές κάποιον που θεωρεί ότι οι συλλογικοί κανόνες κάνουν τον ανθρώπινο νου και όχι το ανάποδο. Από την άλλη έχοντας γνώση τι λένε για τον Hayek στην Γαλλία, συγχωρείται.
Παρότι στο εξωτερικό (την «δύση») εκτιμάται το έργο του, καθώς εντάσσεται στην μετανεωτερική τάση ενίων ηθικών και κοινωνικών στοχαστών προς τον κοινοτισμό (McIntyre, Taylor, Sandel, Lash, Maffesoli και άλλων) στην Ελλάδα, από δεκαετίας του 1990 η τριτοκοσμική εκσυγχρονιστική ιντελιγκέντσια τον έβαλε στο στόχαστρο ως αρχισκοταδιστή γιατί ενοχλούσε εκείνους που ανησυχούσαν μην και χάσουν τα δάνεια συναλλάγματος και τα ΕΣΠΑ και μην και δεν καταφέρουν να ξεπωλήσουν την χώρα. Κατά τάλλα ο λεγόμενος αντιδυτικισμός του Γιανναρά συνεχίζει την κριτική στην λεγομένη νεωτερικότητα που χαρακτηρίζει το μεγαλώτερο μέρος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας από τον διαφωτισμό και δώθε με την προσπάθεια να την συνδυάσει με τις προ του 1923 πολιτικές αναζητήσεις του Δραγούμη, του Σουλιώτη, του Σοκόλη αλλά και του Καβάφη, και να δώσει έναν λόγο ύπαρξης στην καθ’ ημάς ανατολή.