του Παναγιώτη Γιαννόπουλου, από το έργο Constantinopla: 550 anos desde su Caida
1. Το ιστορικό πλαίσιο
Μετά το θάνατο του Μαυρικίου, εξαιτίας της αποδυνάμωσης του αμυντικού συστήματος, η βυζαντινή πρωτεύουσα έπαυσε να αποτελεί απρόσβλητο σημείο της αυτοκρατορίας. Στις αρχές του Ζ’ αι., κατά τη διάρκεια της περσικής εκστρατείας του Ηρακλείου, η Κωνσταντινούπολη διέτρεξε κίνδυνο άλωσης από συνασπισμένες περσικές, αβαρικές και σλαβικές δυνάμεις. Η νίκη κατά των Περσών εξασθένισε τη βυζαντινή στρατιωτική ισχύ. Η αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού συνόρου και η αδυναμία των Βυζαντινών να αναχαιτίσουν την αραβική προέλαση αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του Ζ’ αι. Οι Άραβες, επωφελούμενοι από τη διεθνή συγκυρία και τις θρησκευτικές αντιθέσεις μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών, περιόρισαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία και τις Ευρωπαϊκές επαρχίες. Το αραβικό ιππικό με ταχείς προελάσεις παρέκαμπτε τις βυζαντινές αμυντικές θέσεις στη Μικρά Ασία, ενώ ο αραβικός στόλος, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία των πρώην βυζαντινών περιοχών και χρησιμοποιώντας έμπειρα χριστιανικά πληρώματα, δέσποζε στη Μεσόγειο. Το Βυζάντιο αντιμετώπισε την αραβική επιθετικότητα αναδιοργανώνοντας την επαρχιακή διοίκηση με βάση το θεματικό σύστημα, που ενίσχυσε σημαντικά την περιφεριακή άμυνα(1).
Οι Άραβες, μετά την κατάκτηση της Περσίας, έθεσαν ως στόχο την υποταγή της βυζαντινής αυτοκρατορίας(2). Οι επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, καθώς και οι ευρύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις, αποκαλύπτουν ότι ακολουθούσαν δύο παράλληλους στόχους: α) την απόσπαση βυζαντινών εδαφών με σκοπό την αποδυνάμωση της βυζαντινής στρατιωτικής ισχύος, και β) την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας, όταν η αυτοκρατορία δε θα ήταν σε θέση να την προστατεύσει. Σύμφωνα με την πολιτειακή άποψη της εποχής, η κατάληψη της πρωτεύουσας σήμαινε την υποταγή της αυτοκρατορίας. Οι Άραβες επιχείρησαν δύο φορές να γίνουν κύριοι της Κωνσταντινούπολης, κινητοποιώντας το σύνολο των διαθεσίμων στρατιωτικών τους δυνάμεων. Παρά την αριθμητική τους υπεροπλία, και οι δύο απόπειρες κατέληξαν σε οδυνηρές για το χαλιφάτο ήττες. Για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι της αποτυχίας των Αράβων, επιβάλλεται, μια περιληπτική έκθεση των ιστορικών συγκυριών και των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων.
2. Η πρώτη αραβική πολιορκία(3)
Ο χαλίφης Οθμάν (644-656) ανέθεσε στον Μαυία, αρχηγό του συροαραβικού στρατού, την αποστολή επέκτασης της αραβικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο και τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Η κατάληψη της Κύπρου, η προώθηση των αραβικών θέσεων στην Κιλικία, οι αραβικές επιδρομές στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου αποτελούν σαφείς προειδοποιήσεις για τις τελικές βλέψεις των Αράβων. Η ήττα των Βυζαντινών στη ναυμαχία του Φοίνικα το 655, άφησε έκθετη την Κωνσταντινούπολη. Αν οι Άραβες δεν αποπειράθηκαν να την εκπορθήσουν, αυτό οφείλεται στις ενδοαραβικές διενέξεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Οθμάν (17 Ιουνίου 656) και όχι στην ικανότητα των Βυζαντινών να αποτρέψουν ανάλογο εγχείρημα(4). Ο Μαυίας, αφού ανέτρεψε τον νόμιμο χαλίφη Αλή και κατέλαβε την εξουσία (661-680), έθεσε ως άξονα της πολιτικής του την εξάπλωση των Αράβων προς τη Μικρά Ασία και την Ευρώπη, με τελικό στόχο την Κωνσταντινούπολη και την κατάλυση της χριστιανικής αρχής. Για να εξασθενίσει τη βυζαντινή άμυνα, αλλά και για να διατηρήσει το αξιόμαχο των αραβικών δυνάμεων, ακολούθησε την τακτική του διαρκούς πολέμου. Κατ’ έτος οι Άραβες οργάνωναν δύο επιδρομές: μία το καλοκαίρι, όσο υπήρχε χόρτο για τα άλογα, και μία μικρότερη το χειμώνα.
Στο Βυζαντινό κράτος η κατάσταση παρέμενε ασαφής. Οι θρησκευτικές έριδες όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ του πληθυσμού, τις οποίες επέτεινε ο αυταρχικός χαρακτήρας του αυτοκράτορα(5). Η σοβούσα κρίση υποχρέωσε τον Κώνσταντα να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα το 661, με το πρόσχημα της επιθεώρησης και αναδιοργάνωσης των δυτικών επαρχιών, και το 663 εγκατέστησε την πρωτεύουσα του κράτους στις Συρακούσες, αφήνοντας τις υποθέσεις της ανατολικής αυτοκρατορίας στο διάδοχο Κωνσταντίνο(6). Η εγκατάσταση μέρους του βυζαντινού στρατού στη Σικελία εξασθένισε τη βυζαντινή άμυνα στην Ανατολή και επέτρεψε στους Άραβες να προωθηθούν στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας το Αμώριο, κέντρο της βυζαντινής άμυνας. Το καλοκαίρι του 668, οι βυζαντινές δυνάμεις κατάφεραν να ανακόψουν την αραβική προέλαση προς την πρωτεύουσα, αλλά το Αμώριο παρέμεινε υπό αραβικό έλεγχο. Ταυτόχρονα, συνωμοσία των αρχηγών του στρατού στις Συρακούσες, κατέληξε, στις 15 Ιουλίου του 668, στη δολοφονία του Κώνσταντα και στην ανάρρηση στο θρόνο του πατρικίου και κόμη του Οψικίου Μεζέζιου ή Μιζίζιου. Στην επανάσταση αντιτάχτηκαν οι δύο έξαρχοι της Δύσης και ο στόλος. Ο πατρίκιος Σευήρος, αρχηγός του στόλου, εγκατέλειψε τη Σικελία και γνωστοποίησε στην Κωνσταντινούπολη τα γεγονότα. Ο νόμιμος διάδοχος Κωνσταντίνος δεν μπορούσε ωστόσο να αναλάβει δράση κατά των στασιαστών, προ της ανακατάληψης του Αμωρίου στις αρχές του 669. Ο Κωνσταντίνος αναχώρησε με στρατό και στόλο για τη Σικελία, κατέστειλε την επανάσταση και τον Απρίλιο του 669 επέστρεψε νικητής στην Κωνσταντινούπολη. Η κατάσταση όμως στο αραβικό μέτωπο είχε επιδεινωθεί, με τους Άραβες να διατηρούν την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων.
Η βυζαντινή διοίκηση γνώριζε τις αραβικές βλέψεις επί της Κωνσταντινούπολης και είχε επίγνωση της στρατιωτικής ισχύος των αντιπάλων της. Με αυτοκρατορική μέριμνα, κατασκευάστηκαν πλοία, ένδειξη ότι οι Βυζαντινοί ανέμεναν ναυτική επίθεση(7). Αλλά και οι Άραβες γνώριζαν τις κινήσεις των Βυζαντινών, γι’ αυτό η αραβική επίθεση εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της δυναστικής αλλαγής στο Βυζάντιο. Οι Άραβες, παρά τη σιωπή των πηγών, φαίνεται ότι διέσπασαν την αμυντική γραμμή του Ελλήσποντου και εισχώρησαν στην Προποντίδα. Ο πόλεμος πρέπει να άρχισε το φθινόπωρο του 670, γιατί οι βυζαντινές πηγές σημειώνουν ότι η πολιορκία, που διήρκεσε επτά έτη, έληξε το φθινόπωρο του 677(8).
Τι συνέβη στα επτά αυτά χρόνια είναι ελάχιστα γνωστό(9). Οι αραβικές πηγές σιγούν, παρακάπτοντας την ταπεινωτική ήττα, ενώ οι βυζαντινές, χωρίς να παραθέτουν τα γεγονότα, υπερβάλλουν, μεγαλοποιώντας τη νίκη. Το πιθανότερο είναι ότι οι Άραβες ελλιμενίστηκαν στον κόλπο της Κυζίκου, χωρίς να καταλάβουν την ίδια την Κύζικο. Σκοπός τους ήταν ο από νότου θαλάσσιος αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης. Η ενέργεια αυτή δεν ενόχλησε ιδιαίτερα την πρωτεύουσα, αφού ο προς βορράν δρόμος παρέμενε ελεύθερος και η από ξηράς επικοινωνία ανεμπόδιστη. Ο αραβικός στρατός υπό τον Βουσρ μπεν-αμπού-Αρτάχ προσπάθησε να διασχίσει τη Μικρά Ασία και να πολιορκήσει από ξηράς και από βορρά την Κωνσταντινούπολη, αλλά αποκρούστηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις(10). Αυτή η αποτυχία υποδεικνύει ότι η θεματική άμυνα της Μικράς Ασίας ήταν αποτελεσματική, γεγονός που έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην τελική έκβαση των επιχειρήσεων. Η δραστηριότητα των Αράβων επικεντρώθηκε στη θάλασσα, όπου διατηρούσαν τη συντριπτική υπεροπλία. Οι Βυζαντινοί, για να αποτρέψουν την εμπλοκή του πανίσχυρου αιγυπτιακού στόλου στις επιχειρήσεις, οργάνωσαν, το 673, επιδρομή στα αιγυπτιακά παράλια, νίκησαν την τοπική φρουρά και κατέλαβαν τη ναυτική βάση της Παράλου απεχώρησαν όμως, γιατί ο αιγυπτιακός στόλος είχε αναχωρήσει πριν από την άφιξη των Βυζαντινών. Τα τέλη του 673 ή τις αρχές του 674, ο αιγυπτιακός στόλος, υπό τον Χαλέδ, έφθασε στην Προποντίδα. Τότε οι Άραβες εγκατέλειψαν τη ναυτική τους βάση στην Κύζικο και προσέγγισαν την ευρωπαïκή ακτή της Προποντίδας στο Έβδομον, δυτικά της Κωνσταντινούπολης, από τη Μαγναύρα ως το Κυκλόβιο(12). Ο βυζαντινός στόλος έχει εγκατασταθεί στο λιμένα του Καισαρίου, στη νότια ακτή της πόλης. Οι επιχειρήσεις κράτησαν από τον Απρίλιο ως το Σεπτέμβριο, χωρίς να είναι σαφές το στρατηγικό σχέδιο των Αράβων. Πιθανότατα προσπαθούσαν να αποβιβάσουν πεζές δυνάμεις, ενώ οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν. Το φθινόπωρο του 674 οι Άραβες επανήλθαν στη ναυτική βάση της Κυζίκου, χωρίς να έχουν επιτύχει κανένα αποτέλεσμα. Ανάλογες πρέπει να υπήρξαν οι επιχειρήσεις το 675 και 676, για τις οποίες δε διαθέτουμε πληροφορίες. Οι Βυζαντινοί, παράλληλα με την άμυνα, ασχολούνταν εντατικά με την τελειοποίηση και την πολεμική εκμετάλλευση του υγρού πυρός(13). Το καλοκαίρι του 677, βυζαντινά πλοία εφοδιασμένα με υγρό πυρ κατέστρεψαν σημαντικό αριθμό αραβικών σκαφών και υποχρέωσαν τους επιτιθέμενους να αναδιπλωθούν στην Κύζικο. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ο βυζαντινός στόλος, εφοδιασμένος με υγρό πυρ, απέπλευσε προς τον κόλπο της Κυζίκου και στη ναυμαχία που ακολούθησε συνέτριψε τον αραβικό. Τα υπολείμματα της αραβικής αρμάδας, στη φυγή τους, υπέστησαν νέες απώλειες από καταιγίδα στην περιοχή του Συλαίου. Η διασωθείσα μοίρα δέχτηκε επίθεση του βυζαντινού στόλου και υπέστη ολική καταστροφή. Κατά τους βυζαντινούς ιστορικούς δε διασώθηκε ούτε ένα σκάφος για να αναγγείλει στον Μαυία την πανωλεθρία(14).
3. Η δεύτερη αραβική πολιορκία(15)
Μετά την ήττα του 677, οι Άραβες υπέγραψαν ειρήνη με όρους επαχθείς(16). Οι διαμάχες στο εσωτερικό του χαλιφάτου υποχρέωσαν τους χαλίφες να ζητήσουν την ανανέωση της συνθήκης με επαχθέστερους όρους(17). Ο Αμπντ αλ-Μαλίκ (685-705) με τη διορατική πολιτική που ακολούθησε αποκατέστησε την αραβική ισχύ. Εκμεταλλευόμενος τα πολιτικά λάθη του Ιουστινιανού Β΄, εξώθησε τη βυζαντινή διοίκηση στον πόλεμο του 692, ο οποίος κατέδειξε τις αδυναμίες της βυζαντινής άμυνας και την ανικανότητα της να αντιμετωπίσει μαζικές επιθετικές ενέργειες(18). Η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε την πρώτη βασιλεία του Ιουστινιανού Β΄ επέτεινε την αποδιοργάνωση του στρατού, ενώ η άνοδος στον αραβικό θρόνο του Ουαλίδ Α΄ (705 715) αύξησε την αραβική επιθετικότητα. Οι συνεχείς επιτυχίες των Αράβων συνέβαλαν ώστε να λησμονηθεί η ήττα του 677 και να δημιουργηθεί η βεβαιότητα ότι η κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας ήταν εφικτή. Οι Άραβες επιτελείς άρχισαν συστηματικές προετοιμασίες. Με την εμπειρία της πρώτης πολιορκίας, σχεδίασαν πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από ξηράς και θάλασσας. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Β΄ (713-715) διείδε τα αραβικά σχέδια και προσπάθησε να κατασκευάσει αξιόμαχο στόλο και να καταστρέψει τον αραβικό στόλο στις βάσεις του στη Λυκία(19). Η ανατροπή του από τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν αναλάβει την καταστροφή του αραβικού στόλου και η τοποθέτηση του ανίκανου Θεοδοσίου Γ΄ (715-717) στο βυζαντινό θρόνο επιτάχυναν τις εξελίξεις. Ο θάνατος του χαλίφη Ουαλίδ και η ανάληψη της εξουσίας από τον αδελφό του Σουλαϊμάν ή Σολιμάν (715- 717), αραβική μορφή του βιβλικού ονόματος Σολομών, επέδρασε θετικά στο ηθικό των Αράβων, γιατί σύμφωνα με παράδοσή τους, ένας χαλίφης με βιβλικό όνομα θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη(20). Από βυζαντινής πλευράς, οι στρατηγοί των Ανατολικών Λέων και των Αρμενιάκων, Αρτάβασδος, παρέμεναν πιστοί στον ανατραπέντα Αναστάσιο Β´, που είχε εξοριστεί στη Θεσσαλονίκη και επαναστάτησαν κατά του Θεοδοσίου. Οι δύο επαναστατημένοι στρατηγοί ζήτησαν την βοήθεια των Αράβων, και για να την επιτύχουν αναγνώρισαν την επικυριαρχία του χαλίφη. Οι πεζοπόρες αραβικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην πεδιάδα του Νταμπίκ, στη βόρεια Συρία, και στις 15 Σεπτεμβρίου 717, διέβησαν τα βυζαντινά σύνορα, οδηγούμενες από τον Μασλαμά, αδελφό του χαλίφη. Ένα έτος αργότερα ο αραβικός στόλος, υπό τον Ουμάρ, εκκίνησε με σκοπό την Κωνσταντινούπολη. Ο Μασλαμάς διαχείμασε το 716-717 ως σύμμαχος στη Μικρά Ασία, χωρίς να προκαλέσει καταστροφές, ενώ ο αραβικός στόλος διαχείμασε στις ακτές της Κιλικίας. Ο Λέων επωφελούμενος από τη γενική κατάσταση, ανέτρεψε τον Θεοδόσιο και στις 25 Μαρτίου 717 εισήλθε στην πρωτεύουσα, όπου στέφτηκε αυτοκράτορας, αντί να παραδώσει την εξουσία στον εξόριστο Αναστάσιο(21). Ταυτόχρονα άλλαξε στάση έναντι των Αράβων. Οι τελευταίοι, διαπιστώνοντας ότι ο Λέων τους εκμεταλλεύτηκε, επανήλθαν με εχθρικές διαθέσεις στο προσκήνιο. Ο Λέων προσπάθησε, στον ελάχιστο χρόνο που διέθετε, να προετοιμάσει την άμυνα της πόλης καί συγχρόνως να αντιμετωπίσει επανάσταση στη Σικελία και επανάσταση των οπαδών του Αναστασίου στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι διαψεύστηκαν έχοντας εναποθέσει στον Λέοντα τις ελπίδες επιστροφής στην εξουσία. Τα αραβικά πεζοπόρα στρατεύματα, αφού κατέστρεψαν ορισμένες μικρασιατικές πόλεις, έφθασαν το καλοκαίρι του 717 στην Άβυδο από όπου διεκπεραιώθηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή. Την πρώτη Σεπτεμβρίου κατέπλευσε στην Προποντίδα ο αραβικός στόλος(22). Ο Λέων στράφηκε προς τους μόνους αξιόμαχους γείτονες του, τους Βουλγάρους, οι οποίοι συνέπραξαν με τους Βυζαντινούς και επιτέθησαν στις οπισθοφυλακές των Αράβων κατά την απόβασή τους στην ευρωπαϊκή ακτή. Στη συνέχεια παρενοχλούσαν τους Άραβες, που είχαν στρατοπεδεύσει κατά μήκος των χερσαίων τειχών της πόλης(23). Οι Άραβες, παρά την αριθμητική τους υπεροχή, δεν ανέλαβαν στρατιωτική πρωτοβουλία, ελπίζοντας στην εξάντληση των αμυνομένων μετά από μακρόχρονη πολιορκία. Οι Βυζαντινοί, χρησιμοποιώντας επιδέξια το υγρό πυρ, κρατούσαν τον αραβικό στόλο σε απόσταση και διατηρούσαν ανοιχτό το δρόμο ανεφοδιασμού της πόλης από τον Εύξεινο Πόντο. Ταυτόχρονα, με ξαφνικές αντεπιθέσεις, σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους, προκαλούσαν σημαντικές απώλειες στο αραβικό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο βρέθηκε σε θέση αμυνόμενου. Στις 8 Οκτωβρίου 717 πέθανε ο Σουλαϊμάν, ο χαλίφης που κατά τις παραδόσεις θα κατακτούσε την πόλη. Ο Μασλαμάς προσπάθησε να αποκρύψει το γεγονός από τους στρατιώτες του. Οι Βυζαντινοί, που γνώριζαν την παράδοση, άρχισαν να κραυγάζουν από το ύψος των τειχών “Ο βασιλιάς σας πέθανε” καταρρακώνοντας το ήδη χαμηλό ηθικό των Αράβων(24).
Ο χειμώνας του 717-718 άρχισε νωρίς και υπήρξε ιδιαίτερα τραχύς. Το δρυμύ ψύχος, οι συνδυασμένες βουλγαρο-βυζαντινές επιθέσεις και η έλλειψη τροφίμων περιόρισαν στο ελάχιστο τη μαχητική ικανότητα των Αράβων, που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην άφιξη ενισχύσεων και εφοδίων που θα κόμιζε ο στόλος της Αφρικής την άνοιξη. Αλλά οι Βυζαντινοί κατάφεραν να καταστρέψουν ολοσχερώς το στόλο της Αφρικής(25). Οι στρατιώτες του Μασλαμά απελπισμένοι έστειλαν ένα τμήμα στρατού προς το εσωτερικό της χώρας για αναζήτηση τροφίμων. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τους καραδοκούντες Βουλγάρους, οι οποίοι διέλυσαν το σώμα που είχε αναλάβει την εκτέλεση του σχεδίου(26). Ο Λέων επωφελήθηκε για την τελική επίθεση κατά των Αράβων, που αποχώρησαν ηττημένοι. Μία βίαιη καταιγίδα κατέστρεψε σημαντικό αριθμό πλοίων, ενώ ένας εξίσου σημαντικός αριθμός καταστράφηκε από τις επιθέσεις του βυζαντινού στόλου. Πέντε μόνο πλοία, κατάφεραν να επιστρέψουν στη Συρία, μεταφέροντας το μήνυμα της μεγαλύτερης ήττας που γνώρισαν τα αραβικά όπλα(27). Ο Λέων, μετά τη επιτυχία αυτή, αντιμετώπισε εύκολα τους επαναστάτες του Αναστασίου και κατέστειλε την επανάσταση στη Σικελία. Η ήττα του 718 έπεισε τους Άραβες ότι η κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας ήταν υπεράνω των δυνάμεων τους. Εγκατέλειψαν το σχέδιο κατάκτησης του βυζαντινού κράτους και της προώθησης τους προς την νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι αραβοβυζαντινοί πόλεμοι για τρεις αιώνες θα περιοριστούν σε συνοριακές διενέξεις.
4. Γιατί απέτυχαν οι αραβικές πολιορκίες
Η προσπάθεια των Αράβων να εκπορθήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα, όχι μόνο δεν απέφερε το προσδοκόμενο αποτέλεσμα, αλλά και κατέληξε σε συντριπτικές ήττες, εκ πρώτης όψεως ακατανόητες, αφού και στις δύο πολιορκίες οι Άραβες διέθεταν την απόλυτη υπεροπλία και την πρωτοβουλία επιλογής του χρόνου της επίθεσης και της πολεμικής τακτικής. Οι επιθέσεις προετοιμάστηκαν συστηματικά με επιτελικές προβλέψεις και προκαταρκτικές επιχειρήσεις που σκόπευαν στην εξασθένιση της βυζαντινής άμυνας. Η ευκολία με την οποία τα αραβικά πλοία έφτασαν στην Προποντίδα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι επιτιθέμενοι επέλεξαν ως χρόνο επίθεσης περιόδους επαναστάσεων, εσωτερικών ερίδων και δυναστικών αλλαγών, όταν οι βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν καταπονημένες από εμφυλίους πολέμους. Η ανάλυση των δεδομένων που επηρέασαν την έκβαση των επιχειρήσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες δεν έλαβαν υπόψη τους άλλους φαινομενικά δευτερεύοντες παράγοντες, στους οποίους οφείλεται, και η αποτυχία τους.
Κατ’ αρχή πρόκειται για συγκρούσεις δύο αυτοκρατοριών σε διαφορετικές στιγμές της ιστορικής τους εξέλιξης. Το Βυζάντιο αποτελούσε διαμορφωμένη κρατική οντότητα με μακρά ιστορία. Ασφαλώς δεν υπήρχε εθνική συνείδηση, αλλά ένα είδος ιδεολογικής συνείδησης. Η προσπάθεια του Ιουστινιανού Α΄ να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη του άλλοτε ρωμαϊκού κράτους, αλλά και οι περσικοί πόλεμοι, συνέβαλαν στη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας των χριστιανών υπηκόων του αυτοκράτορα από τους γύρω βαρβάρους. Οι θρησκευτικοί αγώνες, με επίκεντρο την ελληνορωμαϊκή ορθοδοξία που οδήγησε στην απόρριψη του ανατολίζοντος μονοφυσιτισμού, προσέδωσε στην αυτοκρατορία ένα ιδεολογικό περιεχόμενο αρκετά ισχυρό για να αποτελέσει το συνεκτικό στοιχείο του βυζαντινού κρατισμού. Ο πολίτης της αυτοκρατορίας γνώριζε ότι ανήκει σε μία κρατική οντότητα την οποία όφειλε να υπερασπιστεί. Παράλληλα, η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε τον εγγυητή της διεθνούς έννομης τάξης. Οι Βυζαντινοί θεωρούνταν καλοί ή κακοί γείτονες, αλλά στη διεθνή σκηνή δε φέρονταν ως ανατροπείς της διεθνούς τάξης ούτε ως κατακτητές. Ασφαλώς την εποχή εκείνη η διεθνής κατακραυγή έπαιζε ασήμαντο ρόλο, αλλά ο φόβος της αραβικής επεκτατικότητας επέτρεψε στους Βυζαντινούς να επιτύχουν εξωτερική βοήθεια στην πολιορκία του 717-718.
Αντίθετα, το χαλιφάτο αριθμούσε λίγα χρόνια ύπαρξης, χωρίς κρατική ιδεολογία και χωρίς εσωτερική συνοχή. Τα κίνητρα των επιτιθεμένων ήταν η λαφυραγωγία και ο τυφλός φανατισμός(28). Τα κίνητρα όμως αυτά λειτουργούν ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις των μαχητών. Πολλοί ιστορικοί υπογράμμισαν π.χ. τις αρνητικές για τους Άραβες επιπτώσεις της στάσης των χριστιανικών πληρωμάτων που υπηρετούσαν, ως δούλοι, στα αραβικά σκάφη(29). Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι μεταπτώσεις του ηθικού των αραβικών στρατευμάτων, των οποίων το πολεμικό μένος στηριζόταν στο θρησκευτικό φανατισμό. Π. χ. ο θάνατος του χαλίφη Σουλαϊμάν επέδρασε καταλυτικά στο ηθικό του αραβικού στρατού. Γενικά οι Άραβες είχαν μια θολή εικόνα του λόγου για τον οποίο μάχονταν και του σκοπού τον οποίο υπηρετούσαν. Η ποιοτική διαφορά των αντιπάλων είναι εμφανής σε όλους τους τομείς. Οι Βυζαντινοί διέθεταν καλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις, με επικεφαλής την αυτοκρατορική φρουρά, το πλέον αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα της εποχής. Η ταχύτητα εκτέλεσης και η αποτελεσματικότητα των αιφνιδιαστικών αντεπιθέσεων δείχνουν ένα στρατό καλά εκπαιδευμένο, πειθαρχημένο και ριψοκίνδυνο, στοιχεία που δεν αναφέρουν οι πηγές για τα αραβικά εκστρατευτικά σώματα. Τα βυζαντινά πλοία παρουσιάζονται ως ταχύτερα και πιο ευέλικτα από τα αραβικά. Κέρδισαν όλες τις ναυμαχίες, παρά τον περιορισμένο αριθμό τους. Παράλληλα, οι Βυζαντινοί τελειοποίησαν την κατασκευή ενός πραγματικού υπερόπλου: του υγρού πυρός. Η συμβολή του νέου αυτού όπλου υπήρξε αποφασιστική, κυρίως στην πολιορκία του 670-677, τότε που οι Βυζαντινοί αξιοποίησαν στρατηγικά τον αιφνιδιασμό που προκαλεί στον αντίπαλο η εμφάνιση ενός νέου πολεμικού μέσου.
Ένα δεύτερο στοιχείο που επέδρασε στην αποτυχία των Αράβων είναι η πλεονεκτική θέση των αμυνόμενων, που γνώριζαν το χώρο και τις κλιματολογικές ιδιορρυθμίες. Οι Βυζαντινοί ήλεγχαν τις πηγές ανεφοδιασμού, τις οποίες κατά τις περιστάσεις μπορούσαν να καταστρέψουν ή να αξιοποιήσουν, όπως γνώριζαν και τις καιρικές συνθήκες τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν. Τέλος, οι αμυνόμενοι είχαν τη μαχητικότητα του αδικούμενου και το θάρρος της απελπισίας, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση ήττας το τίμημα ήταν η ίδια τους η ζωή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες κάθε αμυνόμενος ήταν έτοιμος να αγωνιστεί έως θανάτου. Οι πηγές μνημονεύουν πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού μεταξύ των Βυζαντινών, κατά τη διάρκεια των πολιορκιών, ενώ δε διαπιστώνεται κάτι ανάλογο στο αραβικό στρατόπεδο(30).
Η αραβική αποτυχία όμως οφείλεται κυρίως σε λάθη τακτικής και οργανωτικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τις κατακτητικές εκστρατείες όλων των εποχών. Έχει παρατηρηθεί ότι μία οχυρωμένη πόλη δεν καταλαμβάνεται με μόνο το στόλο. Χρειάζονται χερσαίες δυνάμεις. Όταν η πόλη αυτή ήταν η Κωνσταντινούπολη με τη μυθική για την εποχή της οχύρωση, την εμπειροπόλεμη αυτοκρατορική φρουρά, τους αμυντικούς μηχανισμούς, τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των δήμων, τα εργαστήρια όπλων για την αναπλήρωση των φθειρομένων πολεμικών μηχανών, τις τεράστιες αποθήκες προμηθειών, το σημαντικό στόλο της παράκτιας αλιείας, το εγχείρημα φαίνεται καταδικασμένο εκ των προτέρων. Η διακίνηση πεζοπόρων τμημάτων έως την Κωνσταντινούπολη ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Εκτός από την απόσταση, οι Βυζαντινοί είχαν τον έλεγχο της Μικράς Ασίας. Στην πολιορκία του 670-677, οι αραβικές χερσαίες δυνάμεις δεν κατάφεραν να φθάσουν ως την Κωνσταντινούπολη. Στην πολιορκία του 717-718, οι Άραβες έφθασαν ως την Κωνσταντινούπολη χάρη στη συνεργασία τους με τον Λέοντα, ο οποίος είχε άλλα κατά νουν, όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε.
Οι Άραβες δεν κατόρθωσαν να αποκλείσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Η βόρεια θαλάσσια οδός παρέμεινε ανοιχτή και στις δύο πολιορκίες. Ο ανεφοδιασμός της πόλης υπήρξε συνεχής και η μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων, από την περιοχή του Πόντου, ανεμπόδιστη. Πίσω από την αγωνιζόμενη και πολιορκημένη πόλη, υπήρχε η αυτοκρατορία που την κάλυπτε. Οι πηγές μιλούν για τον εντυπωσιασμό που προκάλεσε στους κατοίκους της πόλης το πλήθος των αραβικών σκαφών, αλλά δεν κάνουν λόγο για στερήσεις ή αυξήσεις των τιμών των αγαθών. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δε φαίνεται να ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα από την πολιορκία. Εντύπωση προκαλεί στο μελετητή η ατολμία των Αράβων. Την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχαν πάντοτε οι Βυζαντινοί. Συχνά οι Άραβες μεταβάλλονταν σε αμυνόμενους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις άψογα οργανωμένες αιφνιδιαστικές βυζαντινές αντεπιθέσεις. Οι πηγές, ακόμα και οι αραβικές, δεν αναφέρουν απώλειες μεταξύ των Βυζαντινών. Οι απώλειες καταγράφονται στο αραβικό στρατόπεδο.
Αποφασιστικό ρόλο στην τελική έκβαση του πολέμου διαδραμάτισε η απόσταση των αραβικών δυνάμεων από τις βάσεις ανεφοδιασμού. Οι αραβικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να στηριχτούν στη συνδρομή του εχθρικού επιτόπιου πληθυσμού. Εφόδια και ενισχύσεις έπρεπε να φθάσουν με πλοία από τη Συρία ή την Αφρική. Η απόσταση ήταν μεγάλη, ενώ τα μέσα της εποχής ήταν εκτεθειμένα στις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, οι οποίες και στις δύο πολιορκίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Παράλληλα ο βυζαντινός επαρχιακός στόλος δεν είχε εξουδετερωθεί και καθιστούσε προβληματική τη θαλάσσια μεταφορά ενισχύσεων και εφοδίων προς τους πολιορκητές. Στην πολιορκία του 717-718 η καταστροφή της εφοδιοπομπής από τους Βυζαντινούς έκρινε το τελικό αποτέλεσμα. Τόσο οι βυζαντινές, όσο και οι αραβικές πηγές, σημειώνουν ότι συχνά οι πολιορκητές υπέφεραν από ελλείψεις που θα έπρεπε να παρατηρούνταν στους πολιορκημένους(31).
Οι Άραβες δεν κατάφεραν να καταλάβουν εξ απρόοπτου τους Βυζαντινούς. Οι τελευταίοι, με οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών, γνώριζαν εκ των προτέρων τις κινήσεις των αντιπάλων τους. Στην πολιορκία μάλιστα του 717-718 ο Λέων, ως πρώην σύμμαχος των Αράβων, γνώριζε λεπτομερώς τους στρατιωτικούς τους σχεδιασμούς. Η άμυνα και η ψυχολογική προετοιμασία του πληθυσμού έλαβαν υπόψη αυτά τα στοιχεία, με αποτέλεσμα ο αιφνιδιασμός να μετατραπεί σε καλοστημένη παγίδα για τα αραβικά στρατεύματα. Στο βυζαντινό πολεμικό σχεδιασμό πρέπει να αποδοθεί και η βραδύτητα της βυζαντινής αντίδρασης στις πρώτες αραβικές επιθέσεις. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι ο χρόνος μετρούσε εις βάρος των Αράβων. Απέφευγαν συστηματικά να παραταχτούν σε ανοιχτή μάχη που θα απέβαινε εις βάρος τους, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής των Αράβων. Χρονοτριβούσαν ηθελημένα και προσχεδιασμένα, προσπαθώντας να κουράσουν τον εχθρό στον οποίο δεν επέτρεπαν ανάπαυλα.
Παράλληλα στήριζαν πολλές ελπίδες στο στρατηγό χειμώνα. Οι Άραβες ήταν ασυνήθιστοι στις χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες και αγνοούσαν τις χιονοπτώσεις. Στην πολιορκία του 717-718, ο βαρύς χειμώνας έκανε περισσότερα από τις πολεμικές αναμετρήσεις.
Οι δύο αραβικές ήττες επιβεβαίωσαν τη φήμη του απόρθητου της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι Άραβες δεν τόλμησαν να επανεμφανιστούν προ των τειχών της32. Η νοτιοανατολική Ευρώπη αποτέλεσε στη συνέχεια πεδίο αναμέτρησης Βυζαντινών, Σλάβων, Βουλγάρων, Ούγγρων, κλπ., αλλά ο εξισλαμισμός και ο εξαραβισμός της είχαν οριστικά αποτραπεί προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης.
Υποσημειώσεις
(1) Για τα ιστορικά γεγονότα του Ζ’ αι. παραπέμπουμε τον αναγνώστη στις δύο βασικές εργασίες: Α. Στράτος, Τὸ Βυζάντιον στὸν Ζ’ αἰῶνα, τόμ. Ι-VI, Αθήνα, 1965-1977 και J. Ηaldοn, Βyzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture, 2η έκδ. Καίμπριτζ, 1997, ο οποίος ουσιαστικά υιοθετεί τις απόψεις του Στράτου.
(2) Όπως παρατηρεί ο R. Guilland, L’expédition de Maslama contre Constantinople (717-718), στο Études byzantines, Παρίσι, 1959, σελ. 109, και ο Ε. W. Βrοοks, “The Campaign of 716-718 from Arabic Sources”, Journal of Hellenic Studies, 19 (1899), σελ. 20-21, ο τελικός σκοπός του ιερού πολέμου των Αράβων ήταν η υποταγή και ο εξισλαμισμός της Κωνσταντινούπολης.
(3) Η έκθεση των γεγονότων κατά την πολιορκία αυτή που κάνει ο Στράτος, τόμ. V, Αθήνα, 1974, σελ. 31-45, παραμένει ως σήμερα η πληρέστερη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Μ. Canard, “Les expéditions des Arabes contre Constantinople dans l´histoire et dans la légende”, Journal Asiatique, 208 (1926), σελ. 61-121, που στηρίζεται στις αραβικές πηγές και εκφράζει την άποψη των Αράβων. Στη συνέχεια συνοψίζουμε τα γεγονότα και παραπέμπουμε στις πηγές, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την κατανόησή τους.
(4) Η άποψη του Στράτου, τόμ. IV, Αθήνα, 1972, σελ. 55-62, ότι οι Άραβες υπέστησαν στη ναυμαχία του Φοίνικα σοβαρές απώλειες και γι’ αυτό δε συνέχισαν την επιθετική τους δράση, δεν στηρίζεται σε καμία πηγή.
(5) Ο Θεοφάνης, Λειψία, Ch. De Boor, 1883, σελ. 347 και 351, αν και εξαιρετικά σύντομος, δίνει το στίγμα των θρησκευτικών αντιπαραθέσεων. Από τις αποσπασματικές πληροφορίες των πηγών συμπεραίνουμε ότι το Πάσχα του 654, ο Κώνστανς έστεψε αυτοκράτορα τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο και το 659 τους δύο νεότερους γιούς του, Ηράκλειο και Τιβέριο, αποκλείοντας έτσι από τη διαδοχή τον αδελφό του Θεοδόσιο, τον οποίον προσπάθησε να κείρει μοναχό και στη συνέχεια τον δολοφόνησε. Βλ. Γεώργιος Κεδρηνός, Βόννη, Ι. Βekker, 1838-1839, τόμ. Ι, σελ. 762, Λέων Γραμματικός, Βόννη, Ι. Βekker, 1842, σελ. 158, Θεοδόσιος Μελιτηνός, Μόναχο, Τh. Τafel, 1859, σελ. 109. Η άποψη του Στράτου, τόμ. IV, σελ. 201- 204, ότι ο Θεοδόσιος με την υποστήριξη της ορθόδοξης μερίδας του πληθυσμού προκάλεσε επαναστατικές κινήσεις, δε στηρίζεται στις πηγές.
(6) Η απόφαση αυτή του Κώνσταντα αποτελεί ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά της ιστορίας του Ζ’ αι. Ο Στράτος, τόμ. IV, σελ. 205-226, μετά πολλές υποθέσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σκοπός του αυτοκράτορα ήταν η αναδιοργάνωση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, άποψη όμως που στηρίζεται μόνο στην ιστορική λογική. Οι βυζαντινές πηγές υποστηρίζουν ότι ο Κώνστανς σκόπευε να μεταφέρει οριστικά την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στη Δύση, ενώ οι λατινικές πηγές σημειώνουν ότι είχε σκοπό την ανακατάληψη της Ιταλίας από τους Λομβαρδούς.
(7) Θεοφάνης, σελ. 353.
(8) Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, σελ. 353, το 670 ο αραβικός στόλος υπό τον Φαδαλά μπεν Ουμπαΐντ, διαχείμασε στην Κύζικο, ένδειξη ότι η κατά της Κωνσταντινούπολης εκστρατεία είχε ήδη αρχίσει.
(9) Πιθανόν υπήρξαν δύο φάσεις αυτού του πολέμου. Από το 670 ως το 674, οι Άραβες, έχοντας εγκαταστήσει μία προωθημένη μοίρα του στόλου τους στην Προποντίδα, επιδίδονταν παράλληλα στη δίωση των Μικρασιατικών παραλίων. Μεταξύ του 671 και 672, κατά τον Θεοφάνη, σελ. 353, και τον Κεδρηνό, τόμ. I, σελ. 764, μοίρα αραβικού στόλου υπό τον Μωάμεθ μπεν αλ-Ραχμάν κατέστρεψε τα παράλια της Σμύρνης, άλλη, υπό τον Αμπδαλλάχ μπεν-Καΐς, τα παράλια της Λυκίας και της Κιλικίας και τρίτη, υπό τον Γκουνάδα ιμπν-μπενΟυμάγια, κατέλαβε την Ταρσό και τη Ρόδο. Το 673, ο Φαδαλάς και ο Αμπδαλλάχ μπεν-Καΐς δίωσαν την Κρήτη. Το στρατηγικό σχέδιο των Αράβων απέβλεπε στην αποδιοργάνωση της θαλάσσιας βυζαντινής άμυνας.
(10) Ο Θεοφάνης, σελ. 353, τοποθετεί το γεγονός το 671.
(11) Η επιχείρηση αυτή είναι ελάχιστα γνωστή. Ο Θεοφάνης, σελ. 353, την αναφέρει σαν πάρεργο.
(12) Αρχηγός της αραβικής δύναμης ήταν αρχικά ο Αμπντ αλ-Ραχμάν μπεν αλ-Χακάμ (ή μπεν-Μασούντ), αλλά κατά τον Πατριάρχη Νικηφόρο, Λειψία, Ch. de Βοοr, 1880, σελ. 32, μετά την άφιξη των Αιγυπτίων, την αρχηγία ανέλαβε ο Χαλέδ. Κατά τον J. Wellhausen, “Die Kämpfe der Araber mit den Romäern in der Zeit der Umaijiden”, Νachrichten von der königl. Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen philologischhistorische Klasse, 4 (1901), σελ. 424, σημ. 2, ο Χαλέδ ήταν γιός του Αμπντ αλ-Ραχμάν, άποψη που απορρίπτει ο Στράτος, τόμ. V, σελ. 35, σημ. 128.
(13) Οι Βυζαντινοί συγγραφείς (Θεοφάνης, σελ. 354, Κεδρηνός, τόμ. I, σελ. 765, Ιωάννης Ζωναράς, Λειψία, L. Dindorf, 1868-1872, τόμ. III, σελ. 317-318, Λέων Γραμματικός, σελ. 160), τονίζουν ότι ο συριακής καταγωγής Καλλίνικος είχε ανακαλύψει τη βασική σύσταση του υγρού πυρός. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τη βοήθεια των Βυζαντινών τελειοποίησε την εφεύρεσή του.
(14) Το πεζικό, που είχε αποβιβαστεί, υπό τον Σουφιάν ιμπν-Αούφ, προσπάθησε να διαφύγει προς τη Συρία, καταδιωκόμενο από Βυζαντινές δυνάμεις. Τελικά υποχρεώθηκε να παραταχτεί σε μάχη, όπου ηττήθηκε από τους στρατηγούς Φλώρο, Πετρωνά και Κυπριανό. Ο αριθμός των 30.000 νεκρών Αράβων στη μάχη εκείνη, που παραθέτει ο Θεοφάνης, σελ. 354, είναι υπερβολικός, δείχνει όμως το μέγεθος της βυζαντινής νίκης.
(15) Βλ. Αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων και βιβλιογραφία στη μελέτη P. Yannopoulos, “Le rôle des Bulgares dans la guerre arabo-byzantine de -, Βyzantiοn, 67 (1997), σελ. 483-516. Η πολιορκία αυτή έχει επίσης·μελετηθεί από τους: Guilland, L´expédition, σελ. 109-133, Βrooks, Τhe Campaign, σελ. 109-133, Μ. Canard, Les expéditions des Arabes contre Constantinople, σελ. 61-121, και V. Gjuzeleν, “Ucastieto na bûlgarite v otblûskvaneto na Carigrad prez 777-718 g.”, Istoriceski Pregled, 29 (1973), σελ. 28-47.
(16) Την υπογραφή της συνθήκης αναφέρουν ο Θεοφάνης, σελ. 355-356, ο Κεδρηνός, τόμ. Ι, σελ. 766, ο Λέων Γραμματικός, σελ. 160-161, και ο Ιωάννης Ζωναράς, τόμ. III, σελ. 318, αλλά καθένας περιγράφει διαφορετικά τους όρους που η συνθήκη επέβαλε στους Άραβες.
(17) Τους νέους όρους διαπραγματεύτηκε ο Κωνσταντίνος Δ΄, αλλά η συνθήκη υπογράφτηκε επί Ιουστινιανού Β΄, βλ. Θεοφάνης, σελ. 361 και 363, Κεδρηνός, τόμ. Ι, σελ. 771, Λέων Γραμματικός, σελ. 162, Ιωάννης Ζωναράς, τόμ. III, σελ. 321.
(18) Βλ. Μ. Βates, “Ηistory, Geography and Numismatics in the First Century of Islamic Coinage”, Revue suisse de numismatique, 65 (1986), σελ. 231-262, Ρ. Υannοροulos, “Le changement de l´iconographie monétaire sous le premier règne de Justinien II (685-695)”, στο Actes du XIe Congrès International de Numismatique, Louvain-la-Neuve, 1993, τόμ. III, σελ. 35-40, και ιδίου, “Le e canon du Quinisexte et l´iconographie monétaire”, Βyzantion, 66 (1996), σελ. 531-535.
(19) Βλ. κριτική ανάλυση των πηγών και σχετική βιβλιογραφία στη μελέτη Π. Γιαννόπουλος, “Ἡ ὀργάνωση τοῦ Αἰγαίου κατὰ τὴ Μεσοβυζαντινὴ περίοδο”, Παρνασσός, 32 (1990), σελ. 206-211.
(20) Βλ. Βrooks, The Campaign, σελ. 20-21.
(21) Για τη γενική πολιτική εικόνα στο Βυζάντιο και τα γεγονότα που οδήγησαν στη δυναστική αλλαγή του 717, βλ. Υannοpοulos, Le rôle des Bulgares, σελ. 490-493.
(22) Τις κινήσεις του αραβικού πεζικού και του αραβικού στόλου περιγράφει σαφώς ο Θεοφάνης, σελ. 389-390, και σελ. 395. Κατά τον Θεοφάνη, σελ. 395, η πολιορκία άρχισε στις 15 Αυγούστου του 717. Ο Νικηφόρος, σελ. 53, σημειώνει ότι η πολιορκία, που διήρκεσε 13 μήνες, έληξε στις 15 Αυγούστου του 718, γεγονός που προϋποθέτει ότι άρχισε στις 15 Ιουλίου του 717. Η άποψη του Wellhausen, Die Kämpfe der Araber, σελ. 32, την οποία ακολούθησε και ο Canard, Les expéditions, σελ. 80, ότι η πολιορκία άρχισε το 715, δε στηρίζεται σε καμία πηγή
(23) Τις πληρέστερες πληροφορίες για το ρόλο των Βουλγάρων στις πολεμικές επιχειρήσεις δίνει ο Μιχαήλ o Σύρος, έκδ. και γαλλική μετάφραση J.-Β. Chabot, τόμ. II, Παρίσι, 1904, σελ. 485.
(24) Ο Μιχαήλ ο Σύρος, σελ. 485, που δίνει την πληροφορία, δεν καθορίζει την ημερομηνία θανάτου του Σουλαϊμάν, την οποία όμως παραδίδει ο Θεοφάνης, σελ. 396.
(25) Τόσο ο Θεοφάνης, σελ. 396-397, όσο και ο Νικηφόρος, σελ. 54, σημειώνουν ότι οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν ολοσχερώς τον αραβικό στόλο αποκομίζοντας μάλιστα σημαντικά λάφυρα. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το χειμώνα του 717-718, περιγράφονται με ευκρίνεια από τον Νικηφόρο, σελ. 53, ενώ ο Θεοφάνης, σελ. 396, αρέσκεται σε λεπτομέρειες για την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το αραβικό εκστρατευτικό σώμα.
(26) Την πληροφορία παρέχει ο Θεοφάνης, σελ. 397, ο οποίος αναφέρει 22.000 Άραβες νεκρούς κατά τη μάχη. Τον Θεοφάνη αντιγράφουν ο Κεδρηνός, τόμ. Ι, σελ. 790 και ο Γεώργιος Μοναχός, τόμ. II, σελ. 745. Ο Θεοφάνης όμως, πολιτικά τοποθετημένος εναντίον του Λέοντα Γ΄ υπερτονίζει τη συμβολή των Βουλγάρων στον αραβοβυζαντινό πόλεμο. Βλ. Υannopoulos, Le rôle des Bulgares, σελ. 497-505. Λίγο μετά, οι επαναστάτες του Αναστασίου έπεισαν τους Βούλγαρους να εγκαταλείψουν το μέτωπο και να μετάσχουν στην προσπάθεια ανατροπής του Λέοντα. Το θέμα αυτό περιεπλάκη εξαιτίας της εθνικιστικής θεώρησης της ιστορίας από ορισμένους Βούλγαρους ερευνητές, όπως π.χ. G. Gancova-Petcova, “Bulgarians and Byzantines during the First Decades after the Foundation of the Bulgarian State”, Byzantinoslavica, 24 (1963), σελ. 41-53. Βλ. επ’ αυτού Ρ. Υannopoulos, “Études de personnalités byzantines: Qui étais Sissinnios Rendakis?”, Βγzantinoslavicα, 52 (1991), σελ. 61-69.
(27) Θεοφάνης, σελ. 399, και Νικηφόρος, σελ. 55, σημειώνουν ότι οι Άραβες εγκατέλειψαν την πολιορκία στις 15 Αυγούστου του 818, καταδιωκόμενοι από τους Βυζαντινούς. Όπως σημειώνουν οι δύο ιστορικοί, από την Προποντίδα ως τα παράλια της Κύπρου, η θάλασσα ήταν κατάσπαρτη από επιπλέοντα υπολείμματα ναυαγημένων αραβικών σκαφών.
(28) Όπως γράφει ο Abul-Faradj Bar-Hebraeus, έκδ. και αγγλική μετάφραση Ε. W. Budge, Οξφόρδη, 1932, σελ. 107, οι Άραβες πολεμιστές μετείχαν στις επιχειρήσεις κατά των Βυζαντινών ως Μutawa’an, όρος που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει “αυτός που θεωρεί υποχρέωση του να υποτάξει τους απίστους”. Οι Μutawa’an κάλυπταν εξ ιδίων τα έξοδά τους, ελπίζοντας βέβαια να τα αποσβέσουν από τα πολεμικά λάφυρα. Ο Βrooks, Τhe Campaign, σελ. 20-21, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι οι Άραβες διανοούμενοι υποδαύλιζαν τον τυφλό φανατισμό των πολεμιστών του ισλάμ.
(29) Ο Θεοφάνης, σελ. 397 και ο Νικηφόρος, σελ. 54, σημειώνουν ότι στην πολιορκία του 717-718, τα χριστιανικά πληρώματα των αραβικών πλοίων λιποτακτούσαν τη νύχτα και παραδίδονταν στους Βυζαντινούς.
(30) Τέτοιες πράξεις ηρωισμού αναφέρει ο Θεοφάνης, σελ. 397, για την πολιορκία του 717-718, όταν ολιγάριθμα πεζοπόρα τμήματα οργάνωναν παράτολμες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις εκτός των τειχών, κατά των αραβικών θέσεων.
(31) Αποκορύφωμα αποτελεί ασφαλώς η περιγραφή του Ψευδο-Διονυσίου της Τελλ-Μάχρε, γαλλική μετάφραση J-B Chabot, Παρίσι, 1895, σελ. 13, σύμφωνα με τον οποίο οι Άραβες κατά την περίοδο του χειμώνα του 717-718 αναγκάστηκαν να τραφούν με πτώματα νεκρών συστρατιωτών τους. Πολλοί μάλιστα δολοφονούσαν συστρατιώτες τους για να τραφούν.
(32) Η αραβική παράδοση, όπως εμφανίζεται στους Άραβες ιστορικούς, παραποίησε τα γεγονότα για να ωραιοποιήσει τις ήττες των αραβικών όπλων. Βλ. π.χ. Κitâb Al-Ugûn, αγγλική μετάφραση Βrooks, Τhre Campaign, σελ. 25, Μas’udi, Livre de l´avertissement et de la révision, γαλλική μετάφραση Carra de Veux, Παρίσι, 1896, σελ. 226, αλλά και τα γραφόμενα του σοβαρού Άραβα ιστορικού Τabari, μετάφραση Βrooks, The Campaign, σελ. 30, που προσπαθεί να παρουσιάσει ως στρατιωτική επιτυχία την επιχείρηση του Μασλαμά κατά της Κωνσταντινούπολης. Όπως τονίζουν ο Guilland, L´expédition, σελ. 130, o Canard, Les expéditions, σελ. 80-102 και ο ίδιος, “Delhemma, épopée arabe”, Byzantion, 10 (1935), σελ. 283-300, οι Άραβες δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό στην παραποίηση των ιστορικών γεγονότων, όταν αυτά δεν ήταν τιμητικά για το ισλάμ.