Κωνσταντίνος Τσάτσος: Παιδεία και Γλώσσα

Σπύρος Κουτρούλης – 27/01/2025

Το έργο του Κ.Τσάτσου «Παιδεία και γλώσσα» ξεκινά με τον προβληματισμό ότι στην εποχή μας κυριαρχεί ο άκρατος σκεπτικισμός, ο ωμός υλισμός, ο αγνωστικισμός που τρέφουν τον μηδενισμό και την εωσφορική ψυχολογία του χάους. Επιγραμματικά το φάρμακο στην κατάσταση αυτή είναι η κλασσική σκέψη και οι ανθρωπιστικές σπουδές: «το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η πίστη στον άνθρωπο, στην αξία του, στη δημιουργική του δύναμη, στον άνθρωπο που είναι πηγή του ορθού λόγου, πλαστουργός του ωραίου, οργανωτής της ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς⸱ στον άνθρωπο που είναι προσωπικότητα, ελεύθερη και δημιουργική»[1], αλλά και «η πίστη στην αξία της εγκόσμιας ζωής, στις πράξεις και στα έργα που περιέχει. Δεν είναι η εγκόσμια ζωή απλώς μια διάβαση προς άλλους αξιώτερους κόσμους⸱ είναι το ίδιο αυτοσκοπός με αξία απόλυτη. Το άξιο δεν είναι το υπερβατικό, ή μόνο το υπερβατικό (transcendent) αλλά εξ ίσου και το εγκόσμιο (immanent)»[2].

Δευτερεύουσα συνέπεια της σκέψης αυτής είναι οι αντιρρήσεις σε κάθε ρεύμα ή συμπεριφορά εκτός λόγου ή πέραν του λόγου όπως τον ρομαντισμό και την σύγχρονη τέχνη. Ο χριστιανισμός στο χώρο της ηθικής «οικοδόμησε τον κόσμο της αγάπης, ένα νόημα που κείται πέρα από το λόγο και ήταν άγνωστο πριν αυτό το θεμελιώση. Στις σχέσεις των ατόμων, σε ωρισμένες τουλάχιστον σχέσεις, προσέδωσε η αγάπη μια μορφή διάφορη από του αρχαίου έρωτα και της αρχαίας φιλίας⸱ κάτι πρωτόφαντο που από τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές του Παύλου, περνώντας από τα λόγια του Αγίου Φραγκίσκου, φθάνει στους τροβαδούρους της Προβηγκίας και πιο πέρα ως τον Μπλαίηκ και τον Ρίλκε»[3]. Σημαντική είναι η επισήμανση του Κ.Τσάτσου πως ένα άλλο γνώρισμα του «ανθρώπου που γαλουχήθηκε από την κλασσική παιδεία και τον ουμανιστικό πολιτισμό είναι το δυναμικό αντίκρυσμα της ζωής εν αντιθέσει προς κάποια σχετική στατικότητα των άλλων πολιτισμών. Η έξαρση του λόγου, η ερευνητική ροπή του, η έντονη τάση προς μορφοποίηση και της αισθητής ύλης και της κοινωνικής ύλης, σπρώχνει τον άνθρωπο προς την αναζήτηση όλο και τελειοτέρων τρόπων, τελειοτέρων μορφών, προς ότι ονομάζομε πρόοδο. Η Ευρώπη γι’ αυτό, ο τόπος όπου βλάστησε ο ουμανιστικός πολιτισμός, είναι, σε αντίθεση με τους στατικούς πολιτισμούς της Ασίας, ο τόπος όπου η ζωή δυναμικά εξελίσσεται και προοδεύει… Ο ευρωπαϊκός κόσμος συνέβαλε με τον δικό του έξοχο τρόπο στην αποστολή αυτή. Κάθε ιστορική του περίοδος μέσα στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρισμού που πριν καθωρίσαμε, ανέπτυξε ιδιαίτερες πολιτιστικές μορφές, ιδιαίτερους τρόπους που επισωρευόμενοι συναπαρτίζουν την πολιτιστική δημιουργία της Ευρώπης»[4]. Θεμελιώδης είναι η σημασία του αριστοτελικού μέτρου που «συνδυάζει ελευθερία και τάξη, λόγο και φαντασία, διάνοια και αίσθηση, συγκράτηση και εξωτερίκευση, βάζοντας κάθε δημιουργία στον ορθό δρόμο της δημιουργίας»[5].

Ο Κ.Τσάτσος ακριβώς επειδή υπερασπίζεται την ανθρωπιστική παιδεία, υπερασπίζεται τη δημοτική: «πως θα επιτύχη όμως η Ελλάς την προαγωγή της ουμανιστικής παιδείας, ιδιαίτερα στον ελληνικό της κλάδο; – Ασφαλώς όχι πολεμώντας τη δημοτική γλώσσα και προωθώντας την μιξοκαθαρεύουσα των εφημερίδων που με την αρχαία ελληνική γλώσσα και παιδεία έχει λιγώτερη σχέση από ό,τι και η δημοτική. Με γλωσσαμυντορικούς αγώνες ενταφιάζονται, δεν προάγονται τα κλασσικά γράμματα. Ούτε βέβαια θα προαχθή η κλασσική παιδεία με σωβινιστικές δημογορίες υπέρ των ενδόξων προγόνων μας. Η αρχαιοκαπηλεία χωρίς να τη βοηθεί, διώχνει τους νέους από το στίβο της»[6].

Το γλωσσικό πρόβλημα είχε εμμονή προς τον τύπο και δημιούργησε δυο στρατόπεδα με τα ίδια συχνά προβλήματα: «και στις δυο παρατάξεις συνέβαινε αυτή η διαστροφή. Κάθε εξάμβλωμα γραμμένο σε αδιάλλακτη δημοτική, εξεθειάζονταν από τους δημοτικιστές. Κάθε καθαρευουσιάνικος πομφόλυγος, κάθε αρχαιοπρεπής κενολογία, διαβάζονταν με θαυμασμό από τους καθαρευουσιάνους. Αυτό το τελευταίο άλλωστε δυστυχώς συνέβαινε στον τόπο μας και πριν ακόμη βγη ο δημοτικισμός. Ο κούφιος ρητορικός λόγος, δηλαδή ακριβώς το πιο αντίθετο στην ουσία του ελληνικού πνεύματος, άρεσε και αρέσει και σήμερα, στην ξεπεσμένη διανοητικότητα πολλών Ελλήνων»[7].

Τα θετικά στοιχεία του δημοτικισμού συνοψίζονται: «χωρίς όμως να είναι φορέας μιας οιασδήποτε ιδεολογίας, ο δημοτικισμός έστρεψε την ελληνική διανόηση προς ανεξερεύνητες όψεις της ελληνικής ζωής, προς εκείνες που έχουν σχέση με τη δημιουργία της σύγχρονης γλώσσας του λαού, προς τη λαογραφία, την ποίηση των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, τη γραμμένη στη δημοτική, γενικότερα προς τη νεώτερη Ελλάδα. Αλλά και τον αρχαίο κόσμο τον αγκάλιασε με άλλο τρόπο ο δημοτικισμός. Οι μεταφράσεις στη ζωντανή μας γλώσσα έφερναν πιο κοντά στο λαό μας τα αρχαία αριστουργήματα. Ήταν αυτό κάτι καινούργιο κοντά στην κυρίως γραμματική έρευνα των κειμένων που αποτελούσε το εντρύφημα των καθαρευουσιάνων. Προ παντός όμως ο δημοτικισμός, χάρις σε μερικούς από τους λαμπρότερους εκπροσώπους του, ανανέωσε και ύψωσε σε ανυπέρβλητο σημείο τη λογοτεχνία μας και κατά προέκτασιν άνοιξε και μερικούς νέους πνευματικούς ορίζοντες. Οι νέοι αυτοί ορίζοντες δεν ήταν ούτε αξιόλογοι ούτε όμως επικίνδυνοι. Λίγος Νίτσε, λίγος Τολστόη, και αυτός ο Μαξ Νορντάου που γνώρισε τόσες δόξες στον τόπο μας. Ο Παλαμάς, ο πνευματικώτερος όλων των λογοτεχνών μας, άνοιξε πόρτες και παράθυρα προς τις λογοτεχνίες και άλλων ευρωπαϊκών λαών και έδινε στα λογοτεχνικά θέματα μια ζωντάνια που πριν δεν υπήρχε. Φυσικά, γι’ αυτές τις ουσιαστικές προσφορές δεν πολεμήθηκαν οι δημοτικιστές. Πολεμήθηκαν μόνο για τη γλώσσα τους. Ο διχασμός ήταν καθαρά γλωσσικός. Οι ανοητότεροι όμως από τα στρατόπεδα, για να μεγαλοποιήσουν τον αγώνα τους, έλεγαν, οι μεν καθαρευουσιάνοι ότι η δημοτική θα καταστρέψη το έθνος και τις μεγάλες του παραδόσεις, οι δε δημοτικιστές ότι αντιπροσωπεύουν νέα φιλοσοφία που θα αναμορφώση μαζί με όλη την οικουμένη, και την Ελλάδα. Η αλήθεια ήταν δυστυχώς πολύ πιο πενιχρή, και η διάσταση πολύ πιο ασήμαντη»[8].

Το 1917, επισημαίνει ο Κ.Τσάτσος, γίνεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση «εισάγεται η δημοτική στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Αυτό που τώρα κανένας μετριοπαθής δεν το συζητεί καν, τότε θεωρήθηκε ένα τόλμημα. Αλλά εκτός από αυτή την αλλαγή στον γλωσσικό τύπο, έγιναν και μερικές αλλαγές στην ουσία της εκπαιδεύσεως, απάνω κάτω σε αυτή την ίδια περίοδο. Στρέφεται πια η προσοχή του εκπαιδευτικού προς τις παιδαγωγικές μεθόδους και προς τα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας. Στον τομέα αυτό δεν πρωταγωνιστούν μόνο δημοτικιστές αλλά και αξιόλογοι επιστήμονες που ανήκουν στην παράταξη των καθαρευουσιάνων…Στον ιδεολογικό τομέα, μέσα στον κύκλο του δημοτικισμού ωρισμένοι εκπαιδευτικοί θέλησαν να επιχειρήσουν μερικές αλλαγές στον τόνο της διδασκαλίας. Καταπολέμηση της θρησκοληψίας. Καταπολέμηση του φυλετικού μίσους και εμμέσως του εθνικού φανατισμού. Εδόθηκε ο τόνος ότι αυτή η αλλαγή ήταν της μόδας, ότι αυτή εξέφραζε την τελευταία λέξη της προόδου. Ήταν μια εποχή όπου αυτές οι μεταβολές του τόπου φαίνονταν ακίνδυνες, σε όσους δεν φαίνονταν ωφέλιμες»[9].

Βεβαίως λόγω της γεωπολιτικής μας θέσης όπου «όλοι οι γύρω της το επιβουλεύονται και για να ανθέξη στην αδιάκοπη πίεση τους, η διάθεση του λαού της πρέπει να είναι μαχητική. Το ελληνικό έθνος πρέπει να είναι, για να ζήση, ένα στρατευμένο έθνος»[10]. Οι καθαρευουσιάνοι δεν ήθελαν να παραδεχθούν ότι ανάμεσα στους δημοτικιστές είχαν διαμορφωθεί δύο ρεύματα ασυμφιλίωτα: το κομμουνιστικό και αυτό που διακήρυσσε την εμμονή του στην ελληνική παράδοση «αφού πρόκειται να καταδιωχθούν οι κομμουνιστές, ας κοιτάζωμε να συμπεριλάβωμε μέσα σε αυτούς και τους εθνικόφρονες δημοτικιστές, ώστε να ξοφλήσωμε με μιας και με τον δημοτικισμό»[11].

Πράγματι οι περισσότεροι λογοτέχνες γράφουν στην δημοτική η οποία θα κάνει κάποια γοργά βήματα: «βοηθημένη και από την Γραμματική του Τριανταφυλλίδη η δημοτική επεκτείνεται σιγά-σιγά και πέρα από την λογοτεχνία. Η γλώσσα των εφημερίδων, όλο και έρχεται πλησιέστερα προς τη δημοτική. Οι άνθρωποι στις καθημερινές συνομιλίες των όλο και περισσότερο απομακρύνονται από την καθαρεύουσα. Αν εξαιρέση κανεί τη γλώσσα των νόμων και των εγγράφων του κράτους και γενικά των νομοθετών, η γλώσσα γίνεται πιο μικτή με περισσότερα στοιχεία από δημοτική. Το 1930 δημοσιεύει ο Νικόλαος Λούρος την Γυναικολογία του στη δημοτική και σχεδόν συγχρόνως το Αρχείο Φιλοσοφίας Θεοδωρακόπουλου-Κανελλόπουλου και Τσάτσου γράφεται ολόκληρο στη δημοτική. Οι αριστεροί γράφουν όλοι στη δημοτική με προφανή σκοπό να συνδυάσουν τη δημοτική με την κομματική τους ιδεολογία. Η δημοτική ακούγεται πια από τις πανεπιστημιακές έδρες»[12].

Η προτεραιότητα στη δημοτική δεν μειώνει το γεγονός ότι η γλώσσα μας έχει «βίο τριών χιλιάδων ετών, ότι είναι το πλουσιώτερο γλωσσικό όργανο μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο και γι’ αυτό περιέχει πλήθος όρων και τύπων και εκφράσεων που είναι ζωντανές και που πρέπει να εκμεταλλευθούμε για να εμπλουτίσωμε τη δική μας σύγχρονη γλώσσα. Αντί να φεύγωμε από τα αρχαία και τα βυζαντινά και ακόμη τις μεταγενέστερες γλωσσικές μορφές, πρέπει από παντού, σαν από ένα πλούσιο περιβόλι, να μαζεύωμε τη γύρη που θα δώση ρώμη και πλούτο αποχρώσεων στο νέο ελληνικό λόγο. Έτσι θα εκτοπίσωμε πολλά οθνεία στοιχεία, πλούσιοι από τον πλούτο τον δικό μας»[13].

Κωνσταντίνου Τσάτσου: Παιδεία και Γλώσσα, Αστρολάβος/Ευθύνη

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Κ.Τσάτσος, Παιδεία και γλώσσα, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1993, σελ.19.

[2] Ό. π. σελ. 20.

[3] Ό. π. σελ.24.

[4] Ό. π. σελ.26.

[5] Ό. π. σελ. 30.

[6] Ό. π. σελ.42.

[7] Ό. π. σελ. 52,53.

[8] Ό. π. σελ.54.

[9] Ό. π. σελ. 57,58.

[10] Ό. π. σελ.59.

[11] Ό. π. σελ. 61.

[12] Ό. π. σελ.63,64.

[13] Ό. π. σελ.65.

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *