Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει το ποίημα: “Χαιρετισμός στον Ίωνα Δραγούμη” στο Περιοδικὸ «Νέα Ἑστία», 15-3-1941.
Μεσ᾿ στη σγουρήσου φλόγα τυλιμένος,
στην πιο αψηλη κορφη στο Καθαρτήρι,
στέκεις ορθος και συντηρας το Γένος.
Το άναντρο εσυ της Λησμονιας ποτήρι
δεν καταδέχτηκες να πιεις, αντάρα
να μην πλακόσει το μιαλο, χατήρι
να μη σου κάμει ο Θεος κι αλησμονιάρα
μη σκορπιστει στα μάβρα κυπαρίσια
του αντρους η πιο τρανη αρετη, η Λαχτάρα.
Περήφανη ψυχη παληκαρίσια,
απόξω απ᾿ της Παράδεισος τη θύρα,
την γκρίζα κεφαλη κρατώντας ίσια,
ζητιάνος συ δεν γίνεσαι στη μοίρα·
δε θες να μπεις και στη γλυκεια ζαλάδα
της βουρκιασμένης εφτυχιας την πύρα
που σ᾿ έκαιγε να σβύσης, την Ελάδα!
Περίσια για Παράδεισό ᾿σαι αντάρτης
και λαχταρας της γης την αγριάδα.
Τα χελιδόνια γύρισαν κι ο Μάρτης
χλωρος σε μιαν καινούρια Λάβρα ανθίζει·
Δραγούμη, ανοίξαν οι ψυχες και θάρτεις
τη γης ξανα να πιάσεις μετερίζι·
βγάλε το ματομένοσου μαντήλι,
παιχνίδι ᾿ναι η ζωη και παιχνιδίζει
πα στα χοντρα φιλήδονάσου χείλη·
γιομόσαν τα κορμια ψυχη κι αντράλα
κι άντρες λεβέντες γίναν οι γραικύλοι.
Ω λύκαινα Παληκαρια, το γάλα
της λεφτεριας τον βύζαξες και τόρα,
μονιας, σε γάβρο στεναγμο καβάλα,
λιγνος Ακρίτας τρογυρνάει τη χώρα,
τα σύνορα μετράει, μετράει το νούμας,
τον κίντυνο νογάει κι ορμάει με φόρα,
μπλάβη αστραπη στην άκρα του γκρεμούμας!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
2-10-1940

Σημειώσεις:
[1] Διατηρῶ τὴν ὀρθογραφία τοῦ συγγραφέως· πάλι πειραματιζόταν ὁ Καζαντζάκης -δὲν εἶχε τὸν Θεό του!-, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ἡ οὐσία ἐδῶ.
[2] Τὸ ποίημα, μεγαλειῶδες. Κι ὄχι μόνο τὰ ἐκφραστικὰ στοιχεῖα, ἡ ζωικὴ ὁρμὴ ποὺ ἀναβλύζει, ἀλλὰ προσέξτε ὑψηλὴ ποιητικὴ ἔμπνευσι: Δὲν βάζει τὸν Δραγούμη στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ στὸ Καθαρτήριο, καὶ μάλιστα ἀρνούμενον νὰ πιῇ τὸ γλυκό, θεραπευτικό, μὰ «ἄνανδρο» νερὸ τῆς λησμονιᾶς, καθὼς «δὲν θέλει νὰ σβήσῃ τὴν πυρὰ ποὺ τὸν ἔκαιγε, τὴν Ἑλλάδα»! «περίσσια γιὰ Παράδεισο εἶναι ἀντάρτης καὶ λαχταρᾷ τῆς γῆς τὴν ἀγριάδα»!
Κι ἀρνούμενος λοιπὸν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν λησμονιὰ τοῦ Παραδείσου ὁ Δραγούμης,
«τὰ σύνορα μετράει, μετράει τὸ νοῦ μας,
Ἀκρίτας καὶ πάλι τριγυρνάει τὴ χώρα,
τὸν κίνδυνο νογάει κι ὁρμάει μὲ φόρα» –
2-10-1940 τὸ ποίημα, λιγότερο ἀπὸ μῆνα πρὶν τὸ ΟΧΙ.
«Γιομίσαν τὰ κορμιὰ ψυχὴ κι ἀντράλα [ = θορυβώδης ἀναταραχή, κοχλασμός ]
κι ἄντρες λεβέντες γίναν οἱ γραικύλοι».


[3] Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», 15-3-1941. Ἀφιέρωμα στὸν Ἴωνα Δραγούμη, εἴκοσι χρόνια μετὰ τὸν τραγικό του θάνατο. Τότε (31-7-1920) ὁ ἁγνὸς καὶ γενναῖος Ἕλληνας ἔπεφτε ἀπὸ τὶς σφαῖρες καὶ τὸ μίσος τοῦ Διχασμοῦ· ἡ μεγάλη Καταστροφὴ ἦταν ἡ προδιαγεγραμμένη κατάληξις. Δύο δεκαετίες μετά, ὅταν κυκλοφοροῦσε τὸ τεῦχος αὐτό, οἱ ἀετοὶ τῆς Πίνδου συνέτριβαν τὴν ἐαρινὴ ἐπίθεσι τῶν Ἰταλῶν τοῦ Μουσολίνι. (Προσέξτε στὸ ἐξώφυλλο τὶ ὀνόματα ὑπογράφουν τὸ ἀφιέρωμα· τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖον.)
Επιμέλεια: Φειδίας Μπουρλάς