Σημειώσεις – Πηγή: Σ. Γ. Πλουμίδης: Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: “ο γεωργικός εθνικισμός” στην Ελλάδα και στη Βουλγαρια (1927-1946), Πατάκης, Αθήνα 2011, σελ. 155-159.
Το 1919 ο Κάρολος Ντηλ απέδωσε την παρακμή του Βυζαντίου στην εγκατάλειψη της γεωργίας, την αστυφιλία, την δημογραφική απίσχνανση της υπαίθρου από τους αγρότες. Το Βυζάντιο μειονεκτούσε σε επίπεδο αγορτικού πληθυσμού έναντι άλλων λαών, όπως π.χ. των Σλάβων, οπότε έχασε τον έλεγχο της υπαίθρου, κάτι που συνέβαλε στην παρακμή του.
- Charles Diehl, Byzance: grandeur et decadence, Παρίσι 1919 (1930), σελ. 100-103, 211-214.
Οι απόψεις αυτές άσκησαν σημαντική επιρροή στην ιστορική, οικονομική και γεωπολιτική σκέψη του Μεσοπολέμου, σε μία εποχή όπου η ιδέα εξασφάλισης επαρκών καλλιεργησίμων γαιών, η επίτευξη σιτάρκειας για τον πληθυσμό, η ανάσχεση της αστυφιλίας και της εγκατάλειψης της υπαίθρου ειδικά του ελληνικού βορρά (σλαβικός κίνδυνος) απασχολούσαν πολιτικούς και διανοουμένους.
«Με τοιούτον πληθυσμόν της υπαίθρου και τους μαλθακούς ανέκαθεν κατοίκους των πόλεων δεν ήτο δυνατόν βέβαια το Βυζαντιακόν κράτος να ανθέξη περισσότερον κατά των εξωτερικών αυτού εχθρών [ ] δια τούτο και η πλήρης αυτού εξουθένωσις δεν εβράδυνε να επέλθη. Νέοι λαοί (Σλάβοι, Τούρκοι) με μεγαλυτέραν ζωτικότητα και, ας προσθέσωμεν, με περισσότυερον αγροτικόν χαρακτήρα από τους Έλληνας κατέκλυσαν την ύπαιθρον χώραν του Βυζαντίου, απώθησαν εις τας πόλεις τους αραιωθέντες ήδη Έλληνας της υπαίθρου, κατέλαβον την θέσιν αυτών και περιώρισαν το Κράτος εις τα σύνορα της παλαιάς Ελλάδος, όπου το Ελληνικόν φρόνημα ήτο κραταιότερον, και εις ολίγας πόλεις της Μακεδονίας, Θράκης και Μικράς Ασίας, οπόθεν και πάλιν εβράδυνον να εκτοπισθούν και να αποτελέσουν το σημερινόν συμπαγές πλέον Ελληνικόν Κράτος, το οποίον όμως πανταχόθεν τόσον επικινδύνως περισφίγγουν. Η ύπαρξις συμπαγούς και οικονομικώς ακμαίου αγροτικού πληθυσμού ήτο και είναι πάντοτε μία ανάγκη υπερτάτη δια την χώραν μας και το πρώτιστον καθήκον των Κυβερνήσεών μας».
- Β. Γανώσης (γεωπόνος), Νέα φιλαγροτικά, σελ. 103. /Δοκίμια και Μελέται, σελ. 45-47, 1935.
Με βάση τον Ντηλ κάνει ανάλυση το 1926 ο κοινοτιστής κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Καραβίδας, προβάλλοντας την συγκαιρινή του ελληνοβουλγαρική διαμάχη στο βυζαντινό παρελθόν. Τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στον αστικό και ναυτικό πολιτισμό των Ελλήνων και τον (ισχυρότερο) αγροτικό πολιτισμό των Σλάβων.
«Ούτω πράγματι εις όλο το διάστημα κατά το οποίον η Αυτοκρατορία του Βυζαντίου λατέκτα την Σλαβικήν συνείδησιν και εισήγεμ κατά μικρόν αυτήν εις τον πολιτισμόν της – τον μέγιστον του μεσαίωνος – εις τον καιρόν αυτόν το σλαβικόν στοιχείον ελάμβανε εκ παραλλήλου την υλικήν κατοχήν διά του αρότρου επί των εδαφών εφ’ ων εξηπλώθη και απερρόφα γλωσσικώς τους επ’ αυτ΄λων γηγενείς πληθυσμούς».
«Η μελέτη της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους μαρτυρεί ότι η μεμονωμένη εμπορική τάξις, η οποία είναι εξαπλωμένη εις στενάς επικαίρους λωρίδας γης χωρίς συμπαγείς ομογενείς εις ταύτην πληθυσμούς και χωρίς ρίζας, η εμπορική αύτη τάξις ευκόλως υποχωρεί εξ αυτών, και την επιδίωξιν του κέρδους σκοπούσα μόνον, ευκολώτερα μετακινείται ή και απορροφάται»
Αποτέλεσμα ξεριζωμός και στην βόρεια Βαλκανική και στην Μικρά Ασία. Ήττα 1922 συνέχεια της «αποτυχίας της εθνικής αυτού ριζοβολήσεως εν Ασία». Συμπέρασμα: ανάγκη ανάπτυξης αγροτικής οικονομίας και αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδος.
- Κωνσταντίνος Δ. Καραβίδας, “Η μακεδονοσλαβική αγροτική κοινότης και η πατριαρχική γεωργική οικογένεια εις την περιφέρειαν Μοναστηρίου. Γενικόν Μέρος”, Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών, τόμος 6, τεύχος Δ’ (Οκτ.-Δεκ. 1926), σελ. 227, 232, 241, 245-246 (υπ. 2), 256, 295, 303.
Πάλι ο Καραβίδας το 1931: Οι Σλάβοι έχουνε δέσιμο με τη γη. Πρέπει η Ελλάδα να ενισχύσει την ηπειρωτική και αγροτική της διάσταση για ασφάλεια των χερσαίων συνόρων. [Αγροτικά, σελ. 17, 125, 140]
- [Πλουμίδης, σελ. 155-157]
Αντώνιος Χαμουδόπουλος και Μιχαήλ Μαυρογορδάτος: δεν είμαστε γεωργικό έθνος, Εγκατάλειψη αγρού από το βυζαντινή εποχή, αίτιο πτώσης. Σελ. 45.
- [Πλουμίδης, σελ. 157-158]
Δημοσθένης Δανιηλίδης (κοινωνιολόγος): Η αντιαγροτική νοοτροπία Βυζαντίου περνά στο νέο Ελληνισμό.
«Η δεύτερη συνέπεια της Βυζαντινής κατάντιας, κι αυτή μια από τις προϋποθέσεις της νεοελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, έχει σχέση με την αγροτική ζωή. [ ] Τελεία εγκατάλειψη των αγροτών στα χέρια των εκμεταλλευτών τους μεγαλογαιοκτημόνων και συνάμα ανικανότητα των τελευταίων, να παγιώσουν μια κατάσταση έννομη στην ύπαιθρο [ ] Περιττό να τονίσω, πως οι συνθήκες αυτές είχαν κάνει αδύνατη όχι μονάχα την παραγωγικότητα μα κι αυτήν την υπόσταση της αγροτικής οικονομίας και πως καλλιεργούσαν στον Έλληνα την τάση ρτπςο εγκατάλειψη της γης [ ] Οι Έλληνες κύτταζαν να ξεφύγουν προς τις μεγάλες πόλεις, ή και πιο μακρυά, πέρα από τη θάλασσα στην ξένη. Η έξοδος αυτή, που γένηκε πιο εντατική επί Τουρκοκρατίας και βάσταξε αιώνες, κατέστρεψε σιγά σιγά κάθε παράδοση αγροτικής εργασίας και παραγωγής και των σχετικών τεχνικών προόδων και προκάλεσε τέτοια εγκατάλειψη της γης και γενικότερα τέτοια παραμέληση της υπαίθρου, που η γόνιμη καλλιέργεια να φαίνεται σε πολλές περιφέρειες άθλος ηράκλειος, αν όχι και ουτοπία. [ ] Έτσι παράλληλα προς την αγροτική αθλιότητα αναπτύχθηκε και μια αντιαγροτική νοοτροπία, που σαν βαρειά του Βυζαντίου κληρονομιά πέρασε στα νεοελληνικά ιδανικά, βρήκε έδαφος ευνοϊκό στην πνευματικότητα του νεοελληνικού εθνικού χαρακτήρα, έσμιξε με το πνεύμα της αστυφιλίας των νεότερων χρόνων και δημιούργησε μια κατάσταση αρνητική, μητέρα πλήθους θλιβερών φαινομένων μοιραίας επιπλοκής στην οικονομική και κοινωνική μας ζωή. Ίσαμε χθες και προχθές όχι μόνο το επίσημο σχολικό πρόγραμμα – που, όπως θα δούμε, παραμένει ουσιαστικά, παρά τις πολλές του μεταρρυθμίσεις, μια βυζαντινή επιβίωση – αγνοούσε την αγροτική ζωή, μα κι αυτ΄οτο εκπαιδευτικό ιδανικό της κοινωνίας, κι αυτή ακόμη η οικονομική και κοινωνική πολιτικής της πολιτείας έπασχε από την κληρονομική τούτη αθλιότητα, αν και αγροτική ήταν και είναι η πλειοψηφία του λαού, αγροτική η προέλευση μεγάλου μέρους του εθνικού εισοδήματος [ ] Το φαινόμενο ήταν η συνέχεια ή το ανάλογο της οικονομικής παραλυσίας, που η διαιώνιση του άλυτου αγροτικού ζητήματος των Βυζαντινών είχε αφήσει κληρονομιά στις αγροτικές χώρες της ανατολικής αυτοκρατορίας»
- Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, τ. Α’ Προϋποθέσεις, Αθήνα 1934, σελ. 64-66, 254-255.
- [Πλουμίδης, σελ. 158]
«Ένας λαός που είναι οικονομικώς ισχυρός και κυριαρχεί εις τας πόλεις, εις το εμπόριο δηλαδή και εις τα τέχνας, είναι όμως αδύνατος, ή δεν έχει καμμίαν βάσιν εις την ύπαιθρον, δεν έχει καμμίαν ασφάλειαν εκεί όπου ευρίσκεται. Αυτό το έδειξεν η τύχη του Ελληνισμού της Τουρκίας, ο οποίος ήταν πανίσχυρος εις τας πόλεις – το επέτυχεν αυτό αδυνατίζων συνεχώς εις τα χωριά – και που δι’ αυτόν τον λόγον, ένα καλό πρωί τον έδιωξαν οι Τούρκοι από τον τόπο που ήταν δικός του από 3.000 χρόνια. Ενώ είχαμε πιάσει στερεά όλες τις πόλεις της Ανατολής και όλους τους γιαλούς της Ανατολικής Μεσογείου, αραιώσαμε φοβερά τας θέσεις μας στην ύπαιθρο, εστερήθημεν του γεωγραφικού βάθους, που χωρίς αυτό ούτε εθνικές απαιτήσεις δικαιολογημένες μπορεί να προβάλει ένας Λαός. Στη Μικρασία το 1922 δεν μας ενίκησεν η τέχνη των Τούρκων στρατηγών αλλά η πίεσεις των τουρκικών αγροτικών όγκων, όπου απάνω τους έπσασε το λιγνό τόξο των αστικών ελληνικών οικισμών, πουσαν στρείδια έζωσαν από την μίαν άκρην ως την άλλη τα παράλια του Αιγαίου. Ακόμη όμως κλασσικώτερον παράδειγμα, οι εβραίοι όλου του κόσμου, που συνεχώς είναι ξένοι όπου βρίσκονται, διότι δεν έχουν κανένα δεσμό με την γην εις την οποίαν ζουν, δεσμό που αν υπήρχε θα τους εσέβοντο ή θα τους ελογάριαζαν οι άλλοι και δνα θα ήσαν αιώνες τώρα διωκόμενοι και κατατετρεγμένοι εις όλον τον κόσμον. Αυτά τα διδάγματα που δεν πρέπει να ξεχνιούνται».
«Οι Έλληνες απώλεσαν την επαφήν προς την γην, απώλεσαν επίσης την προς άλληλα επαφήν τα διάφορα τμήματα του διασκορπισθέντος ελληνισμού, άτινα ή αφωμοιώθησαν βαθμιαίως υπό των πολυανθρωποτέρων και φυσικώς ισχυροτέρων αλλοεθνών στοιχείων ή, εκτοπιζόμενα διαρκώς υπό τούτων, περιωρίσθησαν εις μίαν μικράν γωνίαν της χερσονήσου του Αίμου».
- Δημοσθένης Στεφανίδης (οικονομολόγος), Η θέσις της βιομηχανίας εν τη κοινωνική μας οικονομία, σελ .41-42.
- [Πλουμίδης, σελ. 159]
Αποδελτίωση: Μ. Νοβακόπουλος